Εκτύπωση του άρθρου
Ανθολογεί η Άννα Γρίβα
 
 
© Poeticanet 
 
 
 
1. Ζ. Δ. Αϊναλής, DCX 212 Μήδεια: Εργοτάξιο, Πανοπτικόν,
Θεσσαλονίκη, 2025. 
 
 
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ Α΄
 
Ο Ιάσων, εξηκοντούτης, ακουμπώντας με τη δεξιά παλάμη στην πλώρη της Αργούς, σκαλισμένη από το ιερό δέντρο της δωδωναίας δρυός, ψηλαφεί με ανεπαίσθητες κινήσεις το σαπισμένο πια ξύλο της γέρικης νεώς [που σε λίγο θα καταρρεύσει πλακώνοντάς τον] 
 
 
Γέρικο σκαρί γερό, γριά Αργώ, γερνάμε γρήγορα γυρνώντας,
περπατώντας, διασχίζοντας, κολυμπώντας, λάμνοντας, ποντοπορώντας,   
θυσιάζοντας – κυρίως, θυσιάζοντας·
ακρωτηριάζεσαι,
καθώς κυλά ο καιρός θυσιάζεις κι από ένα καινούργιο κομμάτι σου.
Πληθαίνουν με τα χρόνια τα κομμάτια σου 
που έδωσες σε άλλους και τεμάχισες,
κομμάτια σου που ’πρεπε μόνος σου να τεμαχίσεις για να συνεχίσεις. 
Κομμάτια που σου κόψανε.
 
Μπήκαμε στην Ιστορία αρτιμελείς 
                                            και φεύγουμε διαμελισμένοι. 
 
Μπήκαμε στην Ιστορία σαν κύμα·
                           ήμασταν μια γενιά που ξέραμε από πού ερχόμασταν, 
                           κυρίως, που ξέραμε πού θέλαμε και πού δεν θέλαμε να πάμε
                           σε ποιο γυρογυάλι να ορμήσουμε·
                           κάποιοι από μας –οι πιο λίγοι–
βλέπαμε τους παγερούς χειμώνες που τρέχανε καταπάνω μας, 
                           αλλά δεν μας ένοιαζε  
     εμείς –είπαμε– 
θα ψάξουμε μέσα στο καταχείμωνο τους κεδρινούς χειμωνανθούς
     εμείς –είπαμε– 
ήρθαμε όλα να τα σαρώσουμε, όλα, 
και όλα να γκρεμίσουμε τα τείχη,
τα τείχη που ’φτιαξαν οι προγόνοι μας για να τους προστατεύουν 
και που κατέληξαν να μας κρατούν φυλακισμένους, όλα – 
όλα εκείνα που μας καταπίεζαν και μας κατέτρωγαν σιγά σιγά από μέσα.
Συμπεριφορές, νοοτροπίες, ανθρώπους… Ορκιστήκαμε να τ’ αλλάξουμε όλα
και τι στ’ αλήθεια κατορθώσαμε;
 
Απόπειρες που μείνανε μισές, σχέδια που δεν υλοποιήσαμε,
όνειρα που παρατήσαμε στη μέση
κι αυτήν την αδηφάγα αγωνία
            πως τίποτα δεν κατορθώσαμε.
Εγκαταλείψαμε συντρόφους σε έρημα νησιά,
άλλους που τους αρπάξανε, θεοί, θεές, ο θάνατος,
κι άλλους που σαγηνεύτηκαν από τραγούδια πλάνα – 
τραγούδια, που εμείς είχαμε ορκιστεί πως δεν θα μας παρέσυραν·
άλλοι κουράστηκαν και δεν μας ακολούθησαν.
Κι έπειτα θάνατοι, θάνατοι κι άλλοι θάνατοι.
 
            Στα ξένα αφήσαμε οι μισοί από μας τα κόκκαλά μας.
 
   Ο Ηρακλής, το ανέμελο, μεγάλο, υπερφυσικό παιδί, 
    ο πιο αγαπημένος, αδελφός, δυστυχισμένος.
   Ο όμορφος Ύλας, ο Πολύφημος, ο Ίδμωνας, η Αταλάντη, ο Τίφυς, 
    ο Ορφέας με τη λύρα του, ο Μόψος, ο μικρότερος, που γνώριζε τη γλώσσα      
     των  πουλιών.  

    Άνθρωποι με τόσες και τόσες δυνατότητες 
    που κουραστήκαν και δεν κάναν τίποτα.
 
Τώρα,
                       όποιοι από μας επέζησαν, 
δεν έχει πια κανένας μας οίκο για να γυρίσει·
γεράσαμε ανέστιοι στον χρόνο
κι όσα ποθήσαμε 
τεράστιοι τύμβοι τέφρα. 
 
 
2. Έλσα Κορνέτη, Homo Aquarius, Ρώμη, 2024
 
 
ΣΥΜΠΑΣΧΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ
 
Στέκομαι έκπληκτος 
Και με κοιτώ
Έγινα αυτό που πάντα ονειρευόμουν
 
Οδεύοντας αργά και σταθερά
Υπηρετώ πειθήνια την τάξη  
Με πείσμα ακολουθώ τον ίσιο δρόμο 
Στέκομαι ασάλευτος όπου με ακουμπήσουν 
Οι αρθρώσεις μου δύσκαμπτες 
Πέφτοντας δυσκολεύομαι να σηκωθώ
Ένα κλειδί μου τρυπά επίμονα την πλάτη 
Δεν διαμαρτύρομαι ποτέ 
Αδιαμαρτύρητα όλα τα υπομένω 
Με αισθήματα μεταλλικά 
Με γλώσσα ανύπαρκτη
Αφήνομαι στο έλεος
Όσων με διαλύουν  Όσων με σπάνε 
Όσων με κλωτσάνε Όσων με πετάνε
Όμως εμένα μου αρκεί 
Μόνο για πάντα να με θυμούνται 
 
Γι’ αυτό που πάντα ονειρευόμουν
Γι’ αυτό που έγινα
 
Ένα Κουρδιστό Ανθρωπάκι
 
 
ΤΟΥΒΛΑΚΙΑ
 
Τι ωραία -
Παίζετε πάλι με τα τουβλάκια
Τα έχετε χωρίσει
Εκείνος βάζει τα μπλε
Εσύ βάζεις τα κίτρινα
Το σπίτι σηκώνεται ψηλά
Κάθεστε επάνω
Σε τριάντα ορόφους
Προχωράτε γελώντας
Χτίζετε
Ακόμα πιο γρήγορα
Ανεβαίνετε
Ακόμα πιο ψηλά
Φθάσατε στα σύννεφα
Περάσατε τα σύννεφα
Εκεί ο πατέρας χάθηκε
Το σπίτι πέφτει
Τα κομμάτια
Σκορπίζουν στο κενό
 
 
3. Πάνος Κυπαρίσσης, Tattoo, Ενύπνιον, 2024
 
 
ΑΝΤΙΔΩΡΟΣ ΣΤΙΧΟΣ
 
Με δίψα ξεκινάς
μύθο ν’ αντλήσεις να σταθείς
με στίχους και σιωπές
 
Τι γράφουν τα πουλιά στον ουρανό;
 
Με εσθήτες σκοτεινές
καταιγίδες ποιες μηνούν
και σε φοβίζουν;
 
Το νου σου πολεμάς
κι από τα δώρα του
κανένα δε δοξάζεις
 
Δεν αναλύεται η ζωή
 
Με ανθέμια στις εσοχές
στα χώματα και στα νερά 
εκεί γεννιέται πάλι
 
Δέξου το απροσδόκητο κι εκείνο ξέρει
 
ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
 
Ψελλίζω
τα όσα χρεώθηκα να ζήσω
 
Όσα της θλίψης μου
μην τα μετράς ουρανέ
 
Ευτυχώ, συνομήλικος με το φως
μ’ όποιες απώλειες
και τραύματα πρόκειται να κατακτήσω
 
Αποδημητικό το ποτάμι
 
TATTOO
 
Παλιότερα περνούσαν
πάνω σε πέτρες, πάπυρους, προβιές      
πληγές, πλάνες παλιές
προθέσεις τους και προσδοκίες
 
Αλλάζουν μακριά οι εποχές
 
Τώρα στου νου τις ερημιές
με δάχτυλα βαμβακερά
με συλλαβές νωπές κι ανθεκτικά
χαράζουν μ’ αίμα στο κορμί
πένθη, πάθη κι αφορμές
 
Ονειροσυρμές
 
Νύχτες τους κι αυγές
εκπνοές μ’ ανθέμια και φύλλα
να χλοΐσει η μνήμη τους στο χώμα
 
 
4. Αντώνης Μακρυδημήτρης, Περίπτερα Πυρός, ΣΩΒ, Αθήνα, 2024
 
 
Δύο ερωτικά ποιήματα 
 
α΄
“Shall I compare thee… “
(Shakespeare, Sonnets, 18, 1)
 
Να σε συγκρίνω με ημέρα της άνοιξης ή του θέρους;

Λιγότερη κάψα, περισσότερη δροσιά σε νοτίζει

Κι όλα αυτά πιο ήρεμα κι αρμονικά σταθμισμένα
 
Συνήθως, αυτό που λάμπει στο φως της ημέρας
Παύει να φαίνεται όταν πέσει σκοτάδι
Μα η δική σου χάρις ίδια μένει πρωί και βράδυ 
 
Η σκιά δεν κατάφερε να ελαττώσει τη λάμψη
Που εκπέμπουν τα μάτια ή τα χείλη
Το κάλλος φέγγει και μέσ’ στη νυχτιά
 
Αν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς το στάρι από την ήρα 
Να πάρει το χρυσάφι μέσ’ απ’ το χώμα
Στρέφει σ’ εσένα την όψη, τη σκέψη και τη ρίμα.
 
β΄
“But thou art all my art”
(Shakespeare, Sonnets, 78, 13)
 
Ρίξε, ρίξε κάτω τα όπλα σου, παραδώσου
Ιέρεια της σιωπής, Μελαγχολία λιγυρή
Πνεύμα της λύπης που μέσα στη θλίψη πλέεις
 
Δεν θα σου κάνω πια τη χάρη, όχι αυτή τη φορά 
Αρκετά μόχθησα με τον ύπουλο πόνο μέσ’ στο σκοτάδι
Αλλά και στης ημέρας το φως δεν βρήκα παρηγοριά
 
Ιδού, λοιπόν, μια νέα πρόκληση ορθώνεται ευθύς
Αστράφτει εμπρός μου και λαμποκοπά – θα μείνουμε, ναι
Στην ερημία (που αλλού κατοικεί η ηρεμία;)
 
Μα ένας άλλος σκοπός ορθοτομεί τώρα τη σκέψη:
Στ’ άστρα να δώσω ονόματα, που να θυμίζουν εσένα
Σελήνη, Αφροδίτη, Αποσπερίτη – τέχνη, έρχου.
 
 
5. Κώστας Μαντζάκος: Μαθήματα Γεω-πονίας, Εκδόσεις Περισπωμένη, 2024

 

Οἱ νεραντζιές
 
«Troppa luce è di fuor, e troppo primavera», πάσχιζε ν᾿ ἀκουστεῖ ἡ φωνὴ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς γρατζουνιὲς στὸ πικάπ. Πρέπει νὰ τὸ μαζέψω κι αὐτό.
 
Στὸ ταξί, ποὺ μὲ ἔπαιρνε μακριὰ ἀπ᾿ τὸ κέντρο, μὲ χτύπησε, ἀπ᾿ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο, ἡ μυρωδιὰ ἀπ᾿ τὶς ἀνθισμένες νεραντζιές. Μοῦ θύμισε ἄλλες χρονιές, ματαιώσεις, ἀλλαγές.
 
Τόσα χρόνια μακριὰ ἀπ᾿ τὴν πόλη αὐτή, εἶχα ξεχάσει σχεδὸν τὸ ἄρωμα.

Ἔχει μιὰ πίκρα μέσα, σὰν κι αὐτὴ ποὺ δίνει μιὰ μαύρη σκέψη, τὴν ὥρα τῆς γλύκας τοῦ φιλιοῦ.

Τὴν τελευταία βραδιά, ἔκοψα ἕνα κλαράκι καὶ τὸ ἄφησα στὸ γνωστὸ σημεῖο. Δὲν ξέρω ἂν ἦταν ἐκεῖ τὸ πρωί.
 Ἢ ἂν μύριζε ἀκόμα. Εἶναι πολλὲς ὧρες μιὰ ὁλόκληρη νύχτα.

«Δὲν τὸ πέταξα, τὸ μύρισα καὶ τὸ ἄφησα», εἶχες πεῖ μιὰ φορά.

Θὰ μοῦ λείψουν αὐτὲς οἱ νεραντζιές. Καὶ νὰ σκεφτεῖς ὅτι κάποιοι θέλουν νὰ τὶς μπολιάσουν. Πιὸ χρήσιμα τὰ λεμόνια, λένε.

Λὲς κι ἡ μοσχοβολιά τους καὶ μόνο δὲν ἀρκεῖ.

Λὲς καὶ δὲν ὑπάρχει δικαίωση γιὰ κάτι ποὺ βγάζει καρπούς

κι αὐτοὶ ἁπλῶς ὡριμάζουν

καὶ πέφτουν.
 
Ροδάκινα
 
Τὴ μοναδικὴ ροδακινιὰ στὸ κτῆμα, πολλὲς φορὲς ἔχω μπεῖ στὸν πειρασμὸ νὰ τὴν κόψω. Ἀραιὲς πιὰ οἱ ἐπισκέψεις μου καὶ μὲ τὶς συχνές της ἀρρώστιες, λίγες φορὲς τὴ φχαριστιέμαι.

Τελευταῖα, σχεδὸν κάθε καλοκαίρι, τὰ φροῦτα εἶναι ἐλάχιστα καὶ γεμάτα πιτσιλιές.
Ὄχι ὅπως παλιά, ποὺ τὰ ροδάκινά της ἦταν ὄμορφα, χνουδωτὰ καὶ θύμιζαν ἡλιοκαμένη, ξανθὴ σάρκα.

Μ᾿ ἀκόμη καὶ στὶς κακὲς σοδειές, τὸ ἄρωμα παραμένει τὸ ἴδιο, πιστὴ ἀνάμνηση στὸ πρῶτο δάγκωμα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἀφήνω κι ἐγώ, ἂν καὶ σπάνια μαζεύω καρπό.
 
Νὰ κόψω ὁλόκληρο δεντράκι γιὰ μερικὲς πιτσιλιές;
 
 
6. Μαρίζα Παρασύρη, να μου λες πού πας / χάλασα όλα τα λεφτά μου σε φτερούγες, Ενύπνιο, 2024
 
 
οι νύχτες
 
μόνο που χτένιζες τις νύχτες μου 
 
και ξέμπλεκε η καταχνιά 
και δεν υπήρχαν πεινασμένα παιδιά
σκουπίδια, εχθροί, εδώλια 
πληγωμένα κορμιά
όπλα, πυρηνικά απόβλητα, σπαθιά  
- μόνο μαλλιά - αγκάθια στα μαλλιά.
 
 
 
Απόστολος Παύλος 
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· 
         ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, 
  ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός·
               Γαλ. 2, 20
 
 
Αιώνες τώρα δεν αγάπησε κανείς
όπως εγώ. Το πληγωμένο σου πλευρό,
το αίμα που κυλούσε πάνω στον σταυρό.   
Ακούω τον ήχο τής δικής σου της φωνής
 
και γράφω στίχους και τραγούδια για τρελούς
απ’ έρωτα. Όπως αυτό. Πόσο χρυσό 
σπατάλησα για τη ζωή μου στην Ταρσό
πριν σ’ αντικρύσω; Και με ποιους απατηλούς  
 
πόθους τριγύρναγα στους δρόμους σαν εχθρός
του εαυτού μου; Δες που ενώ αιμορραγώ 
δεν πονώ, μήτε δακρύζω. Μέσα μου ζει
 
αέρας όπως του θανάτου, κραταιός.  
Γιατί όπου είσ’ εσύ, εκεί είμαι κι εγώ,   
σαλός, κι ας μη μας βλέπουνε ποτέ μαζί.
 
 
7. Θοδωρής Πετρόπουλος, Άδυτο Αγίων , εκδόσεις «Μανδραγόρας», Αύγουστος 2024
 
 
Νησί
 
Είμαι νησί
Περιμένεις στις άκρες μου.
Σκόρπια φύλλα περνούν από μπροστά σου
απόκρημνη η σιωπή πλησιάζει.
Σβήνω το φως , σβήνεις το βλέμμα ;
 
Μη με κοιτάς , μετρώ τις ξέρες μου.
Κάποτε έμοιαζα εσένα
έλεγα νησί δεν γίνομαι
θα δώσει ο Θεός, θα ΄ρθουν να με σκαντζάρουν.
 
Μη με κοιτάς , κοίτα μακριά μου.
Τραβέρσο ανάποδο
σε πέταξε σ΄ αυτές εδώ τις στεριές.
Είμαι νησί , τ΄ ακούς ;
Τι γυρεύεις στην ακτή μου ;
 
Είσαι το μπουκάλι με τ΄ όνομά μου.
 
Πλέει αλάργα ένα καράβι.
Αν βρει τη ρότα του θα μας πάρει.
Θα σβήσω την άκρια , το λιμάνι , τις ξέρες μου.
 
Αν γίνω άνθρωπος , θα με πάρει.
 
 
Ίσαμε τον κόρφο σου
 
Φεγγάρια ξεδιαλέγω
ίσαμε τον κόρφο σου.
Σπουργίτης ερημοσπίτης 
ρώγες τσιμπολογώ.
 
Γητεύει ο έρωτας, μεθώ.
 
Στο σώμα σου ισορροπώ
μια ανεμίζω 
δυο κορφολογώ
φλάμπουρο μαινόμενο
τοπίο βουερό.
 
Με γλώσσα ανεμόεσσα
κατάρτι φεγγερό
στα πιο γυμνά σου ύφαλα
με ράπισμα υγρό
απλώνω τον καιρό.
 
 
8. ΑΓΓΕΛΙΚΗ   ΠΕΧΛΙΒΑΝΗ, Σκοτεινά  φλας  «ενός» πολέμου, ΑΩ εκδόσεις, 2025   
 
Ι.
 
Τα παράθυρα του σπιτιού, όπου κατοικούν η Αλίνα, ο Αντρέι και ο γάτος τους
Νικήτα, βλέπουν στην οδό Τόρχοβα. Η Τόρχοβα είναι τώρα μια ευθεία καμένη
και υγρή, ένας δρόμος έρημος, γεμάτος αναχώματα από τσουβάλια άμμο.
Τα παράθυρα του σπιτιού, όπου κατοικούν η Αλίνα, ο Αντρέι και ο γάτος τους
Νικήτα, πριν από λίγες μέρες…. έβλεπαν στην πλατεία Βιονίρ και στο
παρακείμενο μουσικό σχολείο. Πριν από λίγες μέρες, η Αλίνα και ο Αντρέι
χόρευαν βαλσάκι υπό τους ήχους ενός βιολιού και φιλιόντουσαν στο στόμα.
Σήμερα, μια μέρα του Απρίλη με ήλιο, το σπίτι είναι σκοτεινό, γιατί ο Αντρέι
οχυρώνει τα παράθυρα με βιβλία. Τώρα ο Τσέχοφ, η Αχμάτοβα, ο Γκόγκολ και 
ο Πούσκιν, ο Παστερνάκ, η Σεντακόβα και η αγαπημένη τους Παύλοβα 
αμύνονται περί πάτρης. Περί πάτρης.
Η Αλίνα μεταφέρει το νεράκι και το φαγητό του Νικήτα στο χολ. Περνάει
τρυφερά την παλάμη της στη ράχη του και του γλυκομιλάει. Επιστρέφει στο
σαλόνι και παίρνει στα χέρια της ένα βιβλίο στην τύχη. Το κράτος του ζόφου,
δώρο του πατέρα της το 1993, όταν εκείνη ήταν δεκαπέντε χρονών. Αρχίζει να
πνίγεται. Φωνάζει στον Αντρέι να αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά, θέλει αέρα
δροσερό, θέλει να βλέπει το τέλος να έρχεται σαν φως, σαν φλας να τη
φωτογραφίσει.
Να μείνει για πάντα πορτρέτο γυναίκας νεκρής με πλαίσιο το παράθυρο.
 
Του λέει να μη φοβάται.
Τα τσουβάλια έχουν άμμο θαλάσσης.
 
....................................................................................................................................
Τόρχοβα: Δρόμος στη Μαριούπολη.
Το κράτος του ζόφου: Έργο του Τολστόι (1886), στο οποίο ο συγγραφέας υιοθετεί… ή, μάλλον, πειραματίζεται με τον νατουραλισμό. 
 
XII.
 
Στο Μοναστήρι, ή στα Πετρουλιάνικα όπως το λέγανε, βορειοανατολικά του
Οίτυλου, μήτε σκυλί αριστερού δεν άφησαν. Χειμώνας ήταν, αργούσαν τα
χαμομήλια και οι ρίγανες, όταν τους σάρωσαν με πολυβόλο. «Θυμάμαι την έγκυο
ξαδέρφη μου με το μωρό μπλεγμένο στ’ άντερά της, και το μυαλό της μάνας μου
χυμένο να το τσιμπολογούν οι κότες» θα έλεγε χρόνια μετά. Χρόνια μετά, ο
ανιψιός Σωτήρης θα τους λύτρωνε. Ήταν αυτός που θάφτηκε με σμύρνα και
λιβάνι, κεριά που λειώναν σαν κεριά τον άθλιο Ιούλιο, οι άλλοι ρίχτηκαν σε
λάκκους. Χρόνια μετά, το μόνο που θυμάται απ’ τον πατέρα-ίσκιο της, ήταν το
ζουμερό πορτοκαλάκι που της χάρισε με τ’ αριστερό του χέρι, το καλό.
Κι όμως, κάπου εκεί κοντά, τους προηγούμενους χειμώνες, σε θάλασσα μαύρη κι
άραχλη, ένας φάρος πανύψηλος, ρίχνει το φως του στα αντικρινά χωριά –έτσι
μαντάρουν οι μανάδες, έτσι διαβάζουν τα παιδιά.
 
Και στο μέλλον θα φεύγουν. Τα χαλάσματα τους καλούν και ο θάνατος.
Με καλούν σκοτεινές πόλεις, με υπόγειες σήραγγες, ματωμένες διαβάσεις.
Πάντα στη μνήμη μου, όμως, το τελευταίο χαώδες φιλί μας.
Φιλί στον πυρήνα της ύπαρξης.
Στην κοιτίδα του κόσμου.
 
.............................................................................................................................
Σωτήρης: Πρόκειται για τον φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, στέλεχος της νεολαίας Λαμπράκη και μέλος της οικογένειας των Πέτρουλα από το Οίτυλο, που στις 21 Ιουλίου 1965 δολοφονείται. Στην κηδεία του έλαβε χώρα πάνδημο συλλαλητήριο εναντίον της Αμερικανικής επέμβασης και του παλατιού. Πρόκειται για τα Ιουλιανά, μετά την αποστασία.
 
 
9. Δέσποινα Πιτίδου, ΄Ο,τι μένει, Ιωλκός, 2024
 
 
Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΡΗΧΟΤΗΤΑΣ
 
Στα αβαθή η θάλασσα
περικυκλώνει τη μορφή σου·  
μπήκες να ναυαγήσεις
στη ρηχότητα   
για να μιλήσεις με το φύκι
που περιδινείται στο κενό τής ύπαρξής του
μέχρι ν' αγγίξει το σάρκινο έδαφός σου
και να τυλιχτεί γύρω απ' τους αστραγάλους σου,
ευγνώμον για την καινούργια μνήμη που του δόθηκε,
να συντροφεύσεις την ανασφαλή αχιβάδα
που κουρνιάζει στην καμάρα τού ποδιού σου,
είναι στερεοί και ασφαλείς οι θόλοι σου
κι ας χτίζονται στην άμμο,
να λοξοδρομήσεις στο ροδί τού αστερία
για να βάψεις την πανσέληνο
με το χρώμα τής δικής σου λησμοσύνης
ή να διασταυρωθείς με την ηώ
που διατρέχει τα υγρά μνήματα.
Μπήκες πανέτοιμη να κυριέψεις το λίγο δίχως όπλα
και βρέθηκε η θάλασσα απροετοίμαστη.
Είναι ολοφάνερο,
δεν έχει τίποτα ρηχό αυτή η ρηχότητα.
 
ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ ΣΤΙΓΜΗ
 
Ένα λιβάδι παπαρούνες άνθιζε στα σύννεφα
μέχρι που έπιασε βροχή
κι οι παπαρούνες έπεσαν πάνω μας 
κι έγιναν κόκκινα όσα μού ψιθύριζες, 
το λευκό σου πουκάμισο,
που κυμάτιζε σαν ματωμένη θάλασσα
και στον βυθό της το στέρνο σου,
έμπλεο μιας τρικυμισμένης άνοιξης,
η στίλβη των μαλλιών σου,
που πήρε ξαφνικά φωτιά
και γέμισαν φλεγόμενα λεπτά
τα δάχτυλά μου,
τα χέρια σου που έρρεαν σαν δυο ποτάμια λάβας,
όλα φάνταζαν θεσπέσια και καθοριστικά,
μα ήταν τόσο εύθραυστη η στιγμή  
για να σφραγίσει μια ολόκληρη εποχή.
 
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 23 Οκτωβρίου 2025