Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει η Άννα Γρίβα

 


Δημήτρης Αθανασίου, Αναχρονισμοί και ψίθυροι
Δρόμων, 2016

 

Αναχρονισμοί και ψίθυροι. Με ποιον τρόπο μπορεί να συνδέονται αυτές οι δύο λέξεις; Οι αναχρονισμοί είναι ο χρόνος που γυρίζει πίσω και μέσα από τη μνήμη φέρνει ξανά μπροστά μας το παρελθόν. Για να το ξαναζήσουμε σαν όνειρο ή σαν εφιάλτη. Οι ψίθυροι είναι ο μόνος τρόπος να μιλήσει κανείς για αυτά που τον πονάνε. Στη συλλογή αυτή οι ψίθυροι και οι αναχρονισμοί συμπλέκονται. Ο ποιητής από το πρώτο κιόλας ποίημα, μας ταξιδεύει σε σκοτεινά τοπία:

Απ’ το σκοτάδι προβάλουν χορευτές
με πέπλα μαύρα κόβουνε λευκές κλωστές
σκιές κραυγάζουνε μέσα στη λήθη
θανάτου οσμή στων λουλουδιών τα πλήθη.

Ήδη ο θάνατος είναι παρών.  Όχι μόνο για τους νεκρούς, αλλά και για τους ζωντανούς που μένουν πίσω, οι οποίοι σε πολλά ποιήματα κάνουν πρόβες θανάτου:

Έχω ξαπλώσει πια βαθιά μέσα στο χώμα,
από την πρώτη στιγμή ήταν εκεί.
πόσο άραγε θ’ αντέξει ακόμα
μες στο σκοτάδι και την βροχή;
                               
(Το κερί)

Αλλά όπως τα όρια ζωής και θανάτου μπερδεύονται, το ίδιο συμβαίνει και με τον χρόνο. Όπως οι ζωντανοί κάνουν πρόβες θανάτου, έτσι δοκιμάζουν και τα όρια του χρόνου:

Ένας μεγάλος μαύρος ουρανός χωρίς αστέρια
ο ηλικιωμένος έφηβος κάθεται στο παγκάκι
γκρίζα μαλλιά που πέφτουν κρατά στα δυο του χέρια
ρυτίδες χαράκωσαν το πρόσωπό του,  δεκαοχτώ χρονών παιδάκι.
                               
(Έφηβος)

Τα ποιήματα της συλλογής προσπαθούν να εξηγήσουν, να σταθούν με αξιοπρέπεια μπροστά στο ανέφικτο, γι’ αυτό φτάνουν στις ρίζες, στις πηγές του ανθρώπου, που είναι η θνητή του μοίρα. Πού αλλού; Στον Αχέροντα.

Σημειώνω από το ποίημα «Αχέροντας»:

Εσύ γιε της γης καταδικασμένε
ναι εσύ, αιώνια λυπημένε
εσύ που τον Άδη περιστοίχιζες σκυφτός
εσύ ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός
εσέ που οι θεοί σε τιμωρήσαν
τα νερά απ’το δάκρυ σου μαυρίσαν.

Σε άλλα ποιήματα το τοπίο είναι εσωτερικό, είναι το ίδιο το μυαλό, που πολλές φορές προσπαθεί με τις ταπεινές του δυνάμεις να λύσει το μυστήριο της ύπαρξης:

Αψεγάδιαστο στο χρόνο, συνεχίζει να υφαίνει
στις πιο σκοτεινές γωνίες του μυαλού
ένα μεταξένιο νήμα.

                                (Έκθεση)

και αλλού:

Έχω μια αράχνη μέσα στο κεφάλι μου.
Ο εγκέφαλος δεν απαρτίζεται
από νευρώνες και άλλα τέτοια.
Συμπιεσμένος ιστός είναι μονάχα
.
                               (Επικοινωνία)

Ο κόσμος αυτής της συλλογής είναι θελκτικός, αλλά και επικίνδυνος. Υποβάλλει, μας κάνει να ακολουθήσουμε θαμπές σκιές με την ελπίδα να βγούμε στο φως:

Βυθισμένος σε γλυκό λήθαργο
κάθε νύχτα.
Με επίγνωση του ασυμβίβαστου
των δύο κόσμων,
συνειδητά επιλέγω το ασυνείδητο.
Εκεί θ’ αναδυθώ
απ’ τη λίμνη των θρήνων
βαδίζοντας στο καθαρτήριο.

Τελικά ποιο είναι το νήμα που συνδέει όλα τα ποιήματα; Αυτό ας το αναζητήσει ο καθένας μόνος του διαβάζοντας αυτή τη συλλογή. Εμένα που έφερε στο μυαλό αγαπημένους ποιητές του μεσοπολέμου, αυτούς που πολλοί ονόμασαν ελάσσονες, απλά και μόνο επειδή καταπιάστηκαν με το να καταγράψουν τον ψίθυρο της βαθύτερης ανθρώπινης αγωνίας. Για μένα αυτός ο ψίθυρος, δεν είναι ελάσσων, είναι αντιθέτως ό,τι πιο πολύτιμο μπορεί να καταθέσει ένας άνθρωπος στους συνανθρώπους του. Έτσι μοιραζόμαστε την αλήθεια μιας πτώσης, ενός χαμένου παραδείσου που ίσως δεν υπήρξε ποτέ, αλλά σιγοκαίει μέσα μας σαν την ξεχασμένη αθωότητα.

Κλείνω με μερικούς στίχους από το ποίημα «Στοιχεία ταυτότητας»:


Λανθάνουσα προοπτική αδιεξόδου.
Του κενού η αντανάκλαση.

Θα αναδυθεί απ’ τον διασκορπισμό μου.

Άννα Γρίβα


Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Φεβρουαρίου 2017