Εκτύπωση του άρθρου

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

 

 

 

Πώς αρχίζει μία συζήτηση για την ποίηση;

Θα μπορούσα να ξεκινήσω με το Αλτ Τις εί; που ρωτάει ο φρουρός τον Άμλετ στην αρχή του έργου. Όμως σκέφτηκα ότι μία διάλεξη για την Ποίηση, πρέπει να έχει μία και μόνο αφετηρία. Τις  τρεις βασικές ερωτήσεις του ανθρώπου στις οποίες απαντά κάθε μορφή τέχνης. 
Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, πού πάμε 
Άρα ναι, τελικά θα ξεκινήσω με αυτό. 
Αλτ, Τις εί; Ποιος είναι; Ποιος είμαι;
Τι θέλησε ο άνθρωπος όταν ζωγράφιζε φυσώντας ώχρα πάνω στα τοιχώματα της σπηλιάς 40.000 χρόνια πριν; Όταν άφησε το αποτύπωμα της παλάμης του σαν χαιρετισμό πάνω στα τοιχώματα της σπηλιάς 35.000 χρόνια πριν; Όταν ζωγράφισε τους καταπληκτικούς βίσωνες στην σπηλιά της Αλταμίρας στην Βόρειο Ισπανία που αργότερα ο Πικάσσο θα τους χρησιμοποιήσει ως έμπνευση για τους περίφημους ταύρους του; Στο σπήλαιο του Λασκώ στην παλαιολιθική εποχή οι άνθρωποι χαράζουν τα ζώα που σκότωσαν, τα παιδιά που γέννησαν, τις γυναίκες που παντρεύτηκαν. Τι επεδίωκε ο γλύπτης που έφτιαξε 22.000 χρόνια πριν ένα αγαλματίδιο με ένα γυναικείο πρόσωπο; Ξαφνικά μέσα από την αρχέγονη μήτρα, μέσα από το σκοτάδι και την άγνοια, στην απαρχή του πολιτισμού ξεπηδά ένα πρόσωπο με κάθε λεπτομέρεια, υπάρχει μία οριζόντια γραμμή πάνω από τα μάτια, όταν σκιάζεται το αγαλματίδιο τα μάτια αστράφτουν. La dame de Brassmpuoy. To πρώτο πιο αρχαίο βλέμμα στην ιστορία του πολιτισμού. Ο άνθρωπος πια αποκτά πρόσωπο. Ποιος είμαι; Είμαι μία αυθύπαρκτη οντότητα, έχω πρόσωπο. Αλτ, τις εί;

Η πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου να αφηγηθεί τον χρόνο του. Να αφήσει ανεξίτηλο το πέρασμά του από την γη. Να πολεμήσει την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, την ίδια του την θνητότητα. Αυτή ήταν η κινητήρια δύναμη που υποκίνησε κάθε μορφής τέχνη.

Tα πρώτα σημαδάκια της πρώτης γραφής δεν είναι καθόλου αμελητέα. Με δύο πράγματα μνημειώνει λοιπόν ο άνθρωπος την παρουσία του σ’ αυτή την γη, με την γραφή και με τον τάφο του. Εξού και οι τεράστιες Πυραμίδες.
Με τον λόγο και με την ποίηση όμως μπορεί κάποιος να εκφράσει πιο σύνθετα συναισθήματα, που δεν μπορεί να διηγηθεί ένα μνημείο ή μία εικόνα.   
Απ’ όλους τους λαούς, λέει ο Γκαίτε οι Έλληνες ονειρεύτηκαν το όνειρο της ζωής με τον πιο όμορφο τρόπο.
«Αν κάποιος μάθει καλά Ελληνικά μπορεί να βρει ολόκληρη την ποίηση στον Όμηρο,» λέει ο Έζρα Πάουντ.
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, δύο ποιητικά αριστουργήματα, από τα παλαιότερα γραπτά κείμενα της δυτικής λογοτεχνίας. Τεράστια η επίδρασή τους στην ανθρωπότητα. Από λογοτεχνική, ψυχολογική, φιλοσοφική σκοπιά διαμόρφωσαν τον σύγχρονο πολιτισμό. Και τα δύο έπη ενσωματώνουν όλες τις τεχνικές γραφής, την προοικονομία, την επιβράδυνση, την τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τον εγκιβωτισμό και βέβαια τον εμπλουτισμό της γλώσσας με τα τόσο εντυπωσιακά επίθετα και τις ζωντανές και γλαφυρές εικόνες από τις μάχες, από την πάλη σώμα σώμα καθώς και τις συγκινητικές πολύ ανθρώπινες σκηνές των αποχωρισμών.

Θέλω λίγο να σταθούμε στην Οδύσσεια. Θεωρώ ότι είναι ένα κείμενο βαθιά συμβολικό και αν θέλετε συμβολίζει και την περιπέτεια της γραφής του ποιητή.
Αν λοιπόν Ποιητής είναι ο Οδυσσέας, Ιθάκη είναι η πατρίδα, εκεί όπου κάθε ποιητής ψάχνει ενδόμυχα για να επιστρέψει. Αυτός ο νόστος που νιώθουμε όταν πάμε να γράψουμε στη γλώσσα του ονείρου, όταν κυλάμε πάνω στα χορτάρια και τρέχουμε μέσα στην άγρια βλάστηση με τέσσερα πόδια, εμείς τα πιθηκόμορφα όντα, όταν ζευγαρώνουμε μέσα στην σπηλιά ενώ απέξω βρυχάται το σκοτάδι και τα άγρια θηρία. Υπάρχει ένα αγαλματίδιο που βρέθηκε σε μία σπηλιά στο Χόλενστάιν και υπάγεται στην παλαιολιθική εποχή. Το ονόμασαν ο άνθρωπος λιοντάρι γιατί είναι δύο μπλεγμένες μορφές, αυτή του ζώου με αυτή του ανθρώπου. Κατά μία εκδοχή είναι η μορφή ενός Σαμάνου. Η πατρίδα μας είναι η πατρίδα του ονείρου, είναι οι κραυγές που αρθρώνουμε μέσα στα όνειρά μας, τα σύμβολα του ονείρου είναι τα σύμβολα της ποίησης.
Ο άνεμος φυσάει
ἔτσι ὅπως τὸν ἄκουσε ὁ Ὅμηρος
ἀκόμα κι ἂν δὲν ὑπῆρξε ποτὲ

γράφει ο Πεσόα.

Ας πάρουμε το Όνομα Οδυσσέας. Από την αρχαία λέξη Οδύνη. Υπάρχει ποίηση χωρίς αίμα; Στην Νέκυια την λ ραψωδία ο Οδυσσέας πηγαίνει στην χώρα των Κιμερίων, στην χώρα του σκοταδιού και των νεκρών, στον Άδη. Εκεί συναντά τον μάντη Τειρεσία που μπορεί και προφητεύει, την μητέρα του που έχει στο μεταξύ πεθάνει αν και δεν το γνωρίζει ο ίδιος, και κάποιες άλλες γυναικείες και ανδρικές μορφές. 

Καταδύεται ο ποιητής στο ασυνείδητο, στον μαύρο και σκοτεινό αυτόν τόπο όπου είναι θαμμένες οι αναμνήσεις, ακαθόριστες μορφές και σχήματα, έλξεις και απωθήσεις, άγρια ένστικτα και επιθυμίες. Και ύστερα αναδύεται ξανά στην επιφάνεια κουβαλώντας όμως μαζί του με πλήρη αθωότητα και με την μορφή συμβόλων όπως συμβαίνει και στα όνειρα, ψήγματα από αυτό το σκοτάδι που κόλλησαν στα ρούχα του. Έτσι ο ποιητής ζει διαρκώς μέσα στο τραύμα, ζωντανεύει το απωθημένο παρελθόν και το καταγράφει στο χαρτί, χωρίς συχνά να συνειδητοποιεί ότι το κάνει. 

Δεν γνωρίζουμε πολύ καλά τι γινόταν στα Ελευσίνια Μυστήρια. Ξέρουμε όμως ότι οι άνθρωποι κατέβαιναν στα έγκατα της γης σε μία προσομοίωση της Καθόδου προς τον Άδη και εκεί οι μυημένοι περνούσαν από διάφορες δοκιμασίες, πάλευαν με τους δαίμονές τους και στο τέλος επερχόταν η κάθαρση και ανέβαιναν αγνοί ξανά επάνω στην επιφάνεια της γης. Αυτή ακριβώς είναι και η καταβύθιση του ποιητή μέσα στο τραύμα από όπου επανέρχεται για να γράψει.

Καθώς ο ποιητής γράφει ένα ποίημα χρειάζεται να τυφλώσει την Πραγματικότητα, αυτόν τον Κύκλωπα με το ένα μάτι που τον διαχωρίζει από το πέλαγος που είναι πλατύτερο και βαθύτερο από τα μικρά όρια του κόσμου του. Είναι μία διαδικασία μύησης, ο ποιητής μπαίνει στην σπηλιά κι εκεί αφανίζεται ο ίδιος. Γίνεται κανάλι, δοχείο, φορέας ποιήματος. Εκείνη την στιγμή ο ποιητής είναι Ούτις, είναι Κανένας και ταυτόχρονα Όλοι οι Ποιητές του Κόσμου Μαζί. Ο ποιητής μπαίνει γυμνός μέσα στην σπηλιά της Ποίησης  για να δεχτεί την ευλογία της έμπνευσης.

Όταν όμως ο Οδυσσέας κομπάζει για το ποιος είναι, τότε επισύρει επάνω του την συμφορά. Ο μεγαλύτερος εχθρός του Οδυσσέα ήταν τελικά ο ίδιος του ο εαυτός. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ποιητικής δημιουργίας και έμπνευσης είναι αυτό το Εγώ που ορθώνεται ξαφνικά, χτυπάει το στήθος του και κομπάζει.
Η Κίρκη, η Ναυσικά, οι Λαιστρυγόνες, η Σκύλλα, η Χάρυβδη, οι Λωτοφάγοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μορφές αυτού του υπερδιογκωμένου εγώ, είναι οι Δαίμονες, τα εμπόδια που ο ίδιος ο εαυτός στήνει μπροστά στον Ποιητή. Μόνο αν υπερνικήσει αυτά τα εμπόδια, αποποιηθεί τελείως και απεκδυθεί τον πεινασμένο για διάκριση μικρό εαυτό του, συνδεθεί με την δεξαμενή του συλλογικού ασυνειδήτου, διατρέξει τον χρόνο και σπάσει τα όρια που τον περιορίζουν, μπορεί να γράψει πραγματικά ο ποιητής.

Στις απαρχές του πολιτισμού ο ποιητής ήταν ο μάγος της φυλής. Ερχόταν σε επαφή με έναν άλλο κόσμο ή αν θέλετε με το άλλο αυτού του κόσμου. Μιλούσε με την συνολική φωνή των ανθρώπων της φυλής του, μιλούσε για όλους αυτούς που δεν μιλούν.  Όταν ο ποιητής γράφει ένα ποίημα, συγχωνεύεται με το Όλον. Εκημηδενίζεται το Εγώ του. Γίνεται ο Κανένας αλλά και ταυτόχρονα Όλοι Αυτοί Πριν από Αυτόν. Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας γράφει ο Γιώργος Σεφέρης. Κάθε ποίημα για μοναξιά και χαμένο έρωτα που γράφει ένας ποιητής του σήμερα εμπεριέχει το υπέροχο τετράστιχο της Σαπφούς 
Δέδυκε μὲν ἀ Σελάννα καὶ Πληίαδες,
μέσαι δὲ νύκτες,
παρὰ δ’ ἔρχεται ὤρα,
ἔγω δὲ μόνα κατεύδω”.

Αυτό το πρώτο δείγμα υπαινικτικής ποίησης γραμμένο τόσους αιώνες πριν κυλάει στο αίμα κάθε σύγχρονου ποιητή, κάθε σύγχρονης ποιήτριας. Γιατί υπάρχει στον κόσμο μία τεράστια δεξαμενή που λέγεται συλλογικό ασυνείδητο κι εκεί μέσα ζουν όλα τα ποιήματα που έχουν γραφτεί και όλα αυτά που πρόκειται να γραφτούν.
Κάποια στιγμή στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού ένας άντρας που φορούσε προβιά και κουβαλούσε ένα ελάφι στην πλάτη, στην όχθη του ποταμού είδε μία γυναίκα να ξελύνει τα μαλλιά της και να γδύνεται. Η γυναίκα γύρισε και τον κοίταξε. Έξω ένας ολόκληρος κόσμος σειόταν και απειλούσε. Ακούγονταν οι βρυχηθμοί των ζώων, μία αστραπή έσκισε τον ουρανό, ακούστηκε ένας φοβερός ήχος κεραυνού. Και εκείνη την στιγμή μέσα στον φόβο του θανάτου, ο άντρας ψιθύρισε στην γυναίκα μία λέξη. Αυτή ήταν η απαρχή της ποίησης.
 Υπάρχει λοιπόν μία νοητή γραμμή που συνδέει αυτό το πρώτο ερωτικό ποίημα που άρθρωσε ο πρώτος άντρας στην πρώτη γυναίκα, μία συνέχεια από το βάφω τα μάτια μου και σε περιμένω που έγραψε σε πάπυρο μία γυναίκα στην Αρχαία Αίγυπτο ως το  θα πενθώ μόνος το ακούς μόνος στον Παράδεισο από το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη. Μία συνέχεια που φθάνει μέχρι τους στίχους του Ιβάν Γκολ στα Μαλαισιανά τραγούδια που περιγράφει την τελετουργία της ποίησης και του έρωτα..

Σκεπάστηκα με εφτά πέπλα
για να με ξεσκεπάσεις
εφτά φορές

Μυρώθηκα με εφτά μύρα
για να με μυρίσεις
εφτά φορές

Σου είπα εφτά ψέματα
για να με αφανίσεις
εφτά φορές

Οἱ ποιητὲς ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔλαβαν μέρος στὴ συγγραφὴ ἑνὸς Μεγάλου Ποιήματος ἀενάως ἐν ἐξελίξει, λέει ο Σέλλευ.
Και συνεχίζεται διαρκώς αυτό το Μεγάλο Ποίημα με κάθε ποίημα που γράφεται.
Μιλήσαμε για τα έπη και κυρίως για την Οδύσσεια με όλους τους συμβολισμούς της. Δεν μπορούμε όμως σ’ αυτό το ταξίδι μας μέσα στην ποίηση να παραλείψουμε την αρχαία τραγωδία. Κι αυτό γιατί η σημασία της ήταν ανυπολόγιστη στην επίδραση που είχε στην δημιουργία του Δυτικού Πολιτισμού. Εκεί στους στίχους της Τραγωδίας βρίσκονται οι ρίζες της ποίησης.
Ποια είναι όμως η καταγωγή της Τραγωδίας. Ο Αριστοτέλης λέει ότι γεννιέται από τον Διθύραμβο, που ήταν λατρευτική ωδή στον Διόνυσο. Οι χορευτές φορούσαν προσωπίδες τράγων και σχηματίζουν κύκλο. Πίνουν κρασί και βακχεύουν. Ενας άνδρας στο κέντρο θυσιάζει έναν ταύρο, κρατά το κομμένο κεφάλι και βάφεται με το αίμα του. Και τότε εξελικτικά συμβαίνει κάτι καινούργιο. Μία κρίσιμη μετατόπιση που αλλάζει τα πάντα. Ο χορός που παραδίδεται στην έκσταση της βακχείας ξαφνικά διασπάται, ένα μέλος του χορού σπάει τον κύκλο και μπαίνει στο κέντρο. Κάποιος διασπά την κυκλική δομή και παίρνει την θέση του θυσιαζόμενου τράγου, συμβολικά γίνεται ο θυσιασμένος τράγος. Αυτός λοιπόν αρχίζει να μιλάει στον χορό και να διαλέγεται μαζί του, αν επαναλαμβάνει ο χορός τελετουργικά λόγια, στο κέντρο υπάρχει κάποιος που διασπά την τελετουργία. Θέσπις ονομάζεται αυτός που κάνει αυτό το τεράστιο πολιτισμικό βήμα, εμβάλλει τον λόγο, την ποίηση μέσα στην τελετουργία. Έτσι λοιπόν σε αντιπαράθεση με τον τελετουργικό λόγο έχουμε τον λόγο του ραψωδού, του λυρικού ποιητή.

  Ο ποιητής, κάθε ποιητής δεν μένει απλός θεατής της τελετουργίας της γραφής, αλλά συμμετέχει στην αέναη, συμπαντική ιεροτελεστία. Ακούει τους μυστικούς ψιθύρους και κυριεύεται από το κοσμικό δέος. Νιώθει πως κάτω από την πολυμορφία του Σύμπαντος υπάρχει ένας συνδετικός ιστός και αυτόν ανακαλύπτει και μας παρουσιάζει. Ο χρόνος στην Ποίηση γίνεται κυκλικός, ο  χρόνος της αέναης επιστροφής, αφού είπαμε ο ποιητής είναι ένας πλάνητας που ψάχνει πάντα το δρόμο για το σπίτι του.

Ποίηση λοιπόν είναι η απόδραση από τα περιοριστικά καθημερινά δεσμά της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα όρια του χρόνου και του τόπου καταλύονται, τα αντικείμενα παύουν να είναι χρηστικά και διαστέλλονται, συστέλλονται, πετούν ή κολυμπούν, ένα παπούτσι μπορεί να μετατραπεί σε μία λευκή φάλαινα στο φεγγάρι και όλα ανατρέπονται συνεχώς. Ταυτόχρονα υπάρχει μία άμεση επικοινωνία με τον άλλο μας εαυτό, αυτόν που υπάρχει κάτω από την κορυφή του παγόβουνου, μέσα στο αρχικό τραύμα, μέσα στην πληγή του φύλου μας. Η ποίηση είναι σίγουρα μία επαναστατική διαδικασία, σπάει τον φλοιό, την τάξη, την ευνομία των πραγμάτων και επανασυστήνει τον κόσμο και εμάς τους ίδιους.

Ο ποιητής είναι ένας άνθρωπος που ακροβατεί ανάμεσα στην λογική και στην τρέλα. Επισκέπτεται άγνωστους τόπους, μιλάει ανείπωτες γλώσσες, είναι ένα δέντρο που οι ρίζες του βουτούν στο παρελθόν, τα φύλλα του είναι ευαίσθητα και απορροφούν τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, τα κλαδιά του τείνουν προς το μέλλον. Είναι πάντα μόνος και έρημος. Πάντα κάτι χάνει, ποτέ δεν είναι εκεί που θα έπρεπε, γλιστρά συνέχεια στα διάκενα, ποτέ στο τώρα ούτε στο πουθενά, λαχταράει το παντού, τον τρέφει το καθόλου. Ερωτεύεται με απόγνωση, ποτέ όμως ανθρώπους. Είναι πλάσμα υβριδικό και αμφίβιο. Δεν εμπνέεται, ούτε εμπνέει. Απλώς αναπνέει με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει. Γράφοντας. 

Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ σε μία συνέντευξή της αναφέρει κάτι που της έκανε μεγάλη εντύπωση. Όταν λέει η Γιουρσενάρ ρώτησαν τον Ζαν Κοκτώ τι θα έπαιρνε μαζί του αν το σπίτι του έπιανε φωτιά, αυτός απάντησε την ΦΩΤΙΑ. Γιατί ο ποιητής πάντα φλέγεται


Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Μαΐου 2022