Εκτύπωση του άρθρου
           Η ακριβολογία των ονείρων
 
           Αντώνης Μακρυδημήτρης: «Νάες Άναες». Εκδόσεις «Ίκαρος», σελ. 61.

Γράφει o: Γιώργος Βέης
 
      Όπως έχω και άλλοτε επισημάνει, ο λόγος του Αντώνη Μακρυδημήτρη(1955) κατατίθεται χωρίς να πλαισιώνεται από ρητορικές υπερβολές, αδιέξοδους συσχετισμούς και ευκαιριακούς εντυπωσιασμούς. Το ποιητικό υποκείμενο δεν κομπάζει, αλλά ομολογεί διακριτικά την πίστη του στην απέριττη, καλώς συγκερασμένη αποτύπωση τόσο του θεματολογικά καίριου, όσο και του ειδολογικά αποχρώντος. Στο δε ερώτημα του Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ «Μήπως όλα τα όνειρα δεν είναι αναγραμματισμοί ενός εφήμερου ρεαλισμού;» απαντά θετικά. Εξ ου κι αυτό το αέναο πέρασμα από τον κόσμο της πραγματικότητας στο χώρο του ονείρου και αντιστρόφως. Ξεχωρίζω: «Γύρω από έναν ήλιο λαμπρό, μεγαλειώδη, ωραίο […] Σαν ένα όνειρο, ένα όνειρο που δεν λέει να σβήσει», «Βρίσκω ξανά τα κέντρα τα χαμένα / Πνιγμένα στα όνειρα»,  «έναν αέρα ονείρου να σου χαϊδεύει τα μαλλιά», «Ποια είναι η μορφή, αυτή η λεπτή και ωραία μορφή / Που βγαίνει μέσα από το όνειρο;», «σαν πίσω από τη μεμβράνη ενός ονείρου», «Εκείνη χάνονταν σαν όνειρο, σα νέφος που το σκορπάει ο άνεμος / Δεν άντεχε ο Κύκλωπας αυτό τον χωρισμό / Ήθελε πια συνέχεια να κοιμάται / Γιατί ο ύπνος ήταν από τη ζωή του πιο γλυκός», «Αυτό είναι Αγάπη μου / Το μαξιλάρι / Που τα μαλλιά μας κάποτε / Μαζί κοιμήθηκαν» και «Έχεις γείρει για να κοιμηθείς  […] Στην πιο βαθιά σπηλιά του ονείρου».(βλ. σσ. 20, 24, 26, 36, 37, 47, 33 και 56 αντίστοιχα). Εδώ βεβαίως συνδηλώνεται τόσο ο αφορισμός του Δανού πρίγκιπα: «είμαστε όλοι φτιαγμένοι από υλικά ονείρων και η ασήμαντη ζωή μας περιβάλλεται από ύπνο», (βλ. Σαίξπηρ, Η τρικυμία, Τέταρτη Πράξη, σκηνή 1, μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, «Κέδρος», 2000), όσο και η πεποίθηση των Ινδών που φρονούν ότι ο Μπράχμα είναι καταδικασμένος να ονειρεύεται συνεχώς, ενώ εμείς έχουμε ήδη καταδικαστεί να είμαστε το ίδιο το όνειρό του.
     Το επιλογικό διερώτημα στο ποίημα «Σκιές», το οποίο παραπέμπει εμμέσως πλην σαφώς στην αυστηρή τέχνη των επιγραμματοποιών, σκοπίμως λοιπόν αιωρείται στο κενό: «Ποτέ δεν θα μάθουμε αν ήμασταν σκιές / Που κάποτε έζησαν και αγάπησαν εδώ / Πάνω σε αυτό το χώμα, σ´ αυτές τις πέτρες / Προτού τις πάρει ο άνεμος και τις σκορπίσει μακριά.» (Βλ. σελ. 19). Φρονώ ότι η διαλεκτική ενός διάσημου ρήτορα ανιχνεύεται σε αρκετές εδώ αποτιμήσεις: ο εμβληματικός συλλογισμός «Ακόμη κι αν η λογική από μόνη της αδυνατεί να μας κάνει να περιφρονούμε τον θάνατο, ας ζήσουμε τουλάχιστον μια ολοκληρωμένη ζωή η οποία θα μας δώσει την εντύπωση ότι έχουμε ζήσει με το παραπάνω» υιοθετείται αβίαστα από τον ποιητή. (Βλ. Κικέρων, Όταν σκέφτομαι τον θάνατο, «Ωκεανίδα», 2003). Κατά τρόπο εύηχο και εύληπτο ταυτοχρόνως, η ρηματική δράση γνωρίζει πώς να περαίνεται.
    Ο γόνιμος διάλογος με την αρχαιοελληνική γραμματεία, την ειδικότερη προγονική βιοθεωρία, αλλά και τη λατινική παρακαταθήκη χαρακτηρίζει και τις πρώτες δοκιμές του Αντώνη Μακρυδημήτρη στο πεδίο των απαιτητικών ποιητικών εφαρμογών. Η μείζων κοινότητα των παθών προσεγγίζεται με υποδειγματική λεπτότητα και προσοχή.  Έστω ενδεικτικά: «Κατεβαίνοντας μια μέρα την οδό Ακαδημίας / συνάντησα τον παλιό μου φίλο Κ. Μ. / Γεια σου σύντροφε, του είπα. / Σύντροφος, λέει, σε τι; / Ψυχή δε κατά χθονός / ηύτε καπνός.» Πρόκειται για τη «Συνάντηση», η οποία μάς εισάγει στο πνεύμα και στο κλίμα των αναστοχαστικών εκφάνσεων της δεύτερης συλλογής του, με τίτλο Δύσκολη υποχώρηση («Γαβριηλίδης», 1999). Το δωδέκατο κομμάτι του σημερινού, τέταρτου κατά σειρά έργου του, τεκμηριώνει από την πλευρά του την τακτική της ποιητικής αυτής συναντίληψης – συνύπαρξης. Υπομνηματίζοντας  τον στίχο 680 των Περσών του Αισχύλου: «Σαν τα πλοία / Που δεν είναι πλοία πια / Έγιναν οι ζωές μας τώρα / νάες άναες άναες.»(Βλ. σελ. 18), το ποιητικό κείμενο αναδεικνύει συνάφειες, προσομοιώσεις και συγγένειες ενός συγκεκριμένου ήθους. Τα πράγματα και οι υποθέσεις των ανθρώπων παραμένουν αντικείμενα διαρκών ανακατατάξεων και ριζικών αναθεωρήσεων. Ο μέγας ερειπιώνας του παρελθόντος μπορεί να αναδειχθεί σε καθεδρικό του παρόντος – μέλλοντος. Ο ποιητής, δρώντας εδώ ως να ήταν ο καθολικός άνθρωπος, αναζητεί την απόλυτη οντολογική αλήθεια. Η αδυναμία του να την ανακαλύψει και να την διερμηνεύσει συνιστά το διαχρονικό του δράμα. Οι Νάες Άναες αποτελούν μιαν επιτομή αυτής ακριβώς της αγωνίας.
      
Κριτική: ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Δεκεμβρίου 2007