Γράφει η Άννα Γρίβα
Η ποίηση και το αποσιωπημένο τραύμα
(Δήμητρα Δημητρίου, Αγωνίες, Σμίλη, 2023)
Φέτος συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Διαβάσαμε κείμενα, είδαμε εικόνες, ακούσαμε τις μαρτυρίες εκείνων που έζησαν τη φρίκη του πολέμου. Κι όποτε διάβαζα ή έβλεπα όσα είχαν σχέση με τα τραγικά εκείνα γεγονότα έφερνα το βιβλίο της Δήμητρας Δημητρίου στο μυαλό μου, ένα βιβλίο που εδώ κι έναν χρόνο με έχει στοιχειώσει με στίχους, φράσεις, εικόνες.
Γιατί οι Αγωνίες είναι ένα έργο που, αν το διαβάσει κανείς με προσοχή και με ανοιχτές τις κεραίες του συναισθήματος και της ευαισθησίας του, δύσκολα θα το λησμονήσει. Ποιήματα που πάλλονται από τραύματα, από σκληρές αλήθειες, από μνήμες θανάτου και απωλειών, αλλά και από την αγάπη για τον άνθρωπο, από την πίστη πως η αλήθεια και η γνώση μπορούν να σώσουν τον πυρήνα της ψυχής μας, μπορούν να θεμελιώσουν τον κόσμο με έναν άλλο τρόπο. Μέσα στο βιβλίο ένιωσα πως κάθε λέξη έχει βάρος, πως κάθε στίχος έχει αναδυθεί από το βίωμα, από την ενσυναίσθηση για τον Άλλον, από το βαθύ σκάψιμο στα άδυτα της αντιφατικής και δυσερμήνευτης ανθρώπινης κατάστασης. «Αφήστε με να μιλήσω για τα σιωπηλά, τ’ αμελημένα, τα παραμελημένα, για τα χαζά και τ’ άμορφα και τα βαθιά, τα ενδότερα, τα ψηλαφητά, τ’ ανομολόγητα, τ’ άσπιλα, τα κρυφά και τα σίγουρα, τα περιττά, για τ’ ανήκουστα, τ’ αόρατα, αδιόρατα, τ’ αδιανόητα, αφήστε όλους τους αμφορείς και τα φορτία μου να βουλιάξουν εκεί που μπορώ να λέω ακόμη πως είμαι», διαβάζουμε στο ποίημα «Κερύνεια», το οποίο μας φανερώνει την πρόθεση της ποιήτριας, την ευγενή επιθυμία να πάρουν φωνή όσα αποσιωπήθηκαν, όσα παρανοήθηκαν, όσα σκοπίμως υποβιβάστηκαν ή διαστρεβλώθηκαν.
Πρωτίστως με συγκλόνισε μέσα στο βιβλίο η ένταση και η αλήθεια του λόγου των γυναικών και των κοριτσιών του πολέμου που αποκτούν φωνή και μνημονεύουν το τραύμα της βίας, του βιασμού, της έκτρωσης, της ντροπής, της απομόνωσης, του κλεισίματος στον εαυτό, της μοναξιάς. Είναι αυτή η φωνή της αποσιωπημένης ιστορίας. Γιατί το βίωμα της γυναίκας μέσα στον σκληρό και αντρικό κόσμο του πολέμου είθισται είτε να φιμώνεται είτε να δίνεται ανώνυμα και περιληπτικά μέσα από τη χρήση του όρου «γυναικόπαιδα». Κι όμως, δεν υπάρχει πιο βαθύς και συνταρακτικός τρόπος να αποδοθεί η τραγωδία του πολέμου παρά όταν ο αποσιωπημένος λόγος των γυναικών αποκτά φωνή. Ας θυμηθούμε τον αισχύλειο Αγαμέμνονα, ας θυμηθούμε τις Τρωάδες, ας θυμηθούμε και την ευριπίδεια Ελένη, για να καταδυθούμε στη σοφία με την οποία η λογοτεχνία στις απαρχές της στοχάστηκε για τον πόλεμο μέσα από τα στόματα των γυναικών, μέσα από τον δυσοίωνο θρήνο της Κασσάνδρας, μέσα από το μαρτύριο της Εκάβης, μέσα από τα αδιέξοδα της Ελένης που υπήρξε άθυρμα των θεών. Κι αν έρθουμε στη νεότερη λογοτεχνική μας παράδοση, ας θυμηθούμε την Κύπρια ποιήτρια Ρεμπελίνα στα Σώματα της Χρυσόθεμης με τον τολμηρό, συνταρακτικό λόγο που φθέγγει το άρρητο του τραύματος της αιωνίως λογοκριμένης γυναίκας, ας θυμηθούμε και τη Συριανή ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παπά η οποία στο έργο της Χίλια σκοτωμένα κορίτσια έδωσε φωνή στις νεκρές του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Αυτό το τελευταίο έργο μού ήρθε πολύ έντονα στον νου όταν διάβαζα το πρώτο μέρος των Αγωνιών, διότι, αν και είναι πολύ διαφορετικοί οι ποιητικοί τρόποι, και στις δύο περιπτώσεις τα κορίτσια, με τα μικρά τους ονόματα, με ένα πρόσωπο καθαρό και αθώο, μοιάζουν να έρχονται λίγο λίγο στο φως, ιστορώντας τα δεινά τους. Και αφηγούνται όχι όπως ένας ιστορικός θα κατέγραφε τις πλευρές και τις όψεις του πολέμου, αλλά όπως μπορεί μόνο η ποίηση να φέρει στο φως και να φροντίσει ένα τραύμα. Μιλούν για το σώμα τους, μιλούν για τον πόνο του σώματος που είναι δεμένος βαθιά με τον πόνο της ψυχής. Το ξέρουμε όλοι καλά, είτε ο τόπος μας είναι η Ελλάδα, είτε η Κύπρος, είτε οποιαδήποτε άλλη γωνιά του κόσμου, πως οι πρόγονοί μας, οι συγγενείς μας, οι παππούδες και οι γονείς μας, όλοι εκείνοι που βασανίστηκαν μέσα στην προσφυγιά, μέσα σε εμφύλιους σπαραγμούς, μέσα σε κατοχές, μέσα σε δικτατορίες, δεν θέλουν να μιλούν για τη βαθύτερη φρίκη, δεν θέλουν να μιλούν για το τραύμα. «Ποτέ δεν μιλώ γι’ αυτά τα πράγματα. Πώς εμφανίζεσαι τώρα; Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε. Δεν έχετε τίποτα άλλο να μου πάρετε, τίποτα να μου δώσετε» ομολογεί η Χαρίτα στο ομώνυμο ποίημα, πριν πειστεί να αρχίσει να μιλά: «Για την ακρίβεια, αφού επιμένεις, ας μιλήσουμε λίγο, έτσι, για να μην λέτε ύστερα πως είμαι αφιλόξενη, για να μην λένε ύστερα πως όλα τα ξέρανε, για να μην ακούσεις μόνο αυτά που λένε για μένα, για σένα και για όλους μας. Άσε με λοιπόν να σου πω […] ». Η Χαρίτα, όπως και οι υπόλοιπες γυναίκες του βιβλίου, μας προσφέρουν τα λόγια τους σαν πολύτιμο θησαυρό και σαν κάθαρση του μέλλοντος. Γιατί, όσο δεν ιστορούμε το τραύμα, τόσο αυτό παραμένει ανοιχτό, μεταφέρεται μυστικά από γενιά σε γενιά, μεταφέρεται μέσα από τη σιωπή και τον απωθημένο στο σκοτάδι θρήνο. Γι’ αυτό πρωτίστως η ποίηση, όπως και η τέχνη γενικότερα, νιώθει την ανάγκη να μιλήσει: για να λύσει τον γόρδιο δεσμό της σιωπής και του μεταγγιζόμενου τραύματος. Αυτό που κάνουν λυτρωτικά και με ευλάβεια οι Αγωνίες.
Μέσα στο βιβλίο της Δήμητρας Δημητρίου νιώθω πως υπάρχει πάντα ένας τόπος που έχει πολλαπλά επίπεδα: ο ιστορικός τόπος, ο φυσικός τόπος, ο τόπος του παρόντος, ο τόπος της μνήμης, ο τόπος των νεκρών, ο τόπος των μύθων. Ένα σύνολο που φέρει μέσα του από τη μία πλευρά την ομορφιά, τους κύκλους των εποχών, τα δέντρα, το χορτάρι, τα ζώα, τα έντομα, όλη εκείνη τη ζωή που ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς μακριά από την ανθρώπινη οδύνη, και από την άλλη πλευρά την αγωνία του ανθρώπου, έτσι όπως εκφράστηκε στα μυθικά αρχέτυπα, έτσι όπως αναδύθηκε μέσα από τις ιστορικές τραγωδίες, έτσι όπως πάλλεται μέσα από τη μνήμη των νεκρών που επιστρέφουν είτε επειδή έμειναν αδικαίωτοι είτε επειδή τους νοσταλγούμε μαζί με καθετί αγαπημένο που απωλέσθη ανεπιστρεπτί. Στα ποιήματα από την ενότητα «Μπαλάντες» ένιωσα αυτό το πολυεπίπεδο τραγούδισμα που μοιάζει να αντλεί τον ήχο και το χρώμα του από το δημοτικό τραγούδι. Γιατί οι ανώνυμοι τραγουδιστές της γλώσσας μας μπόρεσαν να συνυφαίνουν τον πικρό και συγχρόνως αξιοπρεπή θρήνο με τον ύμνο στη ζωή και στη Μητέρα φύση, έναν ύμνο που σου λέει: «πιάσου από ένα κλαρί, πιάσου για να αποκτήσεις τη σοφία των αιώνιων κύκλων της φύσης και άντεξε τον πόνο του θανάτου, άντεξε την αδικία και ανηφόρισε». Αυτό το παράξενο πολυεπίπεδο τραγούδισμα, που είναι θρήνος αλλά είναι και ύμνος και προσευχή, μπορούμε να το δούμε στο ποίημα «Μπαλάντα των τζιτζικιών που αγάλλονται», όπου ο τόπος είναι η αιώνια ομορφιά του αλλά και η αβάστακτη απώλεια: «Ε, ’σεις τζιτζίκια μου όμορφα / για πείτε αν είστε πέρκαλλα / στ’ ακροτόπια τα βουβά και τ’ απάτητα / ζει ο βασιλιάς σαν πρώτα; // Καταλύει το ’νίν το χώμα, κλώθεται η μοίρα της οργής; / Λυσσάει με το τρικύμισμα το βορινό το κύμα; / Μαίνεται στην αναβροχιά, μανίζει με τη στέγνια; / Ακόμη γίνονται Σεπτέμβρη τα χαρούπια, / ξεσπάνε τα πάθη της καρδιάς; / Θυμάστε ακόμα την άκρη του μακρύ γιαλού // (γιαλό γιαλό πηγαίναμε στις ξέρες κι αρμενίζω) // ναυτάκια του καλοκαιριού και τα μεγάλα της Αμμοχώστου τ’ άστρα; // Φουσκώνει ο μούστος στο τσαμπί, / ζει, ζει και ζει το πείσμα σας στο κοχλαστό το θέρος;»
Κι ύστερα, στα ποιήματα από την ενότητα «Στιγμές», τα οποία είναι αφιερωμένα στις Κίκα και Μαρία Κυριάκου, τα δίδυμα τρίχρονα κοριτσάκια που φονεύθηκαν στον Αττίλα και ρίχτηκαν σε ομαδικό τάφο, στο ίδιο εκείνο σημείο όπου ο Ερντογάν και ο Τατάρ έκαναν επετειακό «πικνίκ» το 2020, υπάρχει συχνά εκείνη η δύναμη του επιγράμματος, όταν ένας στίχος ή μία φράση είναι αρκετά για να ξυπνήσουν τη συνείδηση, την υπνωμένη μας αίσθηση, και να μας θέσουν με μάτια ανοικτά μπροστά σε έναν κόσμο που είναι αφανής, αλλά υπάρχει και μας καλεί να τον δούμε. Σαν επωφελές κεντρί, σαν δυναμωτικό δηλητήριο μας κεντρίζουν τα μυθικά προσωπεία και τα ιστορικά πρόσωπα, μας καλούν να δούμε και να αναρωτηθούμε ποιοι είμαστε μέσα σε αυτή την ακατάβλητη ροή του ανθρώπινου χρόνου. Ποιοι είμαστε και ποιοι θέλουμε να γίνουμε. Ενδεικτικά αναφέρω το επίγραμμα με τίτλο «Πήγα να δω το σπίτι μου» που καταγράφει προφανώς την επιστροφή ενός πρόσφυγα στα κατεχόμενα. Σε έναν στίχο, μέσα σε μία φράση που λέει ο νέος ιδιοκτήτης του σπιτιού, κλείνεται το βίωμα χιλιάδων ανθρώπων: «Βγάλτε τα παπούτσια σας, παρακαλώ». Στο επίγραμμα «Μαρκαντόνιο», από την άλλη, ο λόγος ανήκει προφανώς στον Βενετσιάνο Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίν, ο οποίος υπήρξε διοικητής του στρατού κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αμμοχώστου από τους Οθωμανούς (1570-71). Ο Μαρκαντόνιο, παραπλανημένος από τους εχθρούς του, προσέτρεξε σε συνομιλίες που οδήγησαν στο φρικτό του τέλος με τεμαχισμό των μελών του και γδάρσιμο. Ο Μαρκαντόνιο λοιπόν επιστρέφει στο ιστορικό παρόν και διερωτάται απογοητευμένος για το αν τελικά η θυσία του συντέλεσε έστω ελάχιστα στην αποτροπή της επικράτησης της βαρβαρότητας: «Τζαμπαδόρικα λοιπόν η μύτη, το αυτί, το ένα και το άλλο, / χαράμι η φλούδα του σταριού π’ έγεμέ μου το δέρμα;». Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και ένα ποίημα που αντλεί το υλικό του από τη μυθολογία και αποκτά πολλαπλές διαστάσεις στο πλαίσιο των προβληματισμών του βιβλίου. Λέει η Φιλομήλα στο επίγραμμα «Φιλομήλα, ΙΙ»: «Μπορείτε να μου κόψετε τη γλώσσα / μα μην ξεχνάτε πως μπορώ και να το κεντήσω». Η αλήθεια, μας υπενθυμίζει η Φιλομήλα, κάποτε θα ειπωθεί, ακόμη κι αν σου έχουν κόψει τη γλώσσα.
Η πραγματική ποίηση νομίζω πως είναι πρωτίστως ένα πράγμα: η διερώτηση για τον άνθρωπο και τον κόσμο, για την αλήθεια, τη γνώση, την αγάπη, τη δυνατότητα να αρθούμε πάνω από το δυνατό, πάνω από το εφικτό, να ατενίσουμε αιώνιους ορίζοντες και φωτεινούς λειμώνες, να τιμήσουμε τους νεκρούς μας, να μνημονεύσουμε τους προγόνους μας, να υφάνουμε τη θνητότητά μας με ομορφιά και αθωότητα. Να λοιπόν καθώς διάβαζα για πολλοστή φορά τα ποιήματα της ενότητας «Αγωνίες ΙΙ» ποια ερωτήματα εγέρθηκαν μέσα μου: Ο τόπος είναι οι άνθρωποι; Και τι γίνεται ένας τόπος όταν εξολοθρεύονται οι άνθρωποι του; Αρκεί η μνήμη για να συγκρατήσει την αλήθεια; Ποιο κομμάτι λείπει από την ιστορία που γράφτηκε και πώς το αναπληρώνουν οι λέξεις; Θα μνημονεύσω το ποίημα «Δανεικό, ΙΙΙ», το οποίο βασίζεται σε μια πραγματική μαρτυρία Αμμοχωστιανού πρόσφυγα: «Στην Αμμόχωστο είχαμε εργοστάσιο που έκανε κουρτίνες, σεντόνια και μονογράμματα για ξενοδοχεία. Έστεκα για ώρες στην είσοδο, να κοιτώ το ξεφλουδισμένο ξύλο. Τράβηξα ένα κομμάτι σουβά. Όταν ήλθα πίσω, το έβαλα στη βιτρίνα. // Την πράσινη πόρτα του σπιτιού μου δεν μπόρεσα να την ανοίξω. Μου φώναζε ο αστυνομικός ο Τούρκος “θα ππέσει το μπαλκόνι”. Έλεά του, αν ι-ππέσει, έν’ δικό μου». Σε αυτό το σύντομο πεζοποίημα, όλη η ιστορία ενός τόπου συμπυκνώνεται σε μια πόρτα, στην πόρτα ενός σπιτιού, που είναι δικό σου αλλά δεν μπορείς πια να περάσεις το κατώφλι του. Όλη η ιστορία συμπυκνώνεται στη στιγμή που ανοίγει η πύλη του τραυματικού παρελθόντος: εκείνη τη στιγμή κάθε απαγόρευση μοιάζει γελοία. Ποιος μπορεί να σου απαγορεύσει το πέρασμα, όταν έχεις κατορθώσει, μετά από τόσους αγώνες και τόσες ματαιώσεις, να φτάσεις ξανά μέχρι το κατώφλι της ζωής σου, της χαμένης ζωής σου, της χαμένης γενέθλιας γης, εκείνης που ποτέ στ’ αλήθεια δεν χάνεται και ποτέ δεν λησμονιέται;
Τα πραγματικά ποιήματα δεν είναι καταγγελίες ούτε προγραμματικές δηλώσεις. Δεν απαιτούν και δεν ορίζουν τις απαντήσεις. Τα ποιήματα είναι η αλήθεια και ο πόνος του ανθρώπου ατόφιοι και ανόθευτοι. Η αλήθεια, δηλαδή η μη-λήθη. Το βιβλίο της Δήμητρας Δημητρίου είναι μια προσευχή χαμηλόφωνη αλλά και μια φωνή στεντόρεια για όσα δεν πρέπει να ξεχαστούν.
Άννα Γρίβα
Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Οκτωβρίου 2024