Εκτύπωση του άρθρου

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ


Colors 6 – “Unfinished”





"Και τώρα σε ξαπλώνω για να κοιμηθείς
στον Κύριο προσεύχομαι τη στάχτη να φυλάξει
κι αν ζήσεις πριν αφυπνιστείς
προσεύχομαι στον Κύριο, για σε ψυχή να φτιάξει."
Έμιλι Ντίκινσον, προσευχή.



Κοιτώντας το αποψινό, αναρωτιέται αν ένα κομμάτι ύφασμα είναι για εκείνη πάντα ένα σώμα το οποίο προσπαθεί να ορίσει, αναπαράγει, εξωραίσει, απαγάγει... Ίσως μια προέκταση του δικού της σώματος (και δέρματος) , η ουρά, π.χ., από τον καιρό που υπήρξε, όπως όλοι, Γοργόνα, κι επίσης: ένα δικό της Παιδί που θα ζήσει τη δική του ζωή, ένας Εραστής που αντανακλά την επιθυμία της, ένας γερασμένος Γονιός που ψάχνει πια ν’ αφεθεί να πεθάνει ήσυχα, μαζί και ο πρώτος Σκύλος που αγάπησε παράφορα στα έξι, ο Ρόρης.

Να, πιθανώς, γιατί αυτά τα υφάσματα δεν τελειώνουν ποτέ! Διότι είναι μια ανακεφαλαίωση των πάντων. Και να γιατί, σπάνια ζωγραφίζει τελάρα. Διότι διεκδικεί για τα έργα της τις τρεις διαστάσεις, φιλοδοξεί να τυλίγονται, να έρπουν, να κρέμονται, να ανεμίζουν. Να κινούνται, αλλάζοντας μορφή στην διάρκεια της ζωής τους, όπως και κατά την γένεσή τους..



Δες το αποψινό: Σκόρπιες χλοερές εκτάσεις, όχι κάτι παραπάνω, ακανόνιστοι δροσεροί μύκητες που αρχίζουν να ριζώνουν στους λοφίσκους που δημιουργεί το σκληρό, διπλωμένο πλαστικό που έχει τοποθετήσει κάτω από το μετάξι. Κρύβονται μέσα εκεί λευκές τσέπες, μικρά καταλύματα αόρατα στον έξω κόσμο. Η δουλειά που έχει αναθέσει στον εαυτό της για τώρα είναι ν’ αφήσει τις πράσινες ρίζες να βρουν μόνες τους τις υπόγειες σπηλιές.

Τι κοριτσίστικο, ξαφνικά, όλο αυτό και άρα, μάλλον παράδοξο για μια γυναίκα που δεν υπήρξε ποτέ κορίτσι, που γεννήθηκε σαραντάχρονη, στοχαστικό μωρό με τα αναπάντητα γενεών στα ματάκια του. Και που μετά σαράντα χρόνια ζωής, μόλις τώρα, πρόσφατα, αισθάνθηκε να γίνεται αυτό που ανέκαθεν ήταν κι έχει, επιτέλους, δώσει στον εαυτό της δικαίωμα να παίξει.

Άρα… παίζει.

Ναι, κι επιπλέον δεν πρόκειται πια για κανένα στοίχημα ζωής και θανάτου. Μπορεί αυτό να το αποδείξει. Ξέρει, ας πούμε, ότι το κίτρινο (με ελάχιστο άσπρο) που βρίσκεται στην κουζίνα θα άλλαζε δραστικά την μορφή του τοπίου που έχει συνθέσει. Το τολμά; Βεβαίως, όμως δεν το επιθυμεί. Αφήνει το πανί ήσυχο, στην αυτό-ίασή του. Ας βγάλει ρίζες κατά εκεί όπου το ίδιο πιστεύει ότι βρίσκονται οι αναμνήσεις του.
Και αν, λίγο αργότερα, το απλώνει και αρχίζει να του προσθέτει ποτάμια από κόκκινες ίνες, είναι γιατί το ίδιο το ζήτησε, το ίδιο της μετάδωσε αυτή την εικόνα: μάζες από κόκκινους θυσάνους σε ροή γύρω από τους ακανόνιστους μύκητες. Μετά, πιο αραιές πλέξεις από μαύρες γραμμές, συρμάτινες συζεύξεις που προσδίδουν στο σύνολο μια ελάχιστη συνοχή, μια κάποια ευταξία στην σύμπλευση των χρωματικών μαζών.



Να όμως που: το γυαλιστερό λευκό μετάξι εξεγείρεται ενάντια στα τατουάζ της. Κρυφά, δόλια, αντιστέκεται στα όσα έχει εκείνη εναποθέσει επάνω του, αρνείται να συναινέσει, σαν πουλάρι που διαμαρτύρεται για τη σέλλα του.

Καλά, λοιπόν . Σ’ αυτή την περίπτωση θα δομηθεί ανελέητα. Με φράχτες, περβάζια, δοκάρια, με στιβαρά σχήματα επιβεβλημένα από την προσωπική της θέληση και μόνο.

Παίζει λίγο με επιπόλαια doodles, μια άτυπη παράταση κατά τη διάρκεια της οποίας μικρά πουλιά-σύννεφα πάνε και σκαλώνουν σε θημωνιές, μα στην ουσία τα δεδομένα διόλου δεν αλλάζουν: η ανυπότακτη έκταση θα πρέπει να οικοδομηθεί.

Ακόμα παρατείνοντας, βγαίνει να αναζητήσει το εργαλείο γι αυτό τον σκοπό: είναι ένα πλαστικό κασόνι για μπύρες που το βρίσκει να την περιμένει τρία τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι της. Οι ανάγλυφες πλευρές του θα αποτυπωθούν με μαύρο μελάνι σαν κάποιου τύπου μπορντούρα, δημιουργώντας φράγματα, επιβάλλοντας μια νέα χωροταξία. Το γυαλιστερό πανί θα βρεθεί περίκλειστο, ορισμένο εκ νέου. Εκείνη γνωρίζει από την πείρα της, ότι η απώλεια της ανεξέλεγκτης ελευθερίας του θα σηματοδοτήσει ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης.

«Οντογένεση, φυλογένεση: ολοένα ανώτερα στάδια δόμησης» σκέφτεται κοιτώντας το καινούργιο τοπίο που όντως προκύπτει. Τώρα, με τα κιγκλιδώματα ένα γύρω μια νησίδα έχει δημιουργηθεί στο κέντρο του υφάσματος. Το αίτημα που προβάλλει είναι παραπάνω από προφανές: χρειάζεται επεξεργασία, χρειάζεται, και μπορεί να στηρίξει, ένα απίθανο βαθμό λεπτομέρειας. Κανένα πρόβλημα. Αντιθέτως: πόσο ξεκούραστο είναι να είναι οι ανάγκες ενός έργου τόσο σαφείς.



Κι όμως, αμέσως μια νέα δυσκολία: τα στοιχεία που προστίθενται αναιρούν τις προηγούμενες ισορροπίες. Μπήκαν οι λεπτομέρειες στο εσωτερικό ψιλοβελονιά, με τα κάγκελα γύρω γύρω, μα κανένα τοπίο δεν αναδύθηκε, καμία αυτοτέλεια στο σκηνικό. Σαν παιδί άδικα τιμωρημένο είναι αυτό το πανί, αρνείται να χαρεί ή, έστω, να ησυχάσει.

- Θες ένα συντριβάνι; Ήλιο θες; Θες να κάνουμε τους φράχτες παράθυρα με φως;
Καμία απάντηση.
Καλά, σ’ αφήνω ήσυχο, μέχρι να μου πεις.

Μέσα της ανησυχεί. Ξέρει πως όταν μια ασυμφωνία εκδηλωθεί σε τόσο όψιμο στάδιο, μερικές φορές, η σχέση δεν αποκαθίσταται ποτέ. Επίσης, είναι η ίδια ανολοκλήρωτη, έχει μέσα της μια ορμή που συνεχίζει να ζητάει να εκτονωθεί. Σαν να έχει περάσει ώρες κάνοντας σεξ, χωρίς να καταφέρει να τελειώσει.

Με πού και πού ερωτηματικές ματιές στο ανυπάκουο πανί, επιλέγει άλλο μετάξι, λεπτότατο αυτή τη φορά και παντελώς διαπερατό, το διπλώνει κατά τον διαμήκη άξονα και εκτονώνεται επάνω του με μαύρη σύριγγα. Χωρίς σκέψη, με τα δόντια σφιγμένα είναι αποφασισμένη να φτάσει σ’ ένα τέλος και χωρίς δισταγμό ή διαπραγμάτευση. Τα ημικύκλια που χαράζει ξέρει ότι αποτυπώνονται συμμετρικά και στις δυο μεριές, το μαύρο αραβούργημα αναπτύσσεται ιλιγγιωδώς κατά μήκος του πανιού, μέσα σε λιγότερο από μια ώρα έχει ένα ζαλισμένο γλυπτό, θυμωμένο σαν σφήγκα, ένα δίμετρο τοτέμ απελπισίας. Η άγρια χαρά που νιώθει είναι το μέτρο της επιτυχίας της. Και αναρωτιέται, βέβαια, αν για εδώ είχε ξεκινήσει.











Κωνσταντίνος Ματσούκας

Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Απριλίου 2009