Εκτύπωση του άρθρου

  ΒΟΥΖΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Γράφει ο Παναγιώτης Βούζης

 

 

 

 

Βάκης Λοϊζίδης, Ψεύτικο τζάκι,
εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2022, σελ. 56

 

 

Γέμισαν την ψυχή μας

Αχαιούς και μεγάλες ιδέες.
Ποιος θέλει να βάλει τα παιδιά
στο κλουβί με τις σημαίες;
Στη στεγνή κοίτη
ο τόπος κυριολεκτεί
απέναντι στον χρόνο.

 

(«Έχει τέλος το παραμύθι»)

 

Στη συλλογή Ψεύτικο τζάκι το πραγματολογικό περιβάλλον βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο. Οι αναφορές στην καθημερινότητα ή στην ακόμη απτή Ιστορία είναι πολλαπλές και άμεσες, τόσο ώστε τα ποιήματα να ανάγονται συχνά σε σχόλια. Η πραγματικότητα, επιπλέον, η οποία προκύπτει από το σύνολο των αναφορών μπορεί να περιγραφεί ως μία συμπαγής σφαίρα. Ένας κόσμος ασφυκτικού κομφορμισμού, ο οποίος επιβαρύνει την ύπαρξη με ένα εντελώς ξένο προς αυτήν φορτίο. Εδώ μέσα παγιδεύονται και οι ποιητές, απασχολημένοι κυρίως με τη φιλολογία και με την πόζα. Απέναντι στις παραμέτρους του στεγανού συμβατισμού εμφανίζονται, στη συλλογή, και τάσεις ρήξης. Οι τελευταίες, στο θεματολογικό επίπεδο, συγκεκριμενοποιούνται με τη μορφή της οικουμενικότητας, της οικολογικής προοπτικής και της μέριμνας για τις μειονότητες. Όμως το πράγμα μένει εκεί. Οι τάσεις αυτές δεν οδηγούν στη ρήξη. Αποτελούν μόνο ένα είδος αντίστιξης: Από τη μία, στα ποιήματα καταδεικνύεται ο κατισχύων κομφορμισμός και, από την άλλη, προσκομίζονται οι αντίρροπές του δυνάμεις. Όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, τίθενται απλώς απέναντι.

Θέλω να βλέπω γη, χώμα
αγριολούλουδα
εν μέσω πανδημίας.

Δεν επιθυμώ να εξηγήσω
τίποτα. Αν ο Μάριος φέρει
σπανάκι και λάχανα
από τα Κατύδατα,
θα σπάσω την απομόνωση
και θα τα παραλάβω.
Θα φωτογραφίσω κι άλλες
καγκελόπορτες στη Δωριέων.
Στις εννιά ακριβώς
θα επιστρέψω στο σπίτι.
Θα μου αναγγείλεις
τον αριθμό των κρουσμάτων,
τον αριθμό των θανάτων·
και ίσως κάνουμε έρωτα.

(«Πανσέληνος 7 Απριλίου 2020»)

Εν προκειμένω, η περιγραφή της πραγματικότητας ως συμπαγούς, ασφυκτικής σφαίρας ενισχύεται, καθώς το πλαίσιο συνιστά ο πρώτος εγκλεισμός εξαιτίας της πανδημίας. Στο ποίημα συναντώνται μικρές εστίες αντίστασης εναντίον των περιορισμών και των απαγορεύσεων, εναντίον εν γένει της συμμόρφωσης στα προληπτικά μέτρα, γιατί η τυφλή συμμόρφωση σε οτιδήποτε επιβαλλόμενο αποτελεί το άλλο πρόσωπο του κομφορμισμού. Στους καταληκτικούς στίχους μάλιστα εντοπίζεται και μία εστία ρήξης: Η τέλεση της πράξης του έρωτα ως αντίδραση στην καταιγιστική θανατολογία των μέσων ενημέρωσης. Εν τούτοις, τα παραπάνω αφορούν αποκλειστικά στη θεματική. Γιατί στο επίπεδο της τεχνικής ακολουθείται ένα μοντέλο το οποίο ανήκει στον ύστερο μοντερνισμό: Το ποίημα γράφεται σε ελεύθερο στίχο και τον ρυθμό του τον αποκτά με τη βραχεία οριζόντια και την κυρίως κάθετη ανάπτυξή του. Το σπάσιμο του συνταγματικού άξονα, αυτή δηλαδή η καθετότητα, δημιουργεί ένα ύφος συμπλήρωσης και αναμονής, καθώς ο ένας στίχος εξαρτάται από τον επόμενο. Έτσι, το ποίημα γίνεται επιρρεπές στην έκπληξη την οποία μπορεί να επιφυλάσσει ο επόμενος στίχος, όπως αποδεικνύεται στο καταληκτικό τμήμα, με τη διαδοχή του μοτίβου της αναγγελίας των θανάτων από το μοτίβο της πράξης του έρωτα.

Εάν λοιπόν στη συγκεκριμένη, την ενδέκατη, συλλογή του Βάκη Λοϊζίδη, οι τάσεις της ρήξης περιορίζονται σε μία αντιστικτική θέση προς τον καταγγελόμενο συμβατισμό, αφήνοντάς τον εν τέλει ακέραιο, η αιτία έγκειται στο γεγονός ότι στο επίπεδο της ποιητικής δεν σημειώνονται απόπειρες υπέρβασης των συμβατικών και καθιερωμένων τρόπων. Με μία όμως σημαντική εξαίρεση: Στο Ψεύτικο τζάκι περιλαμβάνεται ως καταστατικό στοιχείο η αμηχανία. Με την τελευταία εννοείται η αμφιταλάντευση, η αναβολή της παγίωσης μίας ορισμένης διάθεσης –στις περισσότερες περιπτώσεις της ειρωνικής– ή η ανοχή στην ύπαρξη ανολοκλήρωτων σημείων και δομικών κενών στην κατασκευή του ποιήματος. Η αμηχανία μπορεί, εδώ, να προκαλείται και από το αντίθετο, με το να εισβάλλει, δηλαδή, το συγκεκριμένο εκεί όπου είχε δημιουργηθεί μία επιτυχημένη εκκρεμότητα. Μπορεί ακόμη να προκύπτει από την επικύρωση του ιδιωτικού, όχι επικοινωνώντας το (η κοινοποίηση, λόγου χάρη, του ιδιωτικού οράματος) αλλά διατηρώντας το κλειστό και ανεπικοινώνητο. Πρώτιστα όμως, είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής τεχνικών γείωσης οι οποίες αποτρέπουν συστηματικά τη μεταρομαντική και τη μετασυμβολιστική απογείωση.


Μοιάζει να είναι ανίατα μεσοπόλεμος
κι ας μπήκαμε στον 21ο αιώνα.

(«Εκ παραδρομής»)

Είν’ έγκλημα να βολευτείς
ως μακροχρόνιο θύμα.


(«Καλύτερα να τη λέμε Φαμακούστα»)

 

 

Επομένως, η ενσωμάτωση της αμηχανίας στα ποιήματα επιτρέπεται ή και δρομολογείται συστηματικά. Το προηγούμενο αποβαίνει εξαιρετικά θετικό για την ποίηση του Βάκη Λοϊζίδη, αφού την καθιστά απολύτως σύμμετρη προς τις σύγχρονες συνθήκες οι οποίες καθορίζουν εν γένει τον λόγο και ειδικότερα τον λογοτεχνικό. Η σημερινή εποχή είναι η εποχή των επάλληλων αρνητικών συγκυριών, της αδιάρρηκτης συνέχειας των διαδοχικών κρίσεων, τις οποίες οι άνθρωποι, εξαιτίας και της μεγεθυντικής συνέργειας των μέσων ενημέρωσης, αντιμετωπίζουν με μία εξακολουθητική έκφραση δέους. Συνακόλουθα, ο λόγος ο οποίος δεν συγκαταλέγεται στη ρητορική της καταστροφολογίας και της θανατολογίας των μέσων, παρουσιάζει μία ορισμένη συμπτωματολογία. Το φάσμα της ξεκινά από την αμηχανία και τη δυσκολία της διατύπωσης και φτάνει μέχρι την αφασία. Πρόκειται λοιπόν για τον λόγο μίας μόνιμης μεταβατικότητας, ο οποίος πριν ακόμη προλάβει να διαρθρώσει μορφές αντίστοιχες στην κατάσταση εξαίρεσης όπου βρίσκεται, ρίχνεται σε μία νέα κατάσταση εξαίρεσης. Διασκευάζοντας τους στίχους του Βύρωνα Λεοντάρη Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω / ανίατα μεσοπόλεμος… από τη συλλογή Ψυχοστασία, ο Βάκης Λοϊζίδης, στο ποίημα «Εκ παραδρομής», αποδεικνύει ότι έχει πλήρη συνείδηση της μόνιμης πλέον μεταβατικότητας και παθολογίας του σύγχρονου λόγου. Ταυτόχρονα, επισημαίνει, στους δύο στίχους από το ποίημα «Καλύτερα να τη λέμε Φαμακούστα», τον κίνδυνο του να συνηθίσει κάποιος ζώντας μέσα στη νοσηρότητα μίας διαρκούς ενδιάμεσης κατάστασης, όπως οι Κύπριοι για δεκαετίες και όπως οι σημερινοί άνθρωποι παγκοσμίως.                  

 

 

 

 

 

 

      

 

 

       


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Σεπτεμβρίου 2022