Εκτύπωση του άρθρου
ΧΑΒΙΑΡΑΣ ΣΤΡΑΤΗΣ

ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Πάει καιρός που έφυγες από το σπίτι. Ήταν μια από κείνες τις σπάνιες
μέρες, τις τόσο φωτεινές και οδυνηρές στο δεύτερο μισό του χειμώνα,
του αιώνα, του άβακα. Πάει καιρός που έφυγες από το σπίτι, και το σπίτι
ερήμωσε. Καλά, αυτό μπορεί να είναι υπερβολή. Το σπίτι ερήμαξε. Μπα.
H αλήθεια είναι ότι το σπίτι δε φοβάται πια μόνο του. Τις προάλλες
πέσανε απ’ την άκρη της σκεπής δυο κεραμίδια κι ο λεκές ενός
καινούργιου νησιού χαρτογραφήθηκε στο ταβάνι. Ο καλυμμένος χώρος
παραμένει ακατοίκητος. Ο ακάλυπτοςτο ίδιο. Όμως ακόμα και ύστερα
από τόσον καιρό, αν παραμερίσεις τσουκνίδες, παπαρούνες ή άγρια
ξανθά χορτάρια και ξύσεις το έδαφος, μπορεί να βρεις μολύβια,
σκουριασμένα κλειδιά, λεπτά κέρματα, μια πορσελάνη αρώματος
Αδυναμία, ή Αδημονία, μια διάθεση να ονειρευτείς με μισόκλειστα μάτια
– όνειρο μέσα σ’ όνειρο που επεκτείνει τον ακάλυπτο στον καλυμμένο:
τη ροδιά στο υπνοδωμάτιο, την κερασιά στο σαλόνι, τις τριανταφυλλιές
στο λουτρό, το πηγάδι στην κουζίνα, το βασίλειο του βασιλικού στο
γραφείο σου. Άλλο η διάθεση να ονειρευτείς κι άλλο η ανάγκη σου να
αφήσεις το όνειρο, να ρίξεις πέτρα στην αυλή, ν’ αρχίσεις να δουλεύεις
με σκληρές, ανοξείδωτες λάμες. Πολυτεχνίτης άνοιξη και θέρος,
σπιτόγατος κι ερημοσπίτης στο κρύο. Τη νύχτα της πιο φωτεινής και
οδυνηρής ημέρας στις αρχές του χειμώνα, του αιώνα, τα άστρα
τρεμοπαίζουνε στο μπλάβο ψύχος λαμπερά, αιχμηρά, και περίτεχνα.

Χαβιάρας Στρατής

Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Ιουνίου 2009