Εκτύπωση του άρθρου
Ανθολογεί η Άννα Γρίβα
 
 
 
Γιάννης Αναστασόπουλος, Ηλιοτρόπιο ονείρων, Βακχικόν, 2024
 
Μικρό παράθυρο
 
Κι ύστερα έμεινα εδώ
χαμένος στο χρόνο
ν’ αναρωτιέμαι 
τι πλάνες σκάλισα σε σένα
τι πλάνες σκάλισα σε μένα.
Μου ’μεινε
ένα μικρό παράθυρο στον ουρανό
κι ένα μικρό παράθυρο στην άβυσσο.
 
Το δώρο
 
Το δαχτυλίδι που σου ’χα χαρίσει
άτακτα πεταμένο στο συρτάρι σου
μένει εκεί να νοσταλγεί.
Με πόση λαχτάρα το ’χα ξεχωρίσει να σου ταιριάζει,
με αγωνία
αν θα σ’ αρέσει,
αν θα το φορέσεις.
Κι όμως κάποιες νύχτες με φεγγάρι
όταν μόνη κοιτάς εκείνο το μακρινό άστρο
που έλεγες μόνο εμείς το βλέπαμε,
τότε αναζητάς το δαχτυλίδι,
το ψάχνεις αναστατωμένη.
Το φοράς και κάτι ραγίζει μέσα σου.
Για λίγες στιγμές.
Έπειτα το ξαναπετάς στο συρτάρι
και συνεχίζεις απτόητη την πολυάσχολη ζωή σου.
 
 
Νίκος Βαξεβανίδης, Μνήμες των ήχων, Εκδόσεις Παρουσία, 2023
 
Νηφάλια είναι η νύχτα
 
Έρχεται πάντα μεσάνυχτα, χειμωνιάτικα,
                                                                        ο Μίλτος Σαχτούρης
Κάθεται απρόσκλητος στο γραφείο μου
Παίζουμε σκάκι, ακούμε Μότζαρτ
Με ρωτάει γιατί χάθηκα απ΄ την Φωκίωνος Νέγρη
Μετώκησα, του απαντώ
Με ρωτάει, γιατί σταμάτησα να πίνω μελάνι
Δεν ξέρω τι να απαντήσω
Τελειώνουμε την παρτίδα, μένουμε σιωπηλοί
Την αυγή φεύγει μέσα απ΄ τον παλιό καθρέπτη,
αφήνοντας το σχέδιο ενός κοκκινολαίμη
Πάντα με νικάει στο σκάκι.
                                                     Αθήνα, 02/2018
 
Νυχτερινή μουσική στα Εξάρχεια
 
                                             Κερδίζουν οι νεκροί στα όνειρα
                                                                Χρίστος Λάσκαρης
 
Μεσάνυχτα, στην οδό Μεσολογγίου ξυπνάει ο νεκρός ποιητής
Πίνει μια κούπα μελάνι, καπνίζει το πρώτο του τσιγάρο 
Κατεβαίνει στην Πλατεία,
                                         στο διανυκτερεύον καφενείο, όπου αγρυπνώ κι΄ εγώ
Ψάχνει για λέξεις που επιζούν
Ψάχνει για στίχους που σώζουν
Γιατί όλα τα βλέπω ασπρόμαυρα, με ρωτά
Τον χαιρετώ σιωπηλά, δεν ξέρω τι να απαντήσω
Βγαίνουμε στη Στουρνάρα
Ξημέρωμα, περιπλάνηση σε έρημους δρόμους
Αιώρηση ανάμεσα σε παρελθόν και μέλλον
Στα πρόσωπά μας πέφτει χιόνι
Καθώς αποχωρώ ακούω την φωνή του
Μετά την δυσοίωνη νύχτα,
                                              πάντα να ελπίζεις στο ξημέρωμα.
Τώρα είμαι μόνος και γράφω.
                                                                        Αθήνα, 01-06/2019
 
 
Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Γη Μήτηρ,  εκδ. ύψιλον/βιβλία, 2023
 
Τώρα που βρέχει
 
Τώρα που βρέχει να ξανάβγαινες
Από τον πέτρινό σου κήπο
Τρυφερή
Μικρή μια λόγχη πράσινη
Από ζουμπούλια που δεν φάνηκαν ακόμη
Φύλλο να πετάξεις
Τα πριν και τα μετά χωρίζοντας 
Τον άνεμο, τις προσμονές ,τα πέταλα 
Τ’ ολόγυμνα κλαδιά
Τους ψίθυρους  -τα «τρέμω», τα «γυρίζω»…
 
Μια σπιθαμή από τη χλόη πιο ψηλά
Ν’ ανέβαινες
Κι ωσάν να περπατάς 
Διάφανα φτερά ψηλά ν’ ανοίξεις
Στο λίγο φως του εσπερινού πηγαίνοντας 
Ψηλά και πιο ψηλά
Μονάχα, όλο τον δρόμο, με τα μάτια
Απ’ τα πρανή του ουρανού
Μιαν αγκαλιά να έφερνες
Βιολέτες, χαμομήλια, αγιόκλημα…
 
Όχι ,όχι…Χάδια
Χάδια μόνο να φέρεις
Σ’ ένα κεφάλι πάλι παιδικό 
Που σε ζητάει.
Μαμά μου. Χάδια!
 
Μεσημέρι στον Άδη
 
Μεσημέρι στον Άδη
Πάνω απ’ τους κοιμωμένους
Περπατούν, σχεδόν χαρούμενοι, οι ζωντανοί
Άνθη, άνθη φέροντες
Στεφανάκια, μπουκέτα
Και φλογίτσες μικρές
Που τις τρεμίζει ο άνεμος
Που τις σβήνει ο ήλιος
Κεριά λεπτά 
Που ’χάσαν τα πέταλα 
Κι απομένουν μίσχοι ξεροί
Μακρυσμένων  φωνών τα εγκώμια
Στον αέρα
Λέξεις, μελωδίες και μύρα παλιά
Μιας πομπής ατελεύτητης 
Που κρατάει αιώνες
Αθέατη κάτω απ’ το χώμα
Αθέατη κάτω απ’το φως…
Κάθε Μεγάλης Παρασκευής
Μεσημέρι.
 
 
Σωκράτης Καμπουρόπουλος, Μετείκασμα, Θράκα, 2024
 
[ΥΠΝΟΣ]
 
έρχεσαι με τον ήλιο 
το πρωί
σαν αντανάκλαση στο
τζάμι
που ανοίγουμε
να μπει η θάλασσα
ή μάλλον αυτό που βλέπουμε 
να αιωρείται
πάνω απ’ τη θάλασσα
το τζάμι ανύπαρκτο
 
εσύ φωλιάζεις
στον ύπνο μου
 
 
ΕΡΩΤΙΚΟ
 
καράβι ο ένας μέσα στον άλλο
χωρίς πανιά
νερό ο ένας μέσα στον άλλο
λάσπη κι ελπίδα
καράβι ο ένας μέσα στον άλλο
άδεια πανιά
σηκώνει ο άνεμος τη νύχτα
την Ιουλίδα
νερό ο ένας μέσα στον άλλο
άνιφτοι πια
από τη ζέστη που μας φυλά
ανθίζουν μήλα
 
 
Χρύσα Κοντογεωργοπούλου, Εξ αποστάξεως, εκδ. 24 Γράμματα, 2023
 
Σε γνωρίζω από την όψη
 
Σε γνωρίζω
Από την όψη
(ναι)
 
Από την κόψη 
(σίγουρα ναι
από αυτή της λόγχης 
που τρυπά την αγάπη σα θάνατος) ·
την Αγάπη την Άτρωτη
 
που ξανά προς την αιώνια Δόξα τραβά
 
Σε γνωρίζω
εξ αποστάσεως
(ναι)
 
Αλλά πιο πολύ
 
Εξ αποστάξεως
(σίγουρα)
 
Και γι’ αυτό
Χαίρε, ω Χαίρε
 
Και πάντα
 Χαίρε
 
Ω, Καινή Λευτεριά
 
Των καθαρών αποσταγμάτων
 
Η Φαντασία της Γραμματικής  ΙΙ
 
Πτώση Δοτική
 
Γι’ αυτό δεν επιβίωσε η Δοτική
Ήταν πολύ δοτική μέσα σ’ έναν κόσμο Γενικής 
Πτώσης
 
(γι’ αυτό μεταμορφώθηκε σε έμμεσο αντικείμενο
του ρήματος)
 
 
Θεώνη Κοτίνη, Με το σώμα, Ενύπνιο, 2024
 
Μέσα Μάνη
 
Κοιτάς
τη σιωπηλή διάρκεια του ύψους
στα βουνά.
Γυμνά βουνά, απερίσπαστα,
βουνά τετελεσμένα.
Μονάχα βλέπεις πού και πού
την αφελή εγγύτητα του θάμνου 
να σκαλώνει 
μικρές πατούσες πράσινες 
στο πέλμα του θηρίου.
 
Το φως
δε λάμπει πάνω τους,
μονάχα καμπυλώνει. 
Περνάει σύννεφου σκιά 
και σουρουπώνουν, 
λιοπύρι καίει και ξεβάφουν.
Χτίζουνε τον ορίζοντα, 
κι όμως,
άφαντα, λες, διαφεύγουν.
 
Φοβίζουνε τον ήμερο,
τον άμαθο τον διώχνουν
Ετούτα τα βουνά 
που όλο τα πηγαίνεις
 
Μονόλιθοι μιας θέλησης
από καιρό φτασμένης.
 
Αχώρητα.
Να’ ναι ο θεός
ή η ψυχή του ανθρώπου;
 
Γίνε το σώμα σου
 
Τις μέρες που επιστρέφεις πάμφτωχος στο σπίτι
ζήτα το σώμα σου,
γύρνα στην ύλη της στιγμής που το ανέθρεψε.
 
Σκέψου,
ζυμάρι στα δάχτυλα που αβγαταίνει ζωντανό στην αφή,
σταρένιο δέρμα του ψωμιού όταν το κόβεις στο τραπέζι
να σε χορταίνει πρωινή εγκαρδίωση,
τη συστολή σου μπρος 
στην ανθισμένη λύση του ροδόδεντρου, 
το χέρι του, απλωμένο απέραντα στον ύπνο.
 
Θυμήσου, 
γαλάζιο χείλος φλιτζανιού γεμάτο γάλα, 
άξαφνη μπόρα ξημερώματα κι εσύ σε δροσερά σεντόνια,
το πορτοκάλι ρέοντας στον ουρανό του στόματος 
όπως αργός αστερισμός στη φωτεινή του δύση,
καρπούς που ανέβηκαν σαν αναγνώριση στα χείλη. 
 
Τις μέρες που ρακοφορείς 
μουντό το φως του δειλινού μες στο γραφείο,
γίνε το σώμα σου, 
μάτια
και δέρμα
κι ακοή,
η ηδονή του άπληστου κυττάρου.
 
 
Στάθης Κουτσούνης, Ρόδο σε καθρέφτη, Μεταίχμιο, 2024
 
ΑΠΝΟΙΑ
 
Αναμμένη απ’ τον ολονύχτιο καύσωνα
βγαίνει πρωί μ’ ένα σιθρού κομπινεζόν
και σκουπίζει με στιλ το μπαλκόνι
 
τα χέρια της γίνονται ένα με το κοντάρι
καθώς γέρνει νωχελικά στο πλάι
και τα στήθη της στην κίνηση της σκούπας
πάλλονται έτοιμα να φτερουγίσουν
 
το βλέμμα μπαινοβγαίνει στο διαφανές 
κεντώντας το κορμί της ψιλοβελονιά
αγκάθια με τρυπούν παντού
πονώ μα ντρέπομαι να το φωνάξω
–οι γείτονες παραμονεύουν–
ούτε δίπλα της με σάλτο να βρεθώ 
ριψοκίνδυνο ασφαλώς  
–η πτήση με την πτώση κολλητές–
κοιτάζω μόνο και ορέγομαι τη σκούπα 
του μπαλκονιού της τα πλακάκια
και βλαστημώ την άπνοια
που μόλις έναν δρόμο μακριά
με καθήλωσε σκουπίδι
 
Η ΚΟΡΗ
 
Ήρθ’ ο καιρός κι ετοιμάζεσαι 
να ανέβεις στο φως
 
σε μια πιατέλα στο τραπέζι
οι κόκκοι του ροδιού κι ολόγυρα 
το βλέμμα του αστράφτοντας
 
γεμίζεις το στόμα βιαστικά
και πετώντας από πάνω σου
ένα ένα τα φορέματα τα μαύρα
–δώρα του τρομερού έρωτά του– 
ολόγυμνη προβάλλεις κι η μητέρα σου
σε υποδέχεται κρατώντας 
φουστάνι ανθισμένο
 
ύστερα έρχονται οι φίλες σου και τρέχετε
να μαζέψετε λουλούδια όπως και τότε
το σώμα σου αναθάλλει από τον ήλιο
μα έχει χάσει πια την αθωότητά του
και δεν φοβάσαι μήπως ξεπηδήσει
πίσω απ’ τον νάρκισσο ο κουρσάρος
και σ’ αρπάξει ξανά
 
μονότονα οι μέρες
διαδέχονται η μια την άλλη 
τίποτα δεν ελπίζεις
όλα κυλούν χωρίς εκπλήξεις
μέσα στην πλήξη του φωτός
 
κι όταν σώνεται ο χρόνος
γδύνεσαι το φουστάνι σου 
και ρίχνοντας στους ώμους πέπλο
το νικημένο μυστήριο 
κατεβαίνεις ανέκφραστη
επάνω και κάτω τα ίδια ψιθυρίζεις
λίγο πριν σε χωνέψει ο ζόφος
παντού ενεδρεύουν αράχνες 
να με βυζάξουνε φαρμακωμένο γάλα 
 
 
Χριστίνα Λιναρδάκη, ΣΚΠ, Εκδόσεις Ενάντια, 2024
 
Θεωρία
 
Η θεωρία λέει πως
τα αυτοάνοσα προέρχονται
από ψυχολογικά τραύματα
και συναφείς πληγές
μια δύσκολη παιδική ηλικία
έναν δυσλειτουργικό γάμο
την κοινωνική καταπίεση
το στρες
 
Όλα μετατρέπουν
το σώμα
σε ρηγματώδη πλανήτη
μ’ έναν πυρήνα συμπιεσμένο 
γεμάτο μάγμα 
 
Κάθε σταγόνα του που διαρρέει
γεμίζει 
το σώμα
με βλάβες 
 
A beacon in the darkest hours
 
Τα μεσάνυχτα
με βρήκαν στο κατάστρωμα του πλοίου
πηχτό σκοτάδι γύρω
αδιαπέραστο μαύρο
μόνο κάπου μακριά
ένα φως αδύναμο
 
Συγκλονίστηκα
από το προφανές 
 
Όλη μου η ζωή
ένα σκοτάδι πηχτό ήταν
κι εγώ
έβαζα πάντα τα δυνατά μου
να φτάσω
ένα φως αδύναμο
κάπου μακριά
 
 
Κώστας  Λιννός, Μετασχηματισμοί Ε΄, Εκδόσεις  των  Φίλων, 2023
 
                    ΣΧΟΛΙΟ  ΣΤΟ  «ΠΕΡΙ  ΤΩΝ  ΕΚΛΕΛΟΙΠΟΤΩΝ  
                             ΧΡΗΣΤΗΡΙΩΝ»  ΤΟΥ  ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ
 
              Θα  πρέπει  να ’μοιαζε  με  απόσυρση  ανθρώπων  απ’ τη  γη
              Ή  και  με  θάνατο  του  τελευταίου  παραδείσιου  πτηνού
              Το  λιγόστεμα  των  μαντείων  στην  Ελλάδα
              Κατά  τον  δεύτερο  αιώνα  μετά  Χριστόν.
              Σιγά-σιγά  και  αμετάκλητα, σαν  σπίτια  ελληνόφωνης  αποικίας
              Που  εγκαταλείφθηκαν  κάποτε  απ’ τους  ενοίκους  τους,
              Απόμειναν  ερείπια, μαντεία  χαμένων  χρησμών.
              Πόσο  παράξενη  η  ερήμωσή  τους, σάμπως  ν’ αποτραβήχτηκε
              –θα  πρέπει  να  φυσούσε  άγνωστος  άνεμος  μέσα  στο  φως–
              Από  τη  γη  ένα  ιερό  χέρι  για  πάντα.
              Μα  στα  χρόνια  που  ήρθαν, το  αποτύπωμά  τους
              Δεν  σβήστηκε. Κι  ίσως  σ’ αυτό  το  αποτύπωμα  να  σώθηκε
              Η  ουσία  της  μαντοσύνης.
 
                                      ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ, 625  μ.Χ.
 
             Όταν  ο  αυτοκράτορας  Ηράκλειος  έμαθε  τα  νέα
             Πως  η  Πόλη  να  παρθεί  κινδύνευε  απ’ τους  Αβάρους,
             Δεν  βιάστηκε. Στράφηκε  προς  τον  πορφυρό  ορίζοντα,
             Προς  το  ποτισμένο  χώμα  και  την  ευωδιά  των  μενεξέδων
             Κι  έφυγε –«Συν  Αθηνά…» μονολογώντας, «Συν  Αθηνά…»–
             Προς  την  Ανατολία: Περίμενε  κι  εκεί  εχθρός.
 
             Η  Πόλη  δεν  αλώθηκε. Κι  οι  Πέρσες  αποκρούστηκαν.
             Μα  ένα  αηδόνι, στέκοντας  κάπως  αδέξια
             Πάνω  στου  αυτοκράτορα  Ηράκλειου  τα  διάσημα
             –σαν  ματωμένο  ρούχο  που  ξεχάστηκε  σ’ ένα  λουτρό–
             Έκλαιγε  για  μία  μακρινή, για  μια  μοιραία  ήττα
             Αμάντευτη  ακόμα  στον  χρυσό∙ αμάντευτη  ακόμα  στο  ασήμι. 
 
 
Κλεοπάτρα Λυμπέρη, ΤΟ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΗ, Εκδόσεις Ίκαρος, 2022
 
ΕΝΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ
 
Ένα σεξουαλικό ποίημα οφείλει να έχει σασπένς. Ο εραστής  
να ξέρει κόλπα να φέρνει τα πάνω κάτω, να μοιάζει σαν 
ελάφι
που το κυνηγάνε σκυλιά. Η επιδεξιότητα του ματιού, οι 
οπλές που χτυπάνε στις πλάκες, οι σοφοί ελιγμοί του
ελαφιού, που εντούτοις αφήνεται να τρυπηθεί
   από το
ξίφος της έκπληξης (σαν μια χειρονομία καλής θέλησης
προς την αγαπώμενη φαντασιομέτρη)  – όλα να εικονίζουν
τη σκηνή του ξεγελάσματος που είναι ο έρωτας.
 
Και φυσικά πρέπει να υπάρχει καλαισθησία, τα βογγητά 
να είναι κουρντισμένα χαμηλά, κανείς να μην
                                                             παρεκτρέπεται
με άκομψες φράσεις, καθότι αυτά τα έγραψαν οι 
αμερικανοί  ποιητές και έχουν πλέον ξεφουσκώσει.
 
Η σεξουαλική ζωή της γραφής είναι θέμα προς επίλυση.
Η φόρμα έτσι κι αλλιώς επιδέχεται πολλές παρεμβάσεις
από τον κύριό της - την ιππέα με το μαστίγιο
που ενδιαφέρεται για την αληθινή ζωή του ποιήματος.
(Γράφεις ένα ερωτικό ποίημα για να απιστήσεις άνευ 
                                                                 τιμήματος
 –μου λέει η ιππέας.) Η σάρκα πάντως μοιάζει να 
                                                          εξημερώνεται
 από το ποίημα, σιγά σιγά –όπως άλλωστε και το ελάφι. 
 
  Nulla dies sine linea
 
Να μην περάσει μέρα χωρίς γραμμή.
Αυτοί οι Λατίνοι είπαν και πέντε πράγματα σωστά.
Η γραμμή που πηγαίνει; Πού σταματά; Τι συμβαίνει 
όταν φτάνει σ’ ερημική ακρογιαλιά  – μήπως βουτάει και 
πνίγεται; Άραγε είναι σημείο του χρόνου;
Ή απλώς ελαφρύ αεράκι στον περίβολο
μιας δροσερής νύχτας.  
 
Ο χρόνος πάει έρχεται, δεν ξέρει πια τι κάνει.
Καταφεύγει στην πλήξη, όπως άλλωστε οι ποιητές
όταν η γλώσσα τους έχει ξεχάσει.
 
Το νόημα κρύβεται σε βαθιά νερά.
Αν ψάξεις βαθύτερα, σε κοιτάζει.
Αργά το ποίημα ανεβαίνει στον αφρό`
θα σε γλυτώσει
από τη θλίψη της ασήμαντης μέρας. 
 
 
Τάσσος Παγιασλής, Άγουρος, Εκδόσεις Τάδε Έφη, 2023 
 
Υστεροφημία 
 
Το κορμί μας θα πεθάνει 
Κι ύστερα θα μείνουν 
Λίγες αράδες σε μια χαρτοπετσέτα 
Ένας λεκές αρώματος στους τοίχους 
Τα σκοροφαγωμένα ρούχα στη ντουλάπα 
 
Μια συνήθεια ξεχαρβαλωμένη 
Επανάληψη αυτόματη 
Τεχνολογία ζωής  
 
Γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα* 
 
Κόρη μαυρομαλλούσα 
της έμπνευσης αστέρι, 
πώς πιάνεις την πέννα όπως το σπαθί ; 
 
«Αν θες να γράψεις, πρέπει να πεθάνεις. 
Αν θες να ζήσεις, πρέπει να πεθάνεις. 
Να θάψεις και να θρηνήσεις ό,τι σε όριζε. 
Θα σε κηδέψουν φίλοι, συγγενείς κι εχθροί. 
Μα εσύ τότε ν’ απαντήσεις: ‘Εγώ ειμ’ αυτός!’
 
Χαμογελώντας 
 
κι ενθυμούμενος 
 
δυό κέρματα χρυσά να έχεις 
πάντα επάνω σου 
για το στερνό ταξίδι.» 
 
* Από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονυσίου Σολωμού 
 
 
Γιάννης Στρούμπας, Περίμετρος, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2023
 
ΜΥΡΜΗΓΚΟΦΩΛΙΑ
 
Τι κρύβει μέσα της
μια μυρμηγκοφωλιά;
Τι ζει και πώς
στο πολυδαίδαλο σκοτάδι;
 
Μικρός, 
ανασκαφέας σάρωνα 
με τη χούφτα το ανάχωμα
κι έμπηγα το κλαδί
ν’ ανοίξω λεωφόρο.
Τζίφος.
Απλή μετάθεση του σκότους
για κάποια εκατοστά.
 
Τώρα πια ξέρω
Υπάρχει κι άλλος τρόπος.
 
ΣΦΗΚΟΦΩΛΙΑ
 
Τι έξω της διαλαλεί
μία σφηκοφωλιά;
Σε ποιο ύψος αίρεται και πώς
σε βάθη σκοτεινά συνωμοτώντας; 
 
Παιδί,
έβλεπα σφήκες κι έτρεχα
πίσω απ’ τον πατέρα να κρυφτώ.
Είχε έναν τρόπο ολόδικό του
δίχως καπνό ή ραντίσματα ή σήτες
ν’ αρπάζει τη φωλιά, να την τσακίζει.
Δεν έμαθα τον τρόπο αυτόν ποτέ.
 
Έμαθα όμως με τα χρόνια
να μπαίνω αδέλφι με τις σφήκες
στη φωλιά τους
Πετώντας 
στις κατακόμβες τους να εισέρχομαι
να επενδύω στην αδράνεια ή, το πολύ,
στων μελισσών τον έτοιμο τον μόχθο
Κι έπειτα 
να ζωγραφίζω αστραφτερά
από της γης τα έγκατα
την πιο γλοιώδη λάσπη.
 
Τώρα πια ξέρω
Υπάρχει κι άλλος τρόπος.
 
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Οκτωβρίου 2024