Εκτύπωση του άρθρου

ALIKI BARNSTONE

 

 

Εισαγωγή, μετάφραση Λιάνα Σακελλίου

 

Η Αλίκη Μπάρνστόουν (Aliki Barnstone, 1956) είναι Kαθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας και Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο του Μισούρι, ποιήτρια, μεταφράστρια, κριτικός, επιμελήτρια εκδόσεων και καλλιτέχνης. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, οι τελευταίες έχουν τους εξής τίτλους: Dwelling (Sheep Meadow, 2016), Bright Body (White Pine, 2011), και Dear God Dear, Dr. Heartbreak: New and Selected Poems (Sheep Meadow, 2009). Μετέφρασε Κ.Π. Καβάφη (The Collected Poems of C.P. Cavafy: A New Translation -W.W. Norton, 2006) και  το Πορτρέτο πριν το σκοτάδι  της Λιάνας Σακελλίου (Portrait Before Dark-St. Julian Press, 2022). Με τον πατέρα της Willis Barnstone, συνεπιμελήθηκε το  Ποιήτριες από την Αρχαιότητα έως σήμερα (Schocken,1980; 2η έκδοση, 1992), που παραμένει η πιο ολοκληρωμένη ανθολογία διεθνούς γυναικείας ποίησης στην αγγλική γλώσσα. Στα βραβεία της συγκαταλέγεται η Υποτροφία Fulbright  για την Ελλάδα (2009 και 2023), η υποτροφία Silver Pen από το Nevada Writers Hall of Fame, and η υποτροφία Pennsylvania Council on the Arts για την ποίηση. Το πρώτο ποιητικό βιβλίο της (The Real Tin Flower, Crowell-Collier, 1968), εκδόθηκε όταν ήταν  12 ετών, με πρόλογο από την ποιήτρια Αν Σέξτον. Το 2016 κατέκτησε τον τιμητικό τίτλο της δαφνοστεφούς ποιήτριας της Πολιτείας του Μισούρι, τον οποίο κατείχε μέχρι το 2019. (www.alikibarnstone.com)

 

The Cypress Trees of Mount Pelion                                                                      

Through the cypresses' dark wingswas the city of Volos,
the midnight bay and white ferries.
I feared the high edge,
the fixed lights of houses falling under the mountain
as the old taxi floated around the curves.
We climbed,
wings appeared and reappeared
almost singing out,
as if asking to be the last beautiful thing.


Τα κυπαρίσσια του όρους Πήλιον

Μέσα απ’ των κυπαρισσιών τα σκοτεινά φτερά
ήταν η πόλη του Βόλου,
το νυχτερινό λιμάνι και τ’ άσπρα φέρι-μπότ.
Φοβόμουν τον ψηλό γκρεμό,
τα  αμετακίνητα φώτα των σπιτιών που έπεφταν κάτω απ’ το βουνό
καθώς επέπλεε το παλιό ταξί γύρω απ’ τις στροφές.
Ανεβαίναμε,
φτερά εμφανίζονταν και επανεμφανίζονταν
σχεδόν εφώναζαν
σαν να επιθυμούσαν να είναι
το τελευταίο όμορφο πράγμα.

(Μετ. Λιάνα Σακελλίου)

 

10 Things You Don’t Know About Me

                                                               —for Wendy Battin (1953-2015)
 

  1. When I go to bed, I live in a house on a lake. When I dream I climb the oak and return to a treehouse on a river.
     
  2. Lewis Carroll wrote Alice in Wonderland and Through the Looking Glass so when I learned to read, I’d recognize myself in a book.
     
  3. I wear blue when I travel to ward off the evil eye. Sometimes it’s just my underwear.
     
  4. I have conversations with my dead friends.
     
  5. Most days I wish I were a painter. Some days I paint.
     
  6. The first time I heard Billy Holiday’s voice, I was lying on a floor in Providence and the darkness was a velvet glove stroking my face.
     
  7. When I was a kid we swung on vines that always broke eventually.
     
  8. I’m in love with John and Yoko.
     
  9. When I was in elementary school, I read all the biographies in the school library.
     
  10. Sometimes I know things I don’t want to know and it’s too much.
     

10 ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

—της Γουέντυ Μπάτιν (1953-2015)

 

1.     Όταν πέφτω για ύπνο, ζω σ’ ένα σπίτι στη λίμνη. Όταν ονειρεύομαι, σκαρφαλώνω τη βελανιδιά κι επιστρέφω σε δεντρόσπιτο στο ποτάμι.

2.     Ο Λούις Κάρολ έγραψε την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και μες απ’ τον Καθρέφτη έτσι που όταν έμαθα να διαβάζω, αναγνώριζα τον εαυτό μου σ’ ένα βιβλίο.

3.     Ντύνομαι στα μπλε όταν ταξιδεύω για να ξορκίζω το κακό μάτι. Πότε-πότε αρκούν τα εσώρουχα.

4.     Συνομιλώ με τους πεθαμένους φίλους μου.

5.     Τις περισσότερες μέρες θα ‘θελα να ήμουν ζωγράφος. Κάποιες μέρες ζωγραφίζω.

6.     Την πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή της Μπίλλυ Χάλιντεϊ ήμουν ξαπλωμένη στο πάτωμα στην Πρόβιντενς και το σκοτάδι ήταν βελούδινο γάντι και μου χάιδευε το πρόσωπο.

7.     Όταν ήμουν παιδί κάναμε κούνια πάνω σε βέργες που έσπαζαν πάντα τελικά.

8.     Είμαι ερωτευμένη με τον Τζον και τη Γιόκο.

9.     Όταν ήμουν στο Δημοτικό, διάβασα όλες τις βιογραφίες στη σχολική βιβλιοθήκη.

10.  Κάποιες φορές ξέρω πράγματα που δεν θέλω να ξέρω και αυτό δεν αντέχεται.

(Από τη συλλογή So that they shall not say this is Jezebel, Locofo Chaps, Chicago, 2017, σ. 3)
 

Rilke says

Be attentive and patient with sadness because it is our way
Of learning through solitude. In your eyes I see
Your solitude watching mine. I note the line in your cheek
When you smile. How attentive and patient we must be
With sadness separating us;
we know each other through that unknown surprise.

Sadness

Rilke says sadness is the moment the future enters us
By surprise and pushes us into the unknown
The handsome bartender says, ”Your drinks are on me”
—And leans across the counter—”What’ll it be?”
Alcohol is heat in my ears as I catch my reflection
In the mirror, happy flirting without forethought.
But days later alone the question comes back:
What will it be?
                           and I remember moments with you
When time raced quickly around us like a romping young dog
And we were amused. Today time reminds me of the hound
Knowingly guarding the underworld. Sadness slips in,
Doesn’t it? even in the gentle pleasures of the body
Which pass too and remind us of loss. 

Θλίψη

Ο Ρίλκε λέει πως η θλίψη είναι η στιγμή που το μέλλον μπαίνει μέσα μας
ξαφνικά και μας σπρώχνει στο άγνωστο
Ο όμορφος μπάρμαν λέει, «Τα ποτά σου κερασμένα από μένα»
--και γέρνει επάνω στον πάγκο —«Τι θα ’θελες
Το αλκοόλ είναι ζέστα στ’ αφτιά μου καθώς πιάνω την αντανάκλασή μου
στον καθρέφτη, φλερτάροντας χαρούμενα και άσκεφτα.
Όμως μονάχη, μέρες μετά, η ερώτηση επιστρέφει:
«Τι θα ’θελες
Και θυμάμαι τις στιγμές μαζί σου
όταν ο χρόνος  έτρεχε γύρω μας σαν αξιαγάπητο κουτάβι
κι εμείς το διασκεδάζαμε. Σήμερα ο χρόνος μού θυμίζει το κυνηγόσκυλο
που φυλάει σκόπιμα τον κάτω κόσμο. Η θλίψη γλιστρά μέσα,
Έτσι δεν κάνει; ακόμα και στις πιο ήρεμες ηδονές του σώματος
που και αυτές περνούν και μας υπενθυμίζουν την απώλεια.

Ο Ρίλκε λέει

Νάστε προσεκτικοί και υπομονετικοί με τη θλίψη γιατί είναι
ο τρόπος μας να μαθαίνουμε μέσα απ’ τη μοναξιά. Μέσα στο βλέμμα σου βλέπω τη μοναξιά σου να παρακολουθεί τη δική μου. Προσέχω τη γραμμή στο μάγουλό σου όταν χαμογελάς.
Πόσο προσεκτικοί και υπομονετικοί πρέπει να είμαστε
με τη μοναξιά να μας χωρίζει.
Μαθαίνουμε ό ένας τον άλλο μέσα από εκείνη την άγνωστη έκπληξη.    

Cavafy in the early morning

He can’ t look at the morning sea without seeing a boy,
perhaps the one in the café, making coffee,
watching it boil and foam three times.

In the monotony of dishes and voices,
old men rolling dice at backgammon,
the stench and haze of smoky air,

the young man’ s face
shines clearly,
etched by love.

He doesn’ t know fifty years after his death
his country will print his face on a postage stamp,
and below the face, Greek Democracy.

He stands looking long at the flat sunny sea,
the fishing boats toying with their lines.
The shore is empty, the water all-lighted, lovely,

the sky so blue and young he sees it
with a tint of pink flesh. Somewhere in dreams,
they still lie walking, limb across limb,

sweaty on summer sheets.
His illicit secret burns on his shoulder,
a tooth-mark rose.

Ο Καβάφης νωρίς το πρωί

Δεν μπορεί ν’ αντικρύσει την πρωινή θάλασσα χωρίς να δει το αγόρι,
ίσως εκείνο στο καφενείο, που φτιάχνει καφέ—
και τον παρατηρεί να φουσκώνει και ν’ αφρίζει τρεις φορές.

Στη μονοτονία των πιάτων και των φωνών,
κι ενώ οι γέροι ρίχνουν τα ζάρια στο τάβλι,
στη δυσωδία και  στην καπνίλα του  θαμπού αέρα,

το πρόσωπο του νεαρού
λάμπει καθαρά,
χαραγμένο από έρωτα.

Δεν γνωρίζει ότι πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του
η χώρα του θα τυπώσει το πρόσωπό του σε γραμματόσημο,
και κάτω απ’ το πρόσωπο, Ελληνική Δημοκρατία.

Στέκεται κοιτάζοντας την επίπεδη ηλιόλουστη θάλασσα,
τα ψαροκάικα που παίζουν με τις καθετές τους.
Η ακτή είναι έρημη, το νερό ολόφωτο, θαυμάσιο,

ο ουρανός τόσο γαλάζιος και νέος τον βλέπει
σε απόχρωση ροδαλής σάρκας. Κάπου στα όνειρα,
είναι ακόμη ξαπλωμένοι, σταυρωτά μέλη,

ιδρωμένοι πάνω σε καλοκαιρινά σεντόνια.
Το παράνομο μυστικό καίει στον ώμο του,
ρόδο δαγκωματιάς.

Anemos

I don’ t want to hear the wind tonight
when blood on my thighs is relief
and sadness that there will be no child;
when wind moans as my abdomen aches persistently,
waking me from dreams I’d rather not face.
                                                                                      Everyone

on this island knows the wind carries the voices
of ghosts. So I wish for comfort,
to interlace my limbs with a lover’s,
for that sweetness. But the wind is not easy,
it’s exacting.

                                      It makes the shopkeepers irritable—

Anemos, poli anemos they mutter, handing me my change.
The old men in the kafeneion roll their dice
with particular and vicious fervor.
                                                            I imagine
your hand, but the wind keeps asking
Whose hand? Which lover from which dream?

Today the children play soccer
in the marble square, chanting Exo! Exo!
When the ball is kicked out of bounds.
Now I chase the ball; now I’ve lost it.
Thrust out into the village maze,

I amble alone
                       between white moonlit houses,
body hunched, jacket ballooning out behind me,
my face smoothed coolly by the wind’ s hand.

Άνεμος

Δεν θέλω ν’ ακούσω τον αέρα απόψε
όταν το αίμα στα μπούτια μου είναι ανακούφιση
και λύπη πως δεν θα υπάρξει παιδί·
όταν ο αέρας μουγκρίζει καθώς η κοιλιά μου πονάει επίμονα,

και με ξυπνά από όνειρα που δεν μπορώ ν’ αντιμετωπίσω.
                                                                                        Όλοι

σ’ αυτό το νησί γνωρίζουν πως ο αέρας μεταφέρει φωνές
φαντασμάτων. Έτσι κάνω μια ευχή ν’ ανακουφιστώ,
να μπλέξω τα μέλη μου μ’ ενός εραστή,

γι αυτή τη γλύκα. Όμως ο άνεμος δεν είναι εύκολος,
είναι ακριβής.
                                          Κάνει τους μαγαζάτορες ευέξαπτους—
Άνεμος, πολύς άνεμος μουρμουρίζουν, δίνοντάς μου τα ρέστα.
Οι γέροι στο καφενείο ρίχνουν τα ζάρια τους

με ιδιαίτερο και μοχθηρό πείσμα.
                                                                         Φαντάζομαι
το χέρι σου, όμως ο άνεμος συνεχίζει να ρωτά
Ποιανού χέρι; Ποιος εραστής από ποιο όνειρο;

Σήμερα τα παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο
στη μαρμάρινη πλατεία, τραγουδώντας ρυθμικά Έξω! Έξω!
όταν κλωτσούν τη μπάλα έξω από τα όρια.
Τώρα κυνηγώ τη μπάλα· τώρα την έχω χάσει.
Σπρωγμένη έξω και μέσα στον λαβύρινθο του χωριού,
βαδίζω μόνη
                          ανάμεσα στ’ άσπρα φεγγαρόφωτα σπίτια,
σώμα κυρτωμένο, σακάκι φουσκωμένο μπαλόνι πίσω μου,
το πρόσωπό μου γλυκαμένο δροσερά από το χέρι του αέρα.

(Μετ. Λιάνα Σακελλίου)

 

 

 

 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 1 Ιουνίου 2022