Εκτύπωση του άρθρου

ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

 

 

 

 

Ὁδοιπορικό στόν Γιαλό τῆς Λήθης μέ Ἐπιθυμία Ζωῆς.

 

                                                                       The Shore of Oblivion

 

Ἦρθε ἡ σύγχρονη «μολυσματική πανώλης» ἄνευ τρωκτικῶν, κι ἀκολούθησε ἡ «μολυσματική πανώλης τοῦ πολέμου» μετά πλήθους «τρωκτικῶν» καί ἁρπακτικῶν καί σαρκοφάγων. Ὡσάν ἐνσφηνωμένοι στούς ἀρκτικούς πάγους οἱ καρδιές ἄλλων ἤδη πάγωσαν, καί ἄλλων λίγο λίγο ξεπαγιάζουν. Ὅσο μποροῦμε νά παραμένουμε νηφάλιοι, ἄς κάνουμε τήν παρακάτω ὑπόθεση:

Ἔστω πώς στίς γεωπολιτικές ζῶνες κατανομῆς τῆς ἐξουσίας στόν παγκόσμιο χάρτη, ἡ Ρωσία παραμένει γιά μᾶς ἀκατανόητη. Ἔστω πώς δέν κατανοοῦμε οὔτε τούς σημερινούς νεαρούς Ρώσους (πού σφαγιάζονται κι αὐτοί πάλι) καθώς ἔχουμε τήν τάση νά ταυτιζόμαστε μέ τά θύματα καί νά  ἀποσύρουμε ἀστραπιαία τά μάτια μας ἀπό τήν φρικτή θέση τοῦ θύτη πού κουβαλάει καί θά κουβαλάει στόν αἰώνα τό αἷμα τῶν χεριῶν του. Ἀλλά μήπως ἡ «γνωστή» Δύση μας ἔχει ἕνα ξεκάθαρο πρόσωπο, ἐλευθερωμένο ἀπό σφετερισμούς ἀχαλίνωτων δυνάμεων; Ὁ Walter de la Mare σ'ἕνα μικρό του ποίημα ἔβαλε στό στόμα τοῦ Ναπολέοντα τά παρακάτω λόγια:

Τί εἶναι ὁ κόσμος, Στρατιῶτες;

Ἐγώ.

Ἐγώ, ἐτοῦτο τό ἀδιάκοπο χιόνι,
Αὐτός ὁ βόρειος οὐρανός:
Στρατιῶτες, αὐτή ἡ μοναξιά
Πού μέσα της περνᾶμε

Ἐγώ.

Τό ἄχθος καί τό ἄγος συσσωρεύονται, καί οἱ ἀρχαῖες καθαρτήριες πράξεις ἔχουν ἀπαξιωθεῖ καί λησμονηθεῖ. Θυμᾶμαι συχνά τόν Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης, τήν πρακτική του μέ τίς δημόσιες ἐξομολογήσεις, καί σκέπτομαι πώς, ἴσως, τό μόνο πού θά μποροῦσε νά μᾶς λυτρώσει συλλογικά, θά ἦταν αὐτές.  Ὁ Νίκος Καροῦζος στήν σύνθεσή του Νεολιθική νυχτωδία στήν Κροστάνδη γράφει:

                                           Στόν ἄστοργο πάγο
                                        περικαλιόμαστε τή σώτειρα τήξη.  
                        Νικολάι: Φοβ
μαι, σύντροφε. Κα  πίθεση ἐπίκειται        

Εἶχε συλλάβει, ἐκτός ἀπό τήν ἱστορική, καί τήν συμβολική σημασία τῆς τήξης τοῦ πάγου στήν καρδιά, τοῦ πάγου τῆς Ἐπιθυμίας γιά Ζωή, πού εἶναι προίμιο τῆς ἐπέλασης τοῦ θανάτου.

Ἀλλά οἱ περισσότεροι μέ τό ὄνομα τῆς πόλης -Κρονστάνδη- συνδέουμε τήν ἐξέγερση τοῦ 1921, καί ὄχι τόν Ἅγιο πού ἀδυνατώντας νά ἀκούσει σέ κατ’ ἰδίαν  προσωπική ἐξομολόγηση τά πλήθη πού ζητοῦσαν τήν βοήθειά του, καί γιά νά προστρέξει στήν κατεπείγουσα ἀνάγκη τους γιά κάθαρση ἤ ἀλλιῶς: γιά νά λιώσει ὁ πάγος πού τούς συνέθλιβε τήν ἐπιθυμία γιά ζωή, ἐνθάρρυνε στά 1900 μιάν ἀρχαία πρακτική: αὐτήν τῶν δημόσιων ἐξαγορεύσεων μέσα στόν ναό, παρουσίᾳ του.

Γνωρίζω πώς λέγοντας τά παραπάνω, πατάω σέ λίαν ἐπισφαλές ἔδαφος· τά κάρβουνα εἶναι ἀναμμένα κάτω ἀπό τά πόδια μου καί μπορεῖ νά μέ ὁδηγήσουν στόν διά πυρᾶς θάνατο, ὡς σύγχρονη αἱρετική ἤ σκοταδιστική μάγισσα. Τό μόνο πού μοῦ μένει, ἀφοῦ προτάξω τήν ἐπίμονη σκέψη, πώς εἴμαστε τό σύγχρονο κοινό τοῦ Ντοστογιέβσκι καί ταυτόχρονα τό πάνθεον τῶν ἡρώων καί ἡρωῒδων του: ἀκόμα μιά φορά ὁ Θεόδωρος κυκλοφορεῖ ἀνάμεσά μας μέ τόν δείκτη τοῦ χεριοῦ του νά στοχεύει τήν καρδιά μας· ἐκεῖ ἔχουν ἀναμοχλευθεῖ τά ἴδια πανάρχαια, φριχτά πάθη… Τό μόνο πού μοῦ μένει, λοιπόν, εἶναι νά ξεκινήσω μέ μιά δική μου δημόσια ἐξομολόγηση: Ὑπάρχει ἕνας πίνακας πού πολύ μέ ταράζει. Τόν συσχετίζω μέ τήν Ἕρημη Γῆ, ἄν καί μπροστά του ἡ ἐλιοτική ἄγονη γῆ εἶναι παρήγορη.

Τώρα μέ τόν νέο φριχτό πόλεμο, ὁ πίνακας μέ στοιχειώνει καί μάχομαι νά διώξω τήν εἰκόνα του ἀπό τό μυαλό μου, γιατί μέ στραγγίζει κάθε μέρα καί περισσότερο, γιατί μέ μετατρέπει σέ ἀποστεγνωμένη γῆ. Θυμᾶμαι τούς Παράκτιους Ἀνθρώπους τοῦ Χρήστου Μαλεβίτση, ἀλλά δέν μπορῶ νά φανταστῶ ὅτι ὁ στοχαστής εἶχε κατά νοῦ ἀπογυμνωμένα ὀστά. Ἀντιθέτως, ὄντα μέ εὐαίσθητη νοημοσύνη βρίσκονται ἐνώπιον τῶν Ὠκεανῶν τῆς Ὑπάρξης ἱκανά να συναισθάνονται, νά ἀποροῦν, νά νιώθουν ἀγαλλίαση, καί νά θρηνοῦν γιά τούς περιορισμούς τους, χωρίς ἡ λύπη τους νά τούς ἐξοντώνει. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε μέ μιά λέξη: γενναιόφρονα ὄντα.

Συγκριτικά, τί ἀπαίσια προσωπεῖα, τί ἀποτρόπαιες μάσκες εἶναι οἱ διψασμένοι γιά αἷμα πολέμαρχοι. Οἱ στολές τους δέν θυμίζουν μαχητές ἀλλά πολύ περισσότερο ἐκτρωματικές παραμορφώσεις τῆς Μέσης Γῆς τοῦ Τolkien, πού πρέπει νά κατανόησε σέ βάθος τίς μορφές τοῦ κακοῦ. Διάβασα ἕνα σχόλιο πάνω σ’ἕνα σημεῖο ἀπό τήν Ἐπιστροφή τοῦ Βασιλέα καί παραθέτω ἀπό αὐτό τά παρακάτω:

«Πρόκειται γιά ἕναν ἐξαιρετικά ἐνδιαφέροντα σύντομο διάλογο ἀνάμεσα στά δύο Χόμπιτ, τόν Φρόντο καί τόν Σάμ, μετά τήν ἀνακάλυψη τοῦ Σάμ πώς ὁ Φρόντο συνέλαβε τόν Οὔργκολ στόν πύργο τοῦ Σίρινθ. Ὁ Σάμ, ἐπιθυμώντας κάποια τροφή γιά τήν ἐπιβίωση καί τῶν δυό τους, ἀναρωτιέται ἄν ὑπάρχει πιθανότητα νά βρεθεῖ τροφή τῆς προκοπῆς στή φωλιά τῶν ὄρκς.

Μουρμουράει: Δέν τρῶνε τά ὄρκς, δέν πίνουν; Ἤ ἁπλῶς ἐπιζοῦν μέ βρώμικο ἀέρα καί δηλητήρια;

Κι ὁ Φρόντο τοῦ ἀπαντᾶ ὡς νά ἔχει ἀντιγράψει τήν ἀπάντησή του ἀπό τίς Ἐξομολογήσεις τοῦ Αὐγουστίνου:

Ὄχι Σάμ. Καί τρῶνε καί πίνουν. Ἡ Σκιά πού τά τρέφει μπορεῖ μόνο νά χλευάζει, δέν μπορεῖ νά φτιάχνει κανένα νέο πράγμα ἐξαρχῆς. Δέν πιστεύω πώς ἡ Σκιά ἔδωσε ζωή στά ὄρκς· μόνο τά κατάστρεψε καί τά παραμόρφωσε· κι ἄν ὑπάρχει κάποια περίπτωση νά ζήσουν, τότε θά πρέπει νά ζοῦν ὅπως ὅλα τά ἄλλα ζωντανά πλάσματα. Μόνο ἄν δέν μποροῦν νά ἔχουν τίποτα καλύτερο, θά παίρνουν χαλασμένες τροφές καί νερό, ἀλλά ὄχι δηλητήριο. Ἐμένα μέ τάϊσαν, καί εἶμαι σέ καλύτερη κατάσταση ἀπό σένα. Κάπου σ’ αὐτόν τόν τόπο θά ὑπάρχει τροφή καί νερό. («Ἡ ἐπιστροφή τοῦ Βασιλέα», VI,1).

Tό ἀπόσπασμα, καταδεικνύει μιά βαθύτατη ἀναγνώριση τῆς ἀγαθῆς οὐσίας ὅλων τῶν πλασμάτων, τουλάχιστον, γιά ὅσο ὑπάρχουν. Τό Κακό μπόρεσε νά κλέψει κάτι ἀπό τήν ὕπαρξή τους μέ τό νά τά παραμορφώσει καί νά τά καταστρέψει, ἀλλά ποτέ δέν κατάφερνε νά τά δημιουργήσει, οὔτε νά εἶναι ἡ πηγή τῆς ὕπαρξής τους. Τό Ἀγαθό πάντα προηγεῖται τοῦ Κακοῦ...

Ἴσως οἱ σημερινοί ἐθισμένοι στά πολεμικά βιντεοπαιχνίδια νά μήν ξαφνιάζονται, νά εἶναι προετοιμασμένοι καί «ἐκπαιδευμένοι» στό δύσμορφο.

Στήν ὁμιλία γιά τούς «Δαίμονες» τοῦ Ντοστογιέβσκι, τοῦ π. Μπουλγκάκοφ διαβάζω ξανά τήν ἐπισήμανσή του πώς εἶναι ὁλότελα ἄδειες αὐτές οἱ προσωπίδες. Καταφαγωμένα τά πρόσωπα ἀπό τήν παραχάραξη τοῦ κακοῦ καί τήν μετατροπή τους σέ ἐργαλεῖα καί μηχανές καταστροφῆς στά χέρια του.

Τί ἀπομένει κάθε φορά πού ξαναβρισκόμαστε πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τήν Ἀκτή τῆς Λήθης; Τά γεγυμνωμένα ὀστά, τά, ὡς οἱ κόκκοι τῆς ἄμμου, ἀπειράριθμα κρανία ξεβρασμένα ἀπό τίς πιό ἀρχαῖες θάλασσες δέν ἔχουν φθάσει στό τέλος τοῦ ταξιδιοῦ τους. Μόνος του ὁ ἐγκέφαλος δέν μπορεῖ οὔτε νά τά συνοδεύσει, οὔτε νά τά ἀκολουθήσει. Τά ἔχει ἐγκαταλείψει ἀπό τήν στιγμή πού λύεται ὁ δεσμός μέ τό σῶμα καί τόν λόγο. Ἀπό τότε, τό μυστήριο κατέκλυσε ὅ,τι ἔκανε τόν ἄνθρωπο ὁρατό καί ψηλαφητό, ἕναν θερμό καί πάλλοντα πομπό ἀποστολῆς καί λήψης σημάτων· μ’ἄλλα λόγια ἀνταλλαγῆς νοημάτων καί ἐπαφῆς μέ τά ἄλλα πλάσματα.

Τά λευκασμένα κρανία σκόρπια μέσα στίς ἄμμους τῆς Ἀκτῆς τῆς Λήθης μέ ταράζουν γιά τήν μοναξιά τους, πολύ περισσότερο ἀπό τό ἴδιο τό γεγονός τῆς αἰώνιας λήθης. Πρέπει νά διασχίσουμε αὐτήν τήν θανατηφόρα ἀκτή, κι ἄς μήν λάμπει ἀνάμεσα μας ὁ Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης. Χωρίς ἀρχηγό. Χωρίς κανένα ποιμένα. Κανένα προφήτη. Ποιά εἶναι ἡ δική μας ἀσπίδα; Μόνο οἱ κουρελιασμένες μνῆμες μας· ὅσες ἀπόμειναν ἀπό μακρινούς καιρούς ἐμπιστοσύνης σέ λόγους ἀρχαίων ἁγίων.

Δέν πρόκειται γιά παραμυθητικό μυθολόγημα. Οὔτε ἀφορᾶ μόνον στούς καθ’ ὁμολογίαν πιστούς. Ἀρχέτυπη ἀλήθεια ζωντανή, πάλλουσα,  ἀντέχει νά σηκώσει τό ἀπροσμέτρητο ἄχθος τῆς ἀκτῆς τῆς λήθης.

Μπορεῖ κανείς νά προσποιηθεῖ πώς δέν τήν βλέπε; Ἀπαντῶ γιά μένα, πώς δέν μπορῶ, και,ταυτόχρονα, ἀναγνωρίζω πώς οὔτε γίνεται νά ἐπιμένουμε νά τήν κοιτάζουμε κατάματα. Ὡς παραλλαγή τῆς εἰκόνας τῆς Μέδουσας μέ τό πλῆθος τῶν κρανίων, στήν θέση τῶν φιδιῶν, νά προβάλλουν κατά χιλιάδες ἀπό τήν ἄμμο μπορεῖ νά μᾶς πετρώσει ἀπό τόν θανάσιμο φόβο.

Πρέπει νά την διασχίσουμε ! Ἀλλά τώρα ποῦ νά βροῦμε σταθερό ἔδαφος νά πατήσουμε, ἔστω καί γιά ἕνα μικρό βῆμα; Βέβαια οἱ σοφοί μᾶς τό εἶχαν πεῖ ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἡράκλειτου. Μετά ἦρθε ὁ Ἀρχιμήδης μέ τήν Σπείρα καί τούς Ἕλικές του, στά χρόνια μας ἀναπτύχθηκε και τομέας Κινηματικῆς Γεωμετρίας…Δέν ὑπάρχει τίποτα πού να μήν ρέει, τίποτα πού νά μήν κινεῖται κάτω ἀπό τόν Φλοιό, στή Λιθόσφαιρα, στόν Μανδύα, στό Μάγμα… Ἀκόμα καί ὁ σιδερένιος πυρήνας τοῦ πλανήτη μας… Πλανῶνται ὅλα· μόνο ἐμεῖς μέ τά ἔργα, τίς κατασκευές μας, καί τίς ἀκλόνητες πεποιθήσεις πάνω στό Τσόφλι μας, ὥσπου νά ἔρθει ὁ καιρός τοῦ Θρήνου…Οἱ ὀρθολογιστές καί οἱ… ὑπολογιστές, τά ἔξυπνα τεχνουργήματα σέ ποιό χρόνο, τ ί καί π ῶ ς νά θρηνήσουν; Ὁ Θρῆνος ὅμως δέν ἐνδιαφέρεται. Δέν μᾶς ρωτάει. Θρονιάζεται στό μέσο τῆς ζωῆς μας καί ἀπαιτεῖ νά ἀναγνωρίσουμε μιάν ἄλλη ἀκτή, θέλουμε δέ θέλουμε:  τόν πανάρχαιο καιρό - γιαλό τοῦ θρήνου.

- Πολλά καράβια στό γιαλό, ὤχ! ὅλα λιμιώνα πιάσαν κι ἕνα καράβι κρητικό, δὲ σειέται, δὲ φοβᾶται

- Γιατ’ ἔχει ἀντένες μπρούντζινες, κατάρτια σιδερένια ἔχει κι ἕνα ναυτόπουλο, πού ξέρει τούς ἀνέμους

- Ἀνέβα βρέ ναυτόπουλο, ποὺ ξέρεις τούς ἀνέμους πεζογελώντ’ ἀνέβαινε, κλαίγοντας κατεβαίνει

- Γέμισ’ ἡ θάλασσα ἄλμπουρα, τό πέλαγο κατάρτια κι ὁ ἄμμος ὁ ἀμέτρητος, γέμισε παλληκάρια**

Δέ μᾶς θυμίζει τό παραπάνω  Ἱστορικό Δημοτικό Τραγούδι τόν 136ο Ψαλμό τοῦ Ἱερεμία;

ΕΠΙ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν
καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών.
2 ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν·
3 ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών.
4 πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;
5 ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·
6 κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου
.

Ἀλλά σέ μένα περισσότερο θυμίζει τίς Ἀκτές τῆς Κροατίας ἤ τῆς Ἰταλίας  καί ἄλλες, ὅπου χιλιάδες ἐξαθλιωμένων ἀνέμεναν τά καράβια τῆς Νέας Ζωῆς. Ὅπως στήν Ἰωνία, ὅπως στήν Μερσίνα περίμεναν οἱ δικοί μου πρόγονοι.  Ἀλλά πρός τί νά παρεμβαίνει ἡ μνήμη; Τούτη εἶναι μιά ἀπίστευτη οἰκογενειακή ἱστορία γιά ἄλλοτε. Τί θέση ἔχει ἐδῶ; Ἔτσι δέν εἶναι, ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἄγνωστοι λιθώδεις καί λιθοστεγεῖς; Φίλοι πλέον -πακτωμένοι…

Τώρα ὅμως ἀναφέρομαι σέ Ἀκτές  ἀνεπανάληπτων συγγραφέων ὅπως ὁ Ἄαρον Ἄππελφελντ καί ὁ Γιόζεφ Ρότ. Αὐτοί μᾶς μαθαίνουν με συγκλονιστικούς τρόπους πῶς νά μήν θρηνοῦμε μόνο, ἀλλά πῶς νά διασχίζουμε μέ ἐπιθυμία ζωῆς εἰς πεῖσμα, καί μέ θάρρος εἰς πεῖσμα, καί μέ καλωσύνη εἰς πεῖσμα, βῆμα βῆμα  τήν Ἀκτή τῆς Λήθης καί τοῦ Θρήνου, τώρα καί πάντα.

 

Υποσημειώσεις:                                                                                      

  1. Eugen Bracht (1842–1921), The Shore of Oblivion (detail) (1889), oil on canvas, 139 x 257 cm, Hessisches Landesmuseum Darmstadt, Darmstadt, Germany. Wikimedia Commons
              https://eclecticlight.co/2021/11/08/in-memoriam-eugen-bracht-1/
  2. Ἦχος Γα. Ἱστορικό Δημοτικό Τραγούδι, Δ.Αἰγαίου.

Μάϊος 2025, γιά τό Ἀφιερωματικό Τεῦχος τοῦ ἠλ. περιοδικοῦ Poeticanet                                                         

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 10 Μαΐου 2025