Εκτύπωση του άρθρου

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

                                               

 

Εικόνες από μια έκθεση

 

Η πόλη και ο θόρυβος*

Όταν τέλειωσε ο πόλεμος
κι έπαψε η μπάντα της εθνοφρουράς να παρελαύνει,
και η οπισθοφυλακή έστρεψε τη σημαία της στη γη·

όταν τα ένδοξα στεφάνια μαράθηκαν στην κόμη των νεκρών
χωρίς κανείς τους να μπορεί να πει τον θάνατο μετά τον θάνατό του
κι ο θάνατος έγινε ο καθρέφτης που δείχνει κατανοητό το ακατανόητο·

όταν ο ακροβάτης φόβος υποκλίθηκε μετά το νούμερό του,
ήταν χειμώνας πιά.

Ο Όττο Ντιξ,
πρώην λοχίας που δεν έπεσε μαχόμενος,
κρέμασε στη ντουλάπα τα γαλόνια του,
πούλησε τα μετάλλια των πληγών του,
απ’ το ανοιχτό παράθυρο 
άκουσε το πλησίασμα της πόλης, το βουητό,
το ρέψιμό της καθώς χώνευε το λίπος και την πέτσα των καιρών.

Απ’ το ανοιχτό παράθυρο είδε στην παντομίμα των ανθρώπων
την τελετή της ύπαρξης, τους μορφασμούς των παραιτήσεών της.

Όταν τέλειωσε ο πόλεμος κι όλα τα λάφυρα είχαν μοιραστεί,
κι έμεινε το παρόν χρόνος της μνήμης,
ο Όττο Ντιξ,
πρώην ζωγράφος όψεων κι εξοχών,
πρώην χαράκτης των Γραφών και των Σημείων,
ύποπτος για υπονόμευση των εθνικών σκοπών,
έστησε σαν κραυγή το καβαλέτο του καταμεσής της ήττας, 
άπλωσε στην παλέτα τις μπογιές του

‒όχι με αυτά τα μάτια· όχι αυτές οι σκιές·
ήξερε πια πως η πραγματικότητα
είναι η βία των γραμμών και των χρωμάτων.

Ήξερε πια πως αν 
η ιστορία γράφεται από τους νικητές,
η τέχνη ιστορεί τους νικημένους.


*Ο τίτλος είναι τίτλος χαρακτικού του Όττο Ντιξ


Ecce Homo*

Ecce Homo!
Όχι αυτός του δράματος με το αγκαθένιο στέμμα,
το καλαμένιο σκήπτρο, την πορφυρή ενδυτή·
δεν δείχνω αυτόν.

Σας δείχνω εκείνον με το πούρο στο δωμάτιο
που παζαρεύει την ταρίφα της τροτέζας·

εκείνον που ανέμελος χαζολογάει στον δρόμο
με τις κορδέλες ν’ ανεμίζουν στο καπέλο του.

Σας δείχνω τον τυφλό με το μπαστούνι του
και την παλάμη του απλωμένη στο έλεός σας·

τον δικαστή που ξαίνει τη φενάκη του,
τον στρατηγό που επελαύνει επί χάρτου.

Ίδε ο άνθρωπος!
Ο προσευχόμενος ενώπιον του Δίκαιου Θεού·
ο αυτόχειρας που εκβράστηκε στου ποταμού την όχθη·
ο κοπιών και ο μοχθών της επανάστασης·
εκείνος που κοιτάζει το ψωμί πίσω απ’ το τζάμι.

Ιδού το φέρετρο μιας καρναβαλικής κηδείας,
ο νεκροθάφτης, ο νεκρός, οι τεθλιμμένοι·
πομπή γκροτέσκα ο θάνατος μιας εποχής· με σημαιάκια
και κλαγγές την κουβαλούν στους ώμους τους οι πανηγυριστές της.

Αυτός ο άνθρωπος, αυτή η πραγματικότητα
‒τέχνη μου αδίδαχτη, γραμμές
που σβήνουνε πριν ολοκληρωθούν· 
πόση αλήθεια αντέχει η αλήθεια σου;
πόση αλήθεια η αλήθεια σου τολμά;

Αυτή η τέχνη, αυτή η πραγματικότητα, 
βρισιά μου, ανάθεμα στην αγελαία πυρά,
πόσα ολοκαυτώματα χωρούν στην ιστορία;
πόσος καπνός σε αμνήμονα ουρανό;

Μπρος σε καθρέφτη αμάγευτο
στολίζεσαι τη στάχτη στα μαλλιά σου.


*Ecce Homo ήταν ο τίτλος ενός λευκώματος σκίτσων του Γκέοργκ Γκρος, που καυτηρίαζαν την παρακμή και τη διαφθορά στην εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. 

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 10 Αυγούστου 2021