Εκτύπωση του άρθρου

 

«αύριο θα κόψουμε
κάτι λουλούδια,
αύριο θα ψάλουμε
κάτι τραγούδια» 

Ο Λάμπρος
Δ. Σολωμός

Τι και αν τον είχαν χαμένο οι πολιτείες, τι και αν τον είχαν ζητήσει οι ρεματιές του τόπου του. Άγριο χορτάρι και ποιήματα τον είχαν πάρει για πάντα. Φορούσε στρώματα βυθών, φύκια, χτένια, σπαρτάραγαν τα χέρια του. Και βγήκε εις τους δρόμους τους απατημένους και πήρε τον ανήφορο. Περνούσαν εμπρός του οι διαβάτες, της ζωής η ρητορεία που άλλο από συνέχεια δεν γνώρισε. Και εβάδιζε ο Λάμπρος με τα περιδέραια της βιογραφίας του, τους ωραίους όγκους της ζωής του που άδοξα εχάθη. Γυμνή και ανήμπορη, σταθερή, αρχέγονη κόκκινο σημάδι στο πέλαγο του ζωγράφου.

Τον πήραν για πνιγμένο, όμως απόψε πίνει ούζο στα τραπεζάκια της πλατείας. Εκεί που αφανίστηκε υψώθηκε το άνθος του Απρίλη και ο καιρός πήρε την αδιάκοπη συνέχειά του. Από μόνος του είναι ο χορός με το ανεικονικό πρόσωπο, μορφή της νύχτας, διάλειμμα του ανέμου ο Λάμπρος. Οι λέξεις του, τραγωδία και χρονικό αιώνιο του κόσμου, η πίκρα της ζωής και το καθρέφτισμά της. Μόνο με ποιήματα τραγουδιέται ο κόσμος αυτός, με ασπαίρουσες λέξεις, σαν βαπτισμένες στο νου, το σώμα, την ελιά. Το ωραίο φως δεν χωρεί μες στην πρόζα του καιρού. Θέλει μέτρο και ρυθμό του φεγγαριού το δρέπανο, θέλουν και οι ποιητές να αντιφωνίζουν το αγλάϊσμα του κόσμου, τον βίο που έχει χιλιάδες δέρματα. Θα πιει το ούζο του, στο ύψος ενός θάρρους που γεννιέται σε δυο στίχους, όμορφος και ζωντανός, όπως εκείνοι που με άγνοια πλουτίζουν την ζωή με την ωραιότητά τους.

Κουβέντα δεν είπε, άνθρωπος δεν στάθηκε, μονάχα ακέραιη μοναξιά. Λιοπύρι αυγουστιάτικο, αφανισμένες πλατείες, μορφές που ξεσταχιάζουν από τον κόπο και το βάσανο. Η ορχήστρα που ανεβαίνει στο κατόπι και βαθιά γνωρίζει πως δεν απαλύνεται η θλίψη και πιάνει το τραγούδι. Παλιοί ζουρνάδες, μέτρο και δωρικοί ρυθμοί στο ύψος των Χαυτείων. Συλλογιέται ο Λάμπρος, πως σε ένα σχεδίασμα επάνω αθροίστηκε η έκταση του κόσμου.

Άκου Λάμπρο, τα ποιήματα θέλουν μορφή και ρυθμό και τα νοήματα να πλέκονται και μεταξύ τους σε ένα να μορφώνονται. Ακόμη, Λάμπρο, θέλουν από το μπουλούκι του καπηλειού και από το αμφιθέατρο και από την ζωή το απόσταγμά τους να σώσουν. Μια στιγμή, προτού τα πράγματα περάσουν στην αιωνιότητα, αδιαμαρτύρητα, όπως λάμνουν οι Αχερουσίες. Θέλουν να κυλούν, γκρεμίζοντας νύχτες και νύχτες προδοσίας. Θέλουν, όπως εσύ κάποτε να γίνουν τραγούδια, στο όνειρο επάνω να κρεμούν τις εντυπώσεις από το φάσμα της ζωής. Δεν χωρούν τα αμέτρητα τα λόγια, φθαρμένες οι διακοσμήσεις από τους αγέρηδες γκρεμίζονται. Το στόμα γλυκά φιλεί μια λέξη και την ερωτεύεται. Τα ποιήματα είναι σωτηρία και προσευχή Λάμπρο. Δυο κλαδιά που κοιτάζουν τα άστρα αρκούν για να βάλουν φτερά στην μορφή. Τα ποιήματα όπως εσύ Λάμπρο χωρούν χρόνια χίλια όπως η ζωή μες στις λαϊκές τις μέρες, τις βρώμικες ασχολίες, στ΄αποσπάσματα των στρατώνων, τα λογιστήρια, τις διεθνείς πράξεις. Τα ποιήματα γυρεύουν μια αρχέγονη μητρότητα, ζητούν την ποίηση, όπως κανείς τον ποταμό που οδηγεί στα βουνά του χρυσαφιού. Γυρεύουν την ποίηση και όταν ξαποσταίνουν μες στις ανθολογίες, αληθινά και ακλόνητα γιατί προικίστηκαν με τον περιούσιο της ανθρώπινης φωνής, κυλούν μες στις ίδιες φλέβες, πάνε και χαιρετούν τους θρύλους που έχουν κατοικήσει τώρα πια κορφές και ακρολόφια, ανάβουν σαν Καρυάτιδες και σαν ατμόσφαιρες αισθήσεων πρωτόγνωρων στα πανηγύρια του καλοκαιρού, μες στην αντιζηλία του έρωτα, τα σκιερά ποτοπωλεία, τις οδούς Αγίων Ασωμάτων όλου του κόσμου. Βαστούν τα ποιήματα τις ψυχές από τα λαγόνια και εντός τους αναδεύουν τον κόσμο, την ίδια του την σκέψη, ώσπου αυτή μονάχη της να λάμψει ως παράδειγμα ζωντανό, τώρα και πάντα, έξω από την μανία του χρόνου. Τα μυστήρια της ζωής, όπως και τα ποιήματα Λάμπρο δεν θέλουν λόγια, θέλουν το άλμα το ψυχικό μες στο χάσμα, θέλουν την αλλαγή, το πένθος, την ελπίδα, όσα στοιχειώνουν τον κόσμο.

Δεν αποκρίθηκε. Υπήρξε μόνο του εαυτού του πρόσταγμα. Πήρε πίσω τον δρόμο, βαρύς και μεθυσμένος για το κρίμα της ζωής του το ανείπωτο. Πίσω του η ορχήστρα και η δίχως αβρότητες γυμνή τους γλώσσα, στίχος και καρδιά του τραγουδιού, σώμα και αίμα του. Εμπρός τους το πέλαγο της πόλης, το όραμα που ιστορείται με την ευφράδεια της κοινής πίκρας. Έτσι χάθηκε και πάλι ο Λάμπρος, με το κρίμα του βαρύ, φορτωμένο απάνω στους ποιήματος την ράχη. Και χανόταν ο Λάμπρος με την ορχήστρα του προς τον αφανισμό και έμενε το ουρλιαχτό της ζωής, η αιώνια ιστορία του ανθρώπου, εικονοστάσι επάνω στου βουνού το δίστρατο. Και έμενε η ποίηση, μισό νησί της Αμοργού που αντέχει επειδή ζει σε άλλον κόσμο, να λέγεται με άλλα λόγια, γλώσσες αγέννητες, λέξεις θνητές που περνούν στην αθανασία. Μισοσβησμένη θράκα, νιότη αιώνια, να περιέχει όλο τον κύκλο της ζωής. Δίχως τίποτε, μονάχα με ενοχή. Και με θάρρος. Πολλά ήταν όσα συλλογίστηκε ο Λάμπρος, πράγματα αφόρητα για των ποιητών τον οδυρμό.

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Μαΐου 2020