Εκτύπωση του άρθρου

 

                                    
                                     “Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε”  
                                      Καβάφης
                                      
Η διαφορετικότητα εμφανίζεται ως γενετικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους από τις απαρχές του στη γη. Στις μυθολογίες του κόσμου, οι δύο πρώτοι άνθρωποι των δημιουργών θεών είναι ήδη διαφορετικοί μεταξύ τους- ένας άνδρας, μια γυναίκα. Όταν αργότερα σχηματίζονται οι πρώτες κοινωνίες, ριζώνουν και  οι προκαταλήψεις και οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα μέλη τους που συχνά οδηγούν σε βιαιότητες και συγκρούσεις. Στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης θα περίμενε κανείς, λόγω της ανοιχτής πλέον επικοινωνίας όλων με όλο τον κόσμο, να υπήρχαν πιο αισιόδοξες προοπτικές. Ωστόσο οι διακρίσεις εις βάρος ατόμων ή  ομάδων άλλης φυλής, εθνότητας, θρησκείας ή άλλου φύλου, άλλου σεξουαλικού προσανατολισμού, μορφωτικού επίπεδου και άλλων, δεν φαίνεται να υποχωρούν. Ακόμα και στις μέρες μας, εκφράζονται ή συγκαλύπτονται ανά τον κόσμο φοβικές πεποιθήσεις με μεταλλαγμένους κανόνες, νέα τείχη, γκέτο και αδιέξοδα που προσβάλλουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. 

Ταραχές στο Μπατόν Ρουζ
 
Τα σώματα μας κινούνται με σκούρο μελανί αίμα. Ή αλλιώς
Αυτό λιμνάζει στις γραμμές του πεζοδρομίου.
Μπορεί να πει κανείς πως η αγάπη είναι μια γλώσσα που
Λίγοι την ασκούν, αλλά όλοι, ή σχεδόν όλοι την μιλούν;
Ακόμα και οι άνδρες με τις μαύρες πανοπλίες, αυτοί
Που τρίζουν χειροπέδες και κλειδιά,  γιατί 
Να ‘ναι τόσο φουριόζοι εναντίον, αν όχι για της αγάπης τη λεπίδα
Καθώς ζυγιάζει τον οικείο της καρδιάς ιστό; 
[…]

Τρέισι Κ. Σμιθ  
 Wade in the Water, 2018, μετάφραση Μάρω Π.

Αυτοί οι στίχοι της  Αφρο-Αμερικανίδας ποιήτριας Τρέισι Κ. Σμιθ αναφέρονται στη διαμαρτυρία Αφρο-Αμερικανών (2016), έξω από  Αστυνομικό  Τμήμα του  Μπατόν Ρουζ, πρωτεύουσα της Λουϊζιάνα. Αστυνόμος του τμήματος είχε σκοτώσει  συμπατριώτη τους με πολλαπλούς, σχεδόν εξ επαφής, πυροβολισμούς. Η Τρέισι Κ. Σμιθ είναι καθηγήτρια Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον.  «Τα ποιήματα μπορούν να μας κάνουν μεταξύ μας λιγότερο ξένους», δηλώνει σε συνέντευξη της στην Washington Post's Book World . (You Tube: Staying Human: Poetry in the Age of Technology, Παραμένοντας Άνθρωποι: η Ποίηση στην Εποχή της Τεχνολογίας) 2018.

Η ποίηση διαχρονικά  συμπορεύεται με την ελευθερία. Αν και συνυφασμένη άρρηκτα  με την ανθρώπινη φύση, μπορεί ενσυναίσθητα να εκφράζει τα ανθρώπινα πάθη  και βιώματα μακριά από κανονισμούς, δογματισμούς και προκαταλήψεις. Με αυτή την προδιάθεση αποδέχεται και τη διαφορετικότητα μεταξύ των ανθρώπων. Υπερβαίνοντας κοινωνικές αντιφάσεις και οριοθετημένες ταξινομήσεις,  προσβλέπει  στην ισότιμη συνύπαρξη του εγωιστή Εαυτού και του διαφορετικού Άλλου. Και αν το ύφος κάποιων ποιημάτων της είναι επιθετικό ή σκληρό, είναι γιατί οι ποιητές τους έχουν βαθιά πληγωθεί.


Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες

[…]
Αλήθεια –των αδυνάτων αδύνατο–
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου
– το εφήμερο της παράλογης ζωής του –
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
– γιομάτοι μίσος – διαφορές
σε χρώμα δέρματος, φυλή, θρησκεία…

Νίκος Εγγονόπουλος
Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες, 1978

Η ατομική ελευθερία είναι θεμελιώδες δικαίωμα για τον υπερρεαλιστή  Εγγονόπουλο. Η όποια παραβίαση της τον εξοργίζει. Την στιγματίζει και την καταγγέλλει με στόχο να αφυπνίσει τον συνομιλητή του, τον αναγνώστη του, την κοινή γνώμη. Είναι η ποιητική στάση του απέναντι σε στερεότυπα και προκαταλήψεις που επιζητούν την κοινωνική ανισότητα.
          
Νόησις   

Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος --
πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των
Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες....
Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε.

Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο
μορφόνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,
σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.

Γι' αυτό κ' η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.
Κ' οι αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν' αλλάξω
διαρκούσαν δύο εβδομάδες το πολύ.

Κ. Καβάφης,  1918

Ώριμος πλέον ο  ποιητής κατανοεί ότι η αποκλίνουσα σεξουαλικότητα του που τον βασάνιζε με τύψεις και μεταμέλειες στη νιότη του, διαμόρφωνε παράλληλα και εμπλούτιζε την ποιητική γραφή  του. Σε αντίθεση με το παρελθόν, ο ενοχικός  Εαυτός αναγνωρίζει πλέον τον Άλλον του ως εμπνευστή του και τον αποδέχεται. Η υπέρβαση των μεταξύ τους διαφορών συντελείται μέσω της  ποίησης. 

Μετανάστες 

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο
κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα…
[…]
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.  (1937)

Μπέρτολτ Μπρεχτ
Ποιήματα,  μετάφραση Μάριος Πλωρίτης

Ο σημαντικός Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής Μπρεχτ αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα του υπό το Χιτλερικό καθεστώς, που τον αποκήρυξε ως αδιάλλακτο εχθρό, έκαψε τα βιβλία του και αφαίρεσε την ιθαγένεια του. Για τον Ναζισμό ήταν ό απειλητικός Άλλος. Ωστόσο, ο ίδιος αισθανόταν ως Άλλος και στις χώρες υποδοχής του στη Σκανδιναβία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τόπους «εξορίας» τους κατονομάζει στο ποίημα του και τον εαυτό του «αυτοεξόριστο». Γεγονός πάντως είναι ότι  μεταξύ 1937 και 1945  έγραψε  τα σπουδαιότερο έργα του.  Στην πατρίδα του γύρισε το 1949. 
 

Εμιγκρέδες της Ρουμανίας 

Ένα μεσημέρι, σκυφτή κι ανώνυμη,
μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους
μιας πολυκατοικίας,
τους άκουσα να μιλάνε ρουμάνικα.
Καθώς ανέβαινα με το ασανσέρ...
...να μιλάνε ρουμάνικα.
Και τότε τραγούδησα:
''Πόσο μ' αρέσει
ν' ακούω τους ανθρώπους
ν' ανεβαίνουν με το ασανσέρ
και να μιλάνε ρουμάνικα...''
Εμιγκρέδες της Ρουμανίας,
πιθανότητες ευτυχίας,
στην περιοχή της Αμερικάνικης πρεσβείας...

Λένα Πλάτωνος, 1985

Κοινωνική διαφοροποίηση του μετανάστη Άλλου προέρχεται και από την αίσθηση που προκαλεί η παρουσία του στους γηγενείς της χώρας υποδοχής του.  Συνήθως είναι  αρνητική, αντίθετα με τους φιλικούς στίχους της Λένας Πλάτωνος στο ομότιτλο τραγούδι της. Παράλληλα, η αναφορά της στην περιοχή της Αμερικάνικης πρεσβείας υπαινίσσεται μάλλον την παρουσία και ενός άλλου είδους μεταναστών.

Για την Αποκατάσταση του Μαύρου

Άσπρη είναι η αρία φυλή
η σιωπή / τα λευκά κελιά  
το ψύχος / το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών. 
τα νεκροσέντονα / η ηρωίνη
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου 

Κατερίνα Γώγου
Το Ξύλινο Παλτό, 1982

Η λευκή Άλλη, μέσα στη λευκότητα της άριας φυλής της, υπερασπίζεται ποιητικά την διαφορετικότητα  που αισθάνονται συνάνθρωποι της που ζουν στο περιθώριο του Αθηναϊκού αστικού  τοπίου. Αγωνίστρια ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας, ακτιβίστρια υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αυτόχειρας, η Κατερίνα  Γώγου επιβεβαιώνει με την ποίηση της την αγωνία του κοινωνικά αιρετικού Άλλου να υπάρξει στον ίδιο του τον τόπο.

Καπνισμένο Τσουκάλι 

[…]
Η Καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι 
που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά
που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς
για τους ξωμάχους, για τους περατάρηδες…
 […]
Τούτες τις μέρες, ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στη ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος...

Γιάννης Ρίτσος 
Καπνισμένο Τσουκάλι,  1948-49

Τα ποιήματα της συλλογής Καπνισμένο Τσουκάλι γράφτηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων της Λήμνου, σε περίοδο εμφυλίου πολέμου. Το συρματόπλεγμα, ως σύμβολο και πραγματικότητα στο ποίημα,  οριοθετεί τον χώρο εγκλεισμού των Άλλων, εγγυάται το απαράβατο των ορίων, χωρίζει τους «κυνηγημένους» εσώκλειστους από τους ελεύθερους ανθρώπους. 


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

[… ]
Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι
και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα 
και δε γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς, Εσύ
Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι 
                         και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις
ἡ μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη νά 'ναι
                        και να μείνει αυτή.

Οδυσσέας Ελύτης
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ- Η Γένεσις,  1959              

Άξια εστί η διαφορετικότητα του Άλλου γιατί μέσα από αυτήν μπορούμε να προσδιορίσουμε τον Εαυτό μας. Ο Άλλος άνθρωπος δεν είναι  Άλλος από εμάς, έχει απλά μιαν άλλη ταυτότητα. Καμιά ταυτότητα δεν είναι δεδομένη εκ γενετής ή διατηρητέα. Διαμορφώνεται κατά τη  συνύπαρξη της με τις  άλλες ταυτότητες σε σχέση με τις υπάρχουσες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Η γνήσια ποίηση,  υπεράνω κάθε μέσου και μέτρου στέρησης της ατομικής ή κοινωνικής ελευθερίας, δημιουργεί ανοίγματα προς το διαφορετικό,  περάσματα από τον χώρο του προς το οικείο  και από τον χώρο του οικείου πάλι προς το διαφορετικό. Στην σύγχρονη εποχή μας όπου όλα σαν ετοιμόρροπα τρίζουν, χρειάζεται όσο ποτέ να υπάρξουμε με όλους  τους Άλλους, ως συμπολίτες του ίδιου κόσμου. Αν θέλουμε να γνωρίσουμε πραγματικά αυτόν τον  ”Αιέν κόσμο, τον μικρό, τον Μέγα,”  κατά τον ποιητή. 

Μάρω Παπαδημητρίου

 

 

 

Από την ίδια της τη φύση η ποίηση είναι ιδιαίτερη. Μια άλλη αντίληψη της γλώσσας που ξεφεύγει από την τρέχουσα φυσική επικοινωνιακή και χρησιμοποιεί μεθόδους μεταφορικούς, συμβολικούς, μαγικούς, μουσικούς για να μεταδώσει κάτι που δεν το πιάνει εύκολα ο νους και η αίσθηση. Ο Μπωντλαίρ, άλλωστε, ορίζει την ομορφιά σαν κάτι bizarre, κάτι παράξενο : Le beau est toujours bizarre.

Η ομορφιά με την ευρύτατη έννοιά της είναι η βάση και ο άξονας ολόκληρης της τέχνης, άρα και της ποιητικής τέχνης. Και το παράξενο δεν είναι μακριά από το ιδιαίτερο, το ιδιόμορφο. Ενώ ο Ρεμπώ θέλει τις αισθήσεις να εκτρέπονται από κάθε κανόνα, για να μπορέσουν να συλλάβουν αυτό το κάτι ανέφικτο, ασύλληπτο, ανέκφραστο, δηλαδή την αληθινά αυθεντική ποίηση, που δεν περιγράφει ούτε εκφράζει αλλά αποκαλύπτει και αποτυπώνει νέες πραγματικότητες.

Ωστόσο η ιδιαιτερότητα της ποίησης ή της ομορφιάς δεν είναι ιδιορρυθμία. Δεν είναι άρνηση της κανονικότητας, αλλά παρέκκλιση από την κανονικότητα προς την κατεύθυνση μιας κανονικότητας άλλης τάξεως, άλλης ποιότητας. Ανώτερης και ευρύτερης, πνευματικής, που δίνει νόημα στη ζωή και την επιστρέφει στη μυστική της πρώτη αξία ( Σικελιανός). Μια διαρκής υπέρβαση για χάρη του πιο συμβατού με την πνευματική αντίληψη του κόσμου, πέρα από τη φυσική-βιολογική.  

Πολλοί ποιητές ωστόσο εξέφρασαν ιδιαίτερες, εκκεντρικές πτυχές της ζωής και της ψυχής. Όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε που βασίστηκε στο μυστήριο και τον τρόμο, ο Μπωντλαίρ που ύμνησε και εξιδανίκευσε το Κακό και το περιθώριο, ο Καβάφης που αξιοποίησε ιστορίες και πρόσωπα, έρωτες και καταστάσεις της αλεξανδρινής παρακμής. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και άλλους πολλούς.  Ποιος όμως εκτός από την τέχνη θα μπορούσε να ασχοληθεί με αυτές τις απόμερες περιοχές του ψυχισμού, του ερωτισμού και της κοινωνίας και να μιλήσει γι’ αυτές μπροστά στα μάτια των «ακμιακών» και των «κανονικών» για να καταγγείλει την υποκρισία, να αποκαλύψει  την ουσία, να προκαλέσει το δέος και την ταραχή που συμβάλει στην αφύπνιση της  συνείδησης  ; Ο Οιδίπους και η Μήδεια δεν είναι πρόσωπα της μεσότητας του κοινωνικού και του ανθρώπινου κανόνα. Είναι ιδιαίτερες ακραίες περιπτώσεις, φρικτές, αποτρόπαιες, αλλά και ιερές γιατί αυτές μόνο τολμούν και τραγικά «παραδειγματίζουν».

Άλλωστε, οι Αρχαίοι δεν ξέρω αν μιλάνε πουθενά για ιδιαιτερότητα. Αφού κάθε ιδιαιτερότητα ήταν γι’ αυτούς μια αφορμή για να πλάσουν έναν καινούργιο μύθο. Μέσα από τη διαδικασία της Μεταφοράς, την κατεξοχήν ποιητική διαδικασία, μετουσίωναν ο,τιδήποτε ξέφευγε από τον φυσικό κανόνα σε μια παραμυθένια οντότητα, θεϊκής τάξεως, που πλούτιζε το πάνθεον της μυθολογικής βίβλου με μια ακόμα μαγική ιστορία μεταμόρφωσης και ωραιότητας, βασισμένης ακόμα και στη φρίκη. Και μόνο αυτό είναι η πιο σαφής απόδειξη της στενής σχέσης ιδιαιτερότητας και ποίησης που δεν χρήζει περαιτέρω ανάπτυξη. Αφού η Ομορφιά , σύμφωνα με τον Ρίλκε, δεν είναι παρά η αρχή του τρομερού.

Στρατής Πασχάλης

 

 

Η έκρηξη που σημειώθηκε την τελευταία τριακονταετία στον χώρο της νέας ελληνικής ποίησης, με την εμφάνιση και την κυκλοφορία πολλών πρωτόλειων ποιητικών έργων, σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη, ίσως μάλιστα περισσότερο εντατικοποιημένη, επανεμφάνιση παλαιότερων ποιητών με νέες ποιητικές συλλογές, διαμόρφωσε ένα πολυσύνθετο ποιητικό σκηνικό, μία αξιοσημείωτη πολυφωνία που εγείρει αξιώσεις μελέτης για τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη, εν προκειμένω η τέχνη της ποίησης, λειτούργησε σαν πόλος έλξης ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων που θέλησαν να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν στους εκφραστικούς της τρόπους. Οι τρόποι αυτοί, μάλιστα, φαίνεται πως αποτέλεσαν ένα ευρύ πεδίο πειραματισμού, αφού, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η ποίηση μετήλθε και δοκίμασε διάφορες μορφές και μορφοποιήσεις που, τα προηγούμενα χρόνια, ήταν σχεδόν αδύνατο ή αδιανόητο να σκεφτεί κανείς πως θα μπορούσαν να συν-εμφανιστούν και να συνυπάρξουν.

Πιο συγκεκριμένα, σχεδόν ταυτόχρονα, πλάι στον ελεύθερο στίχο, που διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος στη σύγχρονη ποίηση, εμφανίζονται ποιήματα που προσεγγίζουν ή προσιδιάζουν στη λεγόμενη ελευθερωμένη στιχουργία - σε μία μορφή δηλαδή που κινείται ανάμεσα στην παραδοσιακή και την ελευθερόστιχη ποίηση - ποιήματα γραμμένα σε παραδοσιακές μορφές και φόρμες, αλλά και πεζο-ποιήματα, ποιητικές δηλαδή συνθέσεις σε πεζό λόγο που, κατά κάποιον τρόπο, «ακυρώνουν» τον στίχο ως δομική μονάδα του κειμένου, όχι, όμως, και τον ρυθμό που παραμένει ποιητικός και διατηρεί την καταγωγή και την εξάρτησή του από την ποιητική τέχνη και τεχνική. Οι τέσσερις αυτοί προσανατολισμοί και οι αντίστοιχες εκφραστικές κατευθύνσεις εμφανίστηκαν σε διαφορετικό χρόνο μέσα στην ελληνική ποιητική πραγματικότητα, με καθεμία από αυτές να αποτελεί σταθμό στην πορεία της ποίησης και στον τρόπο με τον οποίο αυτή εξελίχθηκε και απέκτησε τη δική της ιστορία και θεωρία. Τώρα, όμως, για πρώτη φορά, εμφανίζονται όλες μαζί να λειτουργούν παράλληλα ή παράπλευρα και να διεκδικούν, η καθεμία για λογαριασμό της, τη θέση μίας ποιητικής, μιας αντίληψης δηλαδή με την οποία πρέπει να υπάρχει και να υπηρετείται η τέχνη και ο λόγος. Παρά το γεγονός πως οι τέσσερις αυτές αναδεικνούμενες πτυχές της σύγχρονης ποίησης, σε ό,τι αφορά τη μορφοποίηση του ποιητικού κειμένου, παρουσιάζονται ως πρωτοβουλίες ή προτάσεις που δείχνουν ένα και μοναδικό δρόμο για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει και μπορεί να τεχνουργείται το ποίημα, στην πραγματικότητα σφραγίζονται από τη βαθιά γνώση, την συνειδητοποίηση ότι αποτελούν μία και μόνη εκδοχή, η οποία κερδίζει την αυτοτέλεια και την αυτονομία της ακριβώς επειδή συνυπάρχει, συντονίζεται και εξελίσσεται μαζί με τις άλλες.

Πρόκειται, στην ουσία, για μια πρωτόφαντη και πρωτοφανή διεύρυνση των όρων και των ορίων της ποιητικής τέχνης που, για πρώτη φορά, ανοίγει και ανοίγεται τόσο, ώστε να αποτελέσει ένα ευρύ και εκτεταμένο πεδίο πειραματισμών και δοκιμών σε νέους τρόπους, νέους ποιητικούς τόπους και νέες μεθόδους. Η άμβλυνση αυτή του ποιητικού πεδίου έρχεται για να επικυρώσει μία απελευθέρωση που η ίδια η ποίηση πρωτίστως είχε ανάγκη, μία ανάγκη που προκάλεσαν και, ταυτόχρονα, κλήθηκαν να ικανοποιήσουν οι θεράποντές της. Θα ήταν εύκολο και εύλογο, συγχρόνως, όμως, βιαστικό, να ισχυριστεί κανείς ότι η διαφορετική έκφραση, η σύσταση και η συγκρότηση κάθε ποιητικής ιδιοπροσωπίας και «φωνής» υπήρξε αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών και παρορμήσεων, συνέπεια της επιθυμίας των ποιητών να αναγνωρίσουν το ιδιαίτερο ποιητικό τους στίγμα και να αναγνωριστούν μέσα από αυτό. Η επικράτηση της μορφικής αυτής ποικιλομορφίας, όμως, φαίνεται πως υπήρξε πολύ περισσότερο μία ενδόμυχη επιθυμία και ένα εσωτερικό κέντρισμα που προήλθε από την ίδια την ποίηση η οποία, με αυτόν τον τρόπο, θέλησε να καθρεφτίσει και να αναπαράγει την εγκόσμια κοινωνική ανάγκη για την αποδοχή και την ένταξη του διαφορετικού μέσα στους κόλπους της. Γιατί αν η ποίηση είναι ένας τρόπος εναγκαλισμού του κόσμου και, μέσω αυτού, μία προσπάθεια για την αναμόρφωσή του, αντιλαμβάνεται κανείς τον λόγο που αυτό το άνοιγμα της ποίησης σε νέους ορίζοντες και νέες προοπτικές πραγματοποιήθηκε με τέτοιο θάρρος και τέτοια επίγνωση της αναγκαιότητας και της καίριας και καταλυτικής του σημασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι όλη αυτή η στροφή ή η αλλαγή πλεύσης στο ποιητικό τοπίο συνοδεύτηκε από το αίτημα για μία κοινωνική αναμόρφωση και αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο γίνονταν αντιληπτό το διαφορετικό και οι συνιστώσες του. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για έναν ευτυχή αντικατοπτρισμό μιας κοινωνικής επιταγής πάνω στην ποιητική λειτουργία και δημιουργία, ένα είδος «ηχούς» που εκκινεί από την ποιητική πράξη και πρακτική, φιλτράρεται μέσα από την αντίστοιχη κοινωνική, για να επιστρέψει πάλι πίσω στην ποίηση.

Αν, ωστόσο, μείνει κανείς σε αυτή την πρώτη ερμηνεία, θα αντικρίσει το όλο ζήτημα μονόπλευρα και, σε μεγάλο βαθμό, μονοδιάστατα. Γιατί μια τέτοια εξήγηση ούτε αρκετή είναι, ούτε μπορεί να αποδώσει τη συνθετότητα και την πολυπλοκότητα του φαινομένου η οποία απορρέει ξεκάθαρα από τη φύση και τη λειτουργία της τέχνης, από τη στιγμή που αυτή δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στην αναπαραγωγή κοινωνικών αιτημάτων και δεδομένων, αλλά στην κυριολεξία τα προκαλεί, τα γεννά και τα παράγει. Με άλλα λόγια, το αίτημα για την αποδοχή της διαφορετικότητας, της μορφικής διαφορετικότητας, εν προκειμένω, μέσα στην ποίηση, με την αρμονική συνύπαρξη των διάφορων σχολών, ρευμάτων, κινήσεων, επιλογών ή προτάσεων, αλλά και η πραγμάτωσή του κατά τρόπο φυσικό και αβίαστο, έτσι ώστε να μην εγείρει ακόμα και την πιο διακριτική διαφωνία, διάσταση ή ένσταση, λειτούργησε, κατά τρόπο υποδόριο και κρυπτικό, σαν προτύπωση αυτού που θα αποτελούσε ένα ευρύτερο κοινωνικό αίτημα, πάγιο και επιτακτικό. Η ισχύς, βεβαίως, αυτής της υπόθεσης προϋποθέτει την αποδοχή της άποψης που θέλει την πνευματική κίνηση και ζωή, τα τεκταινόμενα στον χώρο της τέχνης να προηγούνται και να προετοιμάζουν την κοινωνική και την εν γένει ανθρώπινη συνθήκη. Αν, λοιπόν, εκκινήσει κανείς από την άποψη αυτή, η οποία άλλωστε επιβεβαιώνεται από την ιστορία της τέχνης και των ιδεών, θα μπορέσει να αποδεχθεί τη θεώρηση αυτή ως έγκυρη και ορθή, ακόμα κι αν μοιάζει κάπως τολμηρή ή παρακινδυνευμένη.

Με την προϋπόθεση, επομένως, ότι η ποίηση είναι ο χώρος όπου πρώτα συντελείται η απελευθέρωση και οι όποιες αλλαγές, αλλά και ο χρόνος κατά τον οποίο εμφανίζονται τα πρώτα σημεία ενός ανοίγματος σε νέες μορφές και νέους εκφραστικούς τρόπους, νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει ότι, τελικά, αυτό που συνέβη στην κοινωνική πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια, η εστίαση, δηλαδή, του ενδιαφέροντος στη διαφορετικότητα, στο σεβασμό και την ανάδειξή της ως κατάκτηση του ανθρώπινου πνεύματος, είναι αποτέλεσμα και προϊόν τέχνης, είναι ένα αληθινό καλλιτεχνικό δημιούργημα, ένα στην κυριολεξία «ποίημα». Η μορφή, άλλωστε, αποτέλεσε πάντα ένα είδος γέφυρας για την επικοινωνία του καλλιτέχνη με το κοινό του, υπήρξε ανέκαθεν η άμεση και οικεία πλευρά του έργου τέχνης, το στοιχείο εκείνο που γίνεται με άκρα ευθύτητα αντιληπτό από τον αποδέκτη. Πάνω στη βάση αυτή, είναι λογικό η ποικιλομορφία, οι διαφοροποιήσεις και οι ποικίλες εκδοχές να προσφέρουν την πρόκληση της αναπαραγωγής τους στην κοινωνία με τους όρους που η τέχνη θέτει και, μάλιστα, με τον βασικότερο από αυτούς, την προάσπιση, δηλαδή, της ελευθερίας του καλλιτέχνη για τη διάνοιξη νέων δρόμων και δυνατοτήτων καλλιτεχνικής έκφρασης, κυρίως, όμως, την αρμονική συνύπαρξη και ένταξη του επιμέρους και του διαφορετικού στο σύνολο σώμα της ποίησης, στο ποιητικό σύμπαν που είναι γοητευτικό, ελκυστικό και όμορφο, ακριβώς επειδή είναι πολύμορφο.  

Ευσταθία Δήμου

 

 

Je est un autre
           (Arthur Rimbaud, Lettre du voyant)

O ποιητής ασπάζεται περιπαθώς την ετερότητα. Το ποιητικό εγώ είναι ένας άλλος καθώς γίνεται ένας άλλος... Πολλαπλές περσόνες, πραγματικές και επινοημένες, επιτρέπουν στο ποιητικό/αφηγηματικό υποκείμενο αυτή του τη μεταμόρφωση, στον τόπο όπου όλα μπορούν να συμβούν: τον τόπο par excellence αυτής της συνάντησης με τον Άλλον: το ποίημα. Παραφράζοντας μάλιστα τον Ρεμπώ θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε Je est l' autre. O ποιητής δεν είναι απλώς ένας, είναι ο άλλος, ο οποιοσδήποτε άλλος υπαγορεύει κάθε φορά η ποιητική συνθήκη. 

***
Βαδίσαμε στα τυφλά
ψαύοντας το κενό
γεμάτοι
νάμεσα στα ξόανα που ασκήτεψαν.

Φορέσαμε το φυλαχτό τους.

[...]

τώρα καταλαβαίνουμε
τι μάς εχώρισε από τα πουλιά
απ' τον αέρα τι μας χώρισε

πόσο μάς βάρυνε
ένα γραμμάριο φυλαχτό.

               (Γιάννης Βαρβέρης, Σώμα μισό)

Αν η οικουμενικότητα είναι μια έννοια που ταιριάζει στην ποίηση, καταλαβαίνουμε πως ο άλλος γίνεται εδώ στοιχείο ταυτοτικό. Το ποίημα  συνιστά την κατεξοχήν ετεροτοπία. Τον χώρο της επικράτειας του άλλου που γίνεται έτσι στοιχείο του εγώ. Ενός εγώ που επιζητεί να απευθυνθεί σε ένα εσύ. Προσωπικά ή συλλογικά, υποκείμενο και αντικείμενο ανταλλάσουν επιστολές μίας πλατωνικής φιλίας. Το κενό γεμίζει από την παρουσία του άλλου. Το σώμα, μισό, φορώντας τον άλλο, αναγνωρίζοντας στην παρουαία τού άλλου το άλλο του μισό, επιθυμεί την ακεραίωσή του. Στον αντίποδα του νιτσεϊκού υπερανθρώπου ή της σαρτρικής κόλασης, η παρουσία του άλλου γίνεται φυλαχτό, το βάρος του οποίου δένει το εγώ στη γη, ως υπόμνηση διαρκής της ανθρωπινότητάς του. Με τη θυσία αυτή, του κομματιού εκείνου που θέλει να γίνει πουλί, με την πλήρη ανάληψη της ανθρωπινότητας, το εγώ, με το ελαφρύ φορτίο, κατακτά τον ουρανό...

***

Σε είδα: ήσουν εσύ,
με την επιστήμη σου καίρια εκτεθειμένη στη σφαγή,
χωρίς αγάπη, χωρίς Χριστό. Σκότωνες πάλι,
[...]
όπως τη μέρα
που ο ένας αδελφός είπε στον άλλο:
«Ας πάμε στους αγρούς».
[...]
Λησμονείστε, παιδιά μου, τα νέφη του αίματος
ανυψωθείτε από τη γη, ξεχάστε τους προγόνους.

               (Salvatore Quasimodo, Άνθρωπε του καιρού μου, μτφρ. Θ. Κουτλής)


Στέκεται εκεί για όλη την ανθρωπότητα: η ζωή του αγίου, το έργο του ποιητή. Ο ποιητής και ο άλλος, μαζί, είναι η ποίηση.  Και ο άλλος είναι ο αυτοσκοπός της ποίησης, αφετηρία θεμελιακή και έσχατος σκοπός, γεννήτωρ και γεννητός μαζί. Η ποίηση είναι ο όλος, ο ακέραιος άνθρωπος. Είναι η ψυχή στο σώμα του κόσμου. Η εξανθρωπιστική δύναμη, όπως ο George Santayana την ορίζει, δύναμη που ανυψώνει τον ένα στο ύψος του άλλου αδελφού, για να τους δείξει πως είναι oι δυο τους ένας, αυτός, ο ίδιος. Και όταν κάποτε η ετερότητα γίνεται απειλή πανδημική, ο ποιητής γίνεται ο μάγος του κόσμου, παρηγορεί και θεραπεύει, χαρίζοντας τον εαυτό του και κατακτώντας έτσι εαυτόν και αλλήλους. Ο ποιητής, αυτός ο άλλος.

Σάρα Θηλυκού

 

 
                      

 

                                                                                      «Άρα δύο τα σκοτάδια»
                                                                                          (από το βιβλίο, σελ. 28)

1.Εισαγωγή στην αυταξία της ποιητικής Πράξης.

Πρώτη δημοσίευση σε ειδικό τετρασέλιδο για το 1821 των Αναγνώσεων της Αυγής στις 23 Μαρτίου 2007. Τον Μάρτιο του 2020 κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις του Σάμη Γαβριηλίδη. Κατανοώ το εγχείρημα. Μάλιστα, μέσα στα χρόνια επέστρεψα για να διαβάσω ρίγος. Αυθεντικό αποτύπωμα ορμής κυρίαρχου λόγου. Αδιάπτωτος ρυθμός. Λογικά και εξωλογικά στοιχεία συναρθρώνουν έννοιες ουσίας. Από μια άποψη λογίζεται οντολογικό μανιφέστο σε ποιητική μορφή. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εν ολίγοις καθίσταται τόπος. Η ποίηση ξαναγράφει το γεγονός, εμβαθύνοντας στο όλον. Δεν ερμηνεύει. Αξιοποιεί το πολλαπλό πεδίο σημασιών. Η γραφή καθίσταται θήκη των μηνυμάτων. Και βεβαίως των συμφραζομένων τους.

    Η ιδιαίτερα εύγλωττη προμετωπίδα, ένα δίστιχο του Louis Antoine Léon de Saint-Just: «Dans la vertu l'audace se ranime,/Et la faiblesse est compagne du crime». Από την πρώτη κιόλας ματιά συγκρατείται, εκτός των άλλων, η λέξη «έγκλημα». Το δε όλον επισημαίνει εμμέσως πλην σαφώς ότι ο φορέας – Αρχάγγελος της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, παρίσταται διαχρονικά σταθερός συνομιλητής δημιουργών λόγου. Όπως ακριβώς παραμένει αμετακίνητος από το επιβλητικό βάθρο στο Πάνθεον των Παρισίων, ενώ άλλοι έχουν πανηγυρικά αποσυρθεί. O ενδεικτικός πρώτος στίχος από το γαλλικό κείμενο, το οποίο βεβαίως εννοείται, έχει ως εξής: «Le cœur de l'homme est l'énigme du Sphinx», ήτοι «η καρδιά του ανθρώπου είναι το αίνιγμα της Σφίγγας». Κατά συνέπεια, η Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη που έπεται συνιστά μια ενδεχόμενη, πάντως επιμελώς συγκερασμένη λύση ποικίλων αινιγμάτων.

2. Για μια διευρυμένη πρόσληψη του ιστορικού: άλλη η ακρίβεια κι άλλη η αλήθεια.

 Ήρθε η στιγμή να θυμηθώ ότι «η πραγματικότητα μοιάζει με ακανόνιστο πολύεδρο με το επιβαρυντικό στοιχείο ότι αποτελείται αν όχι από άπειρες πλευρές, τουλάχιστον από ακαθόριστο αριθμό πλευρών»(βλ. Ουμπέρτο Έκο, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, εκδόσεις Μάλλιαρης-Παιδεία, 1982). Γι΄ αυτό και το ποιητικώς οράν οφείλει να διατηρεί την ενάργειά του σε όλη τη διάρκεια της σύνθεσης. Αποτέλεσμα άμεσο: οι ωσμώσεις διακειμενικής υφής ποικίλλουν σε εύρος αλλά και σε ένταση. Δίκην επαφής ένδον, περί «αληθείας» καταρχάς. Περί «ανθρώπου» στη συνέχεια. Ό, τι δηλαδή συνιστά το λεγόμενο υπερζώο (Das Über – Tier). Αποδελτιώνω τα εξής ως χαρακτηριστικά μοτίβα, καθοριστικά μάλιστα της εν συνόλω ανάπτυξης του πρωταρχικού θεματολογικού πλαισίου. «Βαθαίν’ η αλήθεια κάποτε˙ και βρίσκεσαι αίφνης ναυαγός / στην ίδια σου πατρίδα [. . .] Βαθαίν’ η αλήθεια κάποτε˙ και λες: Θα πάω στα βουνά, / ψηλά˙ θα πάω να βρω μια χαρακιά του ήλιου ανάμεσα / στα πεύκα, / να στήσω εκεί μια-δυο φορές τον ίσκιο μου σκιά, σαν άνθρωπος να ζήσω την εσχατιά του Ανθρώπου[. . .] Ενώ εσύ κατέδειξες πως τίποτα στον κόσμο δεν είναι μοιρασμένο χειρότερα απ’  τον νου[. . .] Κι έλεγαν Άνθρωπο το πρόστυχο Απέξω, κι έλεγαν Μέσα / τον πρόστυχο άνθρωπο[. . .] μια λέξη είναι ο άνθρωπος, μια λέξη: τραγουδώντας[…] κι είχες μάθει να διαβάζεις τον κόσμο ανάποδα, για να κρατιέσαι όρθιος μες στο μακελειό του εδώθε όντος [. . .] Α! Πολυμήχανε παλικαρά που έφερες βόλτα τα ριζά του όντως όντος και βρήκες, στα σκοτάδια των δασών, τις απαντήσεις στο πλέον βαθύ ερώτημα περί του είναι[. . .] Ο κόσμος δεν είναι πια φωνή. Είναι γραφή που ξέρει να φωνάζει» (βλ. αντιστοίχως σελ. 14, 16, 21, 24, 27 και 30 ).

Ο καθόλα έμπειρος Γιώργος Μπλάνας τεκμαίρει στην προκειμένη περίπτωση το πραγματικό ως να ήταν ανοικτό Σχολείο προσαρμογών της γλώσσας. Έργο με εμφανή, μεταξύ άλλων, σκηνική επάρκεια και αποτελεσματική τονικότητα, εξασφαλίζει την αναβάθμιση του φωνήματος σε σκεύος αναστοχασμού. Το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται σε έναν άξονα σημασιών εκείθεν. Δεν παραμένει δηλαδή αγκυλωμένο σε μιαν κειμενική αλλοτρίωση, η οποία μάλλον θα εκφυλισθεί σε τυποποίηση των εκφορών. Κοντολογίς, υφίσταται μια Αρχή Συναντίληψης των επί μέρους ειδολογικών δεικτών και παραμέτρων. Έτσι, υποστηρίζεται και διευκολύνεται εκ του ασφαλούς η συγκεκριμένη διαχείριση τόσο του αισθητικού υλικού, όσο και του συνακόλουθου, ιδιαίτερα κρίσιμου, δι-αισθητικού φορτίου.

    Εξ ου και όσα παραθέτω δηλωτικά κομβικών συναφειών και λοιπών αρμών συνομιλίας με το μείζον περιβάλλον της σκέψης. Η παρουσία του Νίτσε φέρ’ ειπείν σημαίνουσα. Το πρόταγμα της  Ωδής στον Γεώργιο Καραϊσκάκη την αντιλαμβάνεται και την δεξιώνεται αναλόγως. Η αυτάρκειά του έγκειται στο ότι παραμένει ανοικτό σε συν-κινήσεις του Άλλου. Ήτοι: «Δεν υπάρχουν αιώνια γεγονότα ούτε απόλυτες αλήθειες. Οτιδήποτε υπήρξε ουσιώδες για την ανθρώπινη πρόοδο συνέβη στα πρωτόγονα χρόνια, πολύ πριν από τις τέσσερις χιλιάδες χρόνια που λίγο που γνωρίζουμε. Κατά πάσα πιθανότητα ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει πολύ περισσότερα μέσα σε αυτά τα χρόνια. Όμως ο φιλόσοφος βλέπει «ένστικτα» στον σημερινό άνθρωπο και υποθέτει ότι ανήκουν στα αμετάβλητα δεδομένα της ανθρώπινης φύσης. Με βάση αυτό θεωρεί ότι μπορούν να προσφέρουν ένα κλειδί στην κατανόηση του κόσμου γενικά. Όμως η κατανόηση του κόσμου δεν θα επιτευχθεί μέσα από τον ανθρωπομορφισμό ή τον ανθρωποκεντρισμό». (βλ. Sue Prideaux, Φρίντριχ Νίτσε – «Δεν είμαι άνθρωπος είμαι δυναμίτης», (2018), εκδόσεις Πατάκη, 2021, σελ. 185 επ.).

3. Από τη Ρούμελη στο Δουβλίνο κι αντιστρόφως: συμπτώσεις και συναλληλίες.
                                                        «Η γλώσσα...είναι η αλήθεια»
                                                                             Ρολάν Μπαρτ

Συγκρατώ τα εξής δυναμικά συνθέματα: «κάθε χωράφι και μέτωπο τραχύ: άρχοντας ξεπεσμένος ενός θεού κολίγου, που πάλεψε να θρέψει τα σπαρτά με βλέμματα εύφλεκτα, / πληγές χειλιών ατίθασων και γρήγορες ανάσες[…] Ίσως νόμισαν πως πλάστηκες για να ταΐζεις τα όνειρά σου / με ουρλιαχτά και βρώμικες πληγές [. . .] Δεν ήξεραν πως καθένας ξυπνάει τον δικόν του εφιάλτη απ’ τα χαράματα της προσδοκίας του (βλ. αντιστοίχως σελ. 24 και 26). Εδώ ο τζοϊσικός απόηχος είναι ιδιαίτερα ευκρινής. Τα όνειρα των αγροτών ως εφαλτήρια επαναστάσεων. Ο αγροτικός διάκοσμος, ο τάπητας του ιστορικού. Φαντασιακό και Ρήξη συνεργούν: ο κόσμος ανατρέπεται για να συνεχίσει να υπάρχει: Ήτοι, από τον Οδυσσέα: «the movements which work revolutions in the world are born out of dreams and visions in a peasant’s heart on the hillside. For them the earth is not exploitable ground but the living mother».

Στην Ιστορία, ως γνωστόν, τα γεγονότα είναι δεδομένα και πρέπει να βρεθούν οι αρχές, ενώ στην ποίηση αντιθέτως μας δίνονται οι αρχές και πρέπει να βρεθούν τα γεγονότα, όπως ευφυώς διατείνεται ο Sir Thomas James Babington Macaulay. Ο Γιώργος Μπλάνας στο παρόν ευρύστερνο ποίημά του συνυφαίνει με νηφαλιότητα μεθόδου το αρμονικά αρμόζον.                                                  *

Επισημαίνω ότι τα παραπάνω αποτελούν ψήγματα μιας πλήρους επισκόπησης της Ωδής στον Γεώργιο Καραϊσκάκη.

Γιώργος Βέης

                                     

 

 

Καμία εναντίωση προς τα εγκόσμια δεν υπήρξε δριμύτερη
                      από της Αντιγόνης

     Τζορτζ Στάινερ,. Μετά τη Βαβέλ,  2004
 

Το όνομα είναι  μήνυμα- nomen est omen, είπε ο λατίνος κωμωδιογράφος 
T. Maccius Plautus και μπορούμε να διαπιστώσουμε την αλήθεια αυτής της ρήσης στη Λογοτεχνία, όπου πάρα πολύ συχνά τα ονόματα των ηρώων  και των ηρωίδων έχουν άμεση σχέση με τον χαρακτήρα τους ή με το τέλος που τους επιφυλάσσει η μοίρα. Άλλοτε πάλι είναι κάποιο προσδιοριστικό επίθετο  που κάνει τον ήρωα διακριτόˑ του τονίζει τον χαρακτήρα, δηλαδή. Και για να μην επεκταθούμε σε πολλά, ας πάρουμε το όνομα  που εξ αρχής μας ενδιαφέρει και κάνει αμέσως τη διαφορά.

Αντιγόνη

Είναι αυτή που μάχεται, αυτή που αγωνίζεται, αυτή που δεν καταδέχεται συμβιβασμούς. Και τούτο γιατί η Αντιγόνη, η ηρωίδα του Σοφοκλή στην ομώνυμη τραγωδία, είναι αυτή η οποία κόντρα σε όλα τα αντίθετα και αντίξοα – χθεσινός εμφύλιος, βασιλική απαγόρευση, ποινή θανάτου, κορίτσι (γυναίκα) που κατά κανόνα δεν επιτρέπεται να πολεμάει ενάντια στους άντρες: εννοείν χρη τούτο μεν γυναίχ’ ότι έφυμεν, ως προς άνδρας ου μαχουμένα (δεν έχει σημασία αν δικαίως ή αδίκως πολεμάει, απλώς δεν επιτρέπεται οι γυναίκες να σηκώνουν κεφάλι), χωρίς γονείς ή άλλο οικογενειακό στήριγμα, υπό την εξουσία των ισχυρών-  αναλαμβάνει να παραβεί την εντολή του Κρέοντα και να θάψει τον τιμωρημένο να μείνει άθαφτος, νεκρό αδελφό της.  

Τι είναι εκείνο το οποίο κινεί την Αντιγόνη να δράσει; Η αγάπη προς τον αδελφό; Το κοινό αίμα; Το ηθικό χρέος προς τον νεκρό, εφόσον είναι έγκλημα να αφήσουμε άταφους τους νεκρούς; Να θυμηθούμε ότι η Αντιγόνη γράφεται γύρω στο 442 π.Χ. και ότι οι νικητές στη Ναυμαχία των Αργινουσών, το 406,  οι δέκα στρατηγοί, θα τιμωρηθούν με θάνατο, επειδή άφησαν άταφους τους νεκρούς της ναυμαχίας. Ωστόσο, επιβάλλεται να αφεθεί άταφος για τιμωρία ο εχθρός, όπως διδάσκει ο Πλάτων στους Νόμους, ΙΧ, 873. Από την άλλη, πάλι, οι Αθηναίοι έθαψαν τους νεκρούς Πέρσες στον Μαραθώνα, διότι όπως μας θυμίζει ο Bowra «το να καλύψουν με χώμα το σώμα ενός ανθρώπου ήταν ιερή πράξη» (βλ. Συμεών Γρ. Σταμπουλού, Σοφοκλέους Αντιγόνη και σελίδες για την Αντιγόνη, εκδ Gutenberg, 2017, sel. 20) .    

Κάποιοι μίλησαν για φεμινισμό και κάποιοι αντέδρασαν βίαια στην ιδέα. Mπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει και με την θέση και με την άρνηση. Φεμινισμός; Δηλαδή η Αντιγόνη αντιδρά ως γυναίκα καταπιεζόμενη επειδή δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει; Μα τότε δεν θα έπρεπε να ισχύουν οι νόμοι. Πολύ  σωστά, ο Σοφοκλής βάζει στο στόμα του Κρέοντα τον υπέρτατο νόμο. Πρώτα η  Πόλη κι έπειτα οι Πολίτες και οι αγαπημένοι τους:

Η δ’ έστίν η  σώζουσα και ταύτης έπι
πλέοντες ορθής  τους φίλους ποιούμεθα

Όταν η Πόλη είνοι καλά τότε κι εμείς είμαστε καλά και κάνουμε φίλους. Η Αντιγόνη όμως αντιδρά και επικαλείται τα «άγραπτα κασφαλή θεών νόμιμα»: 

ου γαρ τι μοι Ζευς ήν ο κηρύξας τάδε,
ούδ’ η ξύνοικος των θεών Δίκη
τοιούσδ’ εν ανθρώποισιν ώρισεν νόμους
ουδέ σθένειν τοσούτον  ωόμην τα σα
κηρύγμαθ’ ώστε άγραπτα κασφαλή θεών
νόμιμα δύνασθαι θνητόν γ’ ονθ’ υπερδραμείν

και αποκαλεί «κηρύγματα» αυτά που ο Κρέων  ονομάζει «νόμους». Έχουμε ήδη μια μεγάλη αμφισβήτηση του τι είναι «νόμος» και αν μπορεί ως εκ της θέσεώς του ο άρχοντας να υπερβαίνει με τον δικό του νόμο τα «άγραπτα κασφαλή θεών νόμιμα», όχι απλώς νόμους άλλων νομοθετών. Εδώ η Αντιγόνη δεν είναι μια «φεμινίστρια». Αίρεται πάνω από ταμπέλες εφήμερες και αφορώσες το φύλο. Δεν είναι η γυναίκα που αντιδρά στην αντρική καταπίεση, αλλά είναι η πολίτις- ο άνθρωπος  που αντιδρά στον δυνάστη και ιερόσυλο αφέντη. Οπότε η Αντιγόνη τηρώντας τα «νόμιμα» των θεών υποβιβάζει τους νόμους του Κρέοντα, σε «κηρύγματα». Έχουμε πλέον στην ορχήστρα δύο ήρωες με τον καθένα να δίνει το δικό του νόημα στις λέξεις.  το νόημα που εκείνος θέλει. Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, θα έλεγε εδώ ο Πρωταγόρας.

Ένα παράδειγμα του ήθους των ηρώων μάς δίνει μια σύντομη αλλά πολύ δυναμική (σε ελεύθερη απόδοση) στιχομυθία:

 -Κρέων: ήξερες πως το είχα απαγορεύσει; (έχει μεγαλύτερο βάρος η γνώση της απαγόρευσης. Σημαίνει πως δεν τον υπολογίζει)

-Αντιγόνη: το ’ξερα. Όλοι το ’ξεραν    (έχει επίγνωση των συνεπειών η Αντιγόνη)

-Κρέων: και τόλμησες;

-Αντιγόνη: δεν μου το απαγόρευσε ο Δίας ούτε η Δίκη…

-Χορός: σκληρός ο χαρακτήρας της «παιδός»ˑ σαν του πατέρα της…

-Κρέων: το σκληρό εύκολα σπάει (με άλλα λόγια, θα στην μαλακώσω εγώ)

-Αντιγόνη: Γιατί, τι θα μου κάνεις, πέρα από το να με σκοτώσεις;

-Κρέων: έχω εσένα κι έχω τα πάντα

(Σαν να λέει πως το καλύτερο παράδειγμα επιβολής της δύναμής μου είσαι εσύ, η συγγενής, η κόρη της αδελφής μου).

-Αντιγόνη: Αν όλοι αυτοί εδώ (και δείχνει τον χορό) δεν έτρεμαν από φόβο,  θα συμφωνούσαν μαζί μου

-Κρέων : κι εσύ δεν ντρέπεσαι να είσαι διαφορετική; (αυτοί φοβούνται  εσύ γιατί όχι;)

-Αντιγόνη: τον αδελφό μου τιμώ, δεν είναι ντροπή

-Κρέων: αγάπα τον, λοιπόν, και  στον Άδη που θα πας.

Για τους άθεους και νεωτεριστές, ο Κρέων, δηλαδή ο Σοφοκλής που είναι μαθητής των σοφιστών, δεν φοβάται την τιμωρία των θεών. Όμως είναι πάλι ο Σοφοκλής,   που δεν κλείνει τα ώτα στους άγραφους νόμους, θυμίζοντάς μας πάντα τον χρυσό κανόνα των αρχαίων, το μέτρον άριστον, το οποίο βεβαίως κανείς από τους δύο ήρωες δεν τηρεί. Ούτε ο Κρέων ως μεγαλύτερος και άρχοντας της πόλης ούτε η Αντιγόνη ως νεότερη και οφείλουσα σεβασμό στον μεγαλύτερο και άρχοντα της πόλης. Και είναι εδώ που η Αντιγόνη κάνει τη μεγάλη διαφορά από την αδελφή της την Ισμήνη και την ακόμη μεγαλύτερη την Βασίλισσα Ευρυδίκη. Η Αντιγόνη αίρεται στην κλίμακα των ηρώων του Σοφοκλή. Αναδεικνύεται  «ως έδει είναι», όπως έπρεπε να είναι.

Έχουμε λοιπόν έναν Κρέοντα που αυταρχικά επιβάλλει νόμους τηρητέους επί ποινή θανάτου για τους παραβάτες, απαξιώνοντας, τελείως, τα των θεών «νόμιμα», και μία Αντιγόνη που επιμένει να τηρεί μόνο τα των θεών «νόμιμα». Έναν μοντέρνο και μία παραδοσιακή, εκεί που θα περίμενε κανείς το ακριβώς αντίστροφο. Σαν να έχουν αντιστραφεί οι όροι. Και η Αντιγόνη σηκώνει κεφάλι. Γιατί η Αντιγόνη δεν είναι μία συνηθισμένη κόρη ή γυναίκα. Στην τραγωδία «παίζει» και με τις δύο εκδοχές.  Άλλοτε είναι η κόρη του ατίθασου Οιδίποδα, άλλοτε η γυναίκα που δεν πρέπει να τα βάζει με άντρες και που ακόμα έχει ρόλο ρυθμιστικό στη ζωή του Αίμονα,  όπως ισχυρίζεται ο Κρέων.

Όταν ο Αίμων θα καταφθάσει ανήσυχος,  θα πάρει το μέρος της Αντιγόνης, διακριτικά, θα επικαλεστεί την κοινή γνώμη, δημοκρατικά, και θα αναφέρει πως όλος ο λαός στενάζει για την κόρη. Με τη σειρά του, θα αναδειχτεί και αυτός γνήσιο τέκνο των σοφιστών και σαν διπλωμάτης θα χειριστεί το θέμα για να απαλλάξει την κόρη, αλλά και για να σώσει τον πατέρα από το πολιτικό ολίσθημα. Όμως αγωνίζεται ματαίως. Ο Κρέων θα γίνει έξω φρενών και το επεισόδιο θα λήξει με τον Αίμονα να φεύγει απελπισμένος και τον Κρέοντα να ορύεται ότι έχει γίνει «δούλος μιας γυναίκας», δείχνοντας τώρα και την αντίληψη που είχαν οι αρχαίοι για την κατωτερότητα της γυναίκας. Διπλή ντροπή για τον Αίμονα, κατά τον Κρέοντα, πάντα. 

Μια άλλη συμπεριφορά, διαφορετική μέσα στο έργο, είναι αυτή της Ισμήνης και ακόμα μία της Ευρυδίκης. Μία κλιμάκωση από ύψος της πρώτης έως το κοινωνικώς επιβεβλημένο της εποχής με φορέα την τρίτη. Η ενδιάμεση, η Ισμήνη, έχει τη φωνή της λογικής, θυμάται πως είναι γυναίκα και στον κόσμο που ζει δεν μπορεί παρά να υπακούει και να μην τα βάζει με τους άντρες. Όταν θέλει να πεθάνει μαζί με την αδελφή της δεν το κάνει από ηρωισμό αλλά από απελπισία και υπαρξιακή μοναξιά   μέσα στον ερημωμένο οικογενειακό κύκλο. Ούτε από πολιτική σκέψη, ούτε από αντίδραση. Η Ευρυδίκη, σύζυγος του Κρέοντα και μητέρα του Αίμονα, είναι της παλαιότερης γενιάς και συμπεριφοράς. Είναι εκείνη η γυναίκα για την οποία θα μιλήσει ο Περικλής στον Επιτάφιο. Δηλαδή εκείνη που δεν πρέπει να ακούγεται ούτε για καλό ούτε για κακό. Η αφανής. Η Ευρυδίκη έχει βιώσει τις ίδιες δυστυχίες με τις δύο προηγούμενες ηρωίδες, είναι συγγενείς με τις δύο αδελφές και κόρες του Οιδίποδα, έχει βιώσει την τραγωδία και αυτή. Στο ίδιο παλάτι ζει. Αθόρυβα και κρυφά υπομένει τις συμφορές.  Βγαίνει μόνο για να κάνει θυσία στους θεούς και να τους παρακαλέσει να βάλουν το χέρι τους. Ματαίως. Όταν θα μάθει τα κακά νέα, δεν θα εκθέσει σε κοινή θέα το πένθος της,  δεν θα ουρλιάξει από πόνο, δεν θα συμπαρασταθεί στον Κρέοντα  σύζυγό της, χωρίς μιλιά, θα αυτοκτονήσει και με την  αυτοκτονία της θα τον καταγγείλει, τουλάχιστον, για τον θάνατο του γιου της. Η αυτοκτονία της Ευρυδίκης είναι και αυτή μια στάση-αντίσταση,  παθητική όμως και αυτοεξοντωτική. Πεθαίνω γιατί δεν μπορώ χωρίς το παιδί μου. 

Η Αντιγόνη, όμως με τον θάνατό της θα ρίξει τον σπόρο της διαφοράς στον κόσμο. Της διαφωράς (με ωμέγα) όπως την όρισε ο Ζακ Ντεριντά  -difference/ differance-  για να δείξει το μέγεθος της απόστασης της λέξης από το νόημα της, ανάμεσα σε πολλά και δύσκολα για την περίστασή μας άλλα. Ο Ντελεζ πάλι υποστηρίζει ότι  «Η Διαφορά είναι το στοίχημα για την αναβάθμιση της θέασης του όντος. Η Επανάληψη είναι η Ιστορία» (βλ. περισσότερα, Γιώργος Βέης, Διαφορά και επανάληψη του Ζιλ Ντελέζ, Book Press, 27 Ιουνίου 2020). Η Αντιγόνη συνιστά αυτή την αναβάθμιση του όντος, γίνεται η ηρωίδα όπως έπρεπε να είναι- «ως έδει είναι», όπως όλοι οι ήρωες του Σοφοκλή.   

Ακριβώς λοιπόν, πάνω στη διαφορά και διαφωρά θα παίξει το παιχνίδι του ο Σοφοκλής, διότι και οι δύο –Κρέων και Αντιγόνη- διαφέρουν, όπως είπαμε,  ως προς τον στόχο, αλλά μοιάζουν ως προς τον χαρακτήρα. Από την ίδια ανυποχώρητη στόφα, δύο ήρωες ισχυροί και αντιστρόφως ανάλογοι που όταν συγκρουστούν φέρνουν όλεθρο. Τους διακρίνει η «ισοδυναμία εν διαφορά» ή “equivalence in difference”, όπως την έχει ορίσει, για άλλους λόγους βέβαια, ο Ρομάν Γιάκομπσον»

Ο Κρέων είναι ένα κοκτέιλ από ανωτερότητες: του άρχοντα προς τους πολίτες, του ζωντανού προς τους νεκρούς, του ανδρός προς την γυναίκα,  των προσωπικών του κηρυγμάτων προς τους νόμους, του κοσμικού δικαίου προς τον άγραφο ιερό  νόμο, το έθος. Είναι και αυτός μια διαφορετικότητα.

Η Αντιγόνη έχει επίγνωση της κατάστασής της, αλλά όπως καταθέτει ο  Τζορζ Στάινερ «η αρπάγη της αλήθειας είναι μέσα της πιο  έντονη από τη γνώση» (Ο θάνατος της τραγωδίας, μετφ. Φώντα Κονδύλη, εκδ. Εγνατία, σελ. 10), γι αυτό θρηνεί, κόπτεται. Ο κομμός της τονίζει το μέγεθος της θυσίας. Δεν πετάει τη ζωή της αλλά τη θυσιάζει για τον αδελφό της. Όμως, ενώ ο Σοφοκλής «σκοτώνει» την Αντιγόνη, σαν ηρωίδα, που την κλαίει λαός (για να θυμηθούμε και τον Κωστή Παλαμά και τον «Παύλο Μελά»), αφήνει ζωντανό τον Κρέονταˑ για να τον ταπεινώσει και να του δείξει ότι μέσα σε μια μέρα κέρδισε και έχασε τα πάντα γιατί δεν είχε σύνεση, που όφειλε να έχει ως άρχοντας που κρατάει το τιμόνι μιας χώρας. Να καταρρακωθεί, να μετανοιώσει και να βιώσει την ταπείνωση. Να  γίνει όπως ο Οιδίπους – τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν - όταν τον έδιωχνε από τη πόλη. Να νιώσει και αυτός την αλήθεια της ανεπανόρθωτης καταστροφής.

Η Αντιγόνη, όμως, έπρεπε να πεθάνει δικαιωμένη, δείχνοντας πώς  υπερασπίζεται κανείς τις ιδέες του. Και αυτό είναι που την κάνει διαφορετική και διαφωτερική. Η Αντιγόνη με το παράδειγμά της παραμένει παγκόσμιο σημείο αναφοράς και ΔΙΑΦΟΡΑΣ. 

Ανθούλα Δανιήλ

 

 

Ο Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα, της περιοχής Θεολόγου των Αγίων Σαράντα. Υπηρέτησε ως καθηγητής φιλόλογος στην ιδιαίτερή του πατρίδα. Κατά το 2001-2002 χρημάτισε υπουργός Επικρατείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αλβανία. Κατά το 2004-2008 διετέλεσε Μορφωτικός Σύμβουλος στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Το 2002 τού απονεμήθηκε η «Ασημένια πένα» από το Υπουργείο Πολιτισμού της Αλβανίας για τη μετάφραση του Ελύτη. Το 2018 του απονεμήθηκε από την Εταιρεία Μεταφραστών Βραβείο Ευποιίας για την μετάφραση του Ελύτη και Ουράνη. Το 2012 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Αλβανικής Δημοκρατίας με το ανώτατο μετάλλιο τάξης γραμμάτων «Μεγάλος καλλιτέχνης». Ζει στην Αθήνα και είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Η περίπτωση της ποίησης του Νίκου Κατσαλίδα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον προ πάντων όταν συναναγνώσκεται στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο συγκείμενο. Ο ποιητής έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα με άλλους Έλληνες ποιητές της Ηπείρου: στενή συναισθηματική σχέση με τη γενέθλια γη, όπου το καταγωγικό χωριό, το πατρικό σπίτι, η αθωότητα της παιδικής ηλικίας που ταυτίζονται με την αγροτική ζωή σε αντίθεση με το αλλοτριωτικό άστυ, γεμίζουν με νοσταλγικές εικόνες τη δημιουργική αποτύπωσή τους. Το διαπιστώνουμε τόσο σε παλαιότερους ποιητές, όπως τον Κώστα Κρυστάλλη όσο και σε νεότερους, των μεταπολεμικών γενιών όπως π.χ. τον Τάσο Πορφύρη, αλλά και σε πλησιέστερες σε εμάς γενιές, όπως τη γενιά του ‘70, π.χ. τον Μιχάλη Γκανά, τον Πάνο Κυπαρίσση, τον Χρήστο Μπράβο, τον Απόστολο Ζώτο. Το ίδιο ισχύει και για αρκετούς πεζογράφους, που το έργο τους είναι γεμάτο από εικόνες του ηπειρώτικου τοπίου, χαρακτηριστικό γνώρισμα διαφορετικών γενιών, όπως ο Χρήστος Χρηστοβασίλης αλλά και νεωτέρων, όπως ο Δημήτρης Χατζής, ο Χριστόφορος Μηλιώνης, ο Νίκος Χουλιαράς, ο Βασίλης Γκουρογιάννης, ο Σωτήρης Δημητρίου. Βέβαια, η επιθυμία του νόστου φορτίζεται στον καθένα τους διαφορετικά, σε κάποιες περιπτώσεις ταυτίζεται με την ιστορία του τόπου και τις πολιτικές του περιπέτειες, σε κάποιες απομακρύνεται από το συγχρονικό και εκτείνεται στο διαχρονικό σε μια προσπάθεια να αγκαλιάσει και το απώτερο παρελθόν∙ με τον τρόπο που προσπάθησαν να κάνουν παλαιότερα κάτω από την επίδραση του ρομαντισμού αρκετοί ποιητές, δίνοντας μια εθνική ή και πατριωτική διάσταση ή γενικότερα τονίζοντας τη διάσταση της ελληνικότητας.

Οπωσδήποτε η περιφερειακή (με την έννοια της απόστασης από το εθνικό κέντρο και όχι της αξίας) ελληνική λογοτεχνία, έχοντας τις δικές της ιδιαίτερες ιστορικές περιπέτειες, ακολούθησε διαφορετική πορεία, από την κυρίως ελλαδική, πράγμα που διαπιστώνουμε πως συμβαίνει και στην περίπτωση της κυπριακής λογοτεχνίας. Η ποίηση των βορειοηπειρωτών συγγραφέων, έτσι όπως ήταν προσανατολισμένη ιδεωδώς προς το εθνικό κέντρο, μάλλον δεν γνώρισε από μέσα τα διλήμματα του «ελληνοκεντρισμού» και του εξευρωπαϊσμού, τη διαπάλη της ελληνικότητας και του μοντερνισμού του μεσοπολέμου, με τον τρόπο που αυτά βιώθηκαν στον ελλαδικό χώρο από τους λογοτέχνες της περιόδου 1900-1940. Έτσι, ο εμβολιασμός ενός παλαιότερου γλωσσικού και στιχουργικού τρόπου στο σώμα της νεότερης ποίησης ενδέχεται να απηχεί μιαν άλλη εκδοχή του ρομαντικού ιδεώδους για τη συγκρότηση της έννοιας της «εθνικής ποίησης». Το πιθανότερο βέβαια, ο εμβολιασμός αυτός του παραδοσιακού στο νεωτερικό να γίνεται «αυθόρμητα»,  χωρίς δηλαδή οι συγγραφείς που έρχονται από την περιφέρεια στο κέντρο να ενεργούν «εσκεμμένα», ακολουθώντας κάποιες συνειδητές προεπιλογές φορτισμένες με ιδεολογικές ή πολιτικές απηχήσεις.

Η ποίηση του Νίκου Κατσαλίδα,[1] συμφύροντας το λυρικό εγώ και το επικό εμείς, αναδεικνύει την αίσθηση του ελληνικού, όπως διηθείται μέσα από τα αλλεπάλληλα στρώματα της δημώδους παράδοσης. Οι στίχοι του μπορεί να μην κανοναρχούνται από την αιγαιοπελαγίτικη μυθολογία ή εκείνη τη διαθλασμένη γραμμή όπου ουρανός, νησιά, θάλασσα, γίνονται ένα στον ορίζοντα της φαντασίας, με τον τρόπο που κάτι τέτοιο γίνεται στην ποίηση του Ελύτη∙ ωστόσο οι ποιητικές του εικόνες δεν παύουν να κυριαρχούνται από το φαντασιωτικό/ονειρικό στοιχείο της μακραίωνης πορείας της λαϊκής δημιουργίας, όπως αυτή φιλτράρεται μέσα από το διαχρονικό τρίπτυχο: φύση-πατρίδα-πίστη. Ο κύριος τρόπος έκφρασης αυτού του συνθετικού πλέγματος δεν μπορεί παρά να είναι ένας ευφορικός λυρισμός και μια φυσιολατρική εποποιία της πατρίδας, διάσπαρτης από στοιχεία ενός σύγχρονου τρόπου ζωής, ο οποίος, παρολαυτά, δεν παύει να έχει ως ορίζοντά του ένα νοσταλγικό βίωμα. Κι αυτό το βίωμα, επειδή βασανίζεται από μιαν εγγενή αντίφαση: να εγκοσμιωθεί σε ένα συγχρονικό πλαίσιο, ενώ εκείνο που επιδιώκει είναι να επιστρέψει σε μια κατάσταση κοινοτικής ουτοπίας αποτελεί και το συγκινησιακά δυνατό και διαφοροποιητικό σημείο της ποίησης αυτής.


[1] Περισσότερα επί του θέματος στην Εισαγωγή του πρόσφατου ποιητικού βιβλίου του Νίκου Κατσαλίδα Το Ξύπνημα των κοιμωμένων οφθαλμών από τις εκδόσεις Νίκα (2021).

Άννα Αφεντουλίδου

 


Μικρασιάτικο άσμα ή, μήπως,
θρακικό το τραγούδι που έχει
τη γνωστή επωδό ενός εύρυθμου θρήνου;

Προσφυγούλα,
μαυρομάτα μου,
Προσφυγούλα,
σε κλαίν τα μάτια μου

Νοσταλγώ τον σκοπό του συρτού,
του χορού την ηδύπικρη θλίψη,
μια συγκίνηση αόριστη, ενώ
            στο μυαλό μου γυρνά
            το μετέωρο ερώτημα:
«Ποιος να ήταν ο τόπος της;
Ποια ακρογιάλια θυμόταν καθώς
 —ενώ γύρευε λίγο νερό—
το φαρμάκι κυλούσε στα σπλάχνα της;
Να ευχότανε άραγε
σαν τις σκλάβες, στη χώρα των Ταύρων εξόριστες,
με φτερά αλκυόνης ξανά να βρεθεί
             στου σπιτιού τούς θαλάμους,
             στο μεγάλο τ’ αλώνι, εκεί
             που ηχούσαν του γάμου τραγούδια;»

Και μια ερώτηση ακόμα:
«Ποια μνήμη βαθιά το τραγούδι αναδεύει
               και κινεί τις δικές μας ψυχές,
               που πλανιούνται σαν πρόσφυγες μέσα στις πόλεις
               —νυχτερίδες που πέφτουν στους κίτρινους τοίχους—,
και τις φέρνει ξανά στις πηγές των δακρύων;»

24-2-2021

 

 

Μακάριος ο διαφορετικός
διαφορετικός όντας αυτός.
Μα τι δυστυχία για τον διαφορετικό
αν είναι αυτός συνήθης.

Με αυτό το τετράστιχο ο σημαντικός Ιταλός ποιητής του 20ου αι., ο Sandro Penna, προσπαθεί να ορίσει τη διαφορετικότητα/ετερότητα του ανθρώπου στη σχέση του με το περιβάλλον του: μακαρίζει τον άνθρωπο που είναι διαφορετικός, υπονοώντας ότι αυτή η διαφορά είναι μια ένωση με τον πυρήνα μιας μοναδικής υπάρξεως και ότι πράγματι μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην πλήρωση του εαυτού. Στη συνέχεια όμως το ποίημα ανατρέπει την πρώτη βεβαιότητα: ο διαφορετικός, αν είναι κοινός/συνήθης, αν δηλαδή επιδιώκει να ζήσει μια ζωή δίπλα στους υπόλοιπους συνήθεις/κοινούς, μπορεί  να δυστυχήσει βαθιά για αυτή τη διαφορά του. Πολλοί μελετητές του έργου του Penna βλέπουν μέσα σε αυτό το σύντομο ποίημα τη βιωματική κατάθεση του ποιητή: βρισκόμαστε στο 1950 και η ομοσεξουαλικότητα δεν είναι μια επιλογή κοινωνικά αποδεκτή. Ο ποιητής προσπαθεί να ορίσει τη λεπτή ισορροπία μεταξύ ευτυχίας και συντριβής του κάθε ανθρώπινου όντος που πασχίζει  να ακολουθήσει τον προσωπικό του δρόμο, χωρίς όμως να τεθεί και στο κοινωνικό περιθώριο. Θα μπορέσει να πορευτεί έτσι ή θα τσακιστεί μπροστά στην προσπάθεια συμβιβασμού των ασυμβίβαστων;

Η δική  μου γνώμη είναι πως το ποίημα του Penna μπορεί να μας δώσει τροφή για μια ευρύτερη σκέψη, πέρα από τα βιογραφικά συμφραζόμενα που μπορούν να το ερμηνεύσουν. Ας προσπαθήσει ο καθένας μας να βρει τη δική του θέση μέσα στο τετράστιχο, ας εντοπίσει τη σχέση του με το ατομικό και το συλλογικό, με την ευτυχία και τη δυστυχία.

Θα κλείσω αυτό το σύντομο κείμενο με ένα άλλο ιταλικό ποίημα, το οποίο τρόπον τινά συνδέεται με το προηγούμενο. Πρόκειται για το ποίημα In nessun posto της Elsa Morante, το οποίο η συγγραφέας έγραψε στη Ρώμη στις 13 Φεβρουαρίου 1976, για τον θάνατο του φίλου της Pier Paolo Pasolini. Μεταφράζω ένα απόσπασμα:

Μα αλήθεια αλήθεια αλήθεια
εκείνο που πίστευες ότι σε έκανε διαφορετικό
δεν ήταν η πραγματική σου διαφορετικότητα.
Η πραγματική σου διαφορετικότητα ήταν η ποίηση.
Εκείνη ήταν η τελική αιτία του μίσους τους
γιατί οι ποιητές είναι το αλάτι της γης
κι αυτοί θέλουν τη γη άνοστη.
Στην πραγματικότητα,  ΑΥΤΟΙ είναι παρά-φυσιν.
Και εσύ είσαι φύση: Ποίηση δηλαδή φύση.

Άννα Γρίβα

 

 

Η Ποίηση είναι η διαφορετικότητα, και μάλιστα εξ ορισμού. Τεχνικά, η Ποίηση είναι μια εγκυμονούσα σύνοψη, μια ερωτική διαστροφή του λόγου σχεδόν ανήθικη. Ποιος στο καθημερινό μυαλό του σκέφτεται σαν κλειδωμένο σεντούκι (με όλα μέσα των προγόνων τα ενδύματα τσαλακωμένα), ποιος σκέφτεται με στίχους; Είναι το Διαφορετικό που μέσα του ξυπνά, ζαλίζεται και φτύνει θαύματα και λέξεις. Κάτι δεν λειτούργησε σε νόρμα, παραπάτησε, άνοιξε στην πραγματικότητα πληγή κι από κει γεννήθηκε η έμπνευση.

Η ποίηση είναι ρήξη του λόγου, ρήξη της σκέψης, άρα ρήξη της πραγματικότητας. Κι όμως, όλοι ανοίγοντας διαφορετικό παραπέτασμα, τον ίδιο κρυφό κόσμο ατενίζουμε. Άρα τι διαφορετικό και τι όμοιο; Και τι είναι το διαφορετικό πέρα από τις άπειρες αποχρώσεις δυνατοτήτων που έχουμε όλοι μέσα μας.  Ίσως η διαφορά προκύπτει από το γεγονός ότι ο ποιητής βιώνει μια μεταμόρφωση.  Ο ποιητής γράφει και βλέπει στα δάχτυλά του ρόζους και ρυτίδες, νιώθει, σκέφτεται , εκφράζεται  με τη σοφία των χρόνων που έζησε ή δεν έχει ζήσει ακόμη. Μεταμορφώνεται και αποκτά ένα νέο πρόσωπο. Σαν σε μια μαγική σύνοψη η ποίηση εξισώνει τα φύλα, τα χρώματα, τις ηλικίες, τον πόνο και την έκσταση και αναδεικνύει την μόνη μας ομοιότητα που είναι η  διαφορετικότητά μας.

Για την ποίηση είμαστε άυλες, σχεδόν άμορφες θεότητες. Εμάς επικαλείται ο στίχος, σ’ εμάς προσεύχεται και εμείς σκύβοντας και κοιτώντας μέσα, παίρνουμε και δίνουμε μορφή.

Με άλλα λόγια η ποίηση είναι ο παρακαταθέτης της διαφορετικότητάς μας, μια αποθηκούλα που εν τέλει θα μας χωρέσει όλους, περισσότερο απ’ ό,τι χωρέσαμε εμείς εαυτόν και αλλήλους

Εσμεράλδα Γκέκα

 

 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Μαρτίου 2021