Εκτύπωση του άρθρου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

© Poeticanet 

 

 

Ατμοδρόμωνες

 Στον Μάρκο Μπότσαρη

 

Για τον Μάρκο που σε μια στιγμή μεταμορφώθηκε σε μορφή αναγεννησιακή και εχάθη σαν άλλος Άγιος Βάκχος,  αναπαυόμενος έκτοτε σε μιτάτα και όρη, μισός άγγελος, μισός κλεφτουριά ολόλαμπρη, πνοή περιπλανώμενη και τέφρα

 

Και αν δεν τον αγαπούσαν,
Και αν δεν έσκυβαν στο πέρασμά του,
Και αν δεν όρκιζαν τα παιδιά τους
Και δεν προσεύχονταν στο όνομα το δικό του.
Έτσι πολύ τον αγαπούσαν
Και ας ένιωθαν
Που είναι χίμαιρα
Έτοιμη να χαθεί.
 

¥

Και όμως,
τίποτε δεν έφτασε.
Αργά την νύχτα φάνηκε
Ο ξακουστός τατάρης
Που ΄χει τ΄άλικο λουλούδι
Στην καρδιά του.
Ήρθε και χτύπησε
Και ένιωσε ο άλλος
Πως ελίγνευε και πως φτώχαινε
Εκείνος ο κόσμος ο παλιός.

¥

Η Ρηνούλα που τον αγαπά
Ακούει που ανοίγει
Και βγαίνει να τον δει,
Να τον ανταμώσει.
Κλείσε Ρηνούλα μου
Και σφάλισε τους ίσκιους
Ήρθε μες στο χάραμα
Φίλος παλιός, καρδιακός.

¥

Και η Ρηνούλα έκλαψε,
Που συλλογίστηκε
Τα κάλπικα τα χρόνια,
Τις διαβατάρικες αγάπες της.
Έσκυψε στην μάνα της
Και με αδύναμη πνοή της είπε
Τον Μάρκο τον σκοτώσανε μάνα,
Το ξέρω.

¥

Έξω κάποιος έστηνε τις σκηνογραφίες
Και ένας άλλος,
με το ψηφί
Έχτιζε τον κόσμο
Άνθρωπος μεσιανός
Σπουδή, λέει, του καιρού.

¥

Οι ατμοδρόμωνες γλιστρούσαν
Φορτωμένοι τις Ερωφίλλες, τους Πανάρετους,
 Τα δυο δάκρυα και το δειλό τραγούδι.
Την λυρική, ακόμη παρόρμηση που χάθηκε
Και πάει.
Ο Μάρκος όλο μαζί τους
Πάντα αναχωρεί,
Διακόσια και βάλε τώρα χρόνια,
Στέλνοντας γράμματα σωρό
Από τα βραδιασμένα,
τ΄άγρια δάση


Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Σεπτεμβρίου 2020