Εκτύπωση του άρθρου



 

 

Derek Walcott-αδιάλειπτη αναμέτρηση με την ιστορία και τη μνήμη

Ένα από τα πιο εμβληματικά ποιήματα του Derek Walcott, ποιητή με καταγωγή από την Αγία Λουκία της Καραϊβικής, είναι το «Η Θάλασσα είναι Ιστορία» (The Sea is History). Eίναι εμβληματικό με την έννοια ότι ανακεφαλαιώνονται σ’ αυτό όλα τα ζητήματα της μετα-αποικιακής ποίησης και αναδεικνύονται τα ανοιχτά ερωτήματα που πυροδοτούν την έμπνευση του Walcott από τα ιστορικά και τα γλωσσικά έως τα καθαρά ποιητικά.

Η ιστορία για τους λαούς της Καραϊβικής είναι έννοια πολύ διαφορετική από το συνεχές της ιστορικής αντίληψης των δυτικών. Για τους πρώτους η ιστορία είναι μια βίαιη κοσμογονία. Η δική τους ιστορία αρχίζει από τη στιγμή που εισβάλλουν στα εδάφη τους οι δυτικοί κονκισταδόρες και παύουν οι ιθαγενείς να είναι φυλές στον δικό τους χρόνο και πολιτισμό, γίνονται κομμάτι της ενοποιημένης ιστορίας της νεωτερικότητας και του δυτικού πολιτισμού. Την ίδια στιγμή αυτή η «γένεση της ιστορίας» τους γίνεται το συλλογικό τους τραύμα γιατί συνοδεύεται από μαρτύρια, από τη μεταφορά και αγοραπωλησία αφρικανών ως σκλάβων στις νέες χώρες, την υποταγή ιθαγενών και νεοφερμένων στους δυτικούς αφέντες που θα διοικούν τον τόπο και θα απομυζούν τον πλούτο του. Ο κόσμος των Δυτικών Ινδιών εισέρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας χωρίς μνήμη. Η μνήμη της προϊστορίας τους (πριν τις κατακτήσεις και τις αποικίες) είναι άχρηστη και υπό διαγραφή. Όταν ξυπνάει σε στιγμές επαναστατικές ξυπνάει και το χάος των ταυτοτήτων και μαζί ό,τι αρνητικό συμπαρασύρει αυτό : αποκλεισμούς, περιχαρακώσεις, στερεότυπα και ανταγωνισμούς. Η μνήμη κατά τον  Walcott «αναπαράγεται και στα δύο στρατόπεδα ως μνήμη των θυμάτων και μνήμη των θυτών. Οι δύο αυτές ανταγωνιστικές μνήμες παράγουν μία φιλολογία αντεγκλήσεων, εκδίκησης και απόγνωσης εκ μέρους των απογόνων των θυμάτων και μια φιλολογία ενοχής από την πλευρά των απογόνων των δυναστών. Κοινός τόπος το πάθος και η πολεμική»[1].

Ο Walcott νιώθει δυσφορία με την προσέγγιση της ιστορίας μέσω της μνήμης κι αυτό το αναλύει διεξοδικά στο πολύ γνωστό δοκίμιό του Η Μούσα της Ιστορίας (The Muse of History). Αποκαλεί την ιστορία «μέδουσα του Νέου Κόσμου» και γράφει ότι για τον ποιητή «είναι αυτο-βασανισμός να βλέπει την ιστορία ως γλώσσα, στην οποία περιορίζει τη μνήμη του στα δεινά που υφίσταται το θύμα».

Το ποίημα «Η Θάλασσα είναι Ιστορία» ξεκινάει με τα ερωτήματα «πού είναι τα ηρώα σας, οι μάχες σας; Πού είναι η φυλετική σας μνήμη;», ερωτήματα που απευθύνονται στους αυτόχθονες των νέων χωρών και τις φυλές τους. Ο ποιητής αναλαμβάνει να καθοδηγήσει τους φανταστικούς συνομιλητές του (μαζί με τους αναγνώστες του) στον κόσμο όπου κυρίαρχη είναι η θάλασσα. Μας προσκαλεί όλους (της εποχής του και του μέλλοντος) να βουτήξουμε στον ωκεανό των εικόνων και στο βυθό των συνειρμών με εκείνα τα προστατευτικά γυαλιά (goggles) που θα μας βοηθήσουν να δούμε μία άλλη όψη των πραγμάτων, αλληγορική και πολυσήμαντη με οδηγό την ποίησή του.

Το ταξίδι μέσα σ’ ένα παρελθόν μυθικό με τη συνδρομή της βιβλικής διαλέκτου μας αποκαλύπτει τι μας παρουσιάζεται παραπλανητικά ως ιστορία. Πρέπει να τα ξεπεράσουμε και να δούμε πέρα από αυτά. Η ιστορία δεν είναι οι ταυτότητες και η μάχη μεταξύ τους. Η μάχη είναι τεκμήριο της ιστορίας, αλλά όχι η ίδια η ιστορία. Για να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε από την ειρκτή και απομόνωση των ταυτοτήτων πρέπει να υπάρξει ένα διαλυτικό γι’ αυτές στοιχείο, κάτι που θα μας ενοποιεί όλους σε μια ενιαία αφήγηση. Το στοιχείο αυτό είναι η θάλασσα. Η θάλασσα είναι η ίδια μια αυτοκρατορία, όπως τονίζει ο Walcott σε μία συνέντευξή του. Απέναντί της όλες οι μνήμες είναι κοινές, μνήμες δέους και θαυμασμού. Για να απελευθερωθούμε από τις θραυσματικές αφηγήσεις, τις θραυσματικές ταυτότητες, πρέπει να κάνουμε κριτική στην ιστορία, να υπερβούμε τις ταυτότητες, να αντιλαμβανόμαστε την κοινή κληρονομιά γλώσσας και κουλτούρας που υπερχειλίζει μέσα μας και έξω μας καταργώντας κάθε σύνορο και διαχωριστική γραμμή.

Η θάλασσα είναι ιστορία[2]

Πού είναι, μάρτυρες, τα ηρώα σας, οι μάχες σας;
Πού είναι η φυλετική σας μνήμη; Κύριοι ,
είναι σ’ αυτή τη γκρίζα αψίδα.  Τη θάλασσα. Η θάλασσα
τα κλείδωσε μέσα της. Η θάλασσα είναι Ιστορία.

Πρώτα ήταν το σκάρτο καύσιμο,
βαρύ σαν χάος·
έπειτα, σαν φως στο τέρμα της στοάς,

το φανάρι μιας καραβέλας,
κι αυτό ήταν η Γένεση.
Και ήρθαν ύστερα οι στριμωγμένες κραυγές,
τα σκατά, οι στεναγμοί :

Έξοδος.
Κόκαλο με κόκαλο τα έσμιξε το κοράλι,
επένδυση ψηφιδωτή
που ευλόγησε ο ίσκιος των καρχαριών,

αυτή ήταν η Κιβωτός  της Διαθήκης.
Και ήρθε από τα ξηλωμένα καλώδια
του ηλιακού φωτός πάνω στον θαλάσσιο πυθμένα

η θρηνητική άρπα της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας,
καθώς οι λευκές κυπραίες μαζεύονταν σαν χειροπέδες
πάνω στις πνιγμένες γυναίκες,

και ήταν αυτά τα ελεφαντένια περικάρπια
του Άσματος του Σολομώντα,
μα ο ωκεανός γύριζε συνεχώς λευκές σελίδες
γυρεύοντας την Ιστορία.
Και ήρθαν οι άντρες με μάτια βαριά σαν άγκυρες
που βυθίστηκαν χωρίς τάφους,

μπριγάδες που τσίκνιζαν βοοειδή,
παρατώντας τα καψαλισμένα τους πλευρά σαν φοινικόφυλλα στην ακτή,  
και ήρθαν τα αφρισμένα από λύσσα σαγόνια

του παλιρροϊκού κύματος που κατάπιε το Port Royal,
και αυτό ήταν ο Ιωνάς,
μα πού είναι η Αναγέννησή σας;

Κύριε, είναι κλεισμένη στην άμμο της θάλασσας
πέρα εκεί και πάνω από την υφαλοκρηπίδα που ανταριάζει,
εκεί που πλέουν οι κορβέτες·

έχε τα μάτια ανοιχτά μ’ αυτά τα προστατευτικά γυαλιά, θα σ’ οδηγήσω εκεί ο ίδιος.
Όλα είναι υπαινικτικά κι υποθαλάσσια,
μέσα από κοραλλένιες κιονοστοιχίες,

πάνω από τα γοτθικά παράθυρα των αλκυονοειδών
και ως εκεί που ο επινέφελος, με μάτι σαν από όνυχα,
παίζει τα βλέφαρά του, φορτωμένος τα πολύτιμα πετράδια του, σαν φαλακρή βασίλισσα·

κι αυτές οι σαν βουβώνες σπηλιές με τα βαλανόστρακα
λαξεμένες σαν πέτρα
είναι οι καθεδρικοί μας,

και το καμίνι πριν τους τυφώνες:
Γόμορρα. Κόκκαλα τριμμένα σ’ ανεμόμυλους
που έγιναν μάργα κι αραβοσιτάλευρο,
και αυτό ήταν οι Θρήνοι-
αυτό ακριβώς ήταν οι Θρήνοι, 
δεν ήταν η Ιστορία·

και, σαν κατακάθι στο στεγνό χείλος του ποταμού,
άρχισαν τα  καφετί καλάμια των χωριών
να τυλίγονται και να σχηματίζουν πόλεις,

και το βράδυ, χορωδίες από μυγάκια,
και πάνω απ’ αυτά, οβελίσκοι
να λογχίζουν το μέρος του Θεού
όπως όρισε ο υιός Του, κι αυτή ήταν η Νέα Διαθήκη.

Κι ακολούθησαν οι λευκές αδελφές χειροκροτώντας
την εξέλιξη των κυμάτων,
κι αυτή ήταν η Χειραφέτηση-

αγαλλίαση, ω αγαλλίαση-
που έσβηνε γοργά
καθώς στέγνωνε στον ήλιο η θαλάσσια δαντέλα,

αλλά ετούτο δεν ήταν η Ιστορία,
αυτό ήταν μόνο η πίστη,
και ύστερα κάθε βράχος κομματιάστηκε στο δικό του έθνος·

κι έγινε η σύνοδος των μυγών,
και ήρθε ο ερωδιός με καθήκοντα γραμματέα,
και ο βουβαλοβάτραχος κοάζοντας για μία ψήφο,

πυγολαμπίδες με λαμπρές ιδέες
και νυχτερίδες σαν πρέσβεις αεριωθούμενοι
και οι μάντισσες σαν αστυνομία σε χακί,

και οι χνουδωτές κάμπιες των δικαστών
εξετάζοντας κάθε υπόθεση προσεκτικά,
και ύστερα στα σκοτεινά αυτιά της φτέρης

και στ’ αλμυρά κρυφόγελα των βράχων
με τις θαλάσσιες λίμνες τους, έφτασε ο ήχος
σαν ψίθυρος χωρίς ηχώ

της Ιστορίας, που άρχιζε στ’ αλήθεια.

Μετάφραση : Εύη Μανοπούλου

 


[1] Ενδιαφέρουσα ανάλυση στο άρθρο του Manash Firaq Bhattacharjee, «The Problem of Memory : Reading Derek Walcott’s “Muse of History”»


Ημ/νία δημοσίευσης: 18 Ιανουαρίου 2022