Σκεπτόμουν τη σχέση ανάμεσα στην επιθυμία που τολμά να αρθρωθεί καθώς ντύνεται χωρίς αιδώ κάποια απ’ τα διαθέσιμα λεκτικά μας ενδύματα και εκείνη τη βαθιά κρυμμένη που, διστάζοντας να ενδυθεί μία μορφή, επιστρέφει γυμνή πίσω, στο οριακό μεταίχμιο του συνειδητού μας. Σε κάποιες ποιητικές περιπτώσεις αυτή η σχέση ανάμεσα στη ρητή επιθυμία και σε μία επιθυμία που τρομάζει με το απαγορευτικό της πρόταγμα, συνιστά μια τραγική συνθήκη. Καθώς προσπαθούσα να συνδυάσω την παραπάνω σκέψη με κάποια από τα σύγχρονά μας ποιητικά κείμενα, η μνήμη μου οδηγήθηκε στην πτυχή αυτής της τραγικής –με την έννοια που προανέφερα− διάστασης στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Προσπαθώ να εξηγηθώ χρησιμοποιώντας τα λόγια του ίδιου του ποιητή.
Πολλές φορές ιδίως στην ακαριαία αποτύπωση μιας στιγμής, σε εκείνη τη
[…] θέληση απόσπασης και καθήλωσης μιας στιγμής που θα επέτρεπε μια «δια μικροσκοπίου» κατά βάθος εξέτασή της και την ανακάλυψη όλων των στοιχείων του χρόνου που πιθανόν να εξανεμίζονταν μέσα σ’ ένα απεριόριστο πλάτος, δηλαδή μια «δια της διαιρέσεως» σύλληψη του αδιαίρετου […],
όπως έλεγε ο Γ. Ρίτσος σε κείμενό του, όπου σχολίαζε τις «Μαρτυρίες» του,[1] δια-φεύγει ή υπ-εκφεύγει η λανθάνουσα επιθυμία που, κάποιες φορές δεν γνωρίζουμε ότι, ήδη ασφυκτιά μέσα μας. Ακόμη κι όταν αυτό γίνεται ακαριαία μέσα από το λαβυρινθώδες κανάλι μιας ασυνείδητης διαρροής, αρκετές φορές βιάζεται η εν εγρηγόρσει συνείδηση να την διαμεσολαβήσει, ντύνοντάς την με λόγια αποδεκτά και τρόπους που δεν θα σοκάρουν. Ωστόσο, ό, τι και αν ενδυθεί, πιστεύω ότι υποφώσκει λάμποντας, η επιθυμία, με εκείνον τον απαστράπτοντα τρόπο που μόνο όσοι γνωρίζουν την αξία της αυτοθυσίας μπορούν να αντιληφθούν.
Στις σπάνιες στιγμές της σκληρής αυτής επίγνωσης, ένας ποιητής που αισθάνεται ότι έχει παρέμβει ή παρεμβαίνει εξακολουθητικά με μια τέτοιου είδους διαμεσολάβηση μπορεί και να εγερθεί εναντίον του εαυτού του ή και εναντίον μιας κρατούσας αντίληψης, η οποία τού έχει επιβληθεί ή που ο ίδιος επέλεξε κάποτε να τον καθυποτάξει. Αναφέρω ενδεικτικά από «Το τερατώδες αριστούργημα»:[2]
[…]
και γέλασα πολύ δυνατά για να μπορέσω επιτέλους να πω κ’ εγώ
τα πράγματα με το πραγματικό όνομά τους
το γαμήσι γαμήσι
το γκάστρωμα γκάστρωμα
το κόκκινο πουκάμισο
και μια βάρκα με τρία γυμνά κοριτσόπουλα
και το βαρκάρη στη θάλασσα μ’ ένα κουπί στα δόντια του
και μια όρθια κιθάρα μες στο φανάρι
[…]
Σε ομόλογα ποιήματα οι τέτοιου είδους αποστροφές είναι συγκριτικά σπάνιες και εντοπίζονται σε αρθρωτικά σημεία, σε σημεία που λανθάνουν ως ανάπαυλες του «κυρίως νοήματος» ή ως αφηγηματικές διαφυγές. Οι συστροφές απόκρυψης συνήθως πλεονάζουν παλεύοντας να απορροφήσουν την ασύνειδη επιθυμία, (ή/και αυτή που συνειδητά αυτολογοκρίνεται), εκείνη που, εν πάση περιπτώσει, προώρισται να μείνει άρρητη. Αυτή η μετάσταση του ποιητικού υποκειμένου (από την άδηλη επιθυμία σε μια εμπράγματη προβολή της) δηλώνεται και μέσα από τα κάθε φορά αφηγηματικά προσωπεία, τα οποία καλούνται να μετασχηματίζουν το όραμα σε ακρόαμα κι έτσι τα ποιητικά συμβάντα να ενσαρκώνονται σε έναν αποκαθαρμένο χώρο προφοράς του λόγου, αφού έχουν πρώτα αποβάλει τα επιβαρυντικά για τη συνείδηση στοιχεία τους.
Παραθέτω, σχετικά, ένα σχόλιο του Γ. Ρίτσου για το «Τοίχος μέσα στον καθρέφτη» και το «Θυρωρείο» του:[3]
[…] Το πραγματικό και η πραγματικότητα της φαντασίας και του ονείρου μεταβάλλεται σε φανταστικό και το τυραννικό σε «διασκεδαστικό», σε περιπαιχτική παρωδία. Όχι πάντα βέβαια αλλά και μόνη η απλή αναπαράσταση των συστραμμένων και συστροφικών εικόνων του εφιάλτη και του ανυπόφορα ανεξήγητου της ανθρώπινης ύπαρξης (και η ποιητική τους μετάπλαση, μεταμόρφωση, παραμόρφωση) έχει κανείς την εντύπωση πως δίνει (και όχι μόνο στον δημιουργό) κάποια απώτατη ικανοποίηση που σημαίνει ίσως ικανότητα και δυνατότητα αυτοκυριαρχίας και κυριαρχίας […]
Όταν κι όσο το ποιητικό υποκείμενο απο-στρέφεται στον ακροατή του (όπως στο παραπάνω απόσπασμα από «Το τερατώδες αριστούργημα»), ο λόγος του προσεγγίζει τον τύπο μιας δραματικής απεύθυνσης, η οποία, εν τούτοις, παραμένει, τις περισσότερες φορές, υπόσχεση ανεκπλήρωτη. Όταν και όπου ο αφηγητής συστρέφεται στον εαυτό του, η γέφυρα της εξομολόγησης σηκώνεται και ο λόγος καταφεύγει και πάλι στην έντεχνη κρύπτη του. Σε κάποιους ποιητές −ο Γ. Ρίτσος θεωρώ πως είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση− με τον διπλό αυτό τρόπο το κείμενο συνεχώς ταλαντώνεται και συσπειρώνεται, διαστέλλεται και χαλαρώνει, ψάχνοντας μιαν ιδεατή ισορροπία. Εν τούτοις.
Όταν ο ποιητής νιώσει ότι, έχοντας φτάσει σε ένα σημείο «μη περαιτέρω», συνάντησης όλων των οδών που τον έφεραν ως εκεί: του ιδιωτικού, δημόσιου και του ποιητικού βίου του και άρα, αισθάνεται έτοιμος −ή απλώς είναι πλέον σε θέση− να διακινδυνεύσει, ώστε να ενδυθούν, επί τέλους, εκείνα που παρέμειναν λεκτικά γυμνά, εκείνα τα άρρητα που δεν ειπώθηκαν «στην ώρα τους», ίσως είναι κάπως αργά… Γιατί ίσως να έχει πια χαθεί η σαγήνη εκείνη που ριγά κάτω από το μισοειπωμένο, η συγκίνηση που δονείται κάτω από την επιφάνεια, ή αλλιώς εκείνη η μαγική συμμετρία ανάμεσα στο
[…] ανθρώπινο και μη ανθρώπινο, το έλλογο και το άλεκτο, το κανονικό και το ανώμαλο, το ταχύ, το αργό και το ακίνητο, το από μέσα και το απ’ έξω, το ένα και το παν […],[4]
που στην ποίηση αποτελεί μια μοναδικά αναντικατάστατη στιγμή∙ την οποία, έτσι και την αφήσεις να χαθεί, είναι πια δύσκολο, πολύ δύσκολο να την ξαναβρείς. Γι’ αυτό και δυστυχώς, ενώ κατανοώ απολύτως τη μεγάλη ανάγκη αποτύπωσης μιας τέτοιου είδους επιθυμίας σε κείμενα όπως το παρακάτω απόσπασμα από το «Τι παράξενα πράματα»,[5] δε νιώθω πως έχει πια το αισθητικό βάρος που ένας ποιητής, του ταλέντου και του έργου του Ρίτσου, θα μπορούσε, ίσως άλλοτε ίσως αλλού, να είχε προσδώσει, ώστε να γίνει η μεγάλη «ανάληψη», που με τόση συγκίνηση περιγράφει.
[…] Ὡστόσο οἱ δυὸ φαντάροι (ἀσφαλῶς ἀδειοῦχοι) καπνίζουν ἀράδα φτηνὰ τσιγάρα στὸ παγκάκι τοῦ πάρκου, πλάι στὸ ἄγαλμα τοῦ Παιδιοῦ μὲ τὸ Ψάρι.Ἴσως γι' αὐτὸ μυρίζουν κι οἱ δυό τους ψαρίλα ἢ βαρβατίλα ἀπ' τὶς πολλὲς ὀνειρώξεις, καὶ τώρα ἀκόμα βρίσκονται σὲ διέγερση, χωρὶς νὰ τὸ λένε οὔτε μεταξύ τους, καὶ τὸ ξέρουν κι οἱ δυό, κι αὐτὸ τοὺς κάνει νὰ καυλώνουν πιότερο, κι ἐνῶ κρατοῦν τὸ τσιγάρο μὲ τὸ δεξί τους χέρι, μὲ τ'ἄλλο, τὸ ζερβί τους, πιέζουν τὸ πέος τους νὰ τὸ σπάσουν. […] Ἁπλώνει πρῶτος τὸ χέρι του, τοῦ τὴ χουφτώνει. Ξεθαρρεύεται κι ὁ ἄλλος. Τοῦ τὴν πιάνει κι αὐτός. Δὲ μιλᾶνε. Δὲν κοιτιοῦνται. Κοιτάει ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ. Λαχανιάζουν. Θέλουν νὰ φωνάξουν, δὲν ξέρουν τί· κάτι δυνατά, πολὺ δυνατά· νὰ βουίξει τὸ πάρκο, νὰ μαζευτεῖ κόσμος, κι αὐτοὶ ν' ἀναληφθοῦν ἀπλησίαστοι, ἀσύλληπτοι, οἱ δυό τους μόνοι, μόνοι, μόνοι, ὁλόκληροι, ἀθάνατοι, ὣς τὴ μεγίστη στιγμὴ τῆς ἔκρηξης, καὶ πιὰ δὲν ξέρεις τί θὰ ἐπακολουθήσει κι οὔτε ἔχει σημασία, γιατὶ αὐτὴ ὴ στιγμὴ εἶναι ὅλος ὁ χρόνος, ἔξω ἀπ' τὸ χρόνο, καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλουν εἶναι νὰ φωνάξουν ὅλη τὴ συγκεντρωμένη σιωπὴ καὶ ν' ἀκουστοῦν πέρα, παντοῦ, λόγια […] τὰ πιὸ αἰσχρά, τὰ πιὸ ἅγια, ποτὲς δὲ τ' ἀρθρώσανε, κι εἶναι πετρωμένα μέσα τους, βράχια […]
Και τούτο λέω πως γίνεται επειδή, θαρρώ, πως ήταν, για εκείνον ή για εκείνη την ολόδική του στιγμή, πια αργά. Γιατί οι λέξεις καίγονται στα χείλη μας όσο δεν τις λέμε και το όνειρο σβήνει μόλις μεσουρανήσει. Γιατί έρχεται κάποια στιγμή που είναι πλέον, για όλους μας, κάπως αργά… Αλλά βέβαια ίσως αυτές να είναι δικές μου εμμονικές ιδεοληψίες. Διότι ποτέ δεν ξεχνώ πως πάντα υπάρχει και η περίπτωση ότι Ίσως να [μην] είναι κι έτσι…[6]
[1] Γιάννη Ρίτσου, Μαρτυρίες Α (1963), Μαρτυρίες Β (1966).
[2] Γιάννη Ρίτσου, Το τερατώδες αριστούργημα (1978).
[3] Γιάννη Ρίτσου Ο Τοίχος μέσα στον καθρέφτη (1974), Θυρωρείο (1976).
[4] Από ομιλία του Γιώργου Χειμωνά για την φύση του «λόγου» στο 1ο Συμπόσιο Ποίησης στην Πάτρα.
[5] Γιάννης Ρίτσος, Τι παράξενα πράματα (1983) το 2ο βιβλίο στη σειρά «Εικονοστάσιο ανώνυμων αγίων». Το 1ο εκδόθηκε με τίτλο Αρίοστος ο Προσεχτικός: αφηγείται στιγμές του βίου και του ονείρου του το 1982.
[6] Ο Γιάννης Ρίτσος εξέδωσε το Ίσως να ’ναι κι έτσι, το 1985, το 4ο βιβλίο στη σειρά «Εικονοστάσιο ανώνυμων αγίων», βιβλία που πυροδότησαν έντονη διαμάχη ανάμεσα στην (αριστερόστροφη κυρίως) κριτική και δίχασαν, όπως είθισται να λέμε, γενικότερα τους αναγνώστες του έργου του.
© Poeticanet τα περιεχόμενα του poeticanet προστατεύονται από copyright
Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Δεκεμβρίου 2018
- FORUM
- RACHEL BLAU DU PLESSIS
- BLOOM, HAROLD
- RAMALHO, MARIA IRENE
- STEVENS, WALLACE
- ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
- ΑΓΚΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΡΥΣΟΥΛΑ
- ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
- ΑΘΗΝΑΚΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ
- ΑΛΑΒΕΡΑ ΡΟΥΛΑ
- ΑΛΕΞΙΑΔΟΥ, ΘΕΟΔΟΥΛΗ
- ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ, ΜΑΙΡΗ
- ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
- ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ
- ΑΝΔΡΟΝΙΔΗΣ, ΣΙΜΟΣ
- ΑΝΤΙΟΧΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ
- ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΡΗΤΟΡΕΙΑ
- ΑΡΑΓΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΕΛΙΣΑΒΕΤ
- ΑΡΤΙΝΟΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
- ΑΣΤΕΡΙΟΥ, ΧΡΗΣΤΟΣ
- ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ, ΑΝΝΑ
- ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΒΕΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΒΕΝΤΟΥΡΑΣ, ΙΩΣΗΦ
- ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ ΧΑΡΗΣ
- ΒΟΥΛΓΑΡΗ, ΣΟΦΙΑ
- ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ
- ΓΑΛΑΤΗΣ, ΤΑΣΟΣ
- ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΓΙΑΝΝΙΣΗ, ΦΟΙΒΗ
- ΓΚΕΚΑ, ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ
- ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ
- ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΤΑΣΟΣ
- ΓΡΙΒΑ, ΑΝΝΑ
- ΔΑΒΗΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
- ΔΑΝΑΣΣΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
- ΔΑΝΙΗΛ, ΑΝΘΟΥΛΑ
- ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ ΓΙΑΝΝΑ
- ΔΕΝΔΡΙΝΟΣ, ΜΑΡΚΟΣ
- ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ
- ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ, ΤΙΤΙΚΑ
- ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ, ΤΙΤΙΚΑ
- ΔΗΜΟΥ, ΕΥΣΤΑΘΙΑ
- ΔΗΜΟΥΛΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ
- ΔΟΥΑΤΖΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΔΟΥΚΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ
- ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ
- ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
- ΕΥΑΝΤΙΝΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΣ
- ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ
- ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ
- ΖΕΡΒΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
- ΖΗΡΑΣ, ΑΛΕΞΗΣ
- Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΡΙΝΕΙ
- ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ
- ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, ΘΑΛΕΙΑ
- ΘΗΒΑΙΟΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
- ΘΗΛΥΚΟΥ, ΣΑΡΑ
- ΙΑΤΡΟΥ, ΜΑΡΙΑ
- ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ, ΒΙΚΤΩΡ
- ΚΑΪΜΑΚΗ, ΦΩΤΕΙΝΗ
- ΚΑΝΔΗΛΑΠΤΗ, ΓΕΩΡΓΙΑ
- ΚΑΝΙΣΤΡΑ, ΠΟΛΥ
- ΚΑΠΟΝ, ΛΙΛΙΑΝ
- ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΤΑΣΟΥΛΑ
- ΚΟΚΟΡΗ, ΜΑΡΙΑ
- ΚΟΛΑΪΤΗ, ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ
- ΚΟΡΝΕΤΗ ΕΛΣΑ
- ΚΟΥΛΟΥΡΗ, ΜΑΡΙΑ
- ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ, ΠΕΡΣΑ
- ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ
- ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, ΚΩΣΤΑΣ
- ΚΩΣΤΙΟΥ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ
- ΚΩΤΟΥΛΑ, ΔΗΜΗΤΡΑ
- ΛΑΝΤΖΟΥ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ
- ΛΕΚΑΚΗ, ΜΑΡΙΑ
- ΛΙΛΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΛΥΜΠΕΡΗ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ
- ΜΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΥΗ
- ΜΑΝΟΥΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
- ΜΑΡΔΑΣ, ΚΩΣΤΑΣ
- ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
- ΜΕΛΑΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ
- ΜΕΡΑΚΛΗΣ Μ.Γ
- ΜΗΤΡΑΣ ΜIΧΑΗΛ
- ΜΙΧΑΗΛ ΣΑΒΒΑΣ
- ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΡΙΛΑΟΣ
- ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ
- ΜΠΕΝΑΤΣΗΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
- ΜΠΛΑΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΜΠΟΥΡΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
- ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ, ΑΣΗΜΙΝΑ
- Ο ΦΟΒΟΣ
- ΠΑΜΠΟΥΔΗ, ΠΑΥΛΙΝΑ
- ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΕΥΤΥΧΙΑ
- ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ
- ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΜΑΡΩ
- ΠΑΣΧΑΛΗΣ, ΣΤΡΑΤΗΣ
- ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ
- ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΣΠΑ
- ΠΟΙΗΣΗ ~ ΠΑΙΓΝΙΟ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ
- ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
- ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ, ΑΝΝΑ
- ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ, ΘΕΟΔΟΣΗΣ
- ΡΑΠΤΗ, ΒΑΣΙΛΙΚΗ
- ΡΑΠΤΗΣ ΧΑΡΗΣ
- ΡΟΥΒΑΛΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ
- ΡΟΥΒΑΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ
- ΣΑΚΕΛΛΙΟΥ, ΛΙΑΝΑ
- ΣΑΡΑΚΗΣ, ΣΩΤΗΡΗΣ
- ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΣ
- ΣΙΩΤΗΣ ΝΤΙΝΟΣ
- ΣΚΑΡΤΣΗ, ΞΕΝΗ
- ΣΤΕΦΑΝΟΥ. ΛΥΝΤΙΑ
- ΣΧΟΙΝΑ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ
- ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
- ΤΟ ΑΡΡΗΤΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
- ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, ΚΩΣΤΗΣ
- ΤΣΕΛΙΚΗΣ, ΠΕΡΙΚΛΗΣ
- ΤΣΟΥΠΡΟΥ, ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ
- ΦΡΑΓΚΙΑΔΙΑΚΗ, ΜΑΡΙΑ-ΕΛΕΝΗ
- ΦΩΤΕΙΝΙΑΣ, ΛΕΑΝΔΡΟΣ
- ΧΑΛΒΑΔΑΚΗ, ΒΑΣΩ
- ΧΑΝΤΖΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ
- ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ
- «Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!»
- Για τα δεμένα χέρια σου σε λέω γυναίκα
- ΓΟΥΛΑΣ, ΣΠΥΡΟΣ
- ΔΕΝΔΡΙΝΟΣ, ΜΑΡΚΟΣ
- ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
- Είναι αυτό ποίηση;
- Η ΣΤΗΛΗ ΤΗΣ ΒΑΓΙΑΣ ΚΑΛΦΑ
- ΚΑΛΦΑ, ΒΑΓΙΑ
- ΚΑΛΦΑ. ΒΑΓΙΑ
- ΚΑΛΦΑ. ΒΑΓΙΑ
- ΚΟΚΟΡΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ
- ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ, ΧΛΟΗ
- ΝΕΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΘΥΜΙΑ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
- ΠΟΙΗΣΗ, ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΕΜΑΤΑ
- ΠΟΙΗΣΗ, ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΕΜΑΤΑ
- ΠΟΛΥΜΟΥ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
- ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ
- ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
- ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΨΑΧΝΩ ΓΙΑ ΠΑΡΑΚΑΜΠΤΗΡΙΟ