Εκτύπωση του άρθρου

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ Γ. ΤΣΟΥΠΡΟΥ

 

Ο λυρισμός στην γωνία λήψης

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ο τρόμος ως απλή μηχανή,
Πατάκης, Αθήνα, 2012


 

Ναι, η γωνία λήψης σε αυτό το ενδέκατο βιβλίο ποίησης της βραβευμένης με το αντίστοιχο Κρατικό Βραβείο το 2008 Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου είναι «πιο απροκάλυπτα πολιτική» από ό,τι σε όλα τα προηγούμενα. Ναι, τα ποιήματα εδώ εκδιπλώνονται, λόγω κοινής ως επί το πλείστον αφόρμησης, «σε ισχυρή συνοχή», κάτι που δεν συνέβαινε (απαραίτητα) μέχρι τώρα στις ποιητικές συλλογές της. Αλλά, όχι, ο λυρισμός, ο σκληρός, ο ανελέητος και αυτοκαταστροφικός λυρισμός τής Χριστοδούλου δεν έχει υποχωρήσει ούτε χιλιοστό. Η γλώσσα της δεν είναι (πλην ελαχίστων επιλεγμένων εξαιρέσεων) και ούτε θα γίνει ποτέ (χωρίς αυτό να σημαίνει από μόνο του κάτι θετικό ή αρνητικό) εκείνη της καθημερινής συνομιλίας. Το ύφος της δεν είναι και, πιθανότατα, ούτε θα γίνει ποτέ εξ ολοκλήρου ευανάγνωστο, όπως και το βιοκλίμα τής ποιητικής έκφρασης του θυμικού της δεν θα παρουσιαστεί, αλίμονο, ποτέ ικανοποιημένο ούτε στο ελάχιστο, είτε από τον εαυτό του είτε από τους άλλους.

Και, βέβαια, ως προς το τελευταίο, οι καιροί, εννοείται, δεν είναι διόλου ευνοϊκοί· αντίθετα, ωθούν – όλοι το γνωρίζουμε – προς την πλήρη κατάρρευση. Ως προς τα προηγούμενα δύο στοιχεία, ωστόσο, την γλώσσα και το δημιουργούμενο από αυτήν ύφος, θα περίμενε ίσως κανείς κάτι διαφορετικό, πιο “συμβατό” με την αναμφισβήτητη επικαιρότητα των ποιημάτων. Αλλά η Χριστοδούλου δεν εγκαταλείπει τα εργαλεία της, ούτε αμβλύνει συνειδητά τις ερμητικές γωνίες τής ποίησής της. Απεναντίας, ως γνήσια παιδαγωγός, χρησιμοποιεί, ίσως και ανεπίγνωστα, το θέμα της, τον τρόμο μπροστά στην κρίση, μοιραία οικείο σε όλους, για να εισαγάγει τον υποψήφιο αναγνώστη στον κόσμο της, στον ποιητικό της κόσμο. Και αυτός ο αναγνώστης δεν είναι πια απαραίτητο πως θα ανήκει σε ένα ευάριθμο σύνολο πιστών η εκλεκτών. Οι πολυάριθμες διαδικτυακές κοινότητες που αρπάζουν, καλώς ή κακώς, ό,τι βρίσκουν από όπου το βρίσκουν θα φροντίσουν σχετικά. Διότι αρκετοί από τους στίχους τής Χριστοδούλου μπορούν να λειτουργήσουν ως αποφθέγματα. Στίχοι, επί παραδείγματι, όπως οι ακόλουθοι: «Πού πάνε με λιωμένο σαγόνι/ Οι ευφυείς και οι διπλωματούχοι;», «Ποιος βγάζει από το ψάρι τα σπάραχνα,/ Και φιλάνθρωπα το ξαναρίχνει στο νερό;», «Α, ναυπηγώ τα σκαρί του θανάτου μου», «Τα έγγραφα και τα μητρώα,/ Πτυχία και προγνωστικά,/ Αρχές και θραύσματα αισθημάτων,/ Τα εξιτήρια και οι διαγνώσεις,/ Όλα τα έθνη στην ουρά να εισπράξουνε/ Το επίδομα της ανεργίας», «Χαράματα… τι όμορφη λέξη…/ Αισθάνεσαι και τη ρωγμή και τον κρότο», «Ό,τι θυμάμαι, με βλάπτει./ Ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει εδώ», «Μα δεν βρίσκω τι θα μας κρατήσει γενναίους/ Στον αιώνα που θα ζούμε τυφλά…», «Θέλει ο δρυμός μια ακόμη αιωνιότητα,/ Για να ομολογήσει την απληστία της θλίψης».

Μόνο που η ποίηση δεν εξαντλείται, φυσικά (αν και μπορεί εκεί να συμπυκνώνεται και ως εκ τούτου να κερδίζει αενάως χρόνο ζωής), στα αποφθέγματα. Και το «Εμπράκτως» της ποίησης ακούγεται αναπόφευκτα, διατυπωμένο από μία εκ πείρας σοφή δημιουργό, κάπως έτσι: «Αν ο χρόνος μου είναι η σκέψη,/ Ο τόπος μου είναι το νόημα./ Τα μέσα μου είναι τα φτερά/ Και ασαφής ο σκοπός μου.// Αν ο σκοπός είναι ο χρόνος μου,/ Η σκέψη μου είναι τα φτερά./ Το νόημα είναι τα μέσα μου/ Και ακαθόριστος ο τόπος.// Αν τρέμει το νερό στην πηγή του,/ Το κλάμα εκείνου που διψά δεν ακούγεται./ Κάποιος πέταξε και του ’φερε να πιει,/ Για να ’χει η σκέψη του νόημα».

Αυτός ο «κάποιος» μπορεί να είναι ένας από τους «Γείτονες»: «Πάνω απ’ όλα μ’ ενδιαφέρει/ Αυτός που δεν είμαι εγώ./ Βαρετή μού φαίνεται πλέον/ Η σύνοψις των παθών και των πόθων μου./ Μα, αν κάποιος έχει μες στις κάλτσες του πάγο,/ Ακούω που σπάει με τις πατούσες τα δάκρυα.// Είμαστε μες στου καρυδιού το τσόφλι./ Λιλιπούτειοι, νευρικοί, κουρασμένοι./ Μας πνίγει η κουταμάρα των έργων μας,/ Η συμπίεση των δυνατών ιδεών μας,/ Όλοι μια γειτονιά σεισμοπλήκτων/ Που αφήνει το φεγγάρι αδιάφορο».

Ωστόσο, για να κλείσω αυτήν την σύντομη παρουσίαση, θα επέλεγα, με αυστηρώς προσωπικά κριτήρια, το ποίημα «Ο Δύτης»: «Βρίσκω έναν κόκκο αλήθειας στο απόγευμα./ Έχει τουλάχιστον παραδεχτεί το ανάστημά του./ Πίσω του ώρες υπακοής και αγωνίας./ Σπίτι του πάει με κοντά ποδάρια.// Δεν υπάρχουν εκεί μονάχα αμφιβολίες./ Γέρικο κατοικίδιο η νύχτα./ Γνώριμη μυρωδιά, παλιά παιχνίδια./ Ένα ποτό μπορεί να φέξει στα σπλάχνα/ Μετά την γκρίνια, πριν την οδοντόκρεμα./ Σαν μια τρυπούλα νεροχύτη η άβυσσος,/ Φτύνει τα ψέματά του και βουτά.». 

Σταυρούλα Γ. Τσούπρου


Η Σταυρούλα Γ. Τσούπρου είναι νεοελληνίστρια φιλόλογος, πανεπιστημιακός, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας.

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Σεπτεμβρίου 2012