Σύνοψη
Ξεκινώντας, η εισήγηση (i) περιδιαβαίνει ορισμούς, όρους και μία σχηματική, ιστορική παρουσίαση της λογοκλοπής. Στην συνέχεια, (ii) καταγράφει την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται ως παράβαση εντός πανεπιστημιακής κοινότητας . Δεδομένου του διπόλου πρωτότυπο/πλαστογραφημένο (iv) παραδίδεται στην κρίση πέντε ηθικών θεωριών, ανιχνεύοντας το ηθικό πρόσημο. Έπειτα, (iv) διακλαδίζεται σε περιπτώσεις λογοκλοπής στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στην δημιουργία λογισμικού και κάνει επιλεκτική αναφορά (V) σε διάσημες περιπτώσεις λογοκλοπής στην λογοτεχνική παραγωγή από την Aναγέννηση ως τον μεταμοντερνισμό. Προς το τέλος, (VI) επιχειρεί να φωτίσει το ιδεολογικό υπόβαθρο ενός τύπου διαδικτυακής ιδιοποίησης και χάλκευσης καταλήγοντας (VII) σε μία γκρίζα ηθική ζώνη, όπου η λογοτεχνία έως ένα βαθμό αποδέχεται αποχρώσεις τής λογοκλοπής ενώ ταυτόχρονα αναστοχάζεται τα όριά της.
Ι. Όροι και ορισμοί
Πιο συγκεκριμένα, η αντιγραφή ολόκληρων φράσεων ή και παραγράφων ονομάζεται “αυτολεξεί λογοκλοπή” (word to word plagiarism), αλλαγή μόνο μερικών λέξεων “παραφραστική λογοκλοπή” (paraphrasing plagiarism). Όταν δε, την εργασία εκπονεί άλλος αντί του συγγραφέα κάνουμε λόγο για “λογοκλοπή επί της πατρότητας του κειμένου” (plagiarism of authorship)[7]. Στο ελληνικό αστικό δίκαιο η λογοκλοπή υπάγεται στον νόμο 2121/93 περί πνευματικής ιδιοκτησίας που αναθεώρησε έναν προηγούμενο νόμο του 1920 και συστοιχίζεται με το πλαίσιο της Διεθνούς Συνθήκης της Βέρνης του 1971, για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Εκεί, η λογοκλοπή ορίζεται ως παραβίαση του πνευματικού δικαιώματος του δημιουργού, το οποίο διακρίνεται σε ηθικό και σε περιουσιακό. Το ηθικό δικαίωμα σχετίζεται με την προσωπική σχέση του δημιουργού με το έργο του και διασφαλίζεται περαιτέρω από τις διατάξεις περί προσωπικότητας. Το περιουσιακό δικαίωμα σχετίζεται με την οικονομική εκμετάλλευση της πνευματική του δημιουργίας[8].
Γύρω από την λογοκλοπή έχει εξυφανθεί ένας πυκνός ιστός όρων και εννοιών και σε αυτό, κυρίαρχα, έχει συμβάλλει η θεωρία της λογοτεχνίας. Έτσι λοιπόν μιλούμε για πλαστογραφία [forgery], πλαστότητα [falsity], πλάνη [illusion], διαστρέβλωση [misrepresentation] εξαπάτηση [coax], φάρσα [hoax], ετερονυμία [heteronym], παστίς [pastiche], μίμηση [mimesis], κρυπτομνησία [cryptomnesia], οικειοποίηση [appropriation], υπερδιακειμενικόητα [hyper-textuality], κολάζ [collage], διακειμενικότητα [intertextuality], δανεισμό [borrowing], παρανάγνωση [misreading], δημιουργική ανάγνωση/ανάπλαση κ.ο.κ.
ΙΙ. Εντός Ακαδημαϊκής κοινότητας
Κατά τη δεοντολογική θεωρία του Κant, όπως την εισάγει η κατηγορική προσταγή του, η λογοκλοπή είναι καταδικαστέα. Αν όλοι κατέφευγαν σε αυτήν θα καταργούνταν η έννοια της πατρότητας μίας πρωτότυπης σκέψης, ερευνητικού πορίσματος ή επιστημονικής ανακάλυψης και θα κατέρρεε όλο το πυραμιδωτό οικοδόμημα, πάνω στο οποίο κτίζει και αποδίδει τιμές η πανεπιστημιακή κοινότητα, που στην κορυφή της θέτει τον ερευνητή καθηγητή ως αυθεντία και στην βάση της τον αναγνώστη και τον φοιτητή που οφείλει να αποδίδει τα εύσημα σε κάθε ευκαιρία ή σε κάθε παραπομπή, αντίστοιχα. Ούτε με τις νεότερες και ηπιότερες νεοκαντιανές θεωρήσεις η λογοκλοπή δικαιώνεται, αφού δεν τίθεται θέμα μείζονος ή ζωτικής σημασίας που να αφορά τους συνανθρώπους μας και να δικαιώνει την χαλκευμένη διατριβή.
Η θεώρηση της αρετολογίας ενέχει κάποια προβλήματα εφαρμογής, αφού θα έπρεπε σύμφωνα με το κριτήριο της μεσότητας να βρεθεί η πρακτική η οποία θα αντιπροσώπευε το μέσον δύο ακραίων πρακτικών. Δύο ακραίες πρακτικές συγγραφής μίας διδακτορικής διατριβής θα μπορούσαν να είναι (α) η απουσία παραπομπών παρά τον επιστημονικό χαρακτήρα της και (β) η αδιάκοπη αντιγραφή αποσπασμάτων παρά τις παραπομπές τους. Ίσως, η μεσότητα στην πανεπιστημιακή κοινότητα έχει ταυτιστεί με την αντιγραφή μεν αναφορών, αλλά σε ορισμένη έκταση και ταυτόχρονη απόδοση του ονόματος του πρωθύστερου συντάκτη. Οι άλλες πρακτικές θεωρούνται καταδικαστέες.
Σύμφωνα με την θεώρηση του ηδονισμού, όπως λ.χ. άτεγκτα τον παρουσίασε ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος, η λογοκλοπή δικαιώνεται αφού ο λογοκλόπος καρπώνεται άμεσα το αίσθημα της ηδονής, το οποίο δεν αναβάλλεται, ούτε εγκαταλείπεται προς χάριν άλλης δράσης.
Επίσης, η λογοκλοπή δικαιώνεται και εντός της θεώρησης του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης του Hobbes όπου οτιδήποτε ικανοποιεί την φυσική μας τάση για το προσωπικό μας συμφέρον είναι αγαθό. Συγγενεύει δε στην σύγχρονη εποχή με τον ηθικό εγωισμό, αφού ο ενεργών κατά τα προστάγματά του θα έχει επωφεληθεί στο μέγιστο βαθμό από την πράξη του (καλό βαθμό, ταχύτητα παράδοσης της διατριβής) καταβάλλοντας την μικρότερη δυνατή προσπάθεια (ελάχιστη κούραση συγγραφής της εργασίας).
ΙV. Εκτός Ακαδημαϊκής κοινότητας
Στα media το copyright ισχύει ακόμη και για τα πλάνα στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ ή μίας φωτογραφίας, πόσο μάλλον για ταινίες, σήριαλ ή την κάλυψη άλλων τηλεοπτικών μεταδόσεων υψηλής ακροαματικόητας.
Έξω από τα media η συζήτηση περιλαμβάνει την αγοραπωλησία πειρατικών cd’s και dvd’s κατά της οποία στρέφεται επιθετικά η ένωση προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας AEΠΙ, η οποία προστατεύει τα δικαιώματα δημιουργών οπτικοακουστικού υλικού (συνθέτες, μουσικούς, εικαστικούς, γλύπτες, καλλιτέχνες εν γένει) και .γραπτού λόγου (θεατρικούς συγγραφείς, λογοτέχνες, στιχουργούς).
Στο διαδίκτυο είναι διάχυτη η αμφιθυμία με την οποία κάποιοι καρπώνονται την διανομή ελεύθερου λογισμικού, ταινιών και μουσικής. Η ευκολία του σύγχρονου “κατεβάσματος” (downloading) απενοχοποιεί τις συνειδήσεις πολλών, μέρος των οποίων δεν θα δίσταζαν να δηλώσουν θιασώτες της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ίσως, είναι η ανωνυμία που τούς προστατεύει από την αντινομία πράξης και θεωρίας. Ίσως αυτή η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά –μακριά από την ιδεολογία των χάκερ και όλων των συγγενικών ομάδων που συγκροτούν τις υποκουλτούρες του κυβερνοχώρου (samplers, crackers, cyberfreaks)– αποτυπώνει την ηθική αιώρηση του ατόμου στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη συνθήκη.
Πέρα από το πανεπιστήμιο, το εμπόριο πνευματικών αγαθών και την τέχνη, περιπτώσεις λογοκλοπής εντοπίζονται ακόμη και στην πολιτική. Ενδεικτικά, ο Πούτιν κατηγορήθηκε ότι έκλεψε τις ιδέες μίας οικονομικής έρευνας –μέρος διδακτορικής διατριβής κάποιου αξιωματούχου του– και την παρουσίασε για δική του. Ο Martin Luther King, εμπνευσμένος ιερέας και αρχηγός ενός ολόκληρου κινήματος,[10] εκφωνεί λόγους χρησιμοποιώντας κατά κόρον ρήσεις άλλων, χωρίς να τους αποδίδει τα εύσημα.
Η κλίμακα και η αποχρώσεις των σχετικών με την λογοκλοπή χρήσεων και πρακτικών εξυπηρέτησαν διάφορους σκοπούς στην ιστορία της λογοτεχνίας. Το ηθικό όμως πρόσημο αποδίδεται κατά περίπτωση. Η κάθε εποχή κομίζει τα δικά της κριτήρια επαναξιολόγησης. Τέτοιους είδους έργα, καταλαμβάνουν κάποιο σημείο σε έναν φανταστικό χάρτη που διατρέχουν δύο κάθετες συντεταγμένες: της ποιότητας και της δραστικότητας.
Eπιλεκτικά, και σε αδρότατες γραμμές: ο Σεφέρης δανείζεται από τους αρχαίους τραγικούς και τον Έλιοτ, ο Ελύτης από τους Γερμανούς ρομαντικούς και τους Γάλλους σουρεαλιστές· και οι δύο έχουν δικαιωθεί για το εντελώς προσωπικό ύφος τους.
Στην σύγχρονη ποίηση ο Χάρης Βλαβιανός επενεργεί πάνω σε ποιήματα των Στήβενς, Καβάφη, Σίμιτς με στόχο όχι μόνο την διακειμενικότητα, αλλά πιο πέρα, ακριβώς την κατάδειξη πώς μόνο η ερωτική σχέση με τα παλαιότερα κείμενα μπορεί να γεννήσει αξιώσεις διαδοχής και επανανοηματοδότησης του ποιητικού διακυβεύματός τους. Ο Γιώργος Κοροπούλης χρησιμοποιεί ελεύθερα αποσπάσματα, κείμενα, ποιήματα που δεν έχει γράψει ο ίδιος, δηλώνοντας με ειρωνική διάθεση ότι έτσι κι αλλιώς «τα προϊόντα λογοκλοπής εσχάτως εντοπίζονται εύκολα»[11].
Οι συγγραφείς Δημήτρης Καλοκύρης και Βαγγέλης Ραπτόπουλος ξαναγράφουν την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη, ο πρώτος μετατρέποντάς την στα νέα ελληνικά και ο δεύτερος γράφοντας ένα αυτόνομο έργο με τον τίτλο H αληθινή ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας. Το εγχείρηματά τους δεν συνιστούν λογοκλοπή παρόλο που τα έργα του παραλλάσσουν με πιστότητα το πρωτότυπο έργο, επιδιδόμενα σε διαφορετικές στοχεύσεις. Ο κριτικός λογοτεχνίας Δημοσθένης Κούρτοβικ κατηγορεί τον νεαρό συγγραφέα Αύγουστο Κορτώ ότι αντέγραψε το μυθιστόρημα γαλλίδας μυθιστοριογράφου, βάζοντας μάλιστα το ίδιο εξώφυλλο. Η συγγραφέας Άλκη Ζέη κατηγορεί τον συγγραφέα Φίλιππο Δρακονταειδή ότι χρησιμοποίησε τα γράμματα του παππού της στο μυθιστόρημά του.
Σχετικά με την ευρωπαϊκή γραμματεία η Laura Rosental[12] αναφέρει σε ένα σχετικό βιβλίο για την λογοκλοπή πως στον 17ο και 18ο αι. δεν θα βρίσκαμε θεατρικό συγγραφέα που να μην είχε “κλέψει” από το παρελθόν. Πράγματι αναδιφώντας στο παρελθόν βλέπουμε ότι στην Γαλλία, οι Κορνήλιος και Ρακίνας δανείστηκαν από τα αρχαία ελληνικά κείμενα ήρωες μύθους αλλά και τρόπους (π.χ ο δωδεκασύλλαβος αλεξανδρινός στίχος ταυτίζεται στις συλλαβές με το αρχαίο εξάμετρο). Στην Αγγλία ο John Dryden, o Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας αντέγραφε συστηματικά, όμως η δραστηριότητά του αυτή δεν μείωσε την αποδοχή του συνολικού του έργου και της προσφοράς του στη Αγγλική ποίηση του17ου αι.[13]
Σ’ αυτό το σημείο ακούγεται επίκαιρη –αν και έχει γραφτεί πριν τέσσερις αιώνες– η ρήση του Thomas Brown “αυτοί που ληστεύουν τους σύγχρονους συγγραφείς κοιτάζουν πώς να κρύψουν την κλεψιά τους, ενώ εκείνοι που ξαφρίζουν τους αρχαίους πώς να προσμετρηθεί στο ενεργητικό τους”[14]
Ο Πάουντ στο έργο του Φόρος τιμής στον Σέξτο Προπέρτιο [Homage to Sextus Propertius] ξαναγράφει μέρος του έργου του Προπέρτιου επιχειρώντας μία μοντερνιστική (modernist) παρέκκλιση. Το 1970 ο Ρώσος συγγραφέας Ανατόλι Κουζνέτσοφ εκδίδει το βιβλίο του Babi Yar στο οποίο περιγράφει τη σφαγή μιας πολυπληθούς ομάδας Εβραίων κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που έλαβε χώρα στο ομώνυμο μέρος (Babi Yar), σύμφωνα με την μαρτυρία της μοναδικής επιζήσασας Ντίνα Πριονίσεβα. Το 1981 ο Άγγλος συγγραφέας D.M.Thomas εκδίδει το μυθιστόρημα White House στο οποίο μεταφέρει αυτολεξεί πέντε σελίδες του βιβλίου του Κουζνέτσοφ με την δικαιολογία ότι κάνει «εμπνευσμένη χρήση» μιας μαρτυρίας, ενός υλικού που είναι προσβάσιμο σε όλους.[15]
Το 1983 ο Abdelkebir Khatibi, μαροκινός κοινωνιολόγος ξαναγράφει διορθώνοντας με το βιβλίο του Amour bilingue το βιβλίο του Μωρίς Μπλανσώ Θωμάς ο Σκοτεινός[16] για να δείξει ότι η γλώσσα του Γάλλου συγγραφέας βρίθει αναφορών φορτισμένων με ένα ορισμένο αποικιοκρατικό ύφος και μία παγιωμένη αντίληψη για τις πρώην γαλλικές αποικίες[17]. Ο Ντεριντά έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για το βάθος της σκέψη και των δύο στοχαστών.
Ο Έλιοτ υπέπεσε σε λογοκλοπή κατά την γραφή της Έρημης Χώρας, κατά την ανάγνωση του Ρόμπερτ Ίαν Σκοτ [Robert Ian Scott]. Σύμφωνα με γράμμα του στο ΤLS "Η έρημη χώρα που δεν έγραψε ο Έλιοτ” ο καναδός ακαδημαϊκός (1995) κατέδειξε ότι ο Ελιοτ έκλεψε περιεχόμενο, γλώσσα και ιδέες από τον Μάντισον Κάβεϊ [Madison Cawein] έναν άγνωστο Αμερικανό ποιητή. Είναι γνωστό ότι η φήμη του Έλιοτ ως υψηλοτάτου διαμετρήματος ποιητή του 20ου αι. οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις καινοτομίες που εισήγαγε στον καιρό του ειδικά με αυτήν την ποιητική του σύνθεση.
Η Νότιο-αφρικανή ποιήτρια Μelanie Grobler επιστρέφει το έγκυρο λογοτεχνικό βραβείο Ευγένιος Μαρέ για το ποίημα της με τον τίτλο «Stad» διότι όπως απέδειξε ένας φοιτητής του πανεπιστημίου του Στέλενμπος [Stellenbosc] είχε μεταφράσει και παρουσιάσει ως δικό της το ποίημα της καναδέζας συγγραφέως Αν Μίκαελς .
Υπό αυτό το κρυφο-μαρξιστικό πρίσμα η χάκερ κοινότητα πρέπει να απειθαρχεί όσο περισσότερο γίνεται στο νόμο του copyright και να διαχέει την πληροφορία προς όφελος των αδυνάτων, αλλά και όλων ανεξαιρέτως των πολιτών.
Σε αυτό το σημείο ο στοχασμός μας πρέπει να κοντοσταθεί και διαρκώς να εμπλουτίζεται. Θα κατέστρεφε η πτώση κάθε ορίου, εντός του συστήματος, την δυνατότητα των συγγραφέων να βιοπορίζονται από το έργο τους, εάν, αυτό το τελευταίο, θεωρηθεί, εν μέρει, αντίγραφο κάποιου πρωτότυπου, ή εάν προσβληθεί από λογής ηθικοφανείς επιθέσεις; Μήπως στην σύγχρονη λογοτεχνική αγορά το δίπολο αυθεντικό/πλαστό αν απολέσει περαιτέρω την ηθική του βαρύτητα συμπαρασύρει, αν μη τι άλλο, την οικονομική ανεξαρτησία του συγγραφέα, καθώς και πάμπολλα επιχειρήματα για την επαγγελματική του ταυτότητα; Εν μέρει ναι, εν μέρει όχι. Μάλλον η αναγκαιότητα και η δραστικότητα των λογοτεχνικών προϊόντων δεν εξαντλείται σε ένα ψευδαισθησιακό τεκμήριο παρθενογένεσής τους.
© Poeticanet & Γιώργος Χαντζής
Ο Γιώργος Χαντζής γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία (Πανεπιστήμιο Αθηνών) και Μετάφραση Αγγλικής Λογοτεχνίας (ΕΚΕΜΕΛ). Το 2016 υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή του στο πεδίο της Αισθητικής Φιλοσοφίας. Από το 2008 δημοσιεύει κριτικές ποίησης στον ημερήσιο τύπο και στα λογοτεχνικά περιοδικά. Από το 2006 έως το 2009 διεύθυνε την σειρά Σύγχρονες Αναγνώσεις Ποίησης στο φιλοσοφικό καφέ Dasein. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί για τις ανθολογίες Dichtung mit Biss: Griechische Lyrik aus dem 21. Jahrhundert (Romiosini 2018), Kleine Tiere zum Schlachten: Neuw Gedichte aus Grechehland (Parasitenpresse 2017), Karaoke poetry bar (εκδ. Futura 2007) και Ανθολογία Νέων Ποιητών: Το καινούργιο εντός και πέραν της γλώσσας (εκδ. Γαβριηλίδη 2009). Έχει μεταφράσει ποιήματα του αμερικανού ποιητή Α.R. Αmmons και έχει γράψει δοκίμια σχετικά με ζητήματα ποιητικής. Tα έτη 2017 και 2018 συμμετείχε σε διετές ερευνητικό, ποιητικό πρότζεκτ, μεταξύ δέκα γερμανών και δέκα ελλήνων ποιητών, με τίτλο The Constellation of dept και θέμα την έννοια του Χρέους. Στα ποιητικά του βιβλία συμπεριλαμβάνονται τα εξής : Μπέλλα Μπουμ (Publibook, 2011, Λευκή Σελίδα 2013), Έρωτας Μικρού Μήκους (Concept Books, Νεφέλη 2016), Το Δέρμα της Ειρωνείας (Περισπωμένη, 2020). Ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες.
Ημ/νία δημοσίευσης: 16 Ιανουαρίου 2009