Εκτύπωση του άρθρου

ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ

 

 ΑΡΧΑΪΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

 

ΧΕΡΟΥΒ

 

Χερούβ, που παραστέκεστε στον Θρόνο
και σας τυλίγει η πάμφωτη σιγή,
μακριά απ' τον πανδαμάτορα τον χρόνο
κι απ' τη βασανισμένη τούτη γη,

Ο Βεσελεήλ σας σμίλεψε ένα κι ένα
επάνω σε χρυσάφι σκαλιστά
να βλέπεστε με διάπλατα ανοιγμένα
φτερα σαν μπράτσα πού 'ναι δυνατά

εκεί που μόνη αστράφτοντας θρονιάζει
μαλαματένια η Άγια Κιβωτός
κι ο  ίσκιος των φτερών σας τη σκεπάζει,
ακοίμητος φρουρός της και πιστός.


ΙΣΙΑΚΑ ΣΟΝΕΤΑ   

I

 Εδώ στο μαύρο τούτο γυρογιάλι,
που η θάλασσα τρισκότεινη ανασαίνει,
εσέναν η καρδιά μου περιμένει,
θεά της Νύχτας, Ίσιδα μεγάλη.

Κι όταν λαμπρή η πανσέληνος και πάλι
μες σε σιγή ανεβαίνει αστερωμένη
ποθώντας σε πιστά σαν ερωμένη
σε βλέπω μες της λάμψης της τ' οπάλι.

'Ελα, στης ζωής το σάλον άγκυρά μου
και τη γαλήνη χάρισε σε μένα!
'Ελα και μη βραδύνεις πια, κυρά μου!

Στα βλέφαρά μου εσύ τα θερμασμένα
σαν μια παλιά ανεκπλήρωτη οφειλή σου
το πιο λευκό σου ακούμπησε φιλί σου!

ΙΙ

Με κάλεσες και νά με! Έρχομαι μόνη
πατώντας με τα πόδια στο νερό
πάνω στο δρόμο ετούτο π' ασημώνει
και φτιάχνει το φεγγάρι τ' αργυρό.

Άκουσε πώς ο αγέρας δυναμώνει-
θροΐζουν λεύκες στ' άλσος το ιερό-
στο θόλο, κοίτα, η νύχτα που πυργώνει,
των αστεριών να λάμπει το χορό.

Χτυπά η καρδιά σου, ξέρω, όπως στ' αμόνι
σφυρί χτυπά με χτύπημα γερό:
την όψη μου ο καθείς δεν ανταμώνει

μέσα στον κόσμο αυτόν τον παγερό.
Για να φιλήσω, Αστάρτη ή Περσεφόνη,
ήρθα το μέτωπό σου το ιλαρό    


ΙΙΙ

Η αρχή είμαι των Θεών και των δαιμόνων
κι η μυστική των όρθρων χαραυγή-
όλοι οι βροτοί υπακούν εμένα μόνον
και λουλούδια σκορπίζω εγώ στη γη.

Η πολιούχος είμαι των ζωογόνων
ανέμων που καλούν οι πλοηγοί-
εγώ κρατώ τα φάρμακα των πόνων
και σβήνω εγώ της γέννας την κραυγή.

Εγώ βαστώ το σύμβολο του θρόνου
επάνω στο κεφάλι μου σα στέμμα-
βλέπω πέρα απ’ τα σύνορα του χρόνου

σαν να κοιτώ κρουστάλλι κάποιου μάντη.
Βαθιά σφραγίδα στην καρδιά σου μ’ αίμα
των ματιών μου θα βάλει το διαμάντι.

IV

Χαίρε, των Θεών αρχέγονη Μητέρα,
Αρτέμιδα και Δίκτυννα και Ρέα-
χαίρε, σεμνή, πανδότειρα κι ωραία,
αγέρωχη, χθονία κι αμβροτέρα-

χαίρε, ολβιόδωρε έμψυχε αμφορέα
χαίρε, σεπτή, δικέρατη, υπερτέρα-
χαίρε, των ουρανών η πλατυτέρα
και δάδα των μυστών στην Τιθορέα!

Χαίρε, μες τ’ αποτρόπαια βάραθρ’ όπου
σ’ αβυσσοτόκα θρόνιασες ερέβη
που δεν τα ξεδιαλύνει μάτι ανθρώπου!

Και χαίρε, εσύ γεννήτρα και χαλάστρα,
που η σιγαλιά απ’ των ουρανών σου τ’ άστρα
τους μαύρους πυρετούς μας ημερεύει!

V

Εσύ φοράς το κέρας της Σελήνης-
Σείστρο κρατούν τα χέρια σου σφιχτά-
και τα χρυσά σου τα μαλλιά ξελύνεις
και χύνονται στον ώμο σου λυτά-

τις μαύρες μας πληγές εσύ απαλύνεις
με βάλσαμα που στάζεις δυνατά-
κι εσύ σκορπάς τα φίλτρα της γαλήνης,
κι ας μ’ άγρια σε δοξάζουν ουρλιαχτά.

Σε στέφει ρόδων άλικο στεφάνι,
που όμοιο στη γη μ’ ετούτα δεν εφάνη,
πάνω απ’ τα βλέφαρά σου τα μεγάλα.

Κι από τα στήθη τ’ ανοιχτά σου στάζεις
και της ζωής και της υγείας το γάλα
στο βρέφος που στον κόρφο σου βαστάζεις.

VI

Είμαι το φως εγώ και το σκοτάδι,
η μαύρη νύχτα κι η λευκή είμαι μέρα,
η ακήρατη είμαι εγώ κι η  χρυσοχέρα,
η θέρμη της ζωής, το κρύο του Άδη,

της πρωταρχής, του τέλους το σημάδι,
των γεννημένων όλων η μητέρα
κι αυτών που θά ‘ρθουν απ’ το μέλλον πέρα.
Μην προσπαθήσεις τ' έναστρο μαγνάδι

που με τυλίγει αβρά να ξεσκεπάσεις.
Από τα στερεώματα τα μαύρα,
βασίλισσα της κτίσης, πνέω, πάσης,

σαν νύχτιος άνεμος και πλώιμ'  αύρα,
της ζωής σας να δροσίσω το καμίνι
μ' ελπίδα, πίστη, αγάπη και γαλήνη.


VII

Εσύ δεν είσαι ωραία σαν τη Μοίρα;
Θα σου θυμίσω τώρα εγώ που σ’ είδα.
Εσύ ήσουν στου Χογκάρ την Ατλαντίδα
ροδόσταμο  μυρίζοντας και μύρα-

και κάτω απ’ τη μεγάλη Πυραμίδα
και  στις κολώνες δίπλα στην Παλμύρα-
βγήκες σαν Αφροδίτη απ’ την αλμύρα
και κυβερνάς του θόλου την αψίδα.

Και στη σφοδρή της χαραυγής λαμπρότη,
εσύ ομορφιά κι η έσχατη κι η πρώτη,
περνάς γοργά σαν αύρα θαλασσία.

Κι εσύ είσαι αυτή που η σαγιτιά η πικρή της
σκληρά χτυπά, η Αστάρτη απ’ την Ασία
κι η τρομερή Πότνια Θηρών της Κρήτης.
 

ΚΥΜΑΙΑ

Magnum si pectore possit
   excussisse Deum. Vergilius

 

Στα σκοτεινά άλση δίπλα της Εκάτης,
η πέτρα πού 'ναι εκεί η χαλκιδική,
εκεί έχει τα λημέρια τα δικά της
η Διηφόβη, η κόρη η μαντική.

Ο Δήλιος θεός τής συνταράζει
και την ψυχή της όλη και το νου,
κι αυτή φριχτά στον τρίποδα σπαράζει
σα να την καίνε φλόγες τ' ουρανού.

Του λογισμού της δέρνεται η σημαία
στης προφητείας τον άνεμο σφοδρό,
κι αναβακχεύει σύγκορμη η Κυμαία
στο μέγα πάθος μέσα το ιερό.

Τραντάζονται ως κι οι γκρίζοι γύρω βράχοι
κι ανοίγονται κι οι πόρτες οι εκατό,
σα στ' άντρα αυτή τα μυστικά μονάχη
με το θεό παλεύει το φριχτό.

Αφρίζοντας εκεί σα λυσσασμένη
ή ως ρυάζεται λιοντάρι δυνατό
τη χαίτη της τινάζει ξαγριεμένη
στον απολλώνιο μέσα πυρετό.

Απ' το αίμα, λες, αδειάζει και χλομιάζει,
την καίει σα βάτο ασίγαστη  αφορμή-
του τρίποδα το φίδι ζει και μοιάζει
με κρίκους να της σφίγγει το κορμί

Και να! Του οργίου ξεσπάει η καταιγίδα,
χρησμωδικές ανάσες τη χτυπάν,
του νου της πια συντρίβεται η αιγίδα,
κι ενώνεται η ψυχή της με το παν!

Χιλιάδων ήλιων ξάφνου φως αυγάζει!
Τη μια αστραπή διαδέχεται αστραπή!
Και μ' όλη της τη δύναμη κραυγάζει
τα μέλλοντα που βλέπει για να πει!

Τέλος, από τον τρίποδα τ' αδύτου
σωριάζεται μεμιάς νεκρή στη γη,
και σβύνει στ' άντρο τ' έμψυχο δαδί του
σε παγερή και σκότεινη σιγή!

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 21 Αυγούστου 2021