Εκτύπωση του άρθρου


 

Σκεπτόμουν τη σχέση ανάμεσα στην επιθυμία που τολμά να αρθρωθεί καθώς ντύνεται χωρίς αιδώ κάποια απ’ τα διαθέσιμα λεκτικά μας ενδύματα και εκείνη τη βαθιά κρυμμένη που, διστάζοντας να ενδυθεί μία μορφή, επιστρέφει γυμνή πίσω, στο οριακό μεταίχμιο του συνειδητού μας. Σε κάποιες ποιητικές περιπτώσεις αυτή η σχέση ανάμεσα στη ρητή επιθυμία και σε μία επιθυμία που τρομάζει με το απαγορευτικό της πρόταγμα, συνιστά μια τραγική συνθήκη. Καθώς προσπαθούσα να συνδυάσω την παραπάνω σκέψη με κάποια από τα σύγχρονά μας ποιητικά κείμενα, η μνήμη μου οδηγήθηκε στην πτυχή αυτής της τραγικής –με την έννοια που προανέφερα− διάστασης στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Προσπαθώ να εξηγηθώ χρησιμοποιώντας τα λόγια του ίδιου του ποιητή.

Πολλές φορές ιδίως στην ακαριαία αποτύπωση μιας στιγμής, σε εκείνη τη

[…] θέληση απόσπασης και καθήλωσης μιας στιγμής που θα επέτρεπε μια «δια μικροσκοπίου» κατά βάθος εξέτασή της και την ανακάλυψη όλων των στοιχείων του χρόνου που πιθανόν να εξανεμίζονταν μέσα σ’ ένα απεριόριστο πλάτος, δηλαδή μια «δια της διαιρέσεως» σύλληψη του αδιαίρετου […],

όπως έλεγε ο Γ. Ρίτσος σε κείμενό του, όπου σχολίαζε τις «Μαρτυρίες» του,[1] δια-φεύγει ή υπ-εκφεύγει η λανθάνουσα επιθυμία που, κάποιες φορές δεν γνωρίζουμε ότι, ήδη ασφυκτιά μέσα μας. Ακόμη κι όταν αυτό γίνεται ακαριαία μέσα από το λαβυρινθώδες κανάλι μιας ασυνείδητης διαρροής, αρκετές φορές βιάζεται η εν εγρηγόρσει συνείδηση να την διαμεσολαβήσει, ντύνοντάς την με λόγια αποδεκτά και τρόπους που δεν θα σοκάρουν. Ωστόσο, ό, τι και αν ενδυθεί, πιστεύω ότι υποφώσκει λάμποντας, η επιθυμία, με εκείνον τον απαστράπτοντα τρόπο που μόνο όσοι γνωρίζουν την αξία της αυτοθυσίας μπορούν να αντιληφθούν.

Στις σπάνιες στιγμές της σκληρής αυτής επίγνωσης, ένας ποιητής που αισθάνεται ότι έχει παρέμβει ή παρεμβαίνει εξακολουθητικά με μια τέτοιου είδους διαμεσολάβηση μπορεί και να εγερθεί εναντίον του εαυτού του ή και εναντίον μιας κρατούσας αντίληψης, η οποία τού έχει επιβληθεί ή που ο ίδιος επέλεξε κάποτε να τον καθυποτάξει. Αναφέρω ενδεικτικά από «Το τερατώδες αριστούργημα»:[2]

[…]

και γέλασα πολύ δυνατά για να μπορέσω επιτέλους να πω κ’ εγώ
τα πράγματα με το πραγματικό όνομά τους
το γαμήσι γαμήσι
το γκάστρωμα γκάστρωμα
το κόκκινο πουκάμισο
και μια βάρκα με τρία γυμνά κοριτσόπουλα
και το βαρκάρη στη θάλασσα μ’ ένα κουπί στα δόντια του
και μια όρθια κιθάρα μες στο φανάρι

[…]

Σε ομόλογα ποιήματα οι τέτοιου είδους αποστροφές είναι συγκριτικά σπάνιες και εντοπίζονται σε αρθρωτικά σημεία, σε σημεία που λανθάνουν ως ανάπαυλες του «κυρίως νοήματος» ή ως αφηγηματικές διαφυγές. Οι συστροφές απόκρυψης  συνήθως πλεονάζουν παλεύοντας να απορροφήσουν την ασύνειδη επιθυμία, (ή/και αυτή που συνειδητά αυτολογοκρίνεται), εκείνη που, εν πάση περιπτώσει,  προώρισται να μείνει άρρητη. Αυτή η μετάσταση του ποιητικού υποκειμένου (από την άδηλη επιθυμία σε μια εμπράγματη προβολή της) δηλώνεται και μέσα από τα κάθε φορά αφηγηματικά προσωπεία, τα οποία καλούνται να μετασχηματίζουν το όραμα σε ακρόαμα κι έτσι τα ποιητικά συμβάντα να ενσαρκώνονται σε έναν αποκαθαρμένο χώρο προφοράς του λόγου, αφού έχουν πρώτα αποβάλει τα επιβαρυντικά για τη συνείδηση στοιχεία τους.

Παραθέτω, σχετικά, ένα σχόλιο του Γ. Ρίτσου για το «Τοίχος μέσα στον καθρέφτη» και το «Θυρωρείο» του:[3]

[…] Το πραγματικό και η πραγματικότητα της φαντασίας και του ονείρου μεταβάλλεται σε φανταστικό και το τυραννικό σε «διασκεδαστικό»,  σε περιπαιχτική παρωδία. Όχι πάντα βέβαια αλλά και μόνη η απλή αναπαράσταση των συστραμμένων και συστροφικών εικόνων του εφιάλτη και του ανυπόφορα ανεξήγητου της ανθρώπινης ύπαρξης (και η ποιητική τους μετάπλαση, μεταμόρφωση, παραμόρφωση) έχει κανείς την εντύπωση πως δίνει (και όχι μόνο στον δημιουργό) κάποια απώτατη ικανοποίηση που σημαίνει ίσως ικανότητα και δυνατότητα αυτοκυριαρχίας και κυριαρχίας […]

Όταν κι όσο το ποιητικό υποκείμενο απο-στρέφεται στον ακροατή του (όπως στο παραπάνω απόσπασμα από «Το τερατώδες αριστούργημα»), ο λόγος του προσεγγίζει τον τύπο μιας δραματικής απεύθυνσης, η οποία, εν τούτοις, παραμένει, τις περισσότερες φορές, υπόσχεση ανεκπλήρωτη. Όταν και όπου ο αφηγητής συστρέφεται στον εαυτό του, η γέφυρα της εξομολόγησης σηκώνεται και ο λόγος καταφεύγει και πάλι στην έντεχνη κρύπτη του. Σε κάποιους ποιητές −ο Γ. Ρίτσος θεωρώ πως είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση− με τον διπλό αυτό τρόπο το κείμενο συνεχώς ταλαντώνεται και συσπειρώνεται, διαστέλλεται και χαλαρώνει, ψάχνοντας μιαν ιδεατή ισορροπία. Εν τούτοις.

Όταν ο ποιητής νιώσει ότι, έχοντας φτάσει σε ένα σημείο «μη περαιτέρω», συνάντησης όλων των οδών που τον έφεραν ως εκεί: του ιδιωτικού, δημόσιου και του ποιητικού βίου του και άρα, αισθάνεται έτοιμος −ή απλώς είναι πλέον σε θέση− να διακινδυνεύσει, ώστε να ενδυθούν, επί τέλους, εκείνα που παρέμειναν λεκτικά γυμνά, εκείνα τα άρρητα που δεν ειπώθηκαν «στην ώρα τους», ίσως είναι κάπως αργά… Γιατί ίσως να έχει πια χαθεί η σαγήνη εκείνη που ριγά κάτω από το μισοειπωμένο, η συγκίνηση που δονείται κάτω από την επιφάνεια, ή αλλιώς εκείνη η μαγική συμμετρία ανάμεσα στο

[…] ανθρώπινο και μη ανθρώπινο, το έλλογο και το άλεκτο, το κανονικό και το ανώμαλο, το ταχύ, το αργό και το ακίνητο, το από μέσα και το απ’ έξω, το ένα και το παν […],[4]

που στην ποίηση αποτελεί μια μοναδικά αναντικατάστατη στιγμή∙ την οποία, έτσι και την αφήσεις να χαθεί, είναι πια δύσκολο, πολύ δύσκολο να την ξαναβρείς. Γι’ αυτό και δυστυχώς, ενώ κατανοώ απολύτως τη μεγάλη ανάγκη αποτύπωσης μιας τέτοιου είδους επιθυμίας σε κείμενα όπως το παρακάτω απόσπασμα από το «Τι παράξενα πράματα»,[5] δε νιώθω πως έχει πια το αισθητικό βάρος που ένας ποιητής, του ταλέντου και του έργου του Ρίτσου, θα μπορούσε, ίσως άλλοτε ίσως αλλού, να είχε προσδώσει, ώστε να γίνει η μεγάλη «ανάληψη», που με τόση συγκίνηση περιγράφει.

[…] στόσο ο δυ φαντάροι (σφαλς δειοχοι) καπνίζουν ράδα φτην τσιγάρα στ παγκάκι το πάρκου, πλάι στ γαλμα το Παιδιο μ τ Ψάρι.σως γι' ατ μυρίζουν κι ο δυό τους ψαρίλα  βαρβατίλα π' τς πολλς νειρώξεις, κα τώρα κόμα βρίσκονται σ διέγερση, χωρς ν τ λένε οτε μεταξύ τους, κα τ ξέρουν κι ο δυό, κι ατ τος κάνει ν καυλώνουν πιότερο, κι ν κρατον τ τσιγάρο μ τ δεξί τους χέρι, μ τ'λλο, τ ζερβί τους, πιέζουν τ πέος τους ν τ σπάσουν. […] πλώνει πρτος τ χέρι του, το τ χουφτώνει. Ξεθαρρεύεται κι  λλος. Το τν πιάνει κι ατός. Δ μιλνε. Δν κοιτιονται. Κοιτάει  νας το λλουνο. Λαχανιάζουν. Θέλουν ν φωνάξουν, δν ξέρουν τί· κάτι δυνατά, πολ δυνατά· ν βουίξει τ πάρκο, ν μαζευτε κόσμος, κι ατο ν' ναληφθον πλησίαστοι, σύλληπτοι, ο δυό τους μόνοι, μόνοι, μόνοι, λόκληροι, θάνατοι, ς τ μεγίστη στιγμ τς κρηξης, κα πι δν ξέρεις τί θ πακολουθήσει κι οτε χει σημασία, γιατ ατ  στιγμ εναι λος  χρόνος, ξω π' τ χρόνο, κα τ μόνο πο θέλουν εναι ν φωνάξουν λη τ συγκεντρωμένη σιωπ κα ν' κουστον πέρα, παντο, λόγια […] τ πι ασχρά, τ πι για, ποτς δ τ' ρθρώσανε, κι εναι πετρωμένα μέσα τους, βράχια […]

Και τούτο λέω πως γίνεται επειδή, θαρρώ, πως ήταν, για εκείνον ή για εκείνη την ολόδική του στιγμή, πια αργά. Γιατί οι λέξεις καίγονται στα χείλη μας όσο δεν τις λέμε και το όνειρο σβήνει μόλις μεσουρανήσει. Γιατί έρχεται κάποια στιγμή που είναι πλέον, για όλους μας, κάπως αργά… Αλλά βέβαια ίσως αυτές να είναι δικές μου εμμονικές ιδεοληψίες. Διότι ποτέ δεν ξεχνώ πως πάντα υπάρχει και η περίπτωση ότι Ίσως να [μην] είναι κι έτσι[6]


[1] Γιάννη Ρίτσου, Μαρτυρίες Α (1963), Μαρτυρίες Β (1966).

[2] Γιάννη Ρίτσου, Το τερατώδες αριστούργημα (1978).

[3] Γιάννη Ρίτσου Ο Τοίχος μέσα στον καθρέφτη (1974), Θυρωρείο (1976).

[4] Από ομιλία του Γιώργου Χειμωνά για την φύση του «λόγου» στο 1ο Συμπόσιο Ποίησης στην Πάτρα.

[5] Γιάννης Ρίτσος, Τι παράξενα πράματα (1983) το 2ο βιβλίο στη σειρά «Εικονοστάσιο ανώνυμων αγίων». Το 1ο εκδόθηκε με τίτλο Αρίοστος ο Προσεχτικός: αφηγείται στιγμές του βίου και του ονείρου του το 1982.

[6] Ο Γιάννης Ρίτσος εξέδωσε το Ίσως να ’ναι κι έτσι, το 1985, το 4ο βιβλίο στη σειρά «Εικονοστάσιο ανώνυμων αγίων», βιβλία που πυροδότησαν έντονη διαμάχη ανάμεσα στην (αριστερόστροφη κυρίως) κριτική και δίχασαν, όπως είθισται να λέμε, γενικότερα  τους αναγνώστες του έργου του. 

 

© Poeticanet  τα περιεχόμενα του poeticanet προστατεύονται από copyright                                                                                                                                       


Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Δεκεμβρίου 2018