Εκτύπωση του άρθρου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ  





OΡΦΙΚΟ ΤΡΙΠΥΧΟ

 

ΟΡΦΕΑΣ

 

 Ι

Σαν βασιλιάς, που τύλιξε το φέγγος της πορφύρας,
κάτω απ' τον ίσκιο π' έριχνε μεγάλη καρυδιά
καθόσουν σ' ένα ξέφωτο σαν άλλος χρυσολύρας
βαθιά μες την πολύθροη του δάσους την καρδιά.

Κι όλα τα ζώα  αφήνανε τα πράσινα σκοτάδια
κι έρχονταν και καθόντουσαν τριγύρω σου δειλά
-λιοντάρια, κάπροι, πάνθηρες, ελάφια και ζαρκάδια-
κι αφουγκραζόνταν που έπαιζες τη λύρα, σιωπηλά.

 

 ΙΙ

Μες των ονείρων το βαθύ βυθίστηκες τον Άδη,
εκεί που σάμπως είδωλα γυρίζαν οι νεκροί.
Αν είναι μέρα δεν μπορείς να πεις, αν είναι βράδυ,
γιατί βαραίνουν ουρανοί χαλύβδινοι, τεφροί.

Εκεί είναι πόλεις που ποτέ στον κόσμο αυτό δεν είδες,
λεωφόροι, που φωτίζουνε λυχνίες ηλεκτρικές
κι όπου μαρμάρινες στοές με κίονες κι αψίδες
βγάζουνε σε κατάλευκες, μεγάλες κλινικές.

Μ' υψικαμίνους σκοτεινούς ορθώνονται εργοστάσια,
που μοιάζουν και τα σύννεφα φτιαγμένα από καπνό,
και πέτρινα αμφιθέατρα σκιάζουν και γυμνάσια,
ενώ φωτίζουν αστραπές βουβές τον ουρανό.

Και το σιδηροδρομικό σταθμό σ' αυτή την πόλη
αγάλματα αντικρίζουνε μαρμάρινα μπροστά
-ολόγυμνοι  διαδούμενοι, πέτρινοι δισκοβόλοι-
από τη σμίλη του τρανού Μύρωνα σκαλιστά.

Κι ένας περίστυλος ναός στο λόφον αγναντεύει
επάνω από μιας θάλασσας μελάνι ζοφερό
προβλήτες από σίδερο, που χάνονται στα ερέβη,
και ναυπηγεία μ' ακίνητα καράβια στο νερό.

Στην άκρη εκεί της θάλασσας, σα να σε περιμένει,
την Ευρυδίκη νόμισες πως είδες μια στιγμή,
την ακριβή γυναίκα σου, την τόσο αγαπημένη,
με τα ξανθά της τα μαλλιά, το λυγερό κορμί.

Κι εσύ κοντά της έτρεξες για να την ανταμώσεις,
αλλ' όταν έφτασες γοργός, εκεί δεν ήταν πια.
Μονάχα της εσθήτας της λευκάζαν οι πτυχώσεις
στη βάρκα π' ο ίδιος Χάροντας κρατούσε τα κουπιά.

 

ΙΙΙ

Μια  λύρα τώρα μελωδεί, γοργά καθώς πηγαίνει
στου παγωμένου ποταμού το ρέμα το βαθύ,
κι η κεφαλή σου είναι σ' αυτή σφιχτά προσκολλημένη
σα νά 'χει, λες, αχώριστα στη λύρα χαραχθεί.

Κι η λύρα ξάφνου από τη γη στον ουρανό ανεβαίνει
τον Οφιούχο για να βρεί κι άλλους αστερισμούς
και στο στερέωμα ψηλά για πάντα αστερωμένη
λάμπει στης Νύχτας το έρεβος με πύρινους χρησμούς.

 

ΟΡΦΙΚΟΝ

Ήταν  η χώρα που έβρεχε συνέχεια
κι η πόλη της χαμένης Ευρυδίκης.
Χαλύβδινες περνούσαν ράγες τραίνων
εμπρός απ' ελευσίνια προπύλαια
που ανοίγαν στο μεγάλο τελεστήριο-
σταθμοί σιδηροδρόμων  αντικρίζαν
το ναό της παντοδότειρας Κυβέλης
και κινηματογράφοι αρχαίοι παίζαν
παλιές, βουβές, ασπρόμαυρες ταινίες
-Αράχνες, Ατλαντίδα, Μαύρος Κύκλος,
η Κόρη του Φαραώ
κι Η Βαβυλώνα-.
Της πόλης η ψυχή ήταν η Ευρυδίκη.
Κι η μυστική της αύρα διαπερνούσε
ηλεκτρικούς υπόγειους, διαβάσεις,
μεγάλους δρόμους και στενά σοκκάκια,
στοές νεκρές που μόνο  αγέρας κρύος
φυσούσε την υγρή πνοή του εντός τους,
κι άλλες στοές εμπορικές γεμάτες
δισκοπωλεία,  καταστήματα έργων

ης Άπω Ανατολής -αγαλματίδια
χρυσά του Βούδα, βάζα από νεφρίτη-
μέγαρα γκρίζα, μπαρ που μοιάζαν άντρα
και μουσικές μονότονες δονούσαν.
Κι η Ευρυδίκη σ' όλα διαχυμένη
σα φάντασμα μπροστά σου εμφανιζόταν
ξάφνου στα πιο αναπάντεχα σημεία
για να χαθεί μετά από λίγο πάλι.
Και την ακολουθούσες σε λεωφόρους
που διάβαιναν γοργά τα τροχοφόρα,
σ' άδεια εργοστάσια, ερημωμένους δρόμους,
σε μαγαζιά ενδυμάτων και μουσεία
ή σ' οίκους ομορφιάς και κοσμημάτων
-ενώτια, περιδέραια, δαχτυλίδια
από χρυσό κι ασήμι και κοβάλτιο-
κι ανέβαινες μετά σκάλες που βγάζαν
σε φωτεινούς απέραντους διαδρόμους
και με ψηλά παράθυρα στο πλάι.
Και πάλι δρόμοι κι άλλα γκρίζα σπίτια
και μέγαρα μεγάλα, ράγες τραίνων
και της Κυβέλης ο ναός, μουσεία,
σοκκάκια σκοτεινά και μπαρ υπόγεια,
κι η Κόρη των Φαραώ κι ο Μαύρος Κύκλος
και σκάλες κι άλλες σκάλες κι εργοστάσια,
στοές εμπορικές, λαμπρά προπύλαια,
λεωφόροι, σιδηρόδρομοι, Οι Αράχνες.
Κι έβρεχε ακόμα κι έπεφτε το βράδυ.

 

ΟΡΦΕΑΣ

ή το τραγούδι της κομμένης κεφαλής


Αλλ' η κομμένη κεφαλή, από των  Αθανάτων
την άφθαρτη φιλόστοργη πνοή ζωντανεμένη,
από τα αιματερά νερά του Έβρου θ' αναδώσει
αμίμητο κι αθάνατο τον ύστερο ρυθμό της.

                          Δ. Σολωμός, Στον Ορφέα

 

Αυτό που βλέπετε είναι τώρα
η που μου κόψαν κεφαλή,
που χάρη στ’ απολλώνια δώρα,
ακόμα, ανθρώποι, σας λαλεί.

Το ρέμα τ’ Έβρου με πηγαίνει
και μου παγώνει τα μαλλιά
απ’ το κορμί μου θερισμένη
μα μ’ ολοζώντανη μιλιά!

Κι αν με τσακίσανε μαινάδες
σκληρά με νύχια κοφτερά,
ακτές μ’ ακούνε και κοιλάδες,
μ’ ακούν βαριά καματερά!

Και τραγουδάω τα κοπάδια
και τα γοργόφτερα πουλιά
και τα βαθύχλωρα λιβάδια
και της βραδιάς τη σιγαλιά-

και τραγουδώ την πεταλούδα,
του Μάη την αύρα που φυσά,
της χλόης τ’ άχραντα βελούδα,
τα στάχυα πέρα τα χρυσά-

την παντοδότειρα Κυβέλη,
τ΄ αμπέλια του καλοκαιριού
και τ’ ήλιου τα πυρίπνοα βέλη
στο κάμα του μεσημεριού-

και τραγουδάω τους ανέμους,
των σύννεφων την ταραχή
και των στοιχείων τους πολέμους
και την καλόγνωμη βροχή-

και τραγουδάω τη σελήνη
σαν ασημώνει τα νερα,
της μαύρης νύχτας τη γαλήνη
και τ’ άστρα της τα λαμπερά-

τους άσπρους δρόμους της θαλάσσης
και τους μεγάλους ωκεανούς
κι όλα τα θάματα της πλάσης
και τους γαλάζιους ουρανούς

κι εσένα, ασύγκριτη  Ευρυδίκη,
μ’ αδρό τραγούδι τραγουδώ,
που σ’ άρπαξαν οι μαύροι λύκοι
της Περσεφόνης από δω.

Τα μάτια εσύ ήσουν και το φως μου,
εσύ η καρδιά μου κι η ζωή,
εσύ η βασίλισσα του κόσμου
και της πνοής μου εσύ πνοή.

Για σε κατέβηκα στον Άδη
χωρίς  στιγμή να φοβηθώ
-πυρσός η λύρα στο σκοτάδι-,
μα δε σε πήρα απ’ το βυθό.

Όμως ακόμα σ’ αγκαλιάζω
και στ’ όνειρό μου σε φιλώ
και με τον ίσκιο σου πλαγιάζω
και με τον ίσκιο σου μιλώ.

Αυτό που βλέπετε είναι τώρα
η που μου κόψαν κεφαλή,
που χάρη στ’ απολλώνια δώρα,
ακόμα, ανθρώποι, σας λαλεί.

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Δεκεμβρίου 2021