Εκτύπωση του άρθρου

 

Η σημασία με την οποία χρησιμοποιείται -ακόμα και από αναμφισβήτητα σπουδαίους ποιητές, κριτικούς και μελετητές της λογοτεχνίας- η  παροιμιώδης έκφραση «Βασιλική Οδός», αποκρύπτει ή τουλάχιστον θαμπώνει μερικές πολύ σημαντικές όψεις της ποιητικής δραστηριότητας. Αποσπασμένη από τις πιθανότερες πηγές της, σημαίνει τον εύκολο, ασφαλή, σίγουρο, ιδιαίτερα ομαλό δρόμο προς την επίτευξη ενός σκοπού. Έτσι, αφού κατά καιρούς ειπώθηκε πως «δεν υπάρχει Βασιλική Οδός» για την επιστήμη, την λογική, την φιλοσοφία, την ποίηση… στο τέλος ειπώθηκε απλά πως «δεν υπάρχει Βασιλική Οδός για τίποτα». Σαν να λέμε πως ο δρόμος για οποιονδήποτε πνευματικό στόχο είναι δύσκολος, ασφαλής, αβέβαιος, ανώμαλος. Οπότε η σχετική με την ποίηση παροιμιώδης έκφραση δεν είναι παρά ένας πλεονασμός. Ωστόσο, συχνότατα αυτός ο «Βασιλικός Δρόμος» υποδηλώνει την κοσμικότητα, την δημοσιότητα, την προσήλωση σε εγκόσμιους στόχους και απολαύσεις, την απόρριψη της καθαρής ποίησης, την πολιτική ποίηση και τόσα άλλα αδιευκρίνιστα.

Προφανώς το νόημα των λέξεων αλλάζει με τον χρόνο, καθώς οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους και τον κόσμο με καινούργιους τρόπους. Και οι ποιητές δεν αποτελούν εξαίρεση. Από την πρώτη στιγμή που η ποίηση μπήκε στην εποχή της αντιπαλότητάς της με την φιλοσοφία αναζητεί συνεχώς παρακαμπτήριους της λεωφόρου του ορθολογισμού, για να φτάσει στον στόχο της. Η τελευταία σημαντική παρακαμπτήριος είναι η «συναισθηματική γλώσσα», που εξελίχθηκε σε «γλωσσικό παίγνιο» και από εκεί  στην «Πλαστική Λογοτεχνία» (Plastic Literature), όπως ονομάζει ο Ινδός θεωρητικός της λογοτεχνίας και φιλόσοφος Ranjan Ghosh τα μεταμοντέρνα «λογοτεχνικά απόβλητα, που συσσωρεύονται στις πολιτισμικές ακτές και στα ρεύματα σκέψης».

Θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμο να εξερευνήσουμε ορισμένες εμβληματικές στιγμές χρήσης της «Βασιλικής Οδού».

Η παροιμιώδης αυτή έκφραση κατάγεται από την απάντηση που έδωσε ο Ευκλείδης στον Πτολεμαίο Α΄, όταν -σύμφωνα με όσα λέει ο Πρόκλος στην εισαγωγή του Εις το πρώτον των Ευκλείδους Στοιχείων συγγράμματός του- ο πρώην Στρατηγός του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα και βασιλιάς της Αιγύπτου τον ρώτησε αν υπάρχει στην γεωμετρία «οδός συντομοτέρα της στοιχειώσεως», δηλαδή συντομότερος τρόπος εκμάθησης της γεωμετρίας από την ανάγνωση των Στοιχείων, που είχε συντάξει ο Ευκλείδης, πήρε την απάντηση: «Μη είναι βασιλικήν ατραπόν επί γεωμετρίαν». Δεν υπάρχει, δηλαδή, παρακαμπτήριο μονοπάτι (όπως των Θερμοπυλών – ατραπόν ονομάζει ο Ηρόδοτος το μονοπάτι μέσω του οποίου ο Μέγας Βασιλεύς διασπάθισε την παράταξη των Ελλήνων) για να κατακτήσεις την γεωμετρία. Η συνήθεια των φιλολόγων να κρατιούνται από το κλαδί της κυριολεξίας, ακόμα κι όταν είναι έτοιμο να σπάσει, θεώρησε πως η έκφραση «οδός συντομοτέρα» λέει το ίδιο πράγμα με την έκφραση «βασιλική ατραπός». Κι αν διαβάσουμε το κείμενο του Πρόκλου με την σημασία που καθιερώθηκε στα συγγράμματα παροιμιολογίας, από την Αναγέννηση και μετά, τότε σίγουρα θα ακούσουμε τον Ευκλείδη να λέει στον Πτολεμαίο, πως η Βασιλική Οδός για την γεωμετρία είναι τα Στοιχεία του! Κι αν θέλουμε να μείνουμε πιστοί στην εμβληματική απάντησή του, θα μπορούσαμε να πούμε πως η Βασιλική Οδός για την ποίηση είναι η ρητορική – ιδέα εντελώς ασύμβατη με το πώς και τι της ποίησης. Ο Ευκλείδης είπε στο Πτολεμαίο πως αν θέλει να σπουδάσει την γεωμετρία, θα πρέπει να μετρηθεί μαζί της κατά μέτωπο, χωρίς ύπουλες τακτικές – ιδέα απολύτως συμβατή με την ποίηση.

Μια άλλη διάσταση δίνει στην Βασιλική Οδό η περίφημη φράση του Άγγλου ποιητή Gerard Manley Hopkins «It is a happy thing there is no royal road to poetry» (Ευτυχώς που δεν υπάρχει Βασιλική Οδός για την ποίηση), την οποία ο Γιώργος Σεφέρης σημείωσε στην προμετωπίδα της μελέτης του Μονόλογος Πάνω Στην Ποίηση, χωρίς ωστόσο να έχει κατανοήσει απολύτως το νόημά της στο ομολογουμένως θαμπό κείμενο από το οποίο αποσπάστηκε. Το 1864, ο Hopkins -φοιτητής στην Οξφόρδη- έγραψε στο σημειωματάριό του: «Ευτυχώς που δεν υπάρχει Βασιλική Οδός για την ποίηση. Οι άνθρωποι θα έπρεπε ήδη να ξέρουν πως δεν μπορεί κανείς να φτάσει στον Παρνασσό παρά μόνο πετώντας. Κι όμως, από καιρό σε καιρό όλο και περισσότεροι σκαρφαλώνουν και είτε χάνονται στις ρεματιές του, ανεμίζοντας λάβαρα με το σύνθημα Προς Την Κορυφή!, είτε επιστρέφουν με γεμάτες σελίδες και άδειο βλέμμα. Ωστόσο, η παλιά πλάνη κρατάει καλά την θέση της. Κάθε εποχή έχει τους λάθος συναγερμούς της».

Εδώ, η Βασιλική Οδός σχετίζεται μάλλον με την Via regia, κάθε δρόμο που συνέδεε μια περιοχή της Μεσαιωνικής Ευρώπης με την βασιλική βάση, στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Για τον Hopkins δεν υπάρχει κανένας βατός, εξασφαλισμένος, δρόμος προς το βασίλειο των Μουσών. Όσοι προσπαθούν ν’ ανέβουν είτε εγκωμιάζουν τα έργα, που όλο γράφουν και ποτέ δεν γράφουν, είτε γεμίζουν σελίδες επί σελίδων, που δεν διαθέτουν την παραμικρή φλόγα. Όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Μόνο πετώντας μπορείς να φτάσεις στο βασίλειο της ποίησης - και μόνο, σαν το γεράκι (ή τον Χριστό) του κορυφαίου σονέτου του The Windhover [Το Κιρκινέζι]:  Βάναυση ομορφιά κι ανδρεία και δράση, άνεμε, φτερό, περηφάνια, εμπρός δεθείτε, συσπειρωθείτε, προελάστε! Η πολεμική αυτή κραυγή (που  ελάχιστη έχει σχέση με την επίπονη μελέτη της ποίησης και της ποιητικής) φέρνει στον νου  τα τρία στοιχεία, που αποδίδουν οι Deleuze και Guattari στο νομαδικό σχήμα σκέψης: μυστικό, ταχύτητα, πρωταρχική συγκίνηση.  Ο Hopkins υπήρξε, κατά κάποιον τρόπο, νομαδική μορφή: από την ποίηση στην θεολογία, από την αρχαιογνωσία στην φιλοσοφία, από την φιλοσοφία στην ποιητική…

Αντίθετα, ο Σεφέρης αντιπαραθέτει στην -ανύπαρκτη κατά τα άλλα- Βασιλική Οδό την πειθαρχία, την σπουδή, την μελέτη των μεγάλων έργων (χωρίς ν’ απορρίπτει την ευαισθησία, την οποία ωστόσο διαμορφώνουν η σπουδή και η πειθαρχία). Η αντιπαράθεση αυτή γίνεται πιο έντονη από το γεγονός πως ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής θεωρεί παράδειγμα Βασιλικής Οδού την Λεωφόρο Συγγρού. Επειδή ο Σεφέρης σκεπτόταν δύο και τρεις φορές την παραμικρή λέξη, που προόριζε για τα κείμενά του και επειδή δεν συμπαθούσε καθόλου τις κοινοτοπίες, μπορεί εύκολα να υποθέσει κανείς πως η Συγγρού δεν είναι γι’ αυτόν ένα παράδειγμα της ευθείας, αλλά της λαϊκής νοοτροπίας και διασκέδασης. Την εποχή του Μονολόγου Πάνω Στην Ποίηση (1939) η Συγγρού ήταν το μεγάλο κατόρθωμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, η γεμάτη κέντρα διασκέδασης με βάρβαρη ρεμπέτικη μουσική, ο δρόμος που οδηγούσε  στα «μπάνια του λαού», στις ταβέρνες του δυτικού παραλιακού μετώπου. Και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ο Σεφέρης υπήρξε πάντα μέλος της πολιτικής και πνευματικής ελίτ. Αυτό δεν αποτυπώθηκε στην ποίησή του, αλλά αποτυπώθηκε εν πολλοίς στην πρόζα του. Εξάλλου την Λεωφόρο Συγγρού την είχε υμνήσει σε δύο ποιήματα (ένα αποτυχημένο - 1930 και ένα υπέροχο - 1935).

Την πραγματικά δυναμική, όμως, παρατήρηση για τον δρόμο προς την ποίηση την έκανε με την γνωστή ριζική ευφυία του ο Οδυσσέας Ελύτης, του οποίου την πρόζα δεν ακούσαμε εγκαίρως, παίρνοντας -ούτως ειπείν- την Βασιλική Οδό για τον ποιητικό πυρήνα της, βιασμένοι να παραδώσουμε άθελά μας τον ποιητή στους «επίσημους Έλληνες», για να την ερμηνεύσουν με τον ίδιο τρόπο κι από τον ίδιο δρόμο που κατόρθωσαν ό,τι ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτηρίζει: «Κατεψυγμένη αλήθεια για την Ελλάδα».

«Δεν ξέρω αν δίνω να καταλάβει κανείς τι θέλω να πω», γράφει στ’ Ανοιχτά Χαρτιά («Πρώτα-Πρώτα»). «Συχνά, για ν' ακολουθήσεις την ευθεία οδό στην Ποίηση χρειάζεται να παίρνεις τις παρακαμπτήριες». Να, λοιπόν, που ένας σπουδαίος ποιητής μοιάζει να πιστεύει πως υπάρχει ίσιος δρόμος για την ποίηση – καίτοι αυτή η ισάδα αφορά μάλλον στον τρόπο βαδίσματος, παρά στην διαμόρφωση του οδοστρώματος. Και τον βλέπει αυτόν τον δρόμο πλαισιωμένο από παρακαμπτήριες ατραπούς. Η πεποίθηση του Ελύτη γεννάει δύο τουλάχιστον ερωτήματα. Είναι αυτός ο ίσιος δρόμος ο κατεξοχήν δρόμος για την ποίηση – έστω κι αν συχνά πρέπει να χρησιμοποιούνται οι παρακαμπτήριες; Και αν είναι, για ποιον λόγο να μην ακολουθείται πάντα; Τι θέλει ν’ αποφύγει ο οδοιπόρος της ποίησης; Τι λογής εμπόδια τον αναγκάζουν να συνεχίσει απρόσκοπτα την πορεία του στις παρακαμπτήριες ατραπούς; Πρώτα όμως, σε τι αναφέρεται, όταν αμφιβάλλει αν κατάφερε να γίνει κατανοητός; Και τι δικαιολογεί αυτήν την αμφιβολία; Το δεύτερο ερώτημα μπορεί εύκολα -στην περίπτωση του Ελύτη- ν’ απαντηθεί. Η ελληνική αρχαιότητα μας έμαθε πως επειδή η θεωρία είναι ζωντανή πράξη και όχι ένα σύνολο αποφάνσεων, δύσκολα γίνεται λόγος. Η απάντηση, όμως, στο πρώτο ερώτημα χρειάζεται να εντοπιστεί σε ό,τι ούτε λέγουν ούτε κρύπτουν, αλλά σημαίνουν οι προηγούμενες παράγραφοι του κειμένου, στο οποίο ανήκει η περί ίσιου δρόμου και παρακαμπτήριων στοχαστική πράξη του ποιητή. Επιχειρώντας μια σύντομη οντολογική ανασκαφή του ζώου άνθρωπος, σημειώνει πως «…οι περιπλανήσεις των λαών που διαβάζουμε στα παλαιά χρονικά, η μόνιμη σχεδόν διαβίωση τους χωρίς αστυνόμευση, το παρθένο έδαφος που πρωτοπατούσανε, οι ληστείες, οι απαγωγές, οι αρπαγές, οι εξορμήσεις προς το άγνωστο μεσ' από μύριους φυσικούς κινδύνους ή ήθη και έθιμα εξωτικά, η πάλη σώμα με σώμα στους πολέμους, το κούρσεμα μυθικών πολιτειών, οι έρωτες κι οι μονομαχίες, αντιστοιχούσανε σε ποταμούς σωστούς μαύρου σπέρματος που αποτρέπανε κάθε ιδέα κόρου ή ανίας και χαλαρώνανε τα ελατήρια ενός νευρικού συστήματος που αντέχει στα πάντα εκτός απ' την αχρησία... Στους προηγμένους πνευματικά λαούς η πίεση των δυνάμεων της ψυχής βρήκε, ως ένα σημείο, διέξοδο στις διάφορες μορφές της τέχνης - στο χορό, στη μουσική, στο δράμα…  Οι ανεπίτευκτες τεθλασμένες, που μια ζωή διψασμένη για πληρότητα θα είχε κάθε δικαίωμα να γνωρίσει, περνάνε στις γραμμές και στα χρώματα, στις κραυγές και στους ήχους των πνευματικών δημιουργημάτων…» Παρεμπιπτόντως, αυτή η «πίεση των δυνάμεων της ψυχής» δίνει μιαν εντυπωσιακή ερμηνεία σε ό,τι ο Hopkins ονόμασε Instress, την πιεστική ψυχική ενέργεια, που φορτίζει την Inscape, την ουσία, την απόλυτη μοναδικότητα που δίνει σε κάθε δημιουργημένο πράγμα την ύπαρξή του. Ο Ελύτης, λοιπόν, σαν ν’ απορρίπτει τον ίσιο δρόμο για την ποίηση -τον δρόμο που παίρνει ο πολιτισμένος άνθρωπος, όταν πιστεύει ακράδαντα πως ο πολιτισμός δεν είναι μασκάρεμα του πρωτογενούς ανθρώπου, αλλά πλήρης εξαφάνισή του- αποδίδει την ουσία της ποίησης στον αρχαίο νομάδα, στις περιπλανήσεις του, μέσω των ατραπών της πρωτογενούς ορμής του. Ο ίσιος δρόμος είναι μια θεσμισμένη ερημιά, ξένη προς καθετί ανθρώπινο. Κι απ’ την στιγμή που η ποίηση είναι, όπως οτιδήποτε δημιουργικό, ένα καθ’ οδόν προς, η ισάδα του μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω των παρακαμπτήριων, πλούσιων σε βιώματα, ατραπών.

Έτσι, πολύ πριν οι Deleuze και Guattari  συλλάβουν την έννοια της ρευστής, ετερογενούς, τυρβώδους, προβληματικής και όχι θεωρησιακής νομαδικής επιστήμης, ο Ελύτης είχε κατατάξει εκεί την ποίηση, παραδίδοντας στους μελλοντικούς Έλληνες ποιητές ένα δυναμικό σημείο αφετηρίας, το οποίο -δυστυχώς-  δεν αντιλήφθηκαν. Κι αν μερικοί το αντιλήφθηκαν, θα τους απαγορευόταν ή επιστροφή στον ίσιο δρόμο, αμέσως μόλις πήραν την πρώτη παρακαμπτήριο. Κέρδισαν την απόλαυση του αρχαίου ανθρώπου, που υφίσταται και θα υφίσταται πάντα μέσα στον καθέναν μας, αλλά αποκλείστηκαν από τον ηρακλείτειο «ένα και κοινόν κόσμον».

Όπως και να ’χει, σήμερα σε οποιονδήποτε που τοῦ εἰδέναι ὀρέγεται φύσι είναι ολοφάνερο πως η Βασιλική Οδός για την ποίηση είναι ο λαβύρινθος των μονοπατιών, που παρακάμπτουν κάθε ίσιο δρόμο.

Γιώργος Μπλάνας

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Σεπτεμβρίου 2022