Εκτύπωση του άρθρου

Mια Kιβωτός της ελληνικής γλώσσας

«Η αρπαγή της κούτας» , το βιβλίο του ποιητή Ηλία Λάγιου που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μια θαυμάσια φιλοτεχνημένη έκδοση, φέρει τον υπότιτλο: «Λαϊκόν αφήγημα». Και πράγματι το κείμενο διαθέτει τα στοιχεία του αφηγήματος: έναν αφηγητή, πρόσωπα, δράση, αρχιτεκτονική, όπως τα μεσαιωνικά έμμετρα αφηγήματα. Εντούτοις πρόκειται για αιρετικό κείμενο, που αντιστέκεται στην ταξινόμηση. «Η αρπαγή της κούτας», «αφήγημα», σε ανομοιοκατάληκτους στίχους και σφριγηλό ρυθμό χάρη σε αλλεπάλληλες εσωτερικές ομοιοκαταληξίες, αρχίζει παρωδώντας το έπος: «Μην έχοντας τίποτε να επικαλεστώ, βλαστημώντας την Μούσα, το παράλογο...»
H γλώσσα του κειμένου είναι χτισμένη με υλικά από ολόκληρη την ελληνική γραμματεία και κινείται σε όλα επίπεδα: λυρική, σκωπτική, δηκτική, δεητική, άσεμνη, αδρά παραστατική, με ντοπιολαλιές και βωμολοχίες. Σ' αυτή τη δαιμονική και συνάμα αγγελική ιδιόλεκτο, το «υψηλό» ύφος προσγειώνεται, ή μάλλον κατακρημνίζεται, στον «ταπεινό» χώρο ενός ψυχιατρείου - γιατί εκεί διαδραματίζεται η ιστορία του αφηγήματος.
Μέσα από αυτόν τον χώρο ο αφηγητής, που κρατά τον ρόλο ραψωδού ή βάρδου, εξιστορεί, περιγράφει, σχολιάζει πρόσωπα, καταγράφει διαλόγους, ενώ ταυτόχρονα κι ο ίδιος αυτοσχολιάζεται και αυτοσαρκάζεται για το «φτηνομπογιατισμένο σκηνικό» του. Ήρωας της ιστορίας είναι ο Αλέξης Κρεβατάς, «μπαταρισμένος ιχνηλάτης της αλήθειας», «βορά των ηρεμιστικών, των βαρβιτουρικών κλοπιμαίος». Η κλινική τοποθετείται κάπου στην Κηφισιά, στο «πανωραίο, το δυάκριβα αληθές, το άρτιο προάστιο».
Σ' αυτό το «παρομοίας φύσεως πανούργο και τοκογλυφικό τοπίο», ο Αλέξης Κρεβατάς, ο και «γάμησέ 'τα», συντροφεύεται από άλλα πρόσωπα. Πλάι του ο Μουρμούρης «στροβιλίζεται ς' το αχαλίνωτο ανέκφραστο», η Σούλα, «η μετεωροπόρος ψαροπούλα, το αναπόδεικτο ροδόσταγμα», «σινδόνη λευκή» και «έκπαγλος έλατος», γίνεται «βατουλιά κι αστοιβή, παράτονο θαμνοειδές» ο Δημήτρης Μελέτογλου, και πολλοί άλλοι έγκλειστοι που τους «μπαγλαρώσαν με ζουρλομανδύα», συντροφεύουν τον ήρωα στα παθήματα αλλά και τους άθλους του υπέρ της Σούλας και εναντίον του Αντώνη του καφετζή, ο οποίος «τους υποβλέπει δολογραφώντας». Γύρω τους βρίσκονται οι γιατροί, «οι μαστόροι της υγείας», η προϊσταμένη, «εξομολόγος και παρθένος σιδηρά», και οι νοσοκόμες.

Το χτύπημα

Σ' αυτή λοιπόν την κλινική, σ' αυτό το «σατανόχτιστο γύρω τους», όπου «νοσοκόμαις με κάτασπραις φορεσιαίς του στρατοπέδου υποδύονται σκοπιαίς και περίπολα», ο αφηγητής σκηνοθετεί την υπόθεση του έργου: ο ήρωάς του, ο Αλέξης, διαπιστώνει ότι στην ντουλάπα του έχει έναν θησαυρό, μια κούτα με τσιγάρα Μάρλμπορο. Όμως λίγο αργότερα, η κούτα δεν είναι πια εκεί. Του την έκλεψαν. Σε ποιον να χρεώσει την αρπαγή; Όχι στους γιατρούς, ούτε στις νοσοκόμες, αλλά στους άλλους του θαλάμου: «Τα ράκη τ' αδέλφια του, / κοντολογής οι συστεγασμένοι, η προσφυγιά, οι καγγελόφραχτοι». Το χτύπημα είναι βαρύ. Ορκίζεται να βρει τον δράστη. Όμως η αρπαγή τού θυμίζει την εξαφάνιση μιας γυναίκας ή τη λεηλασία της δικής του ζωής: «Ποιος την άρπαξε μάνιασα, κραύγασα, ώμωξα, ελάλησα, θάφτηκα, έγγιστα», είναι τα λόγια του Αλέξη.
Ποια είναι λοιπόν η αληθινή ιστορία; Πρόκειται για την αρπαγή της κούτας; Την αρπαγή μιας γυναίκας; Ή μήπως για κάτι άλλο; «Τι ισχύει, εσείς επιλέξτε», υποδεικνύει στους αναγνώστες ο αφηγητής, ξαναπιάνοντας «το νήμα, του αλλότοπου και της παραγλώσσας τον μίτο...». Κι η ιστορία συνεχίζεται, μέχρι να κλείσει το πρώτο μέρος της. Διότι η αναγραφή των λέξεων «Τεύχος πρώτον» στο εξώφυλλο επιτρέπει να εικάσουμε ότι θα υπάρξει συνέχεια, όπως στα λαϊκά αναγνώσματα άλλων εποχών. Όμως επί της ουσίας η ιστορία αυτή δεν έχει ούτε συγκεκριμένη αρχή, ούτε τέλος, όπως σε όλα τα αλληγορικά κείμενα. Κι εδώ, ο αλληγορικός χαρακτήρας του κειμένου, δηλωμένος άλλωστε ρητά όταν για «αλληγορικαίς μουζικούλαις» μιλά ο αφηγητής, είναι έκδηλος.
Πιστεύω πως στην «Αρπαγή της κούτας», έργο ενός ασυνήθιστα προικισμένου τεχνίτη, η αλληγορία, αυτό το τόσο «πνευματικό είδος», σύμφωνα με τον Baudelaire, γίνεται μοναδικό εργαλείο που «διαμεσολαβεί» έναν λόγο διαφορετικό, βαθιά ανατρεπτικό, με δυνατότητες πολλαπλών ερμηνειών.
«Η αλληγορία είναι μια βέβηλη έλλαμψη, με υλιστικό και ανθρωπολογικό χαρακτήρα», υποστηρίζει ο Walter Benjamin. Σύμφωνα με τον μεγάλο Γερμανο-Εβραίο φιλόσοφο, μόνο μια ποίηση αλληγορική μπορεί να προκαλέσει την πλήρη ρήξη με την «αστική» σκέψη, γιατί σε αυτήν τα σημαίνοντα αποκτούν πολύμορφες σημασίες και δημιουργούν συνεχώς την αίσθηση της ανακάλυψης.
Η αλληγορική «Αρπαγή της κούτας» διαθέτει αυτά ακριβώς τα στοιχεία. Στο βιβλίο του Λάγιου η «κούτα» είναι όχι μόνο το πιο πολύτιμο που διαθέτει ο ήρωας Αλέξης Κρεβατάς, αλλά και μια πανάρχαιη κασέλα, ένα κιβώτιο και μια κιβωτός της ελληνικής γλώσσας, από τον Όμηρο μέχρι σήμερα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι το βιβλίο διατηρεί το πολυτονικό σύστημα στην πιο τυπολατρική του μορφή, με βαρείες και δασείες πάνω από το γράμμα ρ, το οποίο στην αρχή των λέξεων, ακόμη και των σύνθετων, δασύνεται. Όμως αυτή η «διαχρονική» γλώσσα του κειμένου φορτίζεται με τεράστια ενέργεια χάρη σε λέξεις παλιές ή νεόκοπες που εμφανίζονται άπαξ. Μέσα σ' αυτό το γλωσσικό όργιο ή «καρναβάλι», ενοφθαλμίζονται, παραφράζονται και παρωδούνται στίχοι Ελλήνων ποιητών, μεγάλων και ελασσόνων. «Κολλητάρια, μη χολοσκάτε με ζητήματα ύψους! Στρειδόφλουντσα, σαλιγκοκαύκι!», κραυγάζει ο αφηγητής απευθυνόμενος στους ομοτέχνους του και ανακαλώντας ταυτόχρονα τον Σολωμό, τον Καρυωτάκη και τον Εγγονόπουλο, αλλά και τις αναπόφευκτες ναρκισσικές αψιμαχίες των ποιητών.
Όμως, σε ένα δεύτερο επίπεδο, εξυφαίνεται η ανθρωπολογική διάσταση του κειμένου, η οποία ανακαλεί τη ματιά στοχαστών, ψυχιάτρων και κοινωνιολόγων που έδειξαν πόσο ασταθής είναι ο ορισμός της «τρέλας», αυτής της μορφής ετερότητας που ιατρικοποιήθηκε και έγινε κλινική περίπτωση στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως έχει δείξει ο Michel Foucault.

Οι απροστάτευτοι

Στο σημείο αυτό θέλω να υπογραμμίσω ότι το κείμενο του Λάγιου, ανεξάρτητα από το εάν έχει την αφετηρία του σε προσωπικές εμπειρίες, διαφέρει ριζικά από άλλα γραπτά «εμπειρίας» ψυχιατρείου, ακριβώς λόγω του αλληγορικού χαρακτήρα του. Γιατί «H αρπαγή της κούτας», που χαρακτηρίζεται από τον συγγραφέα «λαϊκόν αφήγημα», δεν παραπέμπει μόνο στις λαϊκές φυλλάδες, αλλά και στους αφανείς, τους μη επώνυμους, τους απροστάτευτους μπροστά στη βία της εξουσίας.
Κείμενο βαθιά πολιτικό, «H αρπαγή της κούτας» είναι ένα σχόλιο για την αρπαγή, που από το ομηρικό έπος και την αρπαγή της ωραίας Ελένης μέχρι τις μέρες μας είναι κατ' εξοχήν ένα θέμα που σχετίζεται με τη βία. Η αρπαγή δεν αφορά μόνο αντικείμενα, αλλά και την ίδια τη ζωή του άλλου, την ελευθερία του, την ταυτότητά του, που ισοπεδώνεται χάρη στις ποικίλες και διαχρονικές μεθόδους απο-ταυτοποίησης, τις τόσο μεθοδικά επεξεργασμένες επινοήσεις στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία των μοντέρνων ιδρυμάτων εγκλεισμού.
Στην «Αρπαγή της κούτας» ο λόγος είναι για ανθρώπους που βιώνουν το «ακραίο» σε μια ψυχιατρική κλινική, οχηρό του μοντέρνου «ιατρικού» πολιτισμού μας. Εδώ το «λαϊκό αφήγημα» για τους αφανείς ενός ψυχιατρείου μπορεί να διαβαστεί σαν μαρτυρία διπλής αγωνίας και διπλού βασάνου, του ανθρώπου ως έγκλειστου σε ένα ίδρυμα, και του ανθρώπου ως έγκλειστου σ' αυτήν την άλλη ειρκτή της γλώσσας, όταν παλεύει με το ανέκφραστο.

Σάλτο μορτάλε

Μια τέτοια πάλη απεικονίζει το κείμενο του Λάγιου, όπου αφηγητής και πρόσωπα, με τις παράξενες μορφές τους, μοιάζουν να συμμετέχουν σε ένα «βέβηλο» θεατρικό μυστήριο ή σε μια ραμπελαισιανή εποποιία και να πραγματοποιούν τη ρήξη με την «επίσημη» γλώσσα και τους δόκιμους ποιητικούς τρόπους και «θεσμούς» μέσα στον τραγικό χώρο μιας ψυχιατρικής κλινικής. Με τον τρόπο αυτό η γλώσσα του απόβλητου, η μη-γλώσσα του μουγκρητού, της κραυγής, και τελικά της σιωπής μπροστά στο άρρητο, αποκτά διαφορετική σημασία, κυρίως αποκτά «σάρκα και αίμα», μέσα από τα γλωσσικά «σάλτο μορτάλε» του ποιητή.
Ο αφηγητής του Ηλία Λάγιου, απόγονος του γερο-σαλτιμπάγκου του Μπωντλαίρ, του πιερότου του Λαφόργκ και του κορυφαίου των κλόουν, του Τσάρλι Τσάπλιν, στήνει τον παράξενο θίασό του με τρελούς - παρίες για τον «έλλογο» πολίτη -, αποδιοπομπαίους τράγους και εξιλαστήρια θύματα. Τα πρόσωπα αυτά, δαιμονικά και αγιασμένα, «σαλοί» μιας βέβηλης θρησκείας, ασκούν τη μιμική τους στο χείλος της αβύσσου, όπως ακριβώς ο καλλιτέχνης, όταν διαλέγεται με το άρρητο. Τρελοί, παρίες, σαλτιμπάγκοι και κλόουν, σε ένα ποίημα κυριολεκτικά μη μεταφράσιμο, γραμμένο στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, καθιστούν την ανάγνωση του κειμένου μια ανεπανάληπτη εμπειρία και το ίδιο το κείμενο ένα unicum.

ΒΛΑΣΤΗΜΩΝΤΑΣ TH ΜΟΥΣΑ

«Μην έχοντας τίποτε να επικαλεστώ, βλαστημώντας την Μούσα, το παράλογο ,μαρσάροντας και φρενάροντας, την θαυμασία φαντασίας και ονειρώξεών μου να με διαγράφη καθώς ο χονδρέμπορας αδιάφορα παντελονιάζει μια λεπτή δεσμίδα δεκαχίλιαρα, ούτως πως, για την έναρξη της αφήγησής μου παροραματίζομαι το κακοφορμισμένο μοναχούλι που με βαστά...».

Ασυνήθιστη δημιουργική τόλμη

Ο Ηλίας Λάγιος γεννήθηκε στην Άρτα, μεγάλωσε στο Ναύπλιο και ζει στην Αθήνα. Η παρουσία του στα γράμματα είναι πολύπλευρη. Πρωτοεμφανίστηκε το 1981 με την ποιητική συλλογή «Πρόοδοι εν προόδω», που δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Αλέξης Φωκάς. Την ίδια εποχή εξέδωσε το περιοδικό «Ωλήν», στο οποίο φιλοξενήθηκαν σημαντικά κείμενα από την ελληνική και διεθνή λογοτεχνία. Ακολούθησαν δεκατρία βιβλία, τα οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «πράξεις». Δύο από αυτά κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου, όπως και η πρώτη έκδοση της «Αρπαγής της κούτας» σε βιβλίο. Επίσης δημοσίευσε ποιήματά του σε συλλογικές εκδόσεις, «συμπράξεις», με τους Διονύση Καψάλη, Γιώργο Κοροπούλη, Μιχάλη Γκανά, Σωτήρη Δημητρίου, Νάσο Βαγενά κ.ά. Στην ποίησή του ο Λάγιος έχει διαμορφώσει ένα προσωπικό ιδίωμα, που το διακρίνει ασυνήθιστη δημιουργική ιδιοφυΐα και τόλμη. Στο έργο του περιλαμβάνονται μελέτες, δοκίμια και φιλολογικές επιμέλειες που φέρουν τη σφραγίδα μιας ιδιαίτερης κριτικής εμβέλειας. Από το 1997 τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ερατώ.

ΒΑΡΒΑΡΙΣΤΙ ΒΙΑΙΟΠΡΑΓΗΣΑΤΕ...

«... Ρυπαρώς μου ληστέψαν,
ένα σεντούκι, μια κασέλλα λάφυρα πειρατικά, μπαρμπαρόσσειον άγος. Για αιώνες φυλλορροούσα νωρίς κύτταζα την εικόνα του κατατρεγμού και το πορτραίτο του χαμού, εμπροθέτως δεν αδίκησα, ευεργέτησα απλόχερα δεν υφήρπασα ψιχάλα ή ψίχουλο, ζωντοχήρα η ανάγκη, υπερπλεόνασε η δωρεά, κέρμα φράγκο, δηνάριον, λίρα, λουδοβίκειο και τάλαντον, αμύθητο, προσεφέρθην και βωμολοχήσατε, ενεμήθην και βαρβαριστί βιαιοπραγήσατε, εθελουσίως χρησίμευσα και ωμοβόρως διεμοιράσθην, ανεδέχθην, τοις σοις άλγοις εσταυρώθην κ' υπέφερα. Δεν φέρνω τ' όρνεου φάμπρικας 'που εκμίσθωσε κι' αρνιέται, μοιάζω της πετροπέρδικας, της πικροκυματούσας...»

(Σημείωση: Δυστυχώς τα τεχνικά μέσα δεν μπορούν να διατηρήσουν την πολυτονική γραφή του κειμένου).

Φρασκίσκη Αμπατζοπούλου
ΤΑ ΝΕΑ, 25/9/2004


Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Φεβρουαρίου 2006