Εκτύπωση του άρθρου

 

Κριτική: Γιώργος Βέης

Σημείων ευγλωσσία , ή το μυθιστόρημα της ποίησης
Αλέξανδρος Σ. Αρδαβάνης, ασφυκτιονία, εικόνες της Δήμητρας Σιατερλή,
εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 116, 2005

                                               

                                      «Αν θες να μάθεις
                                      Μελέτησε τους τάφους
                                      Σε ναούς των Μάγια χώσου
                                      Ανέβα στο Μάτσου – Πίτσου
                                      Πέρνα ηττημένος θρίαμβο 
                                      ρωμαϊκό
                                      κύψε αλύγιστος κάτω από Δίκρανα Κραδιανά
                             ------------------------------------------------------
                                      Δύσκολα περνώ μα είμαι εγώ
                                  -----------------------------------
                                Ποιός θεός, ποιανού θεός μισθωμένος τα όρισε αυτά;
                              ---------------------------------------------------------------                                                              
                                    Κράτα σφιχτά τη δύναμη
                                    Κρατώ τη λύπη φυλαχτό»         

 (από την συλλογή, βλ. «Ο ψίθυρος ακόλουθος», «Η μνησίκακη αναπαράσταση», «Έχεις μαζί σου τον καιρό», «Μάρτης – Απρίλης 2003 – Ι», σσ. 50, 69, 70 και 90 αντιστοίχως)

      Προτού γεράσουν τα συστήματα της μνήμης και ξεχαρβαλωμένα εκφυλισθούν σε νεκρόπολη, είθισται να κωδικοποιούν για χάρη μας κάποια φαινόμενα, τα θεωρούμενα σημαίνοντα, ορισμένες πράξεις και παραλείψεις, οι οποίες εικότως και προσηκόντως μάς κόστισαν ακριβά, αποσπάσματα ανέλπιστων ταξιδιών, ενίοτε κοντά στους Πόλους (βλ. «Στη Νορβηγία, Ι – ΙV», σελ. 75, επ.), και, φυσικά, όνειρα, πολλά κι ομιλητικά όνειρα, χρησμογενή ενύπνια ή και όνειρα – σφίγγες. Όλοι μας έχουμε λίγο πολύ τον τρόπο μας. Με τον καιρό μάλιστα νομίζουμε ότι ανακαλύψαμε τον καλύτερο τρόπο διαφύλαξης του παρελθοντικού Εγώ μας. Κάποια στιγμή εμπιστευόμαστε την ημερολογιακλη κατάθεση, αυστηρή ή μη. Πιθανότατη τέχνη της πρώιμης εφηβείας, την οποία ξαναθυμόμαστε μαζί με «τους τελευταίους καρπούς του Φθινοπώρου», όπως σημειώνει στην ακροτελεύτια παράγραφο της περιώνυμης Siris του ο Επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϋ. Άλλοι πάλι μετράνε περισσότερο τα λόγια τους, λειαίνουν όσο μπορούν στίχους και πρόζες, κάνοντας κομποσχοίνι τους έρωτες και τα υπόλοιπα της ιλαροτραγωδίας τους. Αυτοσχέδιοι ριμαδόροι εσωτερικής κατανάλωσης ή άλλοτε περισσότερο εμπεριστατωμένοι και έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον ψόγο ή τον έπαινο της δημόσιας σκηνής, σαν βγουν έξω από το δωμάτιο της περισυλλογής, με το βιβλίο τους στο χέρι να διδάξουν πάθη, εμμονές, ήττες κι ευκαιρίες που χάθηκαν ή ευκαιρίες οι οποίες τους (μας) μόρφωσαν. 
      Στους δεύτερους ανήκει ιδιοσυγκρασιακά και ο Αλέξανδρος Σ. Αρδαβάνης, ένας «ιατροφιλόσοφος», όπως θα τον έλεγαν παλαιότερα  και δεν θα έπεφταν έξω, εφ’ όσον το κατεξοχήν γνωστικό του αντικείμενο είναι η εφαρμοσμένη παθολογία – ογκολογία. Στα σώματα των ασθενών  του, στον «Άγιο Σάββα», ο επαρκής θεράπων διαβάζει, επι σειρά ετών, βία και διαστροφή των κυττάρων, άφθονες ματαιότητες και επιτεύγματα ζωής, άθλους και συντρίμια τελεσίδικα, τα οποία υπογράφει φαρδειά – πλατειά ο γνωστός μας σκοτεινός άγγελος. Εξ ου και οι αποστροφές της ρεαλιστικής εξομολόγησης: «Στην πρώτη αναρρίχηση, μάλλον αρχή του ονείρου / Στο βάθος άγνωστο τοπίο, ένα ποτάμι στη μέση / Κάπου στα περίχωρα, ίσως η εσωτερική αυλή νοσοκομείου. / Έρχεται βλέπεις, συνέχεια ακόμα και στις ενύπνιες περιπλανήσεις / Είναι το δικό μου τοπίο, βασανιστής αγαπημένος / Άλλωστε, όπου ταξιδεύω οι τόποι μαρτυρίου με τραβούν / Εκεί που αναβάλλεται / Το λαχάνιασμα στο τελευταίο ανηφόρι / Ο ίλιγγος της πτώσης στο βάραθρο / Λέγονται Ασκληπιεία, Hotel Dieu, άσυλα Χανσενικών, ή ό, τι άλλο / Βιάζει την άσφαλτη διπλή έλικα / Το πόσο και το πώς θα ζήσουμε θολώνει / Αν ειρηνικά ή εναγώνια θα καταλήξουμε / Ο εκάστοτε Υπέρτατος εφορά αμέτοχος» (βλ. «Και στα όνειρα τα Ασκληπιεία», σελ. 46). 
      Ο ποιητής φαίνεται να είναι ενήμερος βέβαια για τους αναπόφευκτους περιορισμούς, τους ποικίλους πειρασμούς, αλλά και για τις παγίδες, με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη, εξ ορισμού μάλιστα, και η δική του δημιουργική του γραφή. Πολλοί τα έχουν ήδη επισημάνει όλα αυτά. Επιλέγω τους περιώνυμους σαρτρικούς αφορισμούς από το καταστατικό έργο «Τι είναι η λογοτεχνία;»: «οι λέξεις βρίσκονται εκεί σαν παγίδες για να υποκινήσουν τα αισθήματά μας και να τ’ αντανακλάσουν προς εμάς. Κάθε λέξη είναι ένας δρόμος του υπερβατικού, εξετάζει τα αισθήματά μας, τα ονομάζει, τα αποδίδει σ’ ένα φανταστικό πρόσωπο που αναλαμβάνει να τα ζήση για μας  και που δεν έχει άλλη υπόσταση απ’ αυτά τα δανεισμένα πάθη. Τους παρέχει σκοπούς, προοπτικές, ορίζοντα.». Εξ ου και η μέριμνα του Αλέξανδρου Σ. Αρδαβάνη να πολιορκήσει και να αλώσει τα αντικείμενα – ινδάλματα των ερεθισμών του μέσα στο πλαίσιο των συγκεκριμένων δυνατοτήτων. Εγκαταλείπει τις οιονεί καταλογάδην, «μυθιστορηματικές» εκδιπλώσεις του λόγου, όταν φτάνει στο άρρητο, ή στον λεγόμενο γνόφο του απρόσιτου. Η έκδηλη αποσυμφόρηση της λαλιάς δια των αλλεπάλληλων απορροών της, στην προκειμένη περίπτωση σαφώς ιαματικής υφής, περαιώνεται τότε που πρέπει. Το ό,τι ο Αλέξανδρος Σ. Αρδαβάνης καταφεύγει μάλιστα κάποιες φορές στην επινόηση λέξεων ή άλλων γλωσσικών σχημάτων δεν είναι αναπηρία, αλλά αρετή. Είναι σαν να μας λέει ότι η τετραγωνική ρίζα της ποιητικής αγωνίας είναι η αδύνατη, αλλά ικανή να αποδοθεί με δανεικά γράμματα λέξη. Έστω παράδειγμα: ο ίδιος ο τίτλος.
      Η «φυσική», η εξ αντικειμένου έννοια της Βίας, αλλά και η ευρύτερη μεταφυσική της υπόσταση, συνιστούν εδώ τον πάγιο άξονα των αναφορών και των αυτοαναφορών. Οι βαθμοί επενέργειάς της στον κύκλο της ζωής και του θανάτου δεν είναι απλώς εμφανέστατοι, αλλά και σύμφυτοι με την όλη δράση του αεικίνητου ρήματος. Παραθέτω ενδεικτικά: «Ώ Βία Τερψιχόρη γυμνή κύκλω / Πυρρίχιο χορεύεις τσάμικο / Χορεύεις πεντοζάλη / Μόνη χορεύεις ζεϊμπέκικο...»,( βλ. «Big Bang» σελ. 11», ή « Όμως εικόνα σαφή δεν άφησε ποιος φύλακας; / Οι επερχόμενοι χτίζουν ασύδοτοι με έτοιμα υλικά / Άλλο αρχιτεκτονικό διαρρύθμιση ομοούσια / Η Βία κάμηλος το μάτι της βελόνας προσαρμόζει / Ο αινικτής Ηράκλειτος περολέγει / Αρμονίη αφανής φανερής κρείττων», «Πλάι στον Αχέροντα», σελ. 41, επ.), επίσης «Κοιμήσου βαθιά χωρίς όνειρα απόκτησης και θα μάθεις / Η Βία γεννοβολά όπου ο Έρωτας σκυφτός / Όπου η αγάπη βυθίζεται πόνος αναβλύζει / Φοβού την ανέραστη ανιδιοτέλεια των αρπάγων», βλ. «Ο ψίθυρος Leit Motiv», σελ. 80) και « Η Βία δίνει τον ρυθμό και ορίζει / Πού και πώς θα ανταμώσουμε / Του Θείου την γλυκιά παραδοχή», βλ. «Πέρας της πρώτης ασφυκτιονίας», βλ. σελ. 111). 
        Η Βία συνιστά την πρωταρχική αιτία του κόσμου, την απώτερη δηλαδή ουσία των «σκοτεινών» γεγονότων και των «χρησμικών» περιστατικών, τα οποία καλούμεθα εφ’ όρου ζωής να αποκρυπτογραφούμε και στη συνέχεια να υπομνηματίζουμε. Είναι το άλλο όνομα της τυφλής, παντοδύναμης Βούλησης του Αρθούρου Σοπενχάουερ, η οποία κινεί με το δικό της εξωλογικό σύστημα δράσης και αντίδρασης το σύμπαν εξ ολοκλήρου. Ό, τι εννοεί επί του προκειμένου ο ποιητής, εμμέσως πλην σαφώς, υπάρχει διάσπαρτο  στα εξήντα και πλέον, πολύστιχα κατά κανόνα, κομμάτια της συλλογής. Είναι δε η τρίτη έως σήμερα στη σειρά της παραγωγής του. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με ό, τι προηγήθηκε, ήτοι το  «Στο νοητό σύνορο των 160», που εκδόθηκε από τον «Ικαρο», το 2001, και το «Ως πρόσχημα καταλαλιάς», των εκδόσεων «Μεταίχμιο», ( 2003) έτσι κι εδώ ο αναγνώστης καλείται, κρατώντας μάλιστα προς ίδιον όφελος σημειώσεις, να περιδιαβάσει με προσοχή τις αποτυπώσεις αυτές, όπου κυριαρχεί ο μέγας φόβος , η μοιραία απορία για το κοσμικό άγνωστο. Είναι ό,τι μας περιβάλλει και ό,τι ακριβώς οι θρησκείες προσπάθησαν και προσπαθούν για χάρη μας να το χαρτογραφήσουν ηθικά, με άλλα λόγια να το εξανθρωπίσουν κάπως.
  Η «Αντίστιξη στις αντιστίξεις»,  ένα από τα επιλογικά ποιήματα, (βλ. σελ. 98, επ.), σε συνδυασμό με το «Πάντα χωρεί», (βλ. σελ. 43), όπου και η δίστιχη, χαρακτηριστικά εκκωφαντική ετυμηγορία ενός ακραιφνούς θετικιστή: «Πλάι ρυάκι βαθύ μιλά ο Ηράκλειτος / Αβαθείς οι Χριστιανοί αιώνες», αρκούν για να μας διαφωτίσουν, μέσα βεβαίως από την κατάλληλη διεργασία των στοχαστικών συσχετισμών, για την προτεινόμενη από τον ποιητή λειτουργική αναθεώρηση των υπερδομών εκείνων, οι οποίες διαχρονικά κατευθύνουν  σκέψεις και πάθη των όντων. Μπορεί αυτό να είναι η κύρια απασχόληση της φιλοσοφίας, αλλά η ποίηση είθισται να έχει τον πρώτο ρόλο στις προσεγγίσεις αυτές, διατείνεται ο ποιητής, κλείνοντας το μάτι συνωμοτικά, στα διάκενα των κρίσιμων στίχων.
         Αναλυτική, σχολαστική προς το τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως δύσπεπτη, αλλά ουδέποτε ψευδεπίγραφη, η ασφυκτιονία δεν κουράζεται να ανανεώνει τα στοιχήματά της. Απαιτητική, φυγόκεντρος, εναντιωματική: η γραφή κι αν λυγίζει εδώ κι εκεί, μας πείθει για τις πολύωρες προσπάθειές της να καθρεπτισθεί στην  μυστηριακή λίμνη του είναι και να προσέλθει και πάλι στους δέκτες της τουλάχιστον ακμαία.
         
                                
                                                                                                    

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ


Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Νοεμβρίου 2006