Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει ο Βαγγέλης Δημητριάδης

© Poeticanet 

 

 

Βασίλης Λαδάς, Λεύκωμα, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2020

 

Το Λεύκωμα του Βασίλη Λαδά δεν διαθέτει κάποια από τα χαρακτηριστικά των χειροποίητων ή έντυπων, ανάλογα με τη χρήση, λευκωμάτων. Υπό μία έννοια ωστόσο θα μπορούσε να ενταχθεί σε μια υποκατηγορία λευκώματος: είναι εξομολογητικό, προσωπικό, περιέχει αμέτρητες λεκτικές εικόνες. Επιπλέον είναι ποιητικό, ανακεφαλαιωτικό, επιχειρεί με πικρόχολη διάθεση, εκ του μακρόθεν, έναν αναδρομικό απολογισμό με άξονα συμμετρίας, στη γεωμετρία του, τα βιώματα της ηλικίας των ερώτων. Σε μια τρίπτυχη κατάταξη των αναμνήσεών του ο Λαδάς ανιστορεί θανάτους, δυσάρεστα γεγονότα, ατυχείς σχέσεις, χαμένους έρωτες, όλα με υπαιτιότητα της κακής τύχης. Το παρόν παρεμβαίνει σαν υπόκρουση του παρελθόντος. Η σύμπτωση οδηγεί συστηματικά τις εξελίξεις στο δυσάρεστο τέλος, αφού «δρόμοι κι άνθρωποι να ’μαστε τροφή της ζωής». οδηγεί στο τέλος που συμπαρασύρει σε αφανισμό τον έρωτα, ο οποίος υπό ομαλές συνθήκες επικρατεί και καθορίζει την ποιότητα και την ποσότητα της πεπερασμένης εύθραυστης ευτυχίας: «ακόμα και στον δρόμο χωρίς γυρισμό / πίνουμε φάρμακα και ερωτευόμαστε».

Ο κόσμος του Λευκώματος είναι ο κόσμος του αφηγητή/ποιητή. Αποτελείται από θεούς,  μυθικούς ήρωες, ποιητές, ζωγράφους, ανθρώπους της καθημερινότητας, πουλιά που κληρονομούν τα άδεια σπίτια των πόλεων, από τον παρωχημένο εαυτό του. Όλους και όλα τα διαφεντεύει η κοινή μοίρα και ο έρωτας που μακροπρόθεσμα διασαλεύεται από την παραπαίουσα ζωή. Ο Προμηθέας βασανίζεται από τον ερωτύλο Δία, ο Καβάφης από τις σεξουαλικές αδυναμίες του, η Αχμάτοβα από τη μη επαφή της με τα ερωτικά γράμματα του Μοντιλιάνι, ο Σολωμός από τις ορμές του ξανθού Απρίλη και ο αφηγητής από τον ακινητοποιημένο πια, λίγο προ του οριστικού τέλους, έρωτα: «Αχ έρωτά μου σαν πέτρα θάφτηκες στο σώμα μου / πριν το σώμα μου θαφτεί στο χώμα». Πρόκειται για στίχους που ξεκαθαρίζουν τις προθέσεις και τα κίνητρα και ομολογούν την κλονισμένη ψυχοσωματική κατάστασή του ποιητικού υποκειμένου. Το βλέμμα του έχει εγκαταλείψει τα όνειρα και τις προσδοκίες. Η μελαγχολική ματιά του είναι βυθισμένη στο παρελθόν, σε ό,τι δυσάρεστο έχει συντελεστεί στον ίδιο και στους άλλους γύρω του. Από εκεί αντλεί ό,τι απαισιόδοξο έχει καταγραφεί στη μνήμη του και μπορεί να συνθέσει την ελεγεία των απρόοπτων ατυχημάτων που παραθέτει ευθέως ή με υπαινιγμούς. Οι καλές στιγμές έχουν πάψει να στηρίζουν το ηθικό του. Δέσμιος ψυχαναγκαστικών πιέσεων, επιχειρεί να διασωθεί μέσα από τη λύτρωση των ηρώων του:

Η μηχανή που διαγράφει από τη μνήμη / ό,τι επιθυμούμε να λησμονηθεί / να διαγράψει και από τη μνήμη του κοριτσιού / τον έρωτά της με το αγόρι / τις υποσχέσεις για αιώνια αγάπη / όρκους στο δαχτυλίδι / μαζί στη ζωή μαζί στον θάνατο. // Το αγόρι το φέραν σκοτωμένο / το κορίτσι πρέπει να ζήσει / χωρίς να βλέπει στον ύπνο της το αγόρι / να της γνέφει να τον ακολουθήσει χωρίς να τον ακούει να της λέει / να τηρήσει τον όρκο. // Τραβήξτε σιγά σιγά / το δαχτυλίδι απ’ το δάχτυλό της. / Από κει ακούγεται η φωνή του.

                                                                          «Κάτια»                                                                                                                                           

Στην τρίτη ενότητα, με τις οχτώ από τις 31 ποιητικές αφηγήσεις, το ερωτικό στοιχείο των δύο πρώτων ενοτήτων εκλείπει, αλλά παραμένουν ο θάνατος, ο αφανισμός και η δυστυχία χωρίς να δημιουργούν καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Ο κίνδυνος ελλοχεύει στη μετακίνηση του μετανάστη, είναι σύμφυτος με τη μοίρα του. Στο πανηγύρι του γάμου, στο παιχνίδι του παιδιού, στον επετειακό εορτασμό τα πάντα μπορεί να ανατραπούν και να μετατραπούν σε τραγωδία. Οι φοβίες έχουν αφορμές, πηγάζουν από σκοτεινές εμπειρίες και αδιέξοδα. Ο διηγητής συνταξιδεύει με τους άστεγους, τους κακόμοιρους, τους καταραμένους, είναι «ο γέρος που βαραίνει τη βάρκα» και πρέπει να χαθεί στο πέλαγος για να διασωθούν οι υπόλοιποι. Είναι η Ιφιγένεια, η ωραία Ελένη, τα πρόσωπα του μύθου που παρέχουν διακειμενικές αφορμές στην ανάπτυξη του εξαιρετικού «Ομοιώματος» για να θρηνηθεί ο πνιγμός ενός παιδιού-μετανάστη και των συνεπιβατών του στα νερά του Αιγαίου:

Μπορούμε άραγε να υποθέσουμε στους καιρούς που ζούμε / πως το παιδάκι που βρέθηκε πνιγμένο / σε παραλία του Αιγαίου σα να κοιμόνταν / ομοίωμα ήταν από πηλό τη ερήμου πλασμένο / [...] οι Θεοί δεν αναμιγνύονται στα ανθρώπινα / ακίνητοι κάθονται στα βαριά ενδύματά τους μέσα / Είναι στυγνό το πρόσωπο της Ιστορίας. / Παιδί ετάφη κι όχι ομοίωμα από πηλό...

Στα ποιήματα του Λευκώματος είναι διασπαρμένος ο ρημαγμένος, παρωχημένος έρωτας –  με τις αειθαλείς ωστόσο ζωοδοτικές του ιδιότητες– μέσα σε έναν κόσμο μελαγχολικό, άπελπι, επηρεασμένο από την πεσιμιστική διάθεση του δραματοποιημένου αφηγητή, που δείχνει παρατημένο και απαισιόδοξο: «τώρα μιλώ φωναχτά με τον εαυτό μου / με σένα που προηγήθηκες / για να γίνεις στους τοίχους του νέου μου σπιτιού το πένθος μου».

Η σαφήνεια, η τρυφερότητα και η λιτότητα της (περι)γραφής και η ρεαλιστική επί το πλείστον απόδοση των ποιητικών ιστοριών που περιέχονται στη 10η συλλογή του Βασίλη Λαδά, αρκετές από τις οποίες διαθέτουν τα γνωρίσματα της μπαλάντας, δημιουργούν τις πλέον ευνοϊκές προϋποθέσεις για συνομιλίες με τον αναγνώστη. Η εύπεπτη αφηγηματικότητα παρέχει στο τραγικό, στο δραματικό, στο πεισιθάνατο τη δυνατότητα να μεταφέρονται τα μηνύματα και οι νύξεις στο φυσικό τους μέγεθος.

Βαγγέλης Δημητριάδης


Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Σεπτεμβρίου 2020