Εκτύπωση του άρθρου

EDGAR ALLAN POE

 

Μετάφραση: Μάνος Κουνουγάκης
Επιμέλεια: Λιάνα Σακελλίου

 

 

Βιογραφία

Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε (1809-1848) ήταν Αμερικανός ποιητής, πεζογράφος  και κριτικός. Θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες μορφές της Αμερικανικής Λογοτεχνίας έχοντας σημαντική επίδραση στη δημιουργία και εξέλιξη λογοτεχνικών ειδών όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, οι ιστορίες τρόμου και τα διηγήματα επιστημονικής φαντασίας.

Γεννήθηκε στη Βοστώνη στις 19 Ιανουαρίου 1809. Οι Πόε ήσαν μια από τις πιο σεβαστές οικογένειες της Βαλτιμόρης. Είχε δύο αδέρφια τον Ουίλιαμ Χένρι (1807-1831) και την Ροζαλί (1811-1874). Τόσο ο πατέρας του Ντέιβιντ όσο και η μητέρα του Ελίζαμπεθ υπήρξαν ηθοποιοί. Ο Ντέιβιντ εγκατέλειψε την οικογένειά του το 1810 και πέθανε ένα χρόνο αργότερα από φυματίωση. Την ίδια τραγική μοίρα είχε και η Ελίζαμπεθ την ίδια χρονιά. Έτσι τον υιοθέτησαν ο Τζον Άλλαν, ένας πλούσιος εξαγωγέας καπνού, και η γυναίκα του η Φράνσις.

Η παιδική του ηλικία με τους Άλλαν στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια σημαδεύτηκε από συχνά οικονομικά προβλήματα καθώς και μια φιλάσθενη μητέρα, η οποία όμως τον υπεραγαπούσε. Το 1815 μετακόμισαν στη Βρετανία με τον θετό του πατέρα να στέλνει τον Πόε σε δύο από τα καλύτερα σχολεία. Ωστόσο η μετανάστευση στην Ευρώπη δεν έφερε στον Άλλαν τα κέρδη που προσδοκούσε. Έτσι επέστρεψαν στον Νέο Κόσμο σε δυσχερή οικονομική κατάσταση. Το 1820, με την άφιξη της οικογένειας στο Ρίτσμοντ, ο Πόε γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια για να σπουδάσει Ποίηση και Λατινικά. Ήταν καλός φοιτητής μολονότι είχε ήδη αρχίσει να πίνει. Επίσης του άρεσε να κολυμπάει και να παίρνει μέρος σε παραστάσεις σαν ηθοποιός. Ταυτόχρονα η οικονομική κατάσταση της θετής του οικογένειας βελτιώθηκε αισθητά καθώς ο Άλλαν κληρονόμησε ένα θείο του. Ωστόσο θετός πατέρας και γιος αποξενώθηκαν καθώς ο πρώτος αρνήθηκε να πληρώσει τα δίδακτρα του Πανεπιστημίου καθώς και τα χρέη τιμής που είχε δημιουργήσει ο Πόε στον τζόγο. Έτσι ο Πόε αναγκάστηκε να αφήσει τις σπουδές του και να καταταγεί στον στρατό όπου και υπηρέτησε για δύο χρόνια με το όνομα Έντγκαρ Πέρυ.

Το 1827 δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο Ταμερλάνος και Άλλα Ποιήματα. Ακολούθησε μια δεύτερη συλλογή με τίτλο Αλ Ααραάφ, Ταμερλάνος και Ελάσσονα Ποιήματα το 1829. Ωστόσο και οι δυο συλλογές δεν έλαβαν ιδιαίτερης προσοχής από αναγνώστες και κριτικούς. Ο θάνατος της Φράνσις Άλλαν την ίδια χρονιά συμφιλίωσε προσωρινά τον Πόε με τον Άλλαν. Το 1830 κατατάχτηκε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ αλλά αναγκάστηκε να διακόψει τη φοίτησή του ένα χρόνο αργότερα, με μία σκόπιμη ατιμωτική απόλυση, λόγω έλλειψης οικονομικής στήριξης. Ο δεύτερος γάμος του Άλλαν τον είχε φέρει και πάλι σε σύγκρουση με τον θετό του πατέρα.

Λίγο αργότερα ο Πόε προσπάθησε να προσεγγίσει την οικογένεια της μητέρας του. Έτσι το 1831 μετακόμισε στην Βαλτιμόρη στο σπίτι της θείας του Μαρίας Κλεμ και της ξαδέρφης του Βιρτζίνιας. Η θεία του δεν μπορούσε να τον στηρίξει οικονομικά και ο Πόε δεν μπορούσε να βρει εργασία. Έτσι άρχισε να γράφει διηγήματα και να τα πουλάει σε περιοδικά για να συντηρηθεί. Ο θάνατος είναι το κυρίαρχο θέμα σε αυτά τα έργα όπως άλλωστε και στα ποιήματά του. Άλλα σημαντικά θέματα είναι η αγάπη, η ομορφιά και η ψυχική αλλά και η σωματική αρρώστια. Ο φόβος είναι το κυρίαρχο συναίσθημα καθώς ο αναγνώστης θα νιώσει να βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια οι καλά θαμμένοι στο ασυνείδητο φόβοι της νεότητάς του.

Το 1831 εκδόθηκε άλλη μία ποιητική συλλογή με το τίτλο Ποιήματα. Δύο χρόνια αργότερα κάποια ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στo περιοδικό Baltimore Saturday Visitοr. Επίσης με το διήγημα «Χειρόγραφο που Βρέθηκε σε Μπουκάλι» κέρδισε τον διαγωνισμό του περιοδικού. Ένα χρόνο αργότερα ο Άλλαν πέθανε, χωρίς όμως να αφήσει την περιουσία του στον Πόε. Το 1835 ο Πόε έγινε επιμελητής της εφημερίδας Southern Literary Messenger. Έφερε τη θεία του και τη ξαδέρφη του στο Ρίτσμοντ και τελικά παντρεύτηκε το 1836 τη δεκατριάχρονη τότε Βιρτζίνια.

Τα επόμενα δέκα χρόνια ο Πόε θα δουλέψει σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά όπως τα Gentleman's Magazine και Graham's Magazine στη Φιλαδέλφεια και το  Broadway Journal στη Νέα Υόρκη. Εκείνη την περίοδο καθιερώθηκε ως ένα αξιοσέβαστος ποιητής και διηγηματογράφος χωρίς όμως να μπορέσει να ξεφύγει από την οικονομική του ανέχεια. Έγραψε και δημοσίευσε κάποια από τα καλύτερα διηγήματά του όπως «Η Πτώση του Οίκου των Άσερ», «Η Μαρτυριάρα Καρδιά» και «Ουίλιαμ Ουίλσον». Επιπλέον έγραψε το διήγημα «Οι φόνοι στην Οδό Μόργκ», το οποίο θεωρείται ως απαρχή του είδους της αστυνομικής ιστορίας. Επίσης απέκτησε φήμη ως κριτικός λογοτεχνίας.

Το 1838 δημοσίευσε το μοναδικό ολοκληρωμένο του μυθιστόρημα Η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ. Τα διηγήματά του συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύτηκαν στη συλλογή  Ιστορίες του Γκροτέσκου και του Αραβουργήματος το 1840. Δύο χρόνια αργότερα η Βιρτζίνια έδειξε τα πρώτα σημάδια φυματίωσης με την ασθένεια της να τον ωθεί ξανά στον αλκοολισμό. Το 1845 δημοσίευσε τη συλλογή Το Κοράκι και Άλλα Ποιήματα. «Το Κοράκι», το οποίο θεωρείται από τους περισσότερους κριτικούς ως το καλύτερο του ποίημα, του χάρισε ακόμα περισσότερη φήμη ωθώντας τον έτσι να αρχίσει μια σειρά διαλέξεων για να συμπληρώσει το εισόδημά του. Ένα χρόνο αργότερα έγραψε την «Φιλοσοφία της Συνθέσεως» συνεχίζοντας και με άλλα κείμενα κριτικής μέχρι και τον θάνατο της Βιρτζίνια το 1847. Η απώλεια της συζύγου του τον οδήγησε στην κατάθλιψη και έκανε ακόμα πιο έντονη την επιθυμία του για αλκοόλ. Ωστόσο συνέχισε να γράφει δημοσιεύοντας μεταξύ άλλων το ποίημα «Ουλαλούμ» αλλά και το μυθιστόρημα «Εύρηκα».

Το Σεπτέμβριο του 1848 αρραβωνιάστηκε την Σάρα Έλεν Ουίτμαν. Ωστόσο γρήγορα ο αρραβώνας διαλύθηκε. Το 1849 του προτάθηκε να αρχίσει το δικό του περιοδικό και αρραβωνιάστηκε την Ελμίρα Σέλτον, μια πλούσια χήρα η οποία ήταν και η πρώτη του αγάπη. Ωστόσο στις 3 Οκτωβρίου βρέθηκε μυστηριωδώς να κείτεται ημιαναίσθητος στους δρόμους της Βαλτιμόρης. Πέθανε στο νοσοκομείο τέσσερις μέρες αργότερα μόλις 39 ετών. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες οι τελευταίες του λέξεις ήταν οι εξής: “Dear God, save my poor soul”.

 

Επιλεγμένα Αποφθέγματα

1 Όσοι ονειρεύονται τη μέρα γίνονται γνώστες πραγμάτων που ξεφεύγουν της αντίληψης αυτών που ονειρεύονται μόνο τη νύχτα. 

                                   (Από το διήγημα Ελεονόρα)

2 Ποτέ δεν ήμουν πραγματικά παράφρων. Εκτός απ’ τις στιγμές που κάτι συγκινούσε βαθύτατα την καρδιά μου.

                         (Γράμμα στη Μαρία Κλεμ, 7 Ιουλίου 1849)

3 Με τον θάνατο εκείνης που ήταν η ζωή μου, έγινα μία νέα αλλά - ω Θεέ μου - τόσο μελαγχολική ύπαρξη.

                        (Γράμμα στον Τζορτζ Έβελεθ, 4 Ιανουαρίου 1848.)

4 Διαφωνώ με την άποψή σου πως η φυλή μας προχωράει προς την τελειότητα. Ο άνθρωπος είναι απλά πιο δραστήριος. Δεν είναι ούτε πιο σοφός, ούτε πιο χαρούμενος από όσο ήταν 6000 χρόνια .πριν.

                      (Γράμμα στον Dr. Thomas H. Chivers στις 10 Ιουλίου 1844.)

 5 Κανένα σημείο στη σύνθεση του ποιήματος «Το Κοράκι» δεν γράφτηκε κατά
τύχη ή λόγω έμπνευσης. Προχώρησα βήμα-βήμα προς την ολοκλήρωσή του έργου με την ακρίβεια και την αυστηρή συνέπεια ενός μαθηματικού προβλήματος

                          (Η Φιλοσοφία της Συνθέσεως

Ο θάνατος μιας ωραίας γυναίκας είναι το πιο ποιητικό θέμα στον κόσμο.

                          (Η Φιλοσοφία της Συνθέσεως)

7 Ένα ποίημα, κατά τη γνώμη μου, διαφέρει από ένα έργο της επιστήμης καθώς έχει ως στόχο την απόλαυση και όχι την αλήθεια.

                                 (Γράμμα στον Β.)

8 Η μουσική όταν συνδυάζεται με μια ευχάριστη ιδέα είναι ποίηση· η μουσική χωρίς την ιδέα είναι απλά μουσική· η ιδέα χωρίς την μουσική είναι πεζός λόγος.

                            (Γράμμα στον Β.)

9  Όταν με την ποίηση ή με την μουσική, που είναι ο πιο μαγευτικός από τους τρόπους της  Ποιήσεως, δακρύζουμε και θρηνούμε, δεν το κάνουμε όπως υποθέτει ο Γκραβίνα λόγω υπερβολικής ευχαρίστησης. Αιτία είναι η θλίψη μας για την ανικανότητά μας να συλλάβουμε ολοκληρωτικά εδώ στη γη τις θεϊκές και εκστατικές χαρές που μόνο το ποίημα και η μουσική μας αφήνουν να πλησιάσουμε με μερικές σύντομες και ακαθόριστες ματιές.  

                                   (Η Ποιητική Αρχή)

 

Ποιήματα

Ισραφήλ                       

Και ο άγγελος ο Ισραφήλ, που της καρδιάς του οι χορδές είναι λαούτο, και έχει τη γλυκύτερη φωνή από όλα τα πλάσματα του Αλλάχ. - Κοράνι

 

Ένα πνεύμα κατοικεί στον Ουρανό
«που της καρδιάς του οι χορδές είναι λαούτο».
Κανείς τόσο ωραία δεν τραγουδάει
όσο ο άγγελος ο Ισραφήλ.
Ακόμα και τα άστρα ζαλισμένα (λένε οι θρύλοι)
την υμνωδία διακόπτουν, για ν’ ακούσουν
της φωνής του τη μαγεία σε απόλυτη σιγή.

Τρεκλίζοντας εκεί ψηλά
στη μεσούρανή της ώρα,
ερωτευμένη η Σελήνη
από αγάπη κοκκινίζει,
καθώς σταματάει στον Ουρανό
(με τις γρήγορες Πλειάδες,
τις εφτά για συντροφιά)
για ν’ ακούσει την πορφυρή αστραπή.

Και λένε (ο χορός των άστρων
και κάθε τι που γύρω ακούει)
ότι του Ισραφήλ η φλόγα
φουντώνει από τη λύρα εκείνη
με την οποία τραγουδάει-
το ζωντανό, δονούμενο σύρμα
των ασυνήθιστων χορδών.

Μα στο ουράνιο μονοπάτι του αγγέλου,
η βαθιά σκέψη είναι χρέος,
η αγάπη ένας ώριμος θεός
και των Ουρί τα βλέμματα
γεμάτα με την ομορφιά
που προσκυνούμε στ’ άστρα.

Πόσο δίκιο λοιπόν έχεις,
Ισραφήλ, όταν περιφρονείς
κάθε άψυχο τραγούδι·
σε σένα αρμόζει το δάφνινο στεφάνι,
άριστε βάρδε, σοφότερε όλων!
Χαίρε και μακροημέρευε!

Η επουράνια έκσταση
με το φλεγόμενο ρυθμό ταιριάζει-
η λύπη, η χαρά, το μίσος, η αγάπη σου
με του λαούτου σου τη φλόγα-
Καλά κάνουν τα άστρα και σωπαίνουν!

Ο  Ουρανός, ω ναι, σου ανήκει· όμως αυτός εδώ
είναι ένας κόσμος με λύπες και χαρές.
Τ’ άνθη μας είναι μονάχα – άνθη,
και η σκιά της μακαριότητάς σου
είναι για εμάς το φως.

Αν, όμως, ήταν δυνατό να κατοικήσω
εκεί που κατοικεί ο Ισραφήλ
κι εκείνος στο δικό μου τόπο,
δεν θα τραγούδαγε τόσο εξαίσια ωραία
μια μελωδία θνητή. Ενώ πιο θαρραλέος
θα ’βγαινε της λύρας μου ο τόνος
και θα κατέκλυζε τα πλάτη τ’ ουρανού.

 

 ***

ISRAFEL

And the angel Israfel who has the sweetest voice of all God’s creatures. — KORAN.

————

I. 

In Heaven a spirit doth dwell
Whose heart-strings are a lute —
None sing so wild —   so well
As the angel Israfel —
And the giddy stars are mute. 

II. 

Tottering above
In her highest noon
The enamoured moon
Blushes with love —
While, to listen, the red levin
Pauses in Heaven.  

III. 

And they say (the starry choir
And all the listening things)
That Israfeli’s fire
Is owing to that lyre
With those unusual strings. 

IV. 

But the Heavens that angel trod
Where deep thoughts are a duty —
Where Love is a grown god —
Where Houri glances are —
— Stay! turn thine eyes afar! —
Imbued with all the beauty
Which we worship in yon star. 

V. 

Thou art not, therefore, wrong
Israfeli, who despisest
An unimpassion’d song:
To thee the laurels belong
Best bard, — because the wisest.  

VI. 

The extacies [[ecstasies]] above
With thy burning measures suit —
Thy grief — if any — thy love
With the fervor of thy lute —
Well may the stars be mute! 

VII. 

Yes, Heaven is thine: but this
Is a world of sweets and sours:
Our flowers are merely — flowers,
And the shadow of thy bliss
Is the sunshine of ours. 

VIII. 

If I did dwell where Israfel
Hath dwelt, and he where I,
He would not sing one half as well —
One half as passionately,
And a stormier note than this would swell
From my lyre within the sky.
 

Το Στοιχειωμένο Παλάτι                                   

Στην καταπράσινη κοιλάδα
που άγγελοι ζούσαν εκεί
παλάτι μεγαλοπρεπές με ομορφάδα
παλάτι φωτεινό ύψωσε την κορφή.
Στην επικράτεια που βασιλεύει η Σκέψη
ορθώθηκε σπουδαίο.
Φτερά των σεραφείμ δεν είχανε σαλέψει
σε κτίσμα πιο ωραίο.

Κίτρινα, χρυσά, λαμπρά
κυμάτιζαν στην οροφή λάβαρα και σημαίες.
(Αυτά συνέβαιναν στα χρόνια τα παλιά
σε περασμένες μέρες.) 
Και όποια αύρα απαλή χασομερούσε
την εποχή εκείνη τη γλυκιά
στα τείχη κάτωχρη σκορπούσε
την φτερωτή της ευωδιά.

Διαβάτες στη χαρούμενη κοιλάδα
πνεύματα είδαν να χορεύουν μουσικά,
μέσα από δυο παράθυρα με φωτεινάδα,
με του λαούτου τον σκοπό μελωδικά.
Εκεί πέρα σε θρόνο καθισμένος
που άρμοζε στη δόξα του δικού του μεγαλείου
(πορφυρογεννημένος)
φαινόταν και ο άρχοντας του βασιλείου.

Με ρουμπίνια και σμαράγδια λαμπερά
του παλατιού η πύλη ήταν στολισμένη
και από εκεί να ρέουν χαρωπά
αντίλαλοι με λάμψη αιώνια προικισμένοι.
Με χρέος ιερό να τραγουδούνε
με αξεπέραστη ομορφιά
να ψέλνουν και να εξυμνούνε
το πνεύμα και τη φρόνηση του βασιλιά.

Όμως στοιχειά διαβολικά, στα πένθιμα ντυμένα,
εισέβαλαν στου βασιλιά το κάστρο.
Αχ, για τον δύστυχο ας κλάψουμε θλιμμένα.
Δε θ’ ανατείλει πια γι’ αυτόν της αυγής το άστρο.
Και η δόξα που το παλάτι κατοικούσε
μια ιστορία έγινε λησμονημένη,
κι αν ροδαλή τότε παλιά ανθούσε
έμεινε πλέον παντοτινά θαμμένη.

Και τώρα από τα άλικα παράθυρα
βλέπουνε της κοιλάδας οι περαστικοί
τεράστιες φιγούρες να σαλεύουνε αλλόκοτα
με κακοτονισμένη μουσική.
Ενώ σαν βίαιο ποτάμι και φρικτό
από τη θύρα την ωχρή ορμά
γελώντας πλήθος αποκρουστικό
που πλέον δεν χαμογελά.

***

The Haunted Palace

In the greenest of our valleys
By good angels tenanted,
Once a fair and stately palace—
Radiant palace—reared its head.
In the monarch Thought’s dominion,
It stood there!
Never seraph spread a pinion
Over fabric half so fair!

Banners yellow, glorious, golden,
On its roof did float and flow
(This—all this—was in the olden
Time long ago)
And every gentle air that dallied,
In that sweet day,
Along the ramparts plumed and pallid,
A wingèd odor went away.

Wanderers in that happy valley,
Through two luminous windows, saw
Spirits moving musically
To a lute’s well-tunèd law,
Round about a throne where, sitting,
Porphyrogene!
In state his glory well befitting,
The ruler of the realm was seen.

And all with pearl and ruby glowing
Was the fair palace door,
Through which came flowing, flowing, flowing
And sparkling evermore,
A troop of Echoes, whose sweet duty
Was but to sing,
In voices of surpassing beauty,
The wit and wisdom of their king.

But evil things, in robes of sorrow,
Assailed the monarch’s high estate;
(Ah, let us mourn!—for never morrow
Shall dawn upon him, desolate!)
And round about his home the glory
That blushed and bloomed
Is but a dim-remembered story
Of the old time entombed.

And travellers, now, within that valley,
Through the red-litten windows see
Vast forms that move fantastically
To a discordant melody;
While, like a ghastly rapid river,
Through the pale door
A hideous throng rush out forever,
And laugh—but smile no more.

***

Όνειρο μέσα στο Όνειρο

Δέξου το φιλί στο μέτωπό σου!
Κι αν τώρα χωρίζουμε
άφησέ με να σου πω-
πως άδικο δεν είχες όταν έλεγες 
ότι οι μέρες μου υπήρξαν όνειρο ·
Κι αν η ελπίδα πέταξε,
μέσα στη νύχτα ή μέσα στο φως της ημέρας,
μέσα στο όραμα ή μέσα στο τίποτα,
είναι λοιπόν λιγότερο χαμένη;
Όλα όσα βλέπουμε κι αυτό που φαινόμαστε
όνειρο είναι σ’ αυτό που ονειρευόμαστε.

Στέκομαι εν μέσω βουητών
σ’ ακτή κυματοδαρμένη
και σφίγγω στο χέρι μου
κόκκους χρυσαφένιας άμμου –
Τόσο λίγοι! Κι όμως γλιστρούν αργά
μέσα απ’ τα δάχτυλά μου στην άβυσσο,
καθώς θρηνώ – καθώς θρηνώ!
Θεέ μου! Να μην μπορώ να τους κρατήσω
πιο σφικτά στο χέρι μου.
Θεέ μου! Να μην μπορώ να σώσω
έστω κι έναν από τ’ άσπλαχνα κύματα.
Είναι όσα βλέπουμε κι αυτό που φαινόμαστε
όνειρο μόνο σ’ αυτό που ονειρευόμαστε;

***

A Dream Within a Dream

Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow —
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.

I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand —
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep — while I weep!
O God! Can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?

***           

© Poeticanet  

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Δεκεμβρίου 2019