Εκτύπωση του άρθρου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ
       

 

 

 

 

ΒΗΡΣΑΒΕΕ
          Για τον Ιωσήφ Βεντούρα

 

 


Ι
Ο βασιλιάς Δαυίδ κοιτάζει πέρα
από τ' ανάκτορού του την εξέδρα
στα σύννεφα η χρυσή να σβήνει δύση
και να ροδίζει ο ορίζοντας ακόμη
απ' τους μελανωμένους πάνω λόφους.
Την ώρα αυτή να πιούνε τα λιοντάρια 
πηγαίνουν σε πηγές και σε ποτάμια.
Η βαθυγάλαζη βραδιά απλωνόταν
κι απ' τα βουνά κατέβαιναν τ' απόσκια
μαζί με τη βαθιά δροσιά των κέδρων,
ενώ τα πρώτα αστέρια λαμπυρίζαν.
ΙΙ
Ο βασιλιάς Δαυίδ αποσταμένος
το βλέμμα του κατότι αποζητάει
στα Γεροσόλυμά του ν' αναπάψει,
στα αγαπημένα   Γεροσόλυμά του
με τα λευκά τα σπίτια και τους κήπους.
Μα ξαφνικά το βλέμμα του τραβάει
καθώς μαγνήτης σ' έναν κήπο μέσα
μια γούρνα, που τα νήνεμα νερά της
μες τα σκοτάδια π' άπλωναν τα δέντρα
θησαύριζε τη λάμψη της ημέρας:
Εκεί γυμνήν αντίκρυσε να παίρνει
το βραδινό λουτρό της μια γυναίκα,
μαλλιά πυκνά που χύνονται στους ώμους,
σφυρά και χείλη, κόλποι και λαγόνες,
Αστάρτη και Λιλίθ κι απόκρυφη Εύα.

ΙΙΙ
Το βασιλιά Δαυίδ από την ώραν
αυτή μια μόνη σκέψη βασανίζει:
πώς θα την κάνει σκλάβα τ' έρωτά του,
γιατί τις βαθυπόρφυρές του φλέβες
σα νά 'ταν λάδι τ' άναψε μια φλόγα
κι ιδρώτας παγωμένος τον ραντίζει,
τα βλέφαρά του ο ύπνος δεν αγγίζει,
και σαν τον πάρει, η γύμνια του κορμιού της
μες των ονείρων λάμπει τα σκοτάδια.
Αστάρτη και Λιλίθ κι απόκρυφη Εύα.

IV
Ο βασιλιάς Δαυίδ ρωτά να μάθει
ποια νά ΄ναι  αυτή η βασίλισσα του κήπου.
“Η Βηρσαβεέ, η γυναίκα ενός Χετταίου
κι η κόρη του Ελιάβ”, του αποκριθήκαν. 
Κι ο βασιλιάς την κάλεσε κοντά του,
της έσκισε με δύναμη τα ρούχα,
την έκανε στον πόθο του να σκύψει
και σαν αγρίμι ρίχτη διψασμένο
τη φλογισμένη δίψα του να σβήσει
στη δροσερή την κρήνη του κορμιού της.

V
Μα πώς ο βασιλιάς Δαυίδ θα κάμει
τη Βηρσαβεέ γυναίκα του για πάντα;
Πώς το Χετταίο θα βγάλει από τη μέση;
Τον Ιωάβ καλεί να του μιλήσει:
“Σαν τη Ραμπάθ χτυπήσετε και πάλι,
στους πρώτους μέσα τάξε τον Ουρία
και σαν η πιο σκληρή φουντώσει μάχη
αφήστε τον τα βέλη των εχθρών μας
με δολερό φαρμάκι να ξεκάμουν.

VI
Καθώς ο βασιλιάς Δαυίδ ζητούσε,
γυρίσαν σκοτωμένο το Χετταίο.
Και τώρα σε λαμπρό κλινάρι γάμου
τη Βηρσαβεέ αγκαλιάζει κάθε νύχτα.
Μα ο Νάθαν ξεσηκώνεται, ο προφήτης,
και με πικρά τον αποπαίρνει λόγια:
“Ποιος έκλεψε την ξένη την αμνάδα;
Ποιος του φτωχού το σπίτι διαγουμίζει;
Ποιος άρχοντας τρυγά τα ξένα αμπέλια;
Ρομφαία την καρδιά του θα σπαράξει-
καταραμένος πάντοτε θα μένει-
και μαύρα δάκρυα μόνος του θα χύνει!

VII
Κι ο βασιλιάς Δαυίδ μετά από λίγο
πικρά τον πρώτο θρήνησε βλαστό του.
Μα ο Βασιλιάς των πάντων συγχωράει
κι απ' το κακό καλό μπορεί να βγάλει:
Της Βηρσαβεέ μελλόταν να γενήσει
τη δόξα του Ισραήλ το Σολομώντα.

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Δεκεμβρίου 2020