Εκτύπωση του άρθρου
ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
 
 


ΟΙ ΑΠΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΓΟΤΘΩΝ
 
«Το τέλος είναι ανεξάντλητο. Πριν πεινάσω και πριν κοιμηθώ, ο περιορισμός με περιέχει», είπε διαλύοντας με το ασημένιο κουταλάκι τη ζάχαρη μέσα στο τσάι, που το άρωμά του, ιβίσκος και ροδόδενδρο, άπλωνε ως το μυχό της νευρικότητας τρυφή καταπραϋντική. Από το παράθυρο ο αδελφός  Ιωάννης διακρινόταν που σκέπαζε υπομονετικά τα δενδρύλλια, για να περισωθούν από τον αναμενόμενο πάγο. «Θα επιτελέσει το έργο του και θα έλθει. Όμως εγώ συγκρατώ το βλέμμα μου στην επιφάνεια της πορσελάνης, εκεί όπου έχουν απαθανατιστεί οι σπινθήρες μιας λαμπρής δεξιοτεχνίας. Δεν είχε κάποτε πρόσωπο η αρετή αυτού του τεχνίτη;», αναστέναξε χωρίς μελαγχολία, σαν να εκφωνούσε προς τα υλικά της ζωής τον πρώιμο επικήδειό τους. Στο χαλί διαπλέκονταν ρυθμικά περιπλοκάδες γαλανού γιασεμιού πάνω σε πράσινες, νυχτερινές δενδροστοιχίες. Φαίνεται ότι υπήρξε ή επινοήθηκε η αρχή μιας γενναίας χιονόπτωσης, ώστε δικαιωμένος ο Ιωάννης ήλθε να ζήσει το τέλος της Πρόνοιας μες στην ατμόσφαιρα της δεξίωσης που ένα σερβίτσιο του τσαγιού παραθέτει. Είχε ακόμη φυλλαράκια στα παπούτσια και τα αναμμένα του μάγουλα έμοιαζαν προπομποί μιας εικόνας, που θα τελείωνε ως πρόσωπο ενός φαύνου, ενώ είχε αρχίσει ως αγαθού χωρικού. Φαινόταν να επιθυμεί το τσάι όσο κι ένα ποτήρι κρασί και το εξαντλημένο σώμα του άλλου έφεγγε σαν δεμάτι ξερόκλαδα που μόλις ρίχτηκαν στη φωτιά. «Ποιος θα προσευχηθεί σε μια οντότητα που έχει εξονυχιστικά περιγραφεί; Και της οποίας την ιδιοτέλεια έχει αποδείξει ο θάνατός μου;» «Γραφικέ αριστοκράτη!», αντέτεινε μέσα απ’ τα δόντια του ο Ιωάννης. «Γι’ αυτά τα δευτερόλεπτα θερμών και αρωματικών βοτάνων! Για την ενατένιση των κατορθωμάτων κεραμουργίας και υφαντικής!» και ρούφηξε με διεσταλμένα ρουθούνια μια μεγάλη γουλιά απ’ την κούπα του.
Θα αποσυρθώ από το πλάνο. Μια χούφτα θλιβερές πιθανότητες συνοψίζουν τις εκδοχές οποιουδήποτε βίου. Του ευτυχέστερου μη εξαιρουμένου. Και οι χιλιετίες της ηλικίας τους συμπεριλαμβάνουν τη δική μου. Όσα εξάλλου θα διαμειφθούν μεταξύ τους μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια. Μια σειρά χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που μπορούν να φωτίσουν το χώρο θα συνοψιστούν στον ατμό του βραστήρα ή στο εσπερινό κωδωνοστάσιο. Τον χρόνο πάλι τον έχει απορροφήσει η συνθήκη της επινόησης. Αλλά και κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, αν δεν το χτίσεις γύρω γύρω με σιωπή. Μετρώ σημαίνει σωπαίνω, γι’ αυτό τα μαθηματικά δεν είναι παρά ο θάνατος της αφής. Θα υποβάλλω απλώς στις δύο σκιώδεις υπάρξεις ένα ερώτημα μοναδικό: Αν υπήρχα; Αν στεκόμουν έξω από τον περίβολο και χτυπούσα δυνατά την πόρτα; Οι νόμοι της φιλοξενίας; Οι υπολογισμοί του φόβου; Τα δενδρύλλια ως σιλουέτες των επιζώντων μιας χημείας του κακού; Τι ακριβώς θα έδινε υπόσταση στην πρόθεσή μου να με δεξιωθούνε τόποι ευλογημένοι και άνθρωποι ομιλητικοί; Η απαξίωση κάθε λογάριθμου και κάθε ευφάνταστου ισχυρισμού; Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα ανά χείρας; Ποια επίγνωση ή ποια χειρονομία θα προσέδιδε νόημα στη στιγμή αυτή της γραφής, ώστε να ενσαρκωθούνε και να  μου ανοίξουνε οι δύο συνεργοί μοναχοί; Θα υπήρχανε τα τεθλασμένα τόξα, όλοι αυτοί οι θόλοι που διαλύονται σε σκελετό από εξέχουσες νευρώσεις, το δάσος των οξυκορύφων αιχμών, οι ορμητικές, κλιμακωτές αντηρίδες, τα σταυροθόλια στην ομίχλη, ο παροξυσμός της αγαλματοποιίας, η οργίλη έξαρση του Ωρολογίου ανάμεσα από θεριεμένους κισσούς; Θα ανέπνεαν οι διαλεγόμενες φιγούρες στον αέρα μιας θρησκείας της ζύμης, που  πλάθει τα μπισκότα του τσαγιού κατά τη θέρμη της συνομιλίας; Θα αλήθευαν οι δεινές τους συγκρούσεις; Αφού μετέβαλαν τον Οίκο του Κυρίου σε κοσμιότητα ή κηπουρική ( αν και όχι χωρίς εκείνη την αφέλεια που μαρτυρά τον πόθο της ζωής ), θα μου το συγχωρούσαν να αξιώνω καταφυγή υπό την σκέπη των διανοημάτων μου; Θα φτυάριζαν με συγκατάβαση το χιόνι της αρχικής μου εικόνας; Θα καταλάβαιναν τη φυσική μου δειλία; Θα άγγιζε το μελανό μου αποτύπωμα η καύτρα μιας ματιάς που διεκδικεί; Θα έλαμπε το μικρότατο έγκαυμα; Θα υπήρχα, αδελφοί, θα υπήρχα;
 
Δήμητρα   Χ.  Χριστοδούλου.

Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Αυγούστου 2007