Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης

 

  

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ – «ΘΑΝΑΤΟΣ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ»,
εκδ. Καστανιώτη. 2020

 

                                        

 

Ο Θάνατος δεν είναι όταν σβήνουν τα φώτα. Είναι το σβήσιμο της λάμπας επειδή ήρθε η αυγή.

                            Ραμπιτρανάθ Ταγκόρ                                   (1861-1941), Νόμπελ 1913

 

Το πέρασμα του χρόνου έχει γείρει τις φτερούγες του στους ώμους του ποιητή, όχι με την έννοια του κλεισίματος κάποιου κύκλου, αλλά μιας βαθύτερης έμπνευσης, από την οποία πλέον αναφύεται ακόμη μεγαλύτερη συνειδητότητα. Ο ποιητής ακροβατεί σ’ αυτή τη λεπτή γραμμή που ισορροπεί μεταξύ ορατού και αόρατου. Μια ολόκληρη ζωή αναστοχάζεται πάνω στη μετάβαση στο «τίποτα» και πάνω στην έννοια της ύπαρξης.

Το θέμα τού επέκεινα και του θανάτου πάντα ήταν στην πρώτη γραμμή της εσωτερικής αναζήτησης για εκείνον. Αυτή τη φορά η υπαρξιακή αγωνία, η απορία ή η βεβαιότητα αναμειγνύονται σε μια χοάνη αναζήτησης, που οριοθετεί το υπαρκτό και το ανύπαρκτο. Ο ποιητής, με λεπτότητα χειρουργική πλέον, σμιλεμένη μέσα από την εμπειρία και τη σοφία πολλών χρόνων ποιητικής άσκησης, εξωτερικεύει με τον πλέον λιτό, πυκνό και κομψό τρόπο, όλες τις αγωνιώδεις εκφάνσεις της εσωτερικής του αφύπνισης:

Πόσο στ’ αλήθεια βαρετή / Ολόκληρη αιωνιότητα. // Και πόση πλήξη / Ένα πνεύμα ολόγυμνο / Να κολυμπάει στα χάη διαρκώς, / Χωρίς την άχαρη / Φροντίδα ενός κορμιού / Χωρίς τ’ αγκάθια του έρωτα / Χωρίς το δέος / ΄Η το δέλεαρ / Μιας Κρίσης που εκκρεμεί, // Χωρίς τον φόβο / Ενός ανέκκλητου θανάτου[1].

Η αναζήτησή του πλανάται σε όλες τις πτυχώσεις του άρρητου και του αδήλωτου. Ο Φωστιέρης, ξεπερνώντας το μονοδιάστατο ερώτημα αν υπάρχει η δεν υπάρχει Θεός, διερωτάται για τη ματαιότητα αυτού του εφήμερου ταξιδιού που ονομάζουμε ζωή:

«…Γονυκλισίες και τάματα / Μπρος στον βωμό / Του άχραντου / Κενού, / Κάτω απ’ τον θόλο / Του υπερούσιου / Τίποτα. [2]

Η ύπαρξη της ψυχής υπήρξε αντικείμενο μακραίωνων διαφωνιών και αντεγκλήσεων, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Ο Πλάτωνας στους ώριμους διαλόγους του διακρίνει το σώμα από την αθάνατη αιώνια ψυχή (αυτό που η σύγχρονοι μυστικιστές θεωρούν συνείδηση), ενώ αποδέχεται και την μετενσάρκωση. Για τον Θαλή η ψυχή ταυτίζεται με τη ζωή ολόκληρη (είναι αυτό που ονομάζουμε σήμερα ενέργεια, όλα είναι ενέργεια και συνδέονται μεταξύ τους, σε ένα υποατομικό επίπεδο). Τα ίδια περίπου είπε και ο Αναξιμένης, ότι δηλαδή η ψυχή συνδέεται με την ύλη, με έναν υλοζωικό τρόπο, ενώ ο Πυθαγόρας συνδέει την ψυχή με τους αριθμούς και την μετεμψύχωση. Ο Ηράκλειτος ομιλεί περί ματαιοπονίας σε ό,τι αφορά την εύρεση των ορίων της ψυχής: «Τα έσχατα σύνορα της Ψυχής, όσο και αν προχωρήσεις, δεν θα δυνηθείς να τα εύρεις, οποιαδήποτε μέθοδο κι αν ακολουθήσεις. Τόσο βαθιά είναι η ουσία της…». Ο Φωστιέρης έχει εποπτεία όλων των θεωριών, συνδιαλέγεται με τους φιλοσόφους. αλλά εξακολουθεί να κρατά αγέρωχο τον βηματισμό του προς την έξοδο του πλατωνικού σπηλαίου.

Κενό ή μη κενό; αναρωτιέται ο ποιητής. Τι μένει τελικά; Η ενατένιση του ποιητή μετράει τη στιγμή, τις στιγμές, το ίδιο ακριβώς κλάσμα δευτερολέπτου που αναμετριέται με το «χάος» ολόκληρο. Μας λέει: «Δεν ξέρω αν φαντάζομαι πως έζησα», μεταθέτει εαυτόν στους ανατολίτες μυστικιστές και στην έννοια της «μάγια», της ψευδαίσθησης, της άποψης ότι αυτή η ζωή είναι ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο, ένα matrix[3]. Είναι η στιγμή της απόλυτης συνειδητοποίησης, όταν ο άνθρωπος ξεπερνάει το φυσικό επίπεδο και φτάνει στο «ποιητικό σαμάντι». Η σύνδεση χρόνου και λεπτομέρειας αναδεικνύει το πεπερασμένο της εικονικής πραγματικότητας στο ποίημα «Το ψέμα της αλήθειας». Αντικατοπτρίζει αυτή την «πραγματικότητα» μέσα από την παραδοξότητα:

Πόσο φθαρμένη πια η ζωή στην επανάληψη / Όπως η λέξη «όνειρο» / […] / Ο χρόνος απεχθάνεται / Μετρήσεις και ρολόγια. Βέβαια / Επίμονος ο ήλιος επανέρχεται / Κάθε αυγή / Που αυγή δεν είναι. / […] Το κόκκινο αυτό μήλο / Πόσο υπέροχο / Κι ας μην υπήρξε κόκκινο ποτέ / [4]         

«Η Ομορφιά» είναι από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής. Η γοητεία της γήινης περιπλάνησης αντανακλάται σε δυο έννοιες: τον έρωτα και τη φύση. Ποιο είναι το απώτερο σημείο ολοκλήρωσης, που μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει την ομορφιά; Η ενσωμάτωση με το τοπίο ή η αφομοίωση ολόκληρη με το ερωτικό αντικείμενο; Η απόλυτη υλιστική προσέγγιση (ενδεδυμένη το πέπλο της πνευματικότητας) μέσα από το πρίσμα της ολοκλήρωσης που φέρουν οι πέντε αισθήσεις:

«…Να κάνεις το κορίτσι μια μπουκιά / Να τραγανίσεις το φεγγάρι ακέραιο – / Να τρέξει / Αίμα στο δικό σου αίμα η ομορφιά // Να τρέξει αίμα[5].            

Σε μια ακόμα σύλληψη, στο ποίημα «Ο παμφάγος ιστός», ο ποιητής, λιτός όπως παντού, παρομοιάζει τον χρόνο με ιστό αράχνης, που αόρατα στενεύει γύρω μας μέχρι να έρθει η κατάλληλη ώρα. Η αράχνη-χάρος καραδοκεί ακούραστα, να δώσει το καθοριστικό χτύπημα την μοιραία εκείνη στιγμή. Το μόνο καλό για τον άνθρωπο είναι το ότι δεν την βλέπει, δεν την γνωρίζει. Το ποίημα αυτό παραπέμπει ατμοσφαιρικά στο «Κοράκι» του Έντγκαρ Αλλαν Πόε. Η ίδια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και ο τρόμος για το ανείπωτο αποτυπώνεται ανάγλυφος:

Τότε μόνο κι εγώ / Είδα γύρω / Για πρώτη φορά / Σιδερένιος ν’ αστράφτει παντού / Ο παμφάγος ιστός / Που κρυμμένη / Κεντάει για χάρη μας / Η αεικίνητη / Του χρόνου / Ακινησία[6].

Ο θεματικός άξονάς του στροβιλίζεται ανάμεσα στα άκρα αντίθετα της ύπαρξης: Ζωή – Θάνατος. Το κάθε ποίημα, μια ξεχωριστή καταβύθιση, άρρηκτα συνδεδεμένη με την προηγούμενη, σχηματίζουν υφαντό: τον Θάνατο τον Δεύτερο. Μέσα από τον σαρκασμό, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ποιητικής του, ο  Φωστιέρης επαναφέρει μια σκληρή πραγματικότητα θαμμένη στα βάθη του υποσυνείδητου: Κάθε χρόνο / Προσπερνάω ανύποπτος / Την ημερομηνία την ώρα / Εκείνο τ’ αφανέρωτο λεπτό / Του μέλλοντος θανάτου μου – // Χωρίς ποτέ το καμπανάκι / Μιας διαίσθησης / Τον φευγαλέο έστω υπαινιγμό/ Μιας τέτοιας / Κορυφαίας / Προεπετείου[7].

Ολόκληρη η συλλογή εμπεριέχει, ούτως ή άλλως, την προσπάθεια δεκαετιών του ποιητή, να ψηλαφίσει και να βρει κάτι απτό μέσα στο αιώνιο και ανάλγητο γίγνεσθαι. «Πάνε όλα χαμένα;» μοιάζει να αναρωτιέται, μέσα στη βεβαιότητά του. Παλεύει για την εύρεση μιας ρωγμής, μιας σχισμής, μιας έστω ένδειξης για την παρουσία του υπερβατικού. Ο πεσιμισμός αποτελεί «πρόφαση» για ζωή, ερώτηση και διαιώνιση του «γιατί;» απέναντι στο εφήμερο και πρόσκαιρο:

Ούτε μια ελάχιστη / Ρωγμή αοριστίας, / Μια ενδεχόμενη / Ελπίδα ελπίδας/ Ούτε.[8]

Στο «Κρυφό σονέτο» ο Φωστιέρης αναδεικνύει τη ματαιότητα μέσα από μια ολοκληρωτική απάρνηση του δώρου της ζωής, προβάλλοντας την καρυωτακική απορία: «Αν πρόκειται να μαραθείς / Γιατί να ανθίσεις, σ’ ένα παρτέρι / Μ’ άλλα νηπενθή;»[9]

Δεν υπάρχει αντίφαση στους νόμους της ζωής, και αυτό το γνωρίζει ο ποιητής. Δεν υπάρχει «λάθος» και «σωστό» όπως τα καθορίζει η στενή ανθρώπινη οπτική, αλλά μάλλον η αρμονία των αντιθέσεων και των αντιφάσεων έρχεται μέσα από τις πεπερασμένες και υποκειμενικές ανθρώπινες θεωρήσεις. Η γνώση του σωματικού θανάτου δόθηκε στον άνθρωπο, σε αντίθεση με τα ζώα, γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να την αντέξει και ταυτόχρονα να αντιληφθεί την αιωνιότητα της ουσίας του.  

Στο βιβλίο αυτό, η γλώσσα του Φωστιέρη, αν και φυσικά υπηρετεί τους ίδιους σκοπούς, δόμησης και εξωτερίκευσης του «ανέκφραστου» και της «σιωπής», για πρώτη φορά εμπλουτίζεται με νέα κύτταρα σε ό,τι αφορά τον τόνο και τη μελωδία της. Η πυκνότητα παραμένει, αλλά γίνεται πιο άμεσο το συναίσθημα, και αυτό είναι το στοιχείο που καθιστά τον Θάνατο τον Δεύτερο την ωριμότερη στιγμή του ποιητή:

«Όπως όλες οι σάρκες τα φύλλα οι καρποί / Όπως κάθετί γήινο / Πάλι στη γη θα επιστρέψει / –Χώμα λίπασμα λάσπη πολτός / Μη νομίζεις: Τα λόγια οι σκέψεις τα αισθήματα, όλα, / Σαπίζουνε λιώνουν κι αυτά / Στη σιωπή / Στον τάφο της μήτρας της / –Χώμα πολτός–»[10]

Ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται στο έργο του ποιητή χάνοντας την αντικειμενική του υπόσταση. Ο τρόπος που επιλέγει το κάθε «εγώ» να διασχίζει το διάστημα που του αναλογεί, προσδίδει διαφορετικό σημασιακό βάθος και σχετικότητα στην κάθε στιγμή. Ο βαθμός της επίγνωσης που αναπτύσσεται εσωτερικά δημιουργεί τη σχέση με τον χρόνο, για εκείνον που δεν αντιστέκεται στη ροή, ζει πάντα στο Τώρα:

Η ποίηση, λέει, γίνεται με λέξεις. […] Η Ποίηση δεν γίνεται με λέξεις. […] Η λέξη: ένα φύσημα / Μια ευγενέστερη μορφή του μηδενός. […] Αστερισμοί επίγειοι των οικισμών. […] Ο ουρανός με τόσα γιασεμιά / Τη νύχτα. […] Πόσα ποτάμια πνίγονται στη θάλασσα. […] Η βροχή κατέβαινε ώς τον ύπνο. / Πλίνθοι κέραμοι / Και τα κουφάρια των συνειδητών νεκρών / Πηγαίνοντας ενάντια στο ρεύμα. […] Πάντα είναι Τώρα[11].

Επιβεβαιώνει ο Β. Χατζηβασιλείου: «Ο χρόνος μένει για άλλη μια φορά αμετάβλητος και λειτουργεί κυκλικά: το παρελθόν και το μέλλον της ύπαρξης παγιδεύονται στο συμπυκνωμένο παρόν της. Κι αν το παρόν παραμένει ο μόνος χώρος και χρόνος που είναι προσπελάσιμος, τότε όλα είναι έτοιμα να πεθάνουν ή έχουν ήδη αρχίσει να πεθαίνουν»[12].

Ο ποιητής, αν και έχει ασκηθεί στον δοκιμιακό ποιητικό λόγο, γίνεται λιγότερο αφαιρετικός και οι στίχοι του είναι πιο «αιματωμένοι». Είναι φυσικό. Ο χρόνος περνάει αμείλικτα και η εσωτερική κραυγή δυναμώνει. Πατάει την «καρυωτακική σκανδάλη», και ρίχνει την αυλαία:

Ίδια η σκανδάλη, της καρδιάς / Ή του κροτάφου. Και μια / Πατρίδα η Πρέβεζα – / Του κρότου / Και του τάφου.                                                      

_________________________________                                                                                                                                                                        

[1] Αντώνης Φωστιέρης, Θάνατος ο Δεύτερος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2020, σελ. 14.

[2] Ό. π., σ. 18.

[3] Η έννοια της μάγια (ψευδαίσθησης), ενσωματωμένη στον ανατολικό μυστικισμό, θεωρεί πως η ζωή όπως την γνωρίζουμε είναι μια ψευδαίσθηση, ένα matrix, τόσο ρεαλιστικό ώστε το βλέπουμε σαν πραγματικότητα, μέσα από τις πεπερασμένες πέντε αισθήσεις, μια επίμονη ψευδαίσθηση που καταλύεται, όταν ο φωτισμένος άνθρωπος δει πέρα από τα πέπλα των αισθήσεων.

[4] Ό. π., 36

[5] Ό. π., 27

[6] Ό. π., 31

[7] Ό. π., 39.

 [8] Ό. π., 43.

 [9] Ό. π., 52.

[10] Ό. π., 41.          

[11] Ό. π., 48.

[12] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Έλληνες ποιητές, Αντώνης Φωστιέρης, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2020, σελ. 27.

 

___________________________________________  

 Ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης είναι συγγραφέας και ποιητής. Εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.  Το συγγραφικό του έργο καλύπτει πολλούς τομείς, όπως: ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, παιδικό βιβλίο, μελέτη, κριτική λογοτεχνικών βιβλίων. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από Έλληνες συνθέτες.

Διατηρεί το λογοτεχνικό ιστολόγιο:

 https://geopolpapap.blogspot.com/2021/08/2017.html  

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Σεπτεμβρίου 2021