Εκτύπωση του άρθρου

ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ


Από το υπό έκδοση βιβλίο της "Έτσι είναι τα πουλιά"



ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Εφτά είχαν μείνει εκείνον τον χειμώνα
όλες γυναίκες όλες χήρες με μαύρο μαντηλάκι
που άφηνε μπροστά μια στάλα ακάλυπτες
τις άσπρες ρίζες
και με πασούμια που ξηλώνονταν
στο οίδημα των αρθρώσεων.

Τη νύχτα το χωριό δεν έβρισκε γαλήνη:
από τα πέτρινα σκαλιά μέχρι τους πύργους
απλώνονταν θρήνοι
για τους περυσινούς και τους προπέρσινους
και τους παλιούς τους άγνωστους νεκρούς
ένας ψαλμός πνευμάτων
όταν ξαπλώναν στο κρεβάτι τους
και με κλειστά τα μάτια
ιστορούσαν τα προικιά του κάτω κόσμου
που πήρε νύφες κι αδελφές
στο χάλκινο κουτάλι του
να 'χουν τα χώματα να τρων
και να χορταίνουνε την άνοιξη.

Τα κελάρια είχαν αδειάσει από κρασί και λάδι
στοίβες στις άκρες τα κουτιά κόκαλα μπερδεμένα
γυαλιστερά κρανία
που τα ξεσκόνιζαν με την ποδιά
και τα κλειδώναν πάλι.

Κι ύστερα βάζαν τα πασούμια τους
να βγουν να πάνε στις γειτόνισσες
κι ώρες να σκέφτονται:
σε ποια ωμοπλάτη ταιριάζει η κλείδα
ποιος είναι αυτός που ράγισε
και ποιος ο άλλος που άρχισε να τρίβεται
κι αργά αργά γίνεται σκόνη στο δοχείο του...


ΚΛΕΙΔΙΑ    
  
Τα κλειδιά μες στην τσέπη μας
παράξενο βάρος
λες και κρεμιόταν επάνω μας
όλο το σπίτι.

Με τη μουρμούρα τους διαβήκαμε
της νιότης τους ανέμους
τα πληγωμένα σώματα των φίλων μας
των ουρανών τα κόκαλα:
εσύ κρατούσες το ρυθμό
κι εγώ την ομορφιά σου.

Και πού δεν έφτασε το σπίτι μας
και πού δεν ξεβολεύτηκε:
στων πόθων μας τις μαύρες πέτρες,
στα οροπέδια που απλώνονται
μια σπιθαμή απ’ τους γκρεμούς
εκεί που ανοίγουν τα βουνά
σαν να ‘ναι μανταρίνια,
στον ποταμό που κολυμπήσαμε
Γενάρη μήνα για να μας πιάσει
του νερού η γλυκιά αγρύπνια.

Τα κλειδιά μας τα έχασα
λίγο μετά το φευγιό σου.
Εσύ τα είχες ακόμη στην τσέπη σου
όταν σε ξαναβρήκα
στο επισκεπτήριο γυναικείων φυλακών
ώρα τρεις μαύρου μεσημεριού
το τελευταίο που σε είδα.



Ημ/νία δημοσίευσης: 25 Οκτωβρίου 2014