Εκτύπωση του άρθρου

  Γράφει η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

 

 

ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ

Μελάνι, 2019
 

Η ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου, αγαπημένη και ξεχωριστή για τη δυναμική των εικόνων της, τις τολμηρές μεταφορές και τη γενικότερη μετατόπιση που επιχειρεί, κατορθώνει να ειδωθεί αλλιώς η συνθήκη του αστικού τοπίου, του ασφυκτικού χρόνου και της αβοήθητης ύπαρξης.

Ένα αξιοθαύμαστο σκηνικό που στήνεται με προσοχή και γνώση, με σκοπό στη μικρή περιοχή των στίχων να ανεβεί ένα έργο που δεν αναπαριστά απλώς αλλά λειτουργεί ως πλάγιο σχόλιο της βιωμένης απόγνωσης. Είναι απόλαυση η καλειδοσκοπική σύνθεση λέξεων και συνδυασμών που διεγείρουν την άλλη όραση δίχως φλυαρίες και πόζα, αλλά με την ίδια πάντα προσοχή, ώστε μέσα από ένα σκηνικό ακριβείας να μεταδοθεί η ατμόσφαιρα αλλά και ταυτόχρονα να ολοκληρωθεί ένα άξιο κείμενο. Και αυτό είναι το πλέον σημαντικό και βέβαια το ζητούμενο στην ποίηση, κάτι που το υπηρετεί πιστά η Δήμητρα Χριστοδούλου. Να παιχτεί τελικά ένα έργο, που σημαίνει να ακουστεί ο λόγος, όπως αυτός κατοικεί στους στίχους, και είναι εκείνος ακριβώς που φεύγοντας από τη σελίδα έχεις τη δυνατότητα να τον πάρεις μαζί σου. Ένας λόγος φορητός για το αφόρητο και μια αίσθηση χρέους που αποφεύγοντας τον διδακτισμό και την ευκολία καταφέρνει να χαράξει εκείνο το αποτύπωμα που ευεργετικά μάς αλλοιώνει.

Στην ποίηση της Χριστοδούλου και συγκεκριμένα και στην τελευταία της συλλογή αναδύονται ανάγλυφοι στη μακέτα στίχοι - χερσόνησοι όπου σώζεται το νόημα και το καίριο βρίσκει τη θέση του.

Μιλώ για τους αποφθεγματικούς στίχους που έχουν μια δική τους ζωή, ανεξάρτητη από την καθωσπρέπει οικογένεια του ποιήματος. Στίχοι - ατίθασα παιδιά που φεύγουν να βρουν την τύχη τους μακριά από την ασφάλεια της στέγης, που επιβιώνουν μόνοι τους και βγάζουν –βρέξει, χιονίσει− το ψωμί τους. Είναι οι στίχοι που, αν απομονωθούν απ’ τους υπόλοιπους, λάμπουν απ’ το δικό τους φως.

 

  • Ό,τι αγαπήθηκε ν’ αγαπιέται για πάντα «Ο νόμος του στέμματος»

Στην ποίηση η δύναμη του λόγου εκπορεύεται από τη λέξη, και η φράση, προκειμένου να μην αποτελεί άλλον έναν φραγμό που περιορίζει, ευχής έργο θα ήταν να μετατρέπεται σε πρόταση. Μια πρόταση πρόσταγμα και προτροπή, προκειμένου να εξαναγκάσει τα πράγματα να συμβούν, να υπάρξουν. Η πρόταση εδώ αγγίζει δύο καθοριστικές συνισταμένες του βίου. Την αγάπη και τον χρόνο. Η αιωνιότητα του αισθήματος και η αέναη ύπαρξή του πάνω και πέρα από τη ζωή είναι μια σύλληψη που ενδεχομένως κρύβει εντός της τη λύση των ισορροπιών που κλονίζονται.

Η βαρύτητα της ενέργειας που εκλύει το αίσθημα και η κατάκτησή του να συμβαίνουν εις το διηνεκές ως ένα βάρος πανάλαφρο που προστίθεται στην ανθρωπότητα άπαξ και διά παντός.

  • Να αντέχουμε. Να ασκούμε την τέχνη μας / Μ’ ένα χαμόγελο που μοιράζει / πρώιμα μήλα με τη γεύση του ουρανού / Κάθε μας θλίψη να ταφεί μ’ επιμέλεια / Αφού σάρωσε ό,τι ήταν να σαρώσει / Και το σώμα βαρύ απ’ την ύλη του / Να κάνει το επόμενο βήμα «Η γυάλινη»

Οι προτάσεις της Δήμητρας συνεχίζονται και όλα τα ζοφερά αντιστρέφονται και παρουσιάζονται με λέξεις θαρραλέες και κινούμενες με κατεύθυνση μέλλοντος.

Η τέχνη, αυτή η πολυτελής ματαιοπονία που σώζει και που η χαμογελαστή άσκησή της κατάγεται από το αμόλυντο μήλο του εδεμικού ουρανού, δεν είναι παρά η άλλη πρόταση στο ανυπόφορο. Και η αντοχή, γιατί είμαστε από καλή γενιά που δεν ονειρεύεται μόνο αλλά διατάζει το αύριο με λέξεις που έχουν γεύση πρώιμου καρπού. Προτείνεται, μάλιστα, και το τρόπος της άσκησής της, η τακτοποίηση της θλίψης και ο επιμελής ενταφιασμός της είτε μέσα μας είτε στην τέχνη μας, ώστε να μην εκτείνεται σε όλο το εύρος της επιφάνειας του λόγου αλλά σαν υπαινιγμός και απόηχος να τολμά να μεταφέρει τη βαριά ύλη μας μπροστά.

  • Η ζωή δεν μπορεί να ’ναι εγκατάλειψη / Η τροφή δεν θα ’ναι πλεκτάνη. / Ίσως αρχίσει να ξαναγυρίζει η γη λίγο λίγο / Αν σηκωθεί και πάει να βάλει / Νερό στους σκύλους και τσαγιέρα στη φωτιά. «Η λύση»

Είναι ταλέντο και ευφυΐα να μπορείς να μιλάς για τα δύσκολα και για τα μη περεταίρω αναποδογυρίζοντας την κλεψύδρα από το σημείο μηδέν αναγγέλλοντας επανεκκίνηση. Η Δήμητρα καταγγέλλει την εγκατάλειψη που βιώνει ο άνθρωπος και ζητάει έλεος και συμπόνια, γιατί στην περιοχή της ερημίας ο βίος πεθαίνει.

Κι ούτε η τροφή γίνεται να είναι αποτέλεσμα διεργασιών και δολοπλόκων χειρισμών. Τα δικαιώματα δικαιώματα πρέπει να παραμένουν, αν θέλουμε να ξαναβάλουμε μπροστά τη μηχανή της γης και της ζωής μας. Και η εικόνα εναργέστατη μέσα στην ευγλωττία της να παρουσιάζει τον τρόπο της πιο ακτιβιστικής μας δυνατότητας:

Αν σηκωθεί και πάει να βάλει / Νερό στους σκύλους και τσαγιέρα στη φωτιά.

Το εγώ έξω από τη συρμάτινη περίφραξη του ναρκισσισμού του να μεριμνά για τη φύση, τα ζώα και να εισέρχεται στη θέρμη της απλότητας που κοχλάζει σαν ένα τσάι που είτε θα το μοιραστεί με άλλον είτε θα το αφήσει να συντροφεύει τη ροή του χρόνου σε μία στιγμή.

  • Γιατί θα πρέπει να διαφεντεύει τον κόσμο / Κάτι χειρότερο από τη λάσπη του; «Αστικά ευαγγέλια»

Και βέβαια η εξουσία και η αμείλικτη άσκησή της δεν μπορεί να είναι κάτι χειρότερο από τη λάσπη των χοϊκών εκπροσώπων της μα δυστυχώς είναι. 

Στη Μαρία Νεφέλη, στο ποίημα «Πάτμος», γράφει ο Ελύτης:

Κρίμας κρίμας κόσμε / σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί· / και κανείς κανείς δεν έλαχε / δεν έλαχε ν’ ακούσει ακόμη / καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών / καν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονειρεύτηκα.

  • Ποιος σε γεννά και δεν σε καταπίνει. «Αστικά ευαγγέλια»

Ο Φρανθίσκο Γκόγια στην Ισπανία ζωγραφίζει απευθείας επάνω στους τοίχους του σπιτιού του ένα έργο που ανήκει στους Μαύρους Πίνακες της περιόδου 1819-1823. Το έργο ονομάζεται «Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του» και απεικονίζει τον ελληνικό μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Τιτάνας Κρόνος τρώει αμέσως μετά τη γέννησή τους τα παιδιά του, φοβούμενος ότι θα τον ανατρέψουν παίρνοντάς του την εξουσία, όπως και ο ίδιος έκανε στον δικό του πατέρα. Η απορρόφηση του τέκνου από τον γεννήτορα υποδεικνύει την πηγή όλων των νοσημάτων του ψυχισμού που μάχεται να ανακαλύψει τη δική του περπατησιά.

  • Είναι η φυσική μου Θλίψη / (Ο θησαυρός του καθενός). «Η μπαλάντα των εγγονών»

Η περιουσία μας, τα πένθη και οι απώλειές μας. Όλα τα μη γενόμενα και τα βιαίως αποκολληθέντα. Η αρχική εκδίωξη από τον Παράδεισο, πιο μετά από τη μήτρα της μάνας και βέβαια όλες οι παραλλαγές των πρώτων αυτών εκδιώξεων.

Η Χριστοδούλου ξέρει και τολμά να κοιτά το θηρίο κατάματα. Οι ελλείψεις και τα ανολοκλήρωτα των λαών και των πόλεων, της ψυχής και του σώματος, όλα όσα αφήνουν τη θλίψη να επικαθίσει σαν γύρη στην ψυχή. Η αλλεργία των θλίψεων. Αυτή είναι η φυσική της θλίψη, ο θησαυρός του καθενός, δήλωση ανάλογη με του Σαίξπηρ στον Άμλετ: «Δεν έχω έχθρα για κανέναν. Όμως μέσα μου κοιμάται μία λύπη. Πρόσεχε, μην μου την ξυπνάς. Η λύπη, όταν την ξυπνάς, γίνεται θάνατος. Μην μου ξυπνάτε τη λύπη μέσα μου. Αφήστε την να κοιμηθεί. Να γαληνέψει. Και να ξεχαστεί. Μη μου ξυπνάς, αυτά που αφήνω να κοιμούνται».

  • Κύριε, αν και το χαλινάρι Σου / Μου σκίζει το σαγόνι στα δύο / Στα παιδιά δεν κουνάω το δάχτυλο / Κουνώ το μυρωδάτο λίκνο. «Η μπαλάντα των εγγονών»

Η επιτομή της γενναιοδωρίας και της τρυφερότητας. Ευπρέπεια και περηφάνια και εσωτερικός πολιτισμός είναι η πρόταση της Δήμητρας, όταν η ύπαρξη δεν γίνεται εκδικητική λόγω των δεινών που έχει περάσει, με αποτέλεσμα, αντί να επιλέγει τον πληκτικό διδακτισμό, να προτιμά να λικνίζει το μυρωδάτο μέλλον των παιδιών.

  • Λαλώ με τα κόκαλα / Εκείνον τον αιωνόβιο ψίθυρο / Που μου έχει αναθέσει η φαντασία. /Λέω, γυμνός είναι ο βουβός, όχι ο πένης. «Η παρτιτούρα των κελαηδισμών»

Η παντοδύναμη ποίηση τής ψιθυρίζει τα ευρήματα της φαντασίας, τής εκμυστηρεύεται την απώτερη στόχευση της γραφής. Της αποκαλύπτει πως τη γυμνότητα δεν την προκαλεί η ένδεια αλλά η αμέτοχη σιωπή. Ο ποιητής εδώ, το δρων πρόσωπο της κοινωνίας, ονομάζει τα πράγματα, προκειμένου να τα αλλάξει.

  • «Ας υγιαίνουν οι πενθούντες», γιατί αυτοί / Θα παρηγορηθούνε κάποιο βράδυ, λέει / Θα τους διατρέξει από τα πόδια ώς το κεφάλι / Ένα βιβλίο ανήμερο. «Βιβλίο στο κύμα»

Μακάριοι οι πενθούντες την ύπαρξη ότι αυτοί θα ελεηθούν, όταν ο λόγος περισυλλέξει σε κάνιστρο το παράπονό  τους, για να το αδειάσει μετά ολόκληρο μέσα σε ένα βιβλίο. Το σώμα του κειμένου δωρεά και παρηγορία στο σώμα του όντος που υπέφερε.

  • Καμία αναταραχή δεν θα διαρκέσει / Πέρα απ’ τον θάνατο των γεγονότων. «Ρεπορτάζ»                  

Φράση, ρητό και γνωμικό, που λειτουργεί σαν οξυγόνο σε ασφυξία. Επαγγελία που την αποστηθίζω για τα δύσκολα που έρχονται.

  • Τότε εκείνος ο θεούλης ο πάμπτωχος / Πικρά θα κλάψει που δεν μπόρεσε / Να φτιάξει πράγματι για δυο γυμνούς ανθρώπους / Έναν απολέμητο κήπο. «Το άσυλο του παραδείσου»

Όταν η Χριστοδούλου αποφασίζει να μιλήσει, δεν κρατά τα προσχήματα, δεν μασάει τα λόγια της. Βρήκε το λάθος και το έλλειμμα και δεν φωτογραφίζει απλώς τον υπεύθυνο. Τον κατονομάζει και τον οικτίρει. Ένας Θεός ολομόναχος που δεν τα κατάφερε. Ένας πατέρας πάμπλουτος που άφησε τα παιδιά του απροστάτευτα σε περιοχή εμπόλεμη και ναρκοθετημένη.

 

Όποιος τριγυρίσει σε όλα τα βιβλία της Χριστοδούλου θα μαζέψει κι άλλα, πολλά ακριβά μαργαριτάρια. Το δικό μου καλάθι από την παρούσα συλλογή γέμισε με αυτά και θεώρησα χρέος μου να μην ευλογηθώ μόνον εγώ με τον πλούτο τους και να σας τα μοιράσω.

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 3 Μαΐου 2020