
Ελένη Κεφάλα, Direct Orient, Περισπωμένη, 2024
ΝΑΥΣΙΣ
στον Γιώργο Δαλαμάγκα
It appears to have been used as a cemetery, for rows of tombs have been found here and marble statuettes. We turned over the thin sandy soil... and found quantities of ancient broken bits of pottery.
J. Theodore Bent, The Cyclades
Φτάνουν εδώ από παντού
μέσα στη νύχτα
κουβαλώντας τα πήλινα σκεύη τους.
Διασχίζουν τον ύπνο μας πάνω στο κύμα
σαν τελετή ενηλικίωσης.
Ο ΓΛΑΥΚΟΣ και ο ΤΕΛΕΓΑΝΔΡΟΣ
ο ΕΥΔΑΜΟΣ, ο ΤΙΜΑΡΗΤΟΣ, ο ΠΟΛΥΚΑΡΜΟΣ
και ο ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ. Ονόματα ναυσίπλοα
σε πλευρικά τοιχώματα
βράχους και οροφές γραμμένα σε κολόνες
ξόανα. ΕΥΝΟΜΟΣ, ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ, ΑΙΣΧΥΛΟΣ,
ΑΜΦΙΣΘΕΝΗΣ, ΛΥΣΙΚΡΑΤΗΣ, ΝΙΚΑΓΟΡΑΣ.
Φτάνουν εδώ από παντού μέσα στη νύχτα
λίθινα ειδώλια
κουβαλώντας σε σακίδια την ελπίδα τους. Οι βάρκες τους
βουλιάζουν απ’ τον χρόνο
πάνω σε βράχια και σπηλιές
μοναχικοί έφηβοι
παιδιά ανώνυμα και βραχύπλοα.
Όταν ξυπνάμε
το πρωί
μας περιμένουν καρτερικά στην παραλία
με διπλωμένα τα χέρια
πήλινες κούκλες – ALAN, SENA, MUHAMMAD,
SAHARA, JIHAN, SHERIN. Γύρω τους
θραύσματα αρχαίων σκευών.
Στο βάθος της Χρυσοσπηλιάς
πάνω στον βράχο
ένα μοναχικό όνομα προβάλλει
με υγρό κοκκινόχρωμο
πηλό
– ΝΑΥΣΙΣ.
ΓΥΡΩ ΣΤΟ 1347 Μ.Χ.
Πες μας, Ambrogio Lorenzetti
τι νέα φέρνει απ’ τις στέπες ο άγγελος
τώρα που γονατίζει με το ένα πόδι
μες στο χρυσό του πλαίσιο
πάνω στο δάπεδο-σκακιέρα
ενώ έχει ξεκινήσει το πλοίο απ’ την Κριμαία;
Πες μας, Pietro Lorenzetti
ποια θεία βρέφη κλαίνε τη στοργική μητέρα
τώρα που έχει φτάσει η πανώλη στη Σιένα
και κόβετε
εσύ κι ο αδερφός σου
τα δάχτυλα
ένα ένα;
Βασιλική Κοντογιάννη, Σημεία πορείας, Librofilo & CO, 2024
ΜΕ ΚΟΜΠΟΥΣ ΑΛΑΤΙ
Κάθε πρωί
σε ταΐζω
ψωμάκια θαλασσινα
ζυμωμένα
Με κόμπους αλάτι
Κάθε πρωί
σε ταΐζω
φωνές μουσικές
Όπως
Έρχεται
Το κύμα
ΛΥΠΗ
Κατεβαίνεις
σε σκοτεινά φαράγγια
κρατώντας με
Δήμητρα Κωτούλα, Λάμια, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2024
ΒΟΥΚΟΛΙΚΟ Ή ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΡΑΣΤΩΝΗ
Τα φύλλα της βελανιδιάς
κινούνται ρυθμικά
αναβοσβήνοντας το φως
σε κοφτά περίεργα σχήματα.
Ζέστη ανεβαίνει και σε τυλίγει
με τα πέντε της δάχτυλα.
Όψιμο το καλοκαίρι παρακμάζει
εκλύοντας απειλητικά
όλη τη λαγνεία του.
Το φρυγανισμένο χορτάρι αργά σήπεται.
Κάποιος κάνει ασκήσεις με ένα τρομπόνι.
Κυνηγημένη η γάτα σκαρφαλώνει τη διχάλα
κλείνοντας βίαια τον ορίζοντα.
Ανοιγοκλείνεις τα μάτια.
Προσπαθείς να διακρίνεις ζώα
στους σχηματισμούς των δασών.
Θέλεις να τ’ αποσπάσεις
να τα προσεταιριστείς στο κοπάδι σου
να είναι σε επιφυλακή κοντά
αναζητάς συμμάχους
για τους δριμείς χειμώνες που έρχονται
στα χαρακώματα της ύπαρξης
χωρίς ήλιο
με λίγο φως.
(Από την ενότητα Πρελούδιο ή Προανάκρουσμα)
VΙ.
παλαβό κορίτσι
καλοκαίρι, είπαμε, καλοκαίρι
ώσπου
με τεράστια βήματα
καταφθάνει –
ο ήλιος βγαίνει
από την ανατολή
η σκέψη
μπήγει το κεντρί της
στο τοπίο
σύννεφα παρελαύνουν
με μακριές τρομπέτες
κατά πάνω μας
αποσπάς
το νόημα
απ’ την πραγματικότητα
κι η πραγματικότητα
εκρήγνυται
παλαβό κορίτσι
καλοκαίρι, είπαμε, καλοκαίρι
(Από την ενότητα Ύστερο Θέρος. Έντεκα σημειώσεις για το καλοκαίρι)
Νίκος Μουρίκης, Θυσίας δικαίωση, Κουκκίδα, 2024
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
α’
Άπελπις της μοίρας εσυλλάβισα
την πρώτη λέξη
ίτε
το πλήθος τράβηξε χειρόφρενο
τι πια απέμεινε να χάσουμε
Του αυτοσεβασμού εσφίχθη ο χαλινός
ώς την αυτοχειρία
Άγνωστος των νεκρών ο αριθμός.
β’
Θρύψαλα το μπουκάλι με το δηλητήριο
έτσι κ’ αλλιώς κάθε στιγμή πεθαίνω
του χρόνου δεσμώτης
στον χώρο που φρουρώ της ιστορίας
Ίτε
Ελεύθερος το πρώτο ρίχνω βόλι
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Θα ήσουν πούσι πέρα σε φλεγόμενους ορίζοντες
οστά θρυμματισμένα το υπαρκτό
οι ιδέες που ανεμίσαμε άδεια σακιά
μάταια πασχίζεις να ντύσεις την ντροπή
Τα πλοία άφαντα
οι ορίζοντες βοούν κοσμήτορες της μνήμης
κ’ οι σκλάβες χρυσάφι θολερό
Νότιζες τη σημαία με λόγια δίχως όνομα
εκεί που ανέτειλε το άστρο
Όταν αστράψουν τα μάτια αθωότητα
μην φοβηθείς
θα σε διακορεύσουν
όμως εσύ στην πύλη ορθή
ποτέ δική τους δεν θα γίνεις
Στέργιος Ντέρτσας, Οδός Τάκη Οικονομάκη, Μετρονόμος, 2024
XI
πραγματικότητα!
πραγματικότητα;
πραγματικότητα
τι κίβδηλο πράγμα που γίνεσαι
τι φθηνό νόμισμα πληθωριστικό
που καταντάς
αν δεν σ’ αγαπούνε
χέρια δροσερά-τα χέρια της
αν δεν σε φιλτράρουν
στίλβες μαγικές-
τα υγρά της μάτια
σε κάνει ό,τι γουστάρει ο καθένας
-παρόλο που τίποτα δεν σε κάνει-
όταν σε ενστερνίζεται
και
πάλι
να σ’ αγοράσει δεν μπορεί
όσα κι αν σου δώσει
ή σου πάρει
πραγματικότητα
πραγματικότητα
ποια είσαι επιτέλους;
σε ψάχνω ή με ψάχνεις;
πού είσαι μέσα μου;
ποιος είμαι μέσα σου;
καθηγεσία στην ανάσα μου
παράπλευρη απώλεια
στους πολέμους της επίγνωσης
κι εγώ έξω από σένα
φλέβα ζεστή μοναχική
όταν η μοναξιά μου
αρνείται
να πουλήσει την ψυχή της
κι εγώ έξω από σένα
τέκνο της φαντασίας μου
ανορθόγραφη παραλήγουσα
του παθητικού ρήματος
προπαγανδίζομαι
τουτέστιν
ερωτώ ερωτώμενος
σταλάζω
στη μνήμη
ανδραγαθώ
στη λήθη
ενώ η πραγματικότητα
ανακαλύπτω ξαφνικά
πως ήταν ανέκαθεν
ένα κουφάρι
στις πλάτες μου φορτωμένο
κι ακόμη δεν βρίσκω μέρος
να το θάψω
Κώστας Παππής, Συμφωνία σε χαϊκού, Εκδόσεις Κ&Μ Σταμούλης, 2024
Δέκα χαϊκού
Η μέρα λαμπρή
ούτ’ ένα συννεφάκι
ούτε μια τύψη
Πώς αγριεύουν
και ψηλώνουν τα βουνά
μες στην ομίχλη
Πώς γαληνεύει
των βουνών τις χαράδρες
η απόσταση
Σ’ άρμα πύρινο
η Μήδεια αιθεροβάτης
και στάζει αίμα
Πέφτει το βράδυ
στο περιβόλι ανάβουν
κιτρολέμονα
Γιαλός καθρέφτης
μια πεταλούδα περνά
σηκώνει κύμα
Και να θυμάσαι
Θησέα μου ν’ αλλάζεις
τα μαύρα πανιά
Ηλεκτροφόρους
αέρηδες αλέθουν
μύλοι στα βουνά
Αίμα στάζοντας
το σύννεφο τ' άδικου
ποτίζει τη γη
Μια κουκουβάγια
φρουρός στο κυπαρίσσι
του πατέρα μου
Τζένη Παυλίδου, Εντός του προβλεπόμενου χώρου, Ενύπνιο, 2024
Με το μαχαίρι στη γλώσσα
Ένα μαχαίρι αγγίζει την άκρη της γλώσσας μου.
Αν δεν την κουνήσω, δεν θα με πειράξει.
Μου το υποσχέθηκε και το πίστεψα
—παρόλο που τα μαχαίρια δεν φημίζονται
για την αξιοπιστία τους.
Αυτό, βέβαια, είναι μόνο μια προκατάληψη
—κι άλλωστε, ξέρω πως
πέρα από τη γλώσσα
του είμαι εντελώς αδιάφορη.
Θα μείνει πάνω της
μέχρι να παραλύσει
—κι ύστερα έχει να εκβιάσει
κι άλλες γλώσσες.
Ξημερώνοντας
Ό,τι παλεύει με το σκοτάδι δεν είναι φως.
Είναι η αρχέγονη λύσσα για επιβίωση·
πιο σκοτεινή από το έρεβος
και απ’ αυτό προβάλλει.
Θρέφει τένοντες, μυς και κόκαλα
αρπάζεσαι γερά απ’ τους τοίχους
του πέτρινου πύργου σου
αναρριχάσαι —τα χέρια σου ματώνουν
τα νύχια σου χαράζουν πάνω στην πέτρα.
Είσαι ακόμη από μέσα
κι ούτε πόρτες ούτε παράθυρα·
μόνο ψηλά, στην οροφή, ανοίγει ένας φεγγίτης.
Δημήτρης Ρογγίτης, Παπαρούνες του Γενάρη, Ενύπνιον, 2024
Πάσχα στο χωριό
Ήταν ένα όμορφο απριλιάτικο πρωινό
με κότσυφες πάνω από τις στέγες να κελαηδούν,
απ’ όπου ο καπνός από τις καμινάδες προέβαλλε
και μπλεκόταν με τις πρωινές ηλιαχτίδες.
Η αγνότητα της δροσιάς γλυκοσερνόταν
ακόμη στα φυλλώματα
και τα χελιδόνια πετούσαν
πάνω από καταπράσινα χωράφια βρόμης.
Ήταν ένα αρνάκι χαρούμενο στο χωράφι
που χοροπηδούσε σαν τρελό γύρω από τον εαυτό του.
Τα παιδιά μαζεύονταν κι έριχναν δυναμιτάκια στους δρόμους,
ενώ εγώ μύριζα στη βεράντα τις ανθισμένες πασχαλιές
και κοίταζα στο παράθυρο τη γιαγιά να μαγειρεύει.
Ο σκύλος στο ρυάκι στεκόταν τσιτωμένος
και γάβγιζε τον ήχο των βελανιδιών,
όπου στη σκιά τους κρύβονταν δηλητηριώδη μανιτάρια,
είτε τον ήχο των τρακτέρ
που απομακρύνονταν ολοένα από το χωριό
σε μονοπάτια πνιγμένα από λεύκες,
ενώ τα ξαδέρφια μου έκοβαν χοντρά ξύλα
και τα χελιδόνια έχτιζαν τις φωλιές τους.
Ο ερχομός του ηλικιωμένου βοσκού με αναστάτωσε.
Άραξε το αμάξι του δίπλα στην πορτοκαλιά,
εκεί ένα τόσο δα κυκλάμινο είχε φυτρώσει,
χάμω, ανάμεσα στα πεσμένα της τρυφερά άνθη.
«Δεν θα καταλάβεις ποτέ τι σημαίνει αγάπη.
Μα πώς θα μπορούσες άλλωστε,
καταστρέφοντας κάποιον τόσο ευγενικό!»
Με δάκρυα στα μάτια κοίταζα
τις λαμπρές πεδιάδες να αφανίζονται.
Ήταν ένα αρνάκι χαρούμενο στο χωράφι
που χοροπηδούσε σαν τρελό γύρω από τον εαυτό του.
Την προηγούμενη μέρα
με είχε ως την πλατεία κιόλας συνοδεύσει.
Κίτρινες πεταλούδες φιλούσαν τη μικρή του μύτη,
ώσπου ξαφνικά ο μεγάλος άντρας το άρπαξε
και το απόθεσε στο έδαφος βίαια και...
Η άναρθρη κραυγή του ζώου
σπάραξε την ευαίσθητη ψυχή μου.
Ο σεμνός του κόσμος είχε κατακρεουργηθεί
και δεν μπορούσε κανείς να το γιάνει.
Έπειτα οι κότσυφες σταμάτησαν να κελαηδούν.
Η αγνότητα της δροσιάς εξατμίστηκε.
Αδιαφορούσα για το άρωμα της πασχαλιάς
και τα παιδιά δεν φαίνονταν τόσο αθώα.
Το χωριό ερήμωσε σε δευτερόλεπτα,
ενόσω από τις καμινάδες σκόρπιζε ο καπνός παντού.
Ό,τι όμορφο ήξερα κι εμπιστευόμουν είχε τώρα καταρρεύσει
κι αναρωτιόμουν, πώς ο άνθρωπος επέλεξε
να αποστραφεί το φως της καλοσύνης
Ημ/νία δημοσίευσης: 21 Απριλίου 2025
- ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΛΥΝΤΙΑ
- BELLI, GIOCONDA
- COLLINS, BILLY
- ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΟΝΕΤΟΥ
- ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
- ΒΕΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ, ΧΑΡΗΣ
- ΙΣΑΡΗΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
- ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΝΙΚΟΣ
- ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ
- ΜΗΤΡΑΣ, ΜΙΧΑΗΛ
- ΠΑΛΑΜΑΣ, ΚΩΣΤΗΣ
- ΡΟΥΜΑΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
- ΛΑΓΙΟΣ, ΗΛΙΑΣ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ
- ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ Η ΣΕΛΗΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ.
- ΟΙΚΟΣ & ΠΟΙΗΣΗ
- ERICH FRIED
- JATTIN GOMEZ, RAUL
- JUARROZ, ROBERTO
- ROTHENBERG, JEROME
- SEXTON, ANNE
- ΓΟΝΑΤΑΣ, Ε.Χ
- ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΕΓΓΑΛΗΣ
- Ποιητές του περιοδικού AutreSud
- ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
- ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- NOVAC, ANDREI
- Βάλια Γκέντσου, Παραμύθια ανάποδα (Θεμέλιο, 2020) ΩΣ ΑΓΑΠΗΤΑ ΤΑ ΣΚΗΝΩΜΑΤΑ ΣΟΥ* Τα μεσημέρια στο σπίτι κυλούσαν αργά σαν μεγάλα ποτάμια ο βυθός παγίδευε τις βεβαιότητες Πήγαινα και καθόμουν στο πίσω μέρος μιας άδειας εκκλησίας σ
- ΒΛΗΣΙΔΗ, ΕΛΕΝΗ
- ΚΑΤΣΑΜΠΗ, ΣΤΕΛΛΑ
- ΛΟΥΚΙΔΟΥ, ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
- ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
- ΠΕΡΙ ΖΩΩΝ ΓΛΩΣΣΑΣ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ
- ΣΙΔΕΡΗΣ, ΝΙΚΟΣ
- ΤΙΜΟΘΕΟΥ, ΑΝΤΡΕΑΣ
- CALLEJON, BEGONIA
- NOVAC, RUXANDRA
- ROFFÉ, MERCEDES
- WILMS MONTT, TERESA
- WILMS MONTT, TERESA
- ΖΝΤΡΑΒΚΑ ΜΙΧΑΙΛΟΒΑ
- ABRUTYTE, NERINGA
- AKHMATOVA, ANNA
- ALTOLAGUIRRE, MANUEL
- AMIRTHANAYAGAM, INDRAM
- ...Δείτε περισσότερα