Εκτύπωση του άρθρου

ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑΣ

 

              

Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ ΓΥΡΙΖΕΙ ΟΝΕΙΡΙΚΑ ΣΤΗ ΡΟΥΓΑ ΤΟΥ 

 

Πώς να πατήσω πάνω σας ρίζες οικείες που μου κλείσατε τη ρούγα μου, αγριοβότανα μπλεγμένα με κυκλάμινα, με μανουσάκια, παπαρούνες, σαλαμάντρες, χαμοκερασιές, χελώνες, σαλιγκάρια εντός σας. Κι έπεσα γονυπετής αργοπορημένος στο χορτάρι. Κι ένιωσα ανατριχίλα χλόης μέσα μου να πάλλει. Ξέρεις, είπα, που και τ’ αγριοβότανο σε αναπαύει; Θρόιζαν οι πασχαλιές στη μοναξιά αγαλλιάζανε τον όρθρο. Ω, τριφύλλι, είπα, μη βαδίσεις άλλο και τρυπήσεις το κατώφλι. Με κύματα αύρας ευωδιάζω, λέει, την ρούγα και μου φτάνει. Οργιάζει η αγράμπελη και η ροδιά κρεμάμενη σαν λαιμητόμος, τα κυδώνια ζούφια φεγγάρια, οι κληματαριές χίλιων οχιών γλωσσίδια, το βάλσαμο μοσχοβολάει όπως το μελάνι του στα σχολικά τετράδια, σκέφτηκα, τινάζοντας τη δρόσο. Πάτα πάνω μας, είπανε, για το σπιτικό σου. Ανήσυχος ο κότσυφας κουνάει την ουρά του. Η κουκουβάγια στην κλάρα στοιχειωμένη, κουκουβάου, έκαμε, άργησες καημένε; Άφησα το σάκο στο κατώφλι καταϊδρωμένος. 

 

Αθήνα, Απρίλης 2025

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 9 Μαΐου 2025