Εκτύπωση του άρθρου

                        Γράφει η Άννα Γρίβα

 

Ασημίνα Ξηρογιάννη, Λίγη φθορά για γούρι, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017

 

H καινούρια συλλογή της Ασημίνας Ξηρογιάννη ιχνηλατεί καταστάσεις που εκκινούν από το καθημερινό, για να φθάσει σε βιώματα βαθύτερα, για να μιλήσει για φόβους και ανομολόγητες αλήθειες. O τίτλος του βιβλίου είναι παρμένος από έναν στίχο του ποιήματος Φόβος, που περιλαμβάνεται στην πρώτη ενότητα της ποιητικής συλλογής. Σε αυτό το ποίημα μια γυναίκα μιλά για τον αγαπημένο της, καθώς βλέπει τα σημάδια της φυσικής φθοράς να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους στα μαλλιά του:

Μα εγώ θα πάρω μόνο δύο φέτες της φθοράς σου
Ίσα που να τις βάλω μες στο ποίημα.
Η μαγιά μου για την αναδιάρθρωση του κόσμου
Λίγη φθορά για γούρι.


Όπως στο προαναφερθέν ποίημα, έτσι και σε άλλα της συλλογής, καταγράφονται σκηνές μεταξύ δύο προσώπων. Ακόμη και στην περίπτωση όπου υπάρχει μονόλογος, ο αναγνώστης αισθάνεται τη βεβαιότητα πως απέναντι από τον ομιλούντα ή την ομιλούσα στέκεται ένας βουβός ακροατής, ένα πρόσωπο που συχνά διαγράφεται έμμεσα στους στίχους, όπως στο ποίημα Απλή Αριθμητική:
Όταν δεν μετράς τη σιωπή σωστά, αυτό,
ισοδύναμο είναι του θανάτου. 
Χρειάζομαι την απουσία των λέξεών σου
…..
Να σε νιώθω κοντά 
-και να είσαι.
Όταν χάνω το μέτρημα,
να με διορθώνεις.


Άλλοτε πάλι, ο δέκτης παραμένει ολότελα αφανής προς τα χαρακτηριστικά του, αλλά είναι εκεί, ακούγοντας προσεκτικά τα όσα το ποιητικό υποκείμενο καταθέτει ως σκέψη, εσωτερική αγωνία ή βιωμένη εμπειρία, ενώ κάποτε ακροατής γίνεται ο αναγνώστης, αφού σε όλα τα ποιήματα υπάρχει ένας τόνος προσωπικής εξομολόγησης, που φέρνει τον αναγνώστη πιο κοντά, τον κάνει να ακούσει τη γραφή, να την αισθανθεί ως μια φωνή που ψιθυρίζει για τις μικρές και ανεπαίσθητες φθορές της ζωής:

Αιωρούμαστε ανάμεσα στα σύννεφα
Φαντάσματα με δάχτυλα μαύρα από καπνό
Ψάχνουμε τις λέξεις για το κενό,
κι αυτές να μην έρχονται,
κι ας είναι το βλέμμα μας καινό.


Αυτές οι φθορές εντάσσονται σε τρεις διακριτές ενότητες. Στην πρώτη, που επιγράφεται Κυτταρική μέθη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι περιλαμβάνονται τα ερωτικά. Στα ποιήματα αυτά υπάρχει μια πρωτογενής καταγραφή της σωματικής εμπειρίας, μιας εμπειρίας που εμπλέκει έντεχνα το σώμα, την ύλη με τους εσωτερικούς ψυχικούς κραδασμούς:

Στην άκρη του χαμόγελου
γκρεμίζονται οι πόνοι
και αλλού:
Χωρίς να ελέγχω τις χειρονομίες μου,
Χορεύω τον έρωτα
Αναιρούμαι
Ανθίζω
Αναπλάθομαι
Ανήκω


Παράλληλα όμως με το ερωτικό βίωμα, συναντάται σε αυτά τα ποιήματα ένας κοινός τόπος: η πάλη της σιωπής με τις λέξεις, αγώνας να ειπωθεί μια αδιόρατη αλήθεια, που μόνο ο έρωτας μπορεί να αποκαλύψει:

Εγκλωβίζονται οι λέξεις
Στριμώχνονται μέσα στις σκιές
Υφαίνουν τη σιωπή


Τελικά το ερώτημα που ανακινείται είναι: μπορεί ο χρόνος να σπαράξει την βαθύτερη μέθεξη του ανθρώπου στην αιωνιότητα, τη στιγμή που δοσμένος στον έρωτα ενώνεται με τις κοσμικές δυνάμεις της δημιουργίας; Μπορεί να διαρκέσει το εφήμερο; Γράφει η ποιήτρια:

Ν’ αγγίξω μέσα σου ό,τι ανέγγιχτο υπάρχει
Να σε διαβάσω σαν χίμαιρα
Να σε εξημερώσω.


Στη δεύτερη ενότητα που επιγράφεται Μπρος στο αρχικό ερέθισμα το θέμα του αγώνα για τον λόγο, τον λόγο που μπορεί να διαβεί τα σύνορα του αισθητού, που μπορεί εν ολίγοις να κάνει την υπέρβαση των ορίων που θέτει η αντίληψη στον άνθρωπο, γίνεται προφανέστερο:

Σαν ρέουν οι λέξεις,
όλα ανθίζουν. 

Ξεπερνιέται η άβυσσος.

Κουβεντιάζεται η πληγή.

Τα ποιήματα αυτής της ενότητας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ποιήματα ποιητικής και αφορούν την προσπάθεια καταγραφής της μαγικής διαδικασίας της ποιητικής γραφής. Τα ποιήματα περιπλανώνται από το παρελθόν και τις αναφορές στην ιστορία της λογοτεχνίας (όπως στον Καβάφη) έως τον άχρονο κόσμο, όπου ο δημιουργός επιδίδεται με θέρμη στην αναζήτηση της φωνής του, μιας φωνής που μπορεί να ξεφύγει από τη φθορά της θνητότητας και να καταγράψει κάτι πέραν αυτής, με την πίστη στο αθάνατο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης:

Το ξέρεις πια… Σε ένα άχρονο παρόν ανθίζουν τα ποιήματα

Στα περισσότερα ποιήματα της τρίτης ενότητας (Ονείρων γειωμένη νάρκη) εξακολουθεί ο τόνος της καταγραφής βιωμένων καταστάσεων, συχνά στη μικρή κλίμακα της οικογένειας και των οικείων προσώπων. Μέσα από μικρές οικογενειακές ιστορίες οι μεγάλοι φόβοι γίνονται πιο οικείοι και γι’ αυτό πιο ανεκτοί:

Δεν ήταν η κοιλιά της μάνας μου
εκείνο το υγρό και σκοτεινό μέρος

Ήταν μια μυστηριώδης
και ανεξιχνίαστη –ως τώρα ακόμη –
κιβωτός,
το Πεπρωμένο μου.


Εδώ κάνουν την εμφάνισή τους και τα παιδιά: αυτά γίνονται τα μόνα που μπορούν να διαπραγματευτούν με το χάος της φθοράς, αυτά μπορούν να μαγέψουν τις κρυφές ανησυχίες, τους παλιούς πόνους και μέσα από την αθωότητα να τους μετατρέψουν σε δύναμη ζωής, αλλά και σε μια πιο ουσιαστική ενατένιση του κόσμου:

Εσύ δεν ήξερες,
μα πριν τη γνώση ήσουν σοφή.
Να πάρεις ήθελες τον κόσμο απ’ την αρχή.

Εραστές, φίλοι, αδέρφια, παιδιά, ποιητές, μυθολογικά πρόσωπα περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, για να μας αποκαλύψουν τα μικρά μυστήρια που συγκροτούν τη ζωή, αυτά που κάποτε κινούνται απαρατήρητα, αλλά γνέθουν αδιάκοπα τον ιστό της πραγματικότητας. Σαν τον θεό Πάνα, που, όπως γράφει η ποιήτρια, κάθε σούρουπο:​

κλείνει το μάτι στους ανθούς της καστανιάς.
Σμήνος τρελαμένες μέλισσες
-οι μαινάδες –
τον ακολουθούν πιστά
στο όρος
όπου θα επαληθευτούν
για άλλη μια φορά
-μοιραία-
τα ένστικτα.

Άννα Γρίβα


Ημ/νία δημοσίευσης: 17 Νοεμβρίου 2017