Εκτύπωση του άρθρου

MIHAI EMINESCU

 

 

Δύο ποιήματα
Μτφ. Angela Bratsou
8.05.2022

 

Kamadeva 

Cu durerile iubirii 
Voind sufletu-mi să-l vindec, 
L-am chemat în somn pe Kama — 
Kamadeva, zeul indic. 
El veni, copilul mîndru, 
Călărind pe-un papagal, 
Avînd zîmbetul fățarnic 
Pe-a lui buze de coral. 
Aripi are, iar în tolbă-i 
El păstrează, cu săgeți, 
Numai flori înveninate 
De la Gangele măreț. 
Puse-o floare-atunci-n arcu-i, 
Mă lovi cu ea în piept, 
Și de-atunci în orice noapte 
Plîng pe patul meu deștept… 
Cu săgeata-i otrăvită 
A sosit ca să mă certe 
Fiul cerului albastru 
Ș-al iluziei deșerte. 

Καμαντέβα 

Μετά από επώδυνους έρωτες
Για να γιατρέψω την ψυχή μου  την παγωμένη,
Στο όνειρό μου κάλεσα τον Κάμα 
Τον Καμαντέβα, θεός των Χίντι.
Ήρθε, το περήφανο παιδί,
Καβάλα σ΄ έναν παπαγάλο,
Μ΄ ένα υποκριτικό χαμόγελο
Στα κοραλλί του χείλη. 
Φτερά τον κουβαλούν, στη δική του φαρέτρα 
Κρατάει, μαζί με βέλη,
Μόνο άνθη δηλητηριασμένα 
Από τον μεγάλο Γάγγη.
Στο τόξο έβαλε τότε ένα λουλούδι-βέλος,
Με χτύπησε μ΄ αυτό στο στήθος,
Και από τότε κάθε βράδυ
Ξύπνιος, κλαίω στο κρεβάτι…
Με το δηλητηριασμένο βέλος του
Ήρθε να με μαλώσει
Γιος του γαλάζιου ουρανού
Και της παράλογης ψευδαίσθησης.


Cântecul lăutarului
(Postume)

Ca povestea cea sărmană
Care nimeni n-o-a-nțeles,
Trec prin vremea tristă, vană,
Cum prin secoli un eres.
Sunt ca lira spartă-n stâncă,
Sunt ca glasul din pustii,
Sunt ca marea cea adâncă,
Sunt ca moartea între vii.
Dintre chinuri ce mă-neacă
Eu sorbeam mirul curat,
Cum o lebădă se pleacă
Bând din lacul înghețat.
Dar cu moartea cea adâncă
Azi eu schimb al vieții-mi gând,
Am fost vultur pe o stâncă,
Fire-aș cruce pe-un mormânt!
Care-i scopul vieții mele,
De ce gându-mi e proroc,
De ce știu ce-i scris în stele,
Când în van lumea o-nvoc.
Crucea-mi pară gânditoare,
Parca arz-a vieții-mi tort,
Căci prin neguri mormântare
Voi să văd fața-mi de mort.
Doar atunci când prin lumine
M-oi sui la Dumnezeu,
Veți gândi și voi la mine
Cum am fost în lume eu. 


Το τραγούδι του βιολιστή /μενεστρέλου
(Μεταθανάτια) 

 

Σαν ελεεινό παραμύθι 
Που δεν κατάλαβε κανείς, 
Διασχίζω μια μάταιη, θλιβερή στιγμή,
Σαν μια αίρεση τους αιώνες. 
Είμαι λύρα που πεθαίνει σπασμένη σε βράχο,
Είμαι σαν τη φωνή της ερήμου που κλαίει,
Είμαι σαν της θάλασσας το βυθό,
Είμαι σαν τον θάνατο ανάμεσα στους ζωντανούς.
Από μαρτύρια που με πνίγουν
Ρούφηξα τον αγνό άγιο μύρο,
Σαν κύκνος που γέρνει
Να πίνει από την παγωμένη λίμνη.
Αλλά τόσο κοντά με τον θάνατο 
Σήμερα αλλάζω της ζωής μου ό, τι πιστεύω,
Ήμουν αετός πάνω σ΄ έναν βράχο,
Ας είμαι σταυρός πάνω σ΄ έναν τάφο!
Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μου,
Γιατί το πνεύμα είναι προφήτης για μένα; 
Γιατί ξέρω τι είναι γραμμένο στ’ αστέρια,
Όταν μάταια καλώ τον κόσμο.
Ο σταυρός μου φαίνεται στοχαστικός,
Σαν την τούρτα της ζωής μου να καίω, 
Γιατί σε νεκρικές ομίχλες
Θέλω να δω το μελανιασμένο πρόσωπό μου.
Μόνο όταν μέσα από τα φώτα
Στον καλό Κύριο θα ανέβω,
Σκεφτείτε εμένα λοιπόν αδέρφια
Πώς σ΄ αυτόν τον κόσμο εγώ περιπλανήθηκα. 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Μαΐου 2022