ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΝΝΟΣ
Δύο ποιήματα
ΑΠΟ ΤΑ ΦΩΚΙΚΑ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ
Όπως φαίνεται στη ζωγραφιά του Πολύγνωτου
Μετά την άλωση του Ίλιου, καθώς οι έλληνες ετοίμαζαν
Την αναχώρηση του Μενελάου,
Ανάμεσα στους ανθρώπους πάνω στο καράβι διακρίνεται
Ο καπετάνιος Φρόντης. Δυο λόγια αντάλλαξαν γι’ αυτόν
Ο Νέστορας και ο Τηλέμαχος για τη σπουδαία τέχνη του.
Κι όπως θα οδηγούσε το καράβι γύρω απ’ το Σούνιο
Μες στο ανέσπερο φως της αττικής γης, και της αιώνιας
Θάλασσας, θα αισθάνθηκε να τραβιέται σαν ύφασμα βελούδινο
Αργά η ζωή από μέσα του. Και θα σκεφτεί πως όλα χάνονταν
Κι έσβηναν μέσα στα κύματα του χρόνου, ότι η Ιστορία
Κοιτάζει σαν κοπέλα χορτασμένη από έρωτα τον ουρανό,
Λίγα σύννεφα, δυο τρεις γλάρους, ξεχνώντας τον εαυτό της –
Μουδιασμένο όνειρο στον ορίζοντα. Κι ίσως να σκεφτόταν πια,
Καθώς θα άδειαζε απ’ τον εαυτό του, πως δεν ήταν ο Φρόντης
Παρά ένας άνθρωπος που ξαναβρήκε το πέλαγος
Μες στον χειμώνα, το ίδιο μα βαθύτερα ειπωμένο
Σε μια χάλκινη υδρία ή στα μαλλιά μιας όμορφης γυναίκας,
Κι ότι πια οι λέξεις φεύγουν σαν σκιές, κι ότι εκείνος
Δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος πάνω σ’ ένα καράβι.
Το μνήμα του στο Σούνιο σαν να ξεθώριασε απ’ τον γιαλό,
Οι μέρες –σαν να ξέβαψαν– λευκές πάνω απ’ τη μνήμη του.
ΔΕΙΠΝΩΝΤΑΣ ΜΕ ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ
Καλωσόρισες ! Έλα, πέρασε ! Σε περίμενα !
Ας καθίσουμε εδώ, δίπλα στο παράθυρο. Σε πεθύμησα !
Πως μ’ αρέσει να κοιτώ το πρόσωπό σου, αυτή τη μακρινή
χώρα∙
Ν’ ακούω τη σιωπή σου, τούτο τον άνεμο σ’ ένα κοιμητήρι.
Τα μάτια σου φέγγουν σαν τ’ απλωμένα σεντόνια των νησιών∙
Μοιάζουν να κολυμπάνε μέσ’ από κυανόλευκες διαφάνειες –
Σαν να ερμηνεύουν τα σφυρίγματα των πλοίων.
Λησμονιέμαι στο ονειροπόλο χιόνι που έχεις για δέρμα.
Ποιο να ’ναι τ’ όνομά σου άραγε ; Έρση ; Μυρτώ ;
Ή μήπως Κύνθια ; Δεν παραπετάς καμία βροχή, ούτε και του
πιο μικρού σύννεφου.
Και λες ότι τ’ αγκάθια είναι σκαλιά προς το τριαντάφυλλο.
Ξέρεις, τα πρωινά σε παρατηρώ απ’ αυτό το παράθυρο να
στέκεσαι στον κήπο δίπλα στη θάλασσα
Κι ύστερα να περπατάς συλλογισμένη στην ακρογιαλιά σαν
κάποιον να ψάχνεις∙
Και μερικές φορές να κολυμπάς ατενίζοντας τον ορίζοντα
Και πάλι να επιστρέφεις στον κήπο και να στέκεις στη θέση
σου για να στεγνώσεις.
Δείχνεις απορημένη τότε, σαν να μη θυμάσαι τι συνέβη: Ήταν
αλήθεια ; Ήταν όνειρο ;
Πάντως εγώ βρίσκω φύκια τυλιγμένα στα πόδια σου και δυο
κοχύλια στις κόχες των ματιών.
Σαν ασάλευτη διαβαίνεις τις εποχές, σαν δελφίνι αφημένο
ανέμελα σε ασκητική ερημιά
Βαστώντας τις σκέψεις σου καθώς πολύχρωμα φρούτα.
Σ’ ευχαριστώ που έφερες μερικά απόψε για τον δείπνο μας.
Νιώθω όμως πως θέλεις σιγά-σιγά να πηγαίνεις∙
Χαίρομαι που ήρθες απόψε, που αν και άγαλμα με μαθαίνεις
Να κουβεντιάζω: Δηλαδή να σιωπώ και ν’ ακούω.
© Poeticanet
Ημ/νία δημοσίευσης: 9 Μαΐου 2020
- ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΛΥΝΤΙΑ
- BELLI, GIOCONDA
- COLLINS, BILLY
- ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΟΝΕΤΟΥ
- ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
- ΒΕΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ, ΧΑΡΗΣ
- ΙΣΑΡΗΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
- ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΝΙΚΟΣ
- ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ
- ΜΗΤΡΑΣ, ΜΙΧΑΗΛ
- ΠΑΛΑΜΑΣ, ΚΩΣΤΗΣ
- ΡΟΥΜΑΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
- ΛΑΓΙΟΣ, ΗΛΙΑΣ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ
- ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ Η ΣΕΛΗΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ.
- ΟΙΚΟΣ & ΠΟΙΗΣΗ
- ERICH FRIED
- JATTIN GOMEZ, RAUL
- JUARROZ, ROBERTO
- ROTHENBERG, JEROME
- SEXTON, ANNE
- ΓΟΝΑΤΑΣ, Ε.Χ
- ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΕΓΓΑΛΗΣ
- Ποιητές του περιοδικού AutreSud
- ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
- ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ
- NOVAC, ANDREI
- Βάλια Γκέντσου, Παραμύθια ανάποδα (Θεμέλιο, 2020) ΩΣ ΑΓΑΠΗΤΑ ΤΑ ΣΚΗΝΩΜΑΤΑ ΣΟΥ* Τα μεσημέρια στο σπίτι κυλούσαν αργά σαν μεγάλα ποτάμια ο βυθός παγίδευε τις βεβαιότητες Πήγαινα και καθόμουν στο πίσω μέρος μιας άδειας εκκλησίας σ
- ΒΛΗΣΙΔΗ, ΕΛΕΝΗ
- ΚΑΤΣΑΜΠΗ, ΣΤΕΛΛΑ
- ΛΟΥΚΙΔΟΥ, ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
- ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
- ΠΕΡΙ ΖΩΩΝ ΓΛΩΣΣΑΣ
- ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ
- ΣΙΔΕΡΗΣ, ΝΙΚΟΣ
- ΤΙΜΟΘΕΟΥ, ΑΝΤΡΕΑΣ
- CALLEJON, BEGONIA
- ROFFÉ, MERCEDES
- WILMS MONTT, TERESA
- WILMS MONTT, TERESA
- ΖΝΤΡΑΒΚΑ ΜΙΧΑΙΛΟΒΑ
- ABRUTYTE, NERINGA
- AKHMATOVA, ANNA
- ALTOLAGUIRRE, MANUEL
- AMIRTHANAYAGAM, INDRAM
- AMΜONS, A.R.
- ...Δείτε περισσότερα