Εκτύπωση του άρθρου

    Αναμφίβολα καλοπροαίρετοι άνθρωποι παρατηρούν συχνά —όχι χωρίς κάποια διάθεση ψόγου— πως επιμένω να βρίσκω πάντα κάποιον λόγο για τον οποίο εντελώς ανόμοιες ποιητικές τεχνικές και θέματα αξίζουν τους ίδιους επαίνους, παρόλο που ενδέχεται να αλληλοαποκλείονται, υπό την προοπτική μιας ιστορικά καταγεγραμμένης αντιπαράθεσης ιδεών.  Όταν τους επισημαίνω πως —αν πρόκειται για ποίηση— καθετί έχει το λόγο του και ως εκ τούτου αξίζει όσο τουλάχιστον οτιδήποτε άλλο,  απαντούν πως η έσχατη συνέπεια μιας τέτοιας αντίληψης, κινδυνεύει να εξαφανίσει κάθε σταθερό κριτήριο, εξισώνοντας τα καλά ποιήματα με τα αδέξια ή κακά και τα πρωτοποριακά με τα οπισθοδρομικά ή ξεπερασμένα.
    Η αλήθεια είναι πως οι έσχατες συνέπειες όλων των αντιλήψεων που διαθέτουμε μέχρι σήμερα για τον κόσμο, στην προσπάθειά τους να αποβούν χρήσιμες, έχουν προ πολλού αποδιαρθρώσει τα λογικά θεμέλιά τους και πως αν πρόκειται να εκτιμήσουμε την αξία ή την χρησιμότητα των γνώσεών μας στην βάση των έσχατων συνεπειών τους, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως διαθέτουμε ελάχιστες ασφαλείς γνώσεις. Από μιαν άποψη ρεαλιστική, η γνώση δεν διαφέρει από οποιοδήποτε εργαλείο. Η αξία της αφορά κυρίως στην ικανότητά της να μας βοηθά για να διαμορφώσουμε κατάλληλα το περιβάλλον μας. Κάθε άλλη αξίωση είναι τουλάχιστον προβληματική.
    Ασφαλώς, τα ποιήματα είναι ανθρώπινα προϊόντα και ως εκ τούτου η κατασκευαστική αξία τους πρέπει να κρίνεται, γιατί έστω κι αν δεν υπάρχει πουθενά στο σύμπαν μας ο υπερβατικός κόσμος των προτύπων ιδεών που περιέγραψε ο Πλάτων, τίποτε δεν τον εμποδίζει να υπάρχει μέσα στα κεφάλια μας και ίσα—ίσα αυτός να αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την «ανθρωπιά» μας. Σαν άνθρωποι λοιπόν, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να κρίνουμε, να συγκρίνουμε, να αξιολογήσουμε, να απορρίψουμε και να αποδεχθούμε. Καθένας, μέσω μιας αρχικά ενστικτώδους κριτικής τάσης, δημιουργεί τον εαυτό του, στην βάση ορισμένων αποδοχών ή και απορρίψεων. Αν πρόκειται όμως για την αξιολόγηση ενός ποιήματος, ο πολιτισμός μάς επιτάσσει μιαν επιπρόσθετη εξοικείωση με την ποίηση: ορισμένες γνώσεις, οι οποίες μεταδίδονται στις αίθουσες των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και λιγότερο μέσω ειδικών βιβλίων, τα οποία δεν αντιστοιχούν σε κάποιο συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Η θεματολογία αυτής της εξοικείωσης αφορά σε ό,τι συνιστά την κατασκευαστική αξία ενός ποιήματος και περαιτέρω, στην ενδεχόμενη ικανότητά μας να διατηρούμε σταθερά κριτήρια. Για τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι αυτονόητα, παρόλο που ο μεγάλος όγκος των αναγνωστών —ίσως αυτός που καθορίζει εν τέλει την τύχη της ποίησης— συνεχίζει να κάνει τις επιλογές του, χωρίς να αγωνιά για την έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης, την οποία μάλιστα ενδέχεται να θεωρεί περιττή.
    Και από μιαν άποψη είναι πραγματικά περιττή. Μπορεί να μας διαφωτίσει για πολλά πράγματα, αλλά δεν μπορεί να μας πει γιατί ένα ποίημα είναι αξιόλογο, ούτε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι αναγνώστες το θεωρούν αξιόλογο. Με την κατασκευαστική αξία ενός ποιήματος ασχολείται η υφολογία, ενώ με τη δημιουργία σταθερών κριτηρίων η κανονιστική ποιητική ή ρητορική της ποίησης. Η υφολογία μπορεί σχετικά εύκολα να επισημάνει τις αποκλίσεις του ποιήματος από τον καθημερινό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε την γλώσσα, αλλά σπάνια μπορεί να προχωρήσει με επιτυχία στο επίπεδο της διαφορετικής υπόστασης ενός συγκεκριμένου ποιήματος. Μπορεί δηλαδή να μας υποδείξει την διαφορά ενός ποιήματος από τον γλωσσικό κανόνα κι ακόμη την διαφορά ενός ποιήματος από ένα άλλο, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί ένα ποίημα έχει μια συγκεκριμένη παρουσία, μια συγκεκριμένη ιστορία και μια ειδική αντιμετώπιση από τους αναγνώστες. Μεγάλο μέρος των γλωσσικών αποκλίσεων που παρουσιάζουν τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, σχετίζεται με τους ποιητικούς τρόπους των νεοκλασικιστών της Αθήνας: τετριμμένες ομοιοκαταληξίες, μονότονος ρυθμός και καθαρισμός των «βαρβάρων» συμφώνων. Αν απομονωθούν ορισμένοι στίχοι του μεγάλου ποιητή και αντιμετωπιστούν στο περιβάλλον της νεοκλασικιστικής θεματολογίας και συγκινησιακής αδεξιότητας, δεν αξίζουν το παραμικρό. Όμως εντός των πλαισίων της καβαφικής μυθολογίας, λειτουργούν με εξαιρετικό τρόπο. Αυτή την μυθολογία δεν κατανόησε φαίνεται ο Παλαμάς όταν απαξίωσε τον Αλεξανδρινό. Σήμερα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις τεχνικές αυτές επιβιώσεις υπό το πρίσμα μιας μετασημαντικής του συναισθηματισμού, μιας γοητευτικής αίσθησης παρακμής που μας απελευθερώνει από την καταναγκαστική αποδοχή του ξεπερασμένου πια περιεχομένου τέτοιων συγκινησιακά παχύσαρκων ρυθμών, εκχωρώντας μας το δικαίωμα να απολαμβάνουμε την απλότητα της μορφής. Είναι φανερό πως την ποίηση του Καβάφη την εισπράττουμε ως ένα οργανικό σύνολο, στο οποίο το καθετί έχει την θέση του και μάλιστα η αξία των ποιημάτων προκύπτει από την αξία της καβαφικής ποίησης, ενώ η αξία των στίχων από την αξία του κάθε ποιήματος. Ποτέ το αντίθετο. Θέλω να πω, πως την ποίηση την συναντάμε, την αντιμετωπίζουμε και την αξιολογούμε με τον ανακλαστικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τους συνομιλητές μας. Μπορούμε να διαγνώσουμε την γοητεία που ασκεί πάνω μας ο λόγος ενός ανθρώπου, αλλά σπάνια μπορούμε να ξέρουμε γιατί συμβαίνει αυτό. Δεν μπορεί να υπάρξει αισθητική ανάλυση ενός ποιήματος, αλλά μόνο αισθητική ανταπόκριση. Η ποίηση είναι μια τέχνη, η οποία δημιουργεί συνεχώς τις προϋποθέσεις της και τα αποτελέσματά της. Ακριβώς την στιγμή που γνωρίζει τα περισσότερα πράγματα για τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται, τυχαίνει πάντα να βρίσκεται στην χειρότερη περίοδο απόδοσης, να δημιουργεί τα χειρότερα ποιήματα. Η ποίηση είναι πολύπλοκο αποτέλεσμα της πνευματικότητας του ποιητή και το γεγονός πως μπορούμε σχεδόν πάντα να ξεχωρίζουμε την ποίηση που αξίζει από την ποίηση που δεν αξίζει, με ελάχιστες αποκλίσεις, αποτελεί ήδη ένα από τα θαύματα της ανθρώπινης ύπαρξης Αυτό είναι πιθανότερο να οφείλεται σε παράγοντες αισθησιοκινητικούς, σχετιζόμενους με την οργανική αίσθηση της γλώσσας που διαθέτουμε, παρά με τις συστηματικές σπουδές μας. Η ποίηση είναι πάντα ήδη εκεί πριν από κάθε ποίημα, σαν προσδοκία ή δυνατότητα, τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη. Η κατασκευαστική αξία ενός ποιήματος, η οποία θα μπορούσε να το τοποθετήσει στο εσωτερικό μιας λίγο ως πολύ αυστηρής ιεραρχίας, εκμηδενίζεται με την πράξη της ανάγνωσης, που προβάλει άμεσα την λειτουργική αξία του. Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί ο πρώτος στίχος ενός πολύ σημαντικού ποιήματος, του Κρητικού του Διονυσίου Σολωμού. Εκοίταα κι ήτανε μακριά ακόμη τ' ακρογιάλι, γράφει ο μεγάλος ποιητής. Υπό το φως μιας οποιασδήποτε κανονιστικής ποιητικής, αυτό το «εκοίταα» δεν είναι παρά αδεξιότητα: χασμωδία κακής ποιότητος. Το ποίημα όμως συντρίβει κάθε προσπάθεια αισθητικής αξιολόγησής του, κάτω από την ακαριαία αισθητική ανταπόκριση του οποιουδήποτε αναγνώστη. Το «εκοίταα», ακόμη και σε αυτή την κάπως εκκεντρική μορφή του, πάντα σημαίνει δραματικά «κοιτούσα», αλλά και «κοιτούσε». Στην δεύτερη περίπτωση, ο πρώτος στίχος δεν λέγεται από τον ήρωα του ποιήματος, αλλά από τον ποιητή και εισάγει μια δραστική λιτότητα στην περιγραφή των σκηνικών προϋποθέσεων, ασύλληπτη ακόμη και για μεγάλους ρομαντικούς, όπως ο Σέλλεϋ ή ο Πούσκιν.  Ύστερα, με δεδομένη την επίμονα εκφωνητική διάσταση της σολωμικής ποίησης, το «εκοίταα» ακούγεται σαν «εκεί 'τα[ν]». Η σκηνή, παρόλο τον απρόσωπο χαρακτήρα που παίρνει, γεμίζει το διπλό σχήμα «εκεί 'τα[ν] – κι ήτανε» με το μάταιο αγώνα του θαλασσοδαρμένου Κρητικού, πριν καν αρχίσει το ποίημα. Αλλά τα παραπάνω δεν αφορούν στην κατασκευαστική αξία του ποιήματος. Αφορούν στην αισθητική ανταπόκριση του αναγνώστη. Από κατασκευαστική άποψη, ενδέχεται ο Σολωμός να μην είχε εναλλακτική λύση ή την ακόμη και την ικανότητα να την επινοήσει. Από λειτουργική άποψη, αξιοποίησε άμεσα και με τον πιο γοητευτικό τρόπο ό,τι διέθετε, αδιαφορώντας για τις προσταγές της καλολογίας. Αφού λοιπόν ούτε και η κανονιστική ρητορική μπορεί να μας δώσει έδαφος στην αξιολόγηση του ποιήματος, πώς θα το αξιολογήσουμε;
    Αν απαντούσα, θα έπρεπε να παραδεχθώ πως δεν έχω καταλάβει τίποτε από αυτό που μπορεί να είναι η ποίηση. Για ποιο λόγο θα έπρεπε να αξιολογήσει κανείς ένα ποίημα, από την στιγμή που το πιο άμεσο και αλάθητο πράγμα στον κόσμο είναι να ξεχωρίσει ένα ποίημα που αξίζει να το διαβάσει από ένα ποίημα που δεν αξίζει; Μπορώ να διακρίνω έναν μόνο λόγο: για να ξεχωρίσει τι αξίζει και τι δεν αξίζει να διαβάσουν τα νεαρά εκπαιδευόμενα μέλη της κοινωνίας στην οποία ανήκει, για λόγους εκπαιδευτικούς δηλαδή. Αυτό όμως δεν αφορά στην ποίηση, αλλά στην αναπαραγωγή ορισμένων αξιόλογων ιδεών, τις οποίες χρειάζεται η κοινωνία. Είναι προφανές πως αυτές τις ιδέες μπορούν να τις μεταφέρουν ευκολότερα τα ποιήματα, τα οποία διαθέτουν λιγότερη ποιητική ένταση και περισσότερη συμβατικότητα. Γι' αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευτικών εγχειριδίων ασχολείται με συμπαθείς ποιητές, ενώ οι πραγματικά μεγάλοι αποτελούν πάντα ένα εκπαιδευτικό πρόβλημα. Η αξιολόγηση της ποίησης είναι ψυχική διαδικασία, διαδραματιζόμενη κατά την ανάγνωση από αδέσμευτους αναγνώστες και έχει αξία μόνο για καθέναν από αυτούς. Η αξία της αξιολόγησης της ποίησης ή είναι μηδενική ή μετράει μόνο για τον ανταποκρινόμενο αναγνώστη. Αντίθετα, η αξία μιας αποτίμησης της επίδρασης ενός ποιητικού έργου στην κοινωνία, η οποία του πρόσφερε το έδαφος για να αναπτυχθεί, είναι πάντα κάτι εξαιρετικά χρήσιμο. Το ίδιο και η έρευνα για τις κατασκευαστικές μεθόδους των ποιημάτων.
    Όπως και να έχει το ζήτημα, είναι πάντα προτιμότερο να αντιδρούμε σαν ζωντανά πλάσματα απέναντι σε κάθε ποίημα, αποφεύγοντας τον καταναγκασμό μιας γραμματολογικής αξιολόγησης, η οποία σε τελευταία ανάλυση αποτελεί τύπο ιδεολογικής ανάλυσης. Το ποίημα είναι σε κάθε περίπτωση, πρόπλασμα ενός κόσμου. Δεν μπορείς να αγαπήσεις έναν κόσμο, γκρινιάζοντας πότε για την ζέστη, πότε για το κρύο, πότε για την λάσπη της βροχής και πότε για την σκόνη της ξηρασίας. Ένας κόσμος είναι πάντα ένας κόσμος για να ζήσεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ


Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Ιουλίου 2006