Εκτύπωση του άρθρου

 

Ανθολογεί η Άννα Γρίβα

 

Κωνσταντίνος Βορβής, Τοπία της νύχτας,
εκδόσεις Οδός Πανός, 2021

 

ΕΡΕΙΠΙΑ

Σε μια ριπή μονάχα φευγαλέα

αλλάξανε τα πάντα·

ο κόσμος ανατράπηκε

όσα ξέραμε, όσα γνωρίσαμε

διαλυμένα σκορπίσανε στον άνεμο

όνειρα χτυπημένα, ρημαγμένα

νεκρά στο πλευρό της στερνής ελπίδας.
 

Στο πρόσωπο της μοίρας

ανάλγητη η ψυχρότητα·

το πεπρωμένο εγκατέλειψε τα παιδιά του

τα ίχνη τους χαθήκανε στο σκοτάδι

οι καρποί που έθρεψαν με την σάρκα τους

ξεριζώθηκαν από το ακονισμένο

μαχαίρι του χειμώνα.

 

ΛΙΜΑΝΙΑ

Τα χρόνια μας περνούν όπως ο άνεμος

που σφυρίζει αδιάφορα στην αλλαγή των εποχών

και συντροφεύει κάθε τόπο και ανάμνηση

αφημένο στην λαίλαπα της εγκατάλειψης.

Ο φυσικός μας χώρος ταυτισμένος με την ερείπωση

άδεια εργοστάσια που δεν λειτουργούν

ξεχασμένες προκυμαίες απόμακρων λιμανιών

παροπλισμένα καράβια με τις άγκυρες παντοτινά ριγμένες

που κινούνται άψυχα στην μελωδία των κυμάτων.

Λησμονημένα τοπία, λησμονημένοι άνθρωποι

αποσταλμένα γράμματα από διευθύνσεις ανύπαρκτες

επιστολές που γράφτηκαν και σαπίζουν στα συρτάρια

λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ και προθέσεις ξεφτισμένες

μια σημαδούρα χορεύει νωχελικά μέσα στην ομίχλη.

Και ο ποιητής καθισμένος σε έναν παράκτιο βράχο

να αναλογίζεται πώς θα αποτυπώσει την συντριβή

με λέξεις, μέτρα, στροφές και ομοιοκαταληξίες

αμέτοχος πλάνητας ενός ανυποχώρητου καιρού

που γνωρίζει μονάχα να βασανίζει, να τιμωρεί

όσους το θράσος έχουν ακόμα να στοχάζονται

ελεύθερα.

 

Μαρία Δαλαμήτρου, Αποθησαυρισμένα,
(ΑΩ, 2021)

 

ΖΗΤΗΜΑ

(ουσιαστικό, γένους ουδετέρου, πολύφερνου, πολυταξιδεμένου)

 

Δεν ήταν ο μόνος.

Κείνες τις μέρες

κάθε σημάδι στον ορίζοντα ήταν και ένα κωπήλατο

που το παράδερναν οι άνεμοι μέχρι να ισορροπήσει

και να ορίσει μια γραμμή

ενδεχομένως τεθλασμένη

δύστυχοι εμείς, ότι οι ανθρώπινες ζωές δεν είναι όλες γραμμικές

έρχεται και διχοτομεί

την άψογη πορεία σου

μια μέρα ένα σημείο

και σε εκτρέπει γεωμετρικώς

σε μελανόμορφα επίπεδα

δύστροπα σχήματα κι αντίξοες γωνίες σε αξιώνουν

σε ένα θεώρημα αδύνατο

να επιστρέψει στα παλιά

έτσι όπως το φυλάκισαν στον κάνθαρο,

φιγούρα που κωπηλατεί αιώνια

βγαλμένη ωστόσο απ’ τη ζωή

μια ξένη γλώσσα για όλους τους οικείους της

έτσι γυρίζει από τα αλαργινά

ανοίκεια

ανυπόφορη

τα “δέκα χρόνια” στη διήγηση δεν ήταν παρά μόνο μια μεταφορά

τόσο κρατάει αυτό το βάσανο, μία κακιά στιγμή που σ’ εκτοπίζει απ’ τα γνωστά,

μία κακιά στιγμή σε βολοδέρνει δέκα χρόνια

Ιλίου φαεινότερη η εμπειρία αυτή για όσους κωπηλάτησαν

με τις συνθήκες εναντίον τους

και φαίνονται στους στεριανούς όμηροι στ’ ανοιχτά,

μία κουκκίδα αδιάφορη που τους ευτυχισμένους δεν τους αφορά

μια ψεύτικη ιστορία.

 

ΠΕΙΣΜΑ

(ουσιαστικό, γένους ουδετέρου, αλλά καθόλου τέτοιο στις διαθέσεις του, πάντα μεροληπτεί, και την τελευταία φορά που το συνάντησαν, ήταν στην πρόταση: “το πείσμα τους, τους έπνιξε στη θάλασσα”)

 

Η απάντησή μου ήταν “όχι”.

Με ρώτησες ξανά, επέμεινες κάποιες φορές ακόμη.

Αλλά το όχι μου ήταν καλά δασκαλεμένο.

Το είχα καθίσει στην πολυθρόνα, “μην κουνηθείς από εκεί”

κι απόθεσα βαρίδια σε όλες του τις τσέπες.

Τα τρία σκέλια του, κομμένα απότομα, κοφτά,

σου αντιγύριζαν την πρόταση, έτσι και την τολμούσες.

“Όχι”.

‘Ηταν η πολυθρόνα μου το στόμα μου.

Χρόνια πολλά το ξέχασα εκεί – μια λέξη απειροστή, που έτρωγε το φαί της.

Χθες το θυμήθηκα, που διάβαζα ξανά γραμματική.

Θυμήθηκα πως ξέχασα μια άρνηση εκεί που άλλοτε καθόσουν εσύ.

Έσπρωξα τρεις φορές το έπιπλο μήπως και το γκρεμοτσακίσω. Αμετάπειστο.

Το όχι το καλά δασκαλεμένο παραβάρυνε.

“Είμαι η κυρά σου” φώναξα, μα δε με αναγνώρισε.

Μόνο όταν με κατάπιε ολόκληρη με κατάλαβε

καθώς διαμέλιζε τα ναι που είχα φυλαγμένα.

Πολύ αργά. Η εξαφάνισή μου ελάχιστα τον Τύπο απασχόλησε.

Ποιος ξέρει τι θα απαντούσες στο ερώτημα αν έστω απασχόλησε εσένα.

 

Γιώργος Δρίτσας, σκιά θανάτου
(Οδός Πανός, 2022)

 

Άχρωμη σκιά

Η ζωή σου μια υπόκωφη σιγή
δίχως οράματα,
μα προπάντων δίχως ορμή,
όπως τα πεθαμένα σου πατήματα.

Η κίνηση στην πόλη σού φαντάζει
τρομακτική, καθώς τρεμοπαίζεις,
σαν αναμμένο σπίρτο έτοιμο να σβήσει.
Μα εσύ συνεχίζεις να βαδίζεις.

Μια φλόγα που σιγοκαίει
μια σπίθα που παρέμεινε
από την φρακιά που έχει μισοκρατήσει,
αλλά τίποτα κραταιό δεν απέμεινε από αυτήν.

Μια σκιά ξεπροβάλει μέσα στην πάχνη
των ερημωμένων δρόμων,
την κοιτάς και αναγνωρίζεις
-παραδόξως- κάτι ολότελα οικείο.

 

Ασφυξία

Ένα μικρό δωμάτιο
μια τρύπα πάνω από τη γη,
μια υπόγα κολλημένη

στο δεύτερο όροφο.

Μια πλαστική καρέκλα

με αρμούς από αλουμίνιο

βρίσκεται στην άλλη άκρη,

περιμένοντας ακίνητη στο ίδιο σημείο,

σαν βοηθητικό καροτσάκι ασθενή.


Πας και κάθεσαι σε αυτήν,

ενώ η υγρασία σού έχει ποτίσει

τους πνεύμονες

και ο αμίαντος σού επιδεινώνει το συνάχι.


Και τότε αρχίζουν οι δολοφονικές χαρακιές

πάνω στου χαρτιού την σάρκα,
το οποίο σπαρταράει υπό την πίεση

του φθηνού στυλό.


Αλλά μετά από ώρα

η μόνη λέξη που αχνοφαίνεται,

μέσα στο πλήθος των πρωτόγονων ιερογλυφικών,

είναι η λέξη «ασφυξία».

 

Κλεονίκη Δρούγκα, Οκλαδόν με τον Χρόνο,
(Μανδραγόρας, 2022)

 

Δείκτες

 

Μάτια υπέρτατη περιδίνηση

κορμί αντιστάσεων ακύρωση

χείλη καταξιωμένα στο κόκκινο

μέσα της στάζει όνειρα

έξω της φορά φίλτρα

ζυγίζει βλέμματα

τρίβει λυχνάρια

δυο ξέχωροι δείχτες

το μέσα και το έξω

Νοέμβρης από τη μια

Αύγουστος με φεγγάρι από την άλλη

στις κομμένες μέρες του Νοέμβρη

κανείς δε σταματά

στου Αυγούστου όμως το φεγγάρι

το βλέμμα όλοι σπαταλάνε

συγυρίζει τις επιθυμίες

ξαναπιάνει το ρόλο της με ακρίβεια

τον ίδιο πάντα.

 

Η φωνή της θάλασσας

 

Μετρά η βάρκα τα καλοκαίρια στα κύματα

μετρώ τη ζωή με ένα λευκό καφτάνι

ακίνητη η βάρκα στο κάδρο μου

ακίνητη κι εγώ

άλλοτε θα πηδούσα

θα έλυνα τα σκοινιά

θα ανοιγόμουν στο πέλαγος

τώρα μου φτάνει να κοιτώ από μακριά

θάβω το δίλημμα στην άμμο

φωνές απ’ τις σειρήνες στο μέσα του ορίζοντα

μνήμες που παραφυλάνε

άνεμοι που συνωμοτούν

δεν κολυμπώ δίπλα στα βράχια πια

δεν αφήνομαι όπου να ’ναι

ακούω την φουρτούνα σαν έρχεται

Καιρός είναι βουίζουν τα κύματα.

 

Γιώργος Λίλλης, Το χάπι Μούρτι-Μπινγκ
(Ενύπνιο, 2021)

 

Συνηθίζοντας αυτό που δεν συνηθίζεται

 

κήτος

δεν είμαι Τζεπέτο

ούτε Ιωνάς

κήτος

δεν θα με ξεράσεις

έτσι εύκολα

κήτος

συνήθισα το σκοτάδι

και την αποφορά σου

κήτος

οικειοποιήθηκα

τον εγκλεισμό μου

 

Νάρκισσος

 

Μην μου πείτε πως δεν το έχετε νιώσει

κι εσείς.

Αλλιώς δεν θα αφιερώνατε τόσα χρήματα

για πλαστικές επεμβάσεις.

Στην εποχή μου όμως, δεν είχαμε την ευκαιρία

για αντιπαραθέσεις τέτοιου βεληνεκούς

με την άτιμη φθορά.

Ένα βάψιμο των χειλιών και λίγο ρουζ στα μάγουλα

δεν ήταν δα και καμιά ουσιαστική

αντίσταση.

Κι ερχόταν ο χρόνος, αδυσώπητος

και σου πετούσε στην μούρη ένα σωρό ρωγμές

όπου ακόμα κι ο αγαπημένος σου σύντροφος

το καθρεφτάκι

τα φκιασίδια και τις κόνξες σου απαρνιόταν

για μια πραγματικότητα

αδιαπραγμάτευτη.

Έτσι ήταν και συνεχίζει να είναι με το χρόνο.

Δεν σου αφήνει περιθώρια να παρακαλέσεις

τον θεό της αφθαρσίας

να σε νταντέψει

σταματώντας έστω για λίγο ρε διάολε

αυτή τη ρωγμή πάνω στο δέρμα.

Τι να έκανα λοιπόν;

Να άφηνα να μου κλέψουν έτσι μέσα από τα χέρια

την γοητεία μου;

Να έχεις αφιερώσει τόσες ώρες

για καλλωπισμό

και ύστερα να πέφτεις φαρδύς πλατύς

στα λασπόνερα.

Ποιος θα μπορούσε να διαχειριστεί αυτό

το χάλι;

Τα σκιάχτρα να σε χειροκροτούν

τα γουρούνια να σε καλούν σε πάρτι

κι εσύ να παριστάνεις τον αδιάφορο

φορώντας το πιο επίσημο ρούχο σου.

Θα χρειαζόταν εδώ μια μεγάλη δόση

αυταπάτης

μια μόνιμη ομπρέλα πάνω από το κεφάλι σου.

Με κατηγόρησαν πως ερωτεύθηκα τον εαυτό μου.

Πως η εγωπάθειά μου με οδήγησε να πέσω στα νερά και να πνιγώ.

Μην παίρνετε στα σοβαρά αυτές τις φήμες.

Κι άλλοι έχουν κοιτάξει στο καθρέφτη του νερού

το πρόσωπό τους

αλλά δεν.

Σας το δηλώνω πως ό,τι συνέβη ήταν μια ηθελημένη κίνηση

να σταματήσω μια κι έξω

τα τσιράκια του χρόνου

να με γδέρνουν αργά και σταθερά

με το γυαλόχαρτο των δευτερολέπτων.

 

Εύα Μοδινού, ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ - Ο κύκλος των ωρών
(Γκοβόστης, 2022)

(αποσπάσματα ποιημάτων)  από την ενότητα Μικρά Ασία Ι, Τρωικός πόλεμος

 

Ελένη ΙΙΙ

 

ο έρωτας

 

(απόσπασμα)

 

[...]

 

Το μέλλον δεν είναι παρά ένα παιδί που τρέχει

σφίγγοντας χαιρέκακα στην κλειδωμένη χούφτα του

το πεπρωμένο μας

 

Πώς σκορπίστηκε έτσι το κοπάδι των ημερών;

Ο χρόνος δεν κόβεται ποτέ στα μέτρα μας

Είναι ύλη πυκνή στιγμές κεραύνιες

άλλοτε αραιό υφαντό φευγαλέα αιωνιότητα

 

Πόσοι νεκροί ακόμη στο πεδίο της μάχης;

Κι εκείνα τα υπερώριμα φρούτα της σιωπής τους

μετά τον θάνατο...

 

[...]

 

από την ενότητα Μικρά Ασία ΙΙ, Ο ξεριζωμός

 

Οικειότητα με το αμίλητο

(απόσπασμα)

 

Μια επίμονη οικειότητα με το αμίλητο

χρόνια φτερούγιζε ολόγυρά μας

σαν ένα σμήνος από τυφλά πουλιά

 

Άραγε υπήρξε ποτέ η Ιθάκη μας;

Ρηχό ήταν το τάσι της ζωής

κι ο χρόνος όλος μια Στιγμή πυρπολημένη

 

[...]

 

Όταν επιστρέψαμε δεν μας περίμενε κανείς

Βρήκαμε μόνο αυτές τις αδρές μορφές

στα επιτύμβια ─ στάσιμες αιωνιότητες

 

Σαν να χρειαζόμασταν

μονάχα μια μαρμάρινη ανάγλυφη σιωπή

ένα στέρεο σχήμα της μνήμης

για να θυμηθούμε...

 

Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου, Η μνήμη της ίριδας
(Εκδόσεις Ιωλκός, 2021)

 

Η αδιανόητη εξαφάνιση

 

επιφέρει οχλοβοή

στους διαδρόμους του συρμού

και προσποιητή ανησυχία.

Θεάθηκε να κατεβαίνει απ’ το τρένο

να κινείται ξεκαρφώνοντας ράγες

δίπλα στο τσιμεντένιο τείχος

ύστερα σε υπερηχητικό βαγονέτο

να εκτροχιάζεται

και διαπερνώντας τον τοίχο

να εξαλείφεται.

 

Τους διαφεύγει εντελώς

ότι τα σωματίδια

στην αδράνεια της σιδηροτροχιάς

είναι που συγκλίνουν στην εξάλειψη

κι όχι τα κινούμενα εκτός.

 

Αδιάνυτα ύψη

 

Χρόνια τώρα σ’ ακολουθεί μια οικεία κι άστεγη αποφορά

ανάκατη από σάπιο χαρτόνι κι αύρα εγκατάλειψης·

ξέμειναν στο περβάζι τα λευκά περιστέρια

-που με έκσταση γύμναζες

για κάποια σημαιοστόλιστα πανηγύρια-

απρόσιτα πια στο χάδι σου κι εκτοπισμένα

από τις συνοικίες των αιθέρων.

Σκόρπια φτερά κι άλλα σύνεργα πτήσης κολλημένα

στο βρώμικο μάρμαρο

ο κρύος ιδρώτας έγινε καυτός λυγμός κι ύστερα

άλιωτο χιόνι που σωρεύει σκουριά κάτω απ’ το φτέρωμα.

Επίφοβος στέκει ο θόλος χωρίς πετούμενο επιφώνημα

ίσκιοι αναρτημένοι νέμονται την ειλικρίνεια του σύννεφου

ανεπίδοτο το μήνυμα στην κάψουλα των καθηλωμένων

διανομέων δεν άλλαξε την εποχή.

 

Ποτέ δεν μπόρεσες να τα λευτερώσεις

σ’ ένα γνήσιο ουρανό*

ούτε και να τα περιμαζέψεις.

 

*Μίλτος Σαχτούρης

 

Στέφανος Ρέγκας, Είδη γνώσης
(εκδ. Πόλις, 2022)

 

Το νέο όργανο

 

Άλλαξες εποχή και όνομα,

βρήκες ένα σπίτι για να μείνεις,

μπήκες απ' το παράθυρο

κι έπιασες να παλεύεις με την πόρτα.

 

Δεν είχε τζάμι

κάσα πόμολο δεν κουνήθηκε

ούτ' έναν πόντο

όσο κι αν έσπρωξες.

 

Τα παράτησες

επανήλθες στο παράθυρο

–πλέον απαγορευτικά ψηλό–

κι άρχισες να καλείς,

απαλά στην αρχή, μετά

όλο και τολμηρότερα.

 

Πλησίασα.

Είχες αλλάξει,

μα είχα αλλάξει κι εγώ.

 

Ο άνθρωπος

 

Κάποιο απόγευμα προσθέσαμε

τροχούς στον άνθρωπο

μα αυτός δεν κύλησε

 

Έτριξε κάπως σαν κλαδί ή δέρμα

πήγε λίγο πιο πέρα

και σωριάστηκε•

δεν αιφνιδιαστήκαμε,

μα κάποιοι από εμάς λυπήθηκαν

κάποιοι εξοργίστηκαν γαμημένε

άνθρωπε φώναζαν γιατί

δεν τσουλάς γιατί δεν στέκεσαι,

άλλοι κοιτιόντουσαν αμήχανα

ή ξεγλιστρούσαν, προσπαθώντας

να μη σκεφτούν το έντροχο

το άτροχο το σώριασμα τον άνθρωπο,

τις ξέφρενες γιορτές και

τις μεταμφιέσεις

 

Ήμουν κι εγώ εκεί παράμερα,

βάζοντας τρικλοποδιές

στον εαυτό μου

 

Σήλικα Ρηγοπούλου, Η τοξοβόλος ίρις
(Μελάνι, 2022)

 

Πορτοκαλί

 

Ώρα του ανατέλλοντος ηλίου.

Mια λιβελλούλα ταξιδευτής

φτάνει στη Λάσα.

 

Καταλύει στον ανθό ενός

παραδείσιου πουλιού.

Ξεδιψάει σε ώριμους λωτούς

γλυκαίνεται σε ανοιγμένα μανταρίνια

συναναστρέφεται κουνούπια και χρυσόμυγες

προσγειώνεται στο ράσο ενός μοναχού

οι κεραίες της πασπαλίζονται από σαφράν

τραμπαλίζεται στην υφασμάτινη ευδαιμονία

ώσπου ισορροπεί ανάμεσα σε χρυσίζοντα αιθερικά.

 

Δίχως να ξέρει πώς, δίχως να το θέλησε ποτέ,

στο τέλος της ζωής της

βρίσκεται να εκπαιδεύει θιβετιανούς ερημίτες

 

η λιβελλούλα ταξιδευτής.

 

Καφέ

 

ήρθε στον ύπνο μου ένα ωραίο ποίημα

μύριζε ελευθερία και έρωτα

βάδιζα πάνω σε ξύλινες ράγες κανέλας

προσγειωνόμουν σε κανελί βουνά με demi plie

πούδρα κάλυπτε τους πόρους του  δέρματος

-η ηδονή δηλητηριάζει σε μεγάλες ποσότητες

 

Και ύστερα, το ξέχασα.

Ξέχασα το ποίημα.

Ή μήπως κάπου πρόλαβα να το καταγράψω;

 

Ξεσήκωσα το σπίτι δύο και τρεις φορές...

 

Α, θα σταματήσω να το ψάχνω, να απελπίζομαι…

Τίποτα δεν είναι σίγουρο:

ίσως και να μην το έχασα

ίσως και να μην το ξέχασα

ίσως να μην ήταν το ωραιότερο…

 

Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος, των αστέγων ανθόκηπος
(Εκδόσεις Κουκκίδα, 2022)

 

Απρέπεια

 

Όλοι απέχουν από την συμπόνια. Δικαίωμά τους. Ούτως ή άλλως, τέτοια αυτοχειρία δεν αποτελεί λύση για τον ταλαίπωρο. Μόνον οι γέροι, επιμελώς φθείροντας τις μνήμες, προσπαθούν να εκβιάσουν τον παράδεισο.

Έτσι ξεχωρίζω τους πρεσβύτερους: από τα γόνατα. Μετρώ την βρομιά στα παντελόνια κι αναρωτιέμαι, αν όσοι καθαροί εκτίθενται όρθιοι στην προσευχή

ή απλά δεν ελπίζουν σε τίποτα.
 

Ωστόσο, πάντα πίστευα πως για τις μυρωδιές στην κάμαρα έφταιγαν κάτι ξεχασμένες σκέψεις και τα βρώμικα νύχια μου συνεχώς προδίδουν τα βράδια όταν, κρυφά, φυτεύω στο περβόλι κάτι στίχους ξερούς των ερωτευμένων. Διακριτικά περιμένοντας να τους ανθίσει φλόγα η προσμονή.

Ώσπου βράδιασε ξανά, το περβόλι ακόμη άγονο κι εγώ, μαδώ τα πέταλα από τις σκέψεις -θα συμβεί, δεν θα συμβεί, ψεύτρα μαργαρίτα. Σωριασμένος κάτω απ’ τον μαύρο ουρανό μέχρι να φέξει. Ποτέ δεν κατάλαβα αν με τα χρόνια στενεύει η μέρα ή κλείνουμε περισσότερο τα μάτια.

Άβολος πλαγιάζω με κάθε τι νέο -τάσεις, γεύσεις, σώματα. Πετώ αδέξια τα χαμόγελα, τις ιστορίες μου εκδίδω. Λίγη να εκβιάσω προσοχή. Μα ένα βράδυ, ξέχασα να δέσω το ψέμα κι ως αποκοιμήθηκα, εκείνο κατρακύλησε από τα μάτια, χτύπησε με δύναμη στον τοίχο, άνοιξε έντρομη τα φώτα η νεότητα δίπλα μου και αίφνης είδε γιατί οι απελπισμένοι γίνονται οι καλύτεροι απατεώνες.

Κάθε αρμόδια νέος καταδικάζει τέτοιες απρέπειες. Συγχωρήστε με, όλοι τα ίδια επιθυμούμε: ένα κεκτημένο δικαίωμα στο λάθος, στο πάθος και στην κατάρρευση. Άλλωστε, νέος κανείς δεν γνωρίζει στις πόσες νύχτες το παρελθόν χορταίνει ή πόσοι ταξιδιώτες πεθαίνουν μαραμένοι μεταξύ 8ης και 10ης το πρωί κάθε Δευτέρας.

Επιτρέψτε μου. Στο κάτω-κάτω,

      μόνον ο θάνατος έχει την ευθύνη για την τήρηση της τάξης.

 

Κασσάνδρες

 

Εχθρό δεν γνωρίσαμε που ν’ αξίζει να μισούμε.
 

Όσο για σένα που το αγκάθι αγάπησες

την εξέγερση, τα λάθη, δες!

Τα χρόνια φυλλορροούν,

περήφανος μαράθηκες. Λειψός.

πώς, μια ξένη εποχή, θες να συναινέσει;
 

Γερασμένος, μια παρένθεση

πάνω στο κρύο κι αδιάφορο πάτωμα

σφαίρες λογαριάζεις που σου αναλογούν,

την τελευταία Κυριακή, για σένα πια, κρατώντας.

 

Εαυτό δεν γνωρίσαμε που ν’ αξίζει να μισούμε.

Η απώλεια του να συμβαίνουμε εν αγνοία μας.

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Σεπτεμβρίου 2022