Εκτύπωση του άρθρου
 Γράφει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος
                                   
 
 
 
 
"Μια βόλτα μόνο"   της Ειρήνης Ρηνιώτη
(Bιβλιοπαρουσίαση της 20ης Νοεμεβρίου 2017)
 
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε κοντεύει να συμπληρώσει δύο χρόνια ζωής. Κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2016 και, κατά το διάστημα που διέρρευσε από τότε, έχει απασχολήσει την κριτική, έχει σχολιαστεί και πιστεύω πως έχει εκτιμηθεί από όσους παρακολουθούν και διαβάζουν σύγχρονη ελληνική ποίηση. Πρόκειται για την κατά σειράν ένατη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ρηνιώτη, ποιήτριας η οποία συνεχίζει να  διανύει μια γόνιμη και αξιοσημείωτη διαδρομή. Εξέδωσε για πρώτη φορά ποιήματά της στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και η σταθερή θέση που έχει καταλάβει στον χώρο της λογοτεχνίας επιβεβαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο και από την αποψινή συλλογή, που τιτλοφορείται Μια βόλτα μόνο. Στο μερίδιο χρόνου που μου αναλογεί, θα προσπαθήσω να βάλω σε σειρά και να σας μεταφέρω τις αναγνωστικές εντυπώσεις μου από το βιβλίο και να αιτιολογήσω γιατί θεωρώ την παρούσα συλλογή ως την πλέον ώριμη και την πλέον ενδιαφέρουσα της ποιήτριας.
 
Το "Μια βόλτα μόνο" συγκροτείται από σαράντα ποιήματα, αριθμός που αποδίδει ικανοποιητική έκταση σ’ ένα βιβλίο στίχων και, επιπλέον,  είναι αριθμός που μοιάζει προσφιλής στην Ρηνιώτη, μια και τα προηγούμενα βιβλία της, τουλάχιστον τα εκδοθέντα μετά το έτος 2000, απαρτίζονται από σχετικώς ανάλογο αριθμό σελίδων. Όπως και στις παλαιότερες συλλογές της, η ποιήτρια εκφράζεται και στο τωρινό βιβλίο με μέσης έκτασης ποιήματα, αποφεύγοντας τις εκτεταμένες συνθέσεις τις οποίες προτιμούν αρκετοί νεότεροι, φιλόδοξοι  ποιητές μας. Ένα πρώτο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ είναι οι τίτλοι που  χρησιμοποιεί η Ρηνιώτη, τόσο στις συλλογές της όσο και σε μεμονωμένα ποιήματά της.  

Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένους παλαιότερων συλλογών της: Πορφυρός αιώνας (1990), Εξόριστο φως (1995), Η μέθη των μύθων (2000), Ίλιγγος (2011). Τίτλοι σύντομοι, εύληπτοι, λιτοί και δηλωτικοί των περιεχομένων κάθε βιβλίου, που δεν δημιουργούν απορίες και ερωτήματα, όπως συμβαίνει συχνά με μακροσκελείς ή δύσπεπτους τίτλους  ποιητικών συλλογών που προσπαθούν να υπαινιχθούν απροσδιόριστα βάθη στα ποιήματα που στεγάζουν. Ένα παράλληλο αίσθημα λιτότητας υποβάλλει, πιστεύω, και το σημερινό βιβλίο που μας υπόσχεται "Μια βόλτα μόνο", δηλαδή μια μικρής διάρκειας διαδρομή, όχι πάντα ανέμελη, διασκεδαστική και ευχάριστη. Ο τίτλος προέρχεται εδώ από το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής, που επιγράφεται «Ποδηλασία». Παραθέτω τους πρώτους στίχους του: 
                               Άστραφτε το ποδήλατο στον ήλιο.
                              Μια βόλτα μόνο! είπα.
 
                               Δεν ξέρω να ισορροπώ
                               όμως τολμώ να πέσω για να μάθω.
                               Άλλο αν δεν έμαθα. 
 
Το ποδήλατο που αστράφτει στον ήλιο μού θυμίζει τον ορισμό της ποίησης, όπως τον διατύπωσε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Δεν ξέρω αν η Ρηνιώτη κλίνει συνειδητά το μάτι στον αναγνώστη της, παραπέμποντας  στο στίλβον ποδήλατο του Εμπειρίκου, αν πρόκειται για κρυπτομνησία ή για απλή σύμπτωση. Όπως και να έχει το πράγμα, το συγκεκριμένο ποίημα προοιωνίζεται το συνολικό κλίμα της συλλογής, που δεν είναι άλλο παρά μια σύντομη εσωτερική διαδρομή· θα την έλεγα «υπαρξιακή», αν δεν είχα την εντύπωση πως αυτή η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί πολύ και έχει χάσει την ουσιαστική σημασία της. Προτού καταγράψω, εντελώς ενδεικτικά, κάποια  δείγματα αυτής της εσωτερικής διαδρομής, αναφέρω ορισμένους τίτλους ποιημάτων τής παρούσας συλλογής, που είναι μονολεκτικοί και ανταποκρίνονται, κατά τους ορισμούς του  συντακτικού, σε ουσιαστικά: «Ρεαλισμός», «Όνειρο», «Αυτοψία», «Σκοποβολή», «Αντιζηλία» κ.ο.κ. Κι εδώ, λιτότητα και συντομία.
 
Ήδη από τα σπαράγματα του πρώτου ποιήματος που προανέφερα αποσπώ τους στίχους Δεν ξέρω να ισορροπώ / όμως τολμώ να πέσω για να μάθω, που με κάνουν να υποθέσω πως η ποιήτρια προσπαθεί να αρθρώσει  στοιχεία μιας προσωπικής βιοθεωρίας η οποία συμπληρώνεται και με άλλους στίχους επόμενων ποιημάτων. Να χτίζεις πύργους στην άμμο / γνωρίζοντας πως το κύμα τους σβήνει, θα πει στο «Εις εαυτόν»· Πώς να σου δώσω την εικόνα / όταν είμαι μες στην εικόνα; λέει στο ποίημα «Όνειρο»· Πριόνισα τα φτερά / για να χωρούν στο εφήμερο («Ξυλουργείο») και στο ίδιο ποίημα Πρόκες / για να εισχωρεί ο πόνος μας βαθιά. Θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν τα ανάλογα παραδείγματα. 

Μεταξύ των σαράντα ποιημάτων του βιβλίου υπάρχουν και μερικά ποιήματα ποιητικής. Για λόγους οικονομίας χρόνου θα μου επιτρέψετε να σας διαβάσω δύο απ’ αυτά, τα «Κρεμάλα» και «Κληρονομιά».
 
ΚΡΕΜΑΛΑ
                                 …κι αρχίσαμε να ζωγραφίζουμε
                                   τον εαυτό μας στην αγχόνη
 
                                   Για κάθε λάθος γράμμα ένα μέλος
                                   Η κάθε λέξη ένας κρεμασμένος
 
                                   Έτσι μάθαμε πώς γράφεται
                                   η ποίηση.
 
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
                                    Έχω ένα πατρικό φτιαγμένο από σπίρτα
 
                                     Ο πατέρας
                                     δούλεψε σκληρά για να τα μαζέψει ένα ένα
                                     Η μάνα
                                     τα έχτισε με υπομονή στερεώνοντάς τα στο κενό
 
                                     Είναι επικίνδυνο να παίζεις με τα σπίρτα έλεγαν
                                     ενώ τάιζαν τη φωτιά
 
                                    Τότε είναι που άρχισα να γράφω ποιήματα.
 
Στις προηγούμενες συλλογές της, η Ρηνιώτη έκανε κάποιες αναφορές στον Τζων Άσμπερυ και τον Ουίλιαμ Μπλέηκ· στα τωρινά της ποιήματα μνημονεύει δύο φορές επωνύμως τον Τ.Σ. Έλιοτ. Δεν νομίζω πως οι δικοί της στίχοι προέρχονται από αυτούς τους τρεις ξένους ποιητές· οι αναφορές των ονομάτων τους συνιστούν πιο πολύ μιαν ενδεχόμενη αναγνώριση αφανών εμπνεύσεων ή απλές φιλόφρονες μνείες, όπως συμβαίνει συχνά όταν παραπέμπουμε σε προγενέστερους ποιητές που έτυχε να μας έχουν σημαδέψει ή να μας έχουν πλουτίσει δημιουργικά με το έργο τους και τη γενικότερη παρουσία τους. 
  
Είπα πιο πριν πως η μία και μοναδική βόλτα που μας υπόσχεται το βιβλίο δεν είναι εξ ορισμού και υποχρεωτικώς ανέμελη και ευχάριστη. Σε όλα τα ποιήματα της συλλογής βλέπω να υφέρπει ένα αίσθημα ματαίωσης, μια πίκρα για όσα έγιναν, για εκείνα που  έφυγαν ανεπανόρθωτα, για όσα ματαιώθηκαν, για τη διάψευση των ελπίδων, για όσα δεν προλάβαμε να πραγματοποιήσουμε, για εκείνα που συσσωρεύει μέσα μας η καθημερινή βιοτική εμπειρία. Τούτο δεν σημαίνει πως η Ειρήνη Ρηνιώτη είναι μια βαρύθυμη, μελαγχολική και θλιμμένη ποιήτρια· απλώς, κουβαλάει, όπως όλοι μας, το βάρος της ζωής που δεν είναι και δεν μπορεί να είναι πάντα χαμογελαστή και ευχάριστη στους ανθρώπους.  

Ακόμη και στα ερωτικά ποιήματα της συλλογής, τη Ρηνιώτη την απασχολεί το κενό και η μελαγχολία του έρωτα και όχι η προσωρινή ευδαιμονία της ερωτικής σχέσης. Πρόκειται για μια μεταφυσική, θα έλεγα,  έρωτα, που εντάσσεται και αυτή στην προσπάθεια της ποιήτριας να εκφράσει και να διατυπώσει τα στοιχεία της προσωπικής βιοθεωρία της. Το ποίημα «Συνεύρεση» καταλήγει με τους στίχους: Αν κάτι μ’ έμαθε στον έρωτα / είναι το «δεν σου ανήκω». Και το ποίημα «Αναμέτρηση» έχει τους ακόλουθους καταληκτικούς στίχους: Όταν ο πόθος κορεστεί / μόλις του έρωτα το πάθος προσπεράσει / νιώθει την τραχύτητα του βράχου η θάλασσα / και λυσσαλέα τον χτυπά να τον συντρίψει / ώσπου κομμάτια τον ξερνάει στ’ ακρογιάλι. 
 
Το "Μια βόλτα" μόνο μάς προσφέρει μια ποίηση φαινομενικά ήρεμη, στο βάθος, όμως, αυτών των στίχων αισθανόμαστε να  κοχλάζει ένα βουβό πάθος, πάθος ζωής και πάθος έκφρασης, Η Ειρήνη Ρηνιώτη καταφέρνει, περισσότερο από κάθε άλλη προηγούμενη συλλογή της, να ισορροπεί τα ποιήματά της ανάμεσα στην υπαινικτική έκφραση και τη νοηματική αμεσότητα. Κι αυτή την ισορροπία τη θεωρώ μεγάλο πλεονέκτημα. 
 
Δημήτρης Δασκαλόπουλος 

Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Νοεμβρίου 2017