Εκτύπωση του άρθρου

ΑΠΟΨΕΙΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΑΒΑΛΑΣ 

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
Μερικές Παρατηρήσεις σε κάποια Θέματα

Ξέρω καλά πως είναι ανώφελο να διαμαρτύρεται κάποιος σε αυτόν εδώ τον τόπο, όπου προσωπικά συμφέροντα, μικροφιλοδοξίες και σκοπιμότητες μπαίνουν πάνω από την αλήθεια, την αντικειμενικότητα, την αξιοκρατία, την εντιμότητα, το ήθος και τον αυτοσεβασμό. Ξέρω όμως πως όταν κάποιοι άνθρωποι και κάποιες καταστάσεις ξε-περνάνε και τα έσχατα όρια ανοχής που δίνει αυτή η γνώση, τότε δεν μπορεί κάποιος να μην διαμαρτύρεται και με τη σιωπή του να γίνεται συνένοχος. Τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν και οι άνθρωποι και οι καταστάσεις που πιστοποιούν πως κάτι σάπιο υ-πάρχει και στον χώρο στον οποίο ακριβώς δεν έπρεπε να υπάρχει, στον χώρο του πνεύματος.      
Δεν θα ασχολιόμουνα με το πιο πάνω έργο, αν ο συγγραφέας του δεν ήτανε πανεπιστημιακός δάσκαλος, όπως αναφέρεται στο βιβλίο (Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών). Άλλωστε ουδέποτε στο παρελ-θόν, που διάφοροι κατασκεύαζαν με μυστικές διαβουλεύσεις ανθολογίες κατά το δο-κούν, ασχολήθηκα. Η διπλή ιδιότητα του συγγραφέα ως επιστημονικού ερευνητή και ως δάσκαλου με έκανε να έχω απαιτήσεις και προσδοκίες από το έργο του. Επιτέλους, σκέφτηκα, θα γίνει μια δουλειά με αντικειμενικά, απροκατάληπτα, επιστημονικά κρι-τήρια και θα μπει κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Δυστυχώς η πραγματικότητα με απογοήτευσε, όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά γιατί μόνος μου είχα προϊδεαστεί και γοητευτεί με την ιδέα μιας επιστημονικής έρευνας και αντίστοιχου αποτελέσματος στον τομέα της ποίησης στον τόπο μας.
*
(1) Η χρήση του οριστικού άρθρου ‘Η’ στον τίτλο του βιβλίου ορίζει ότι ‘αυτή είναι Η ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα’, και συνεπώς όχι κάποια άλλη ή και κάποια άλλη. Ο αναγνώστης αποκομίζει εξαρχής την εντύπωση ότι αυτή και μόνον αυτή είναι όλη η ελ-ληνική ποίηση του 20ου αιώνα. Αυτός ο ισχυρισμός είναι ψευδής και αυτό διότι οι 177 ποιητές που περιλαμβάνονται δεν συνιστούν το σύνολο των ποιητών και κατ’ επέκταση της ποίησης του 20ου αιώνα. Αντίθετα, αποτελούν μέρος, μάλλον μικρό. Και μόνον η αναφορά, στο τέλος του έργου, των υπολειπομένων ποιητών από προηγούμενες ανθολογίες, αρκεί για να δειχθεί το ψευδές του ισχυρισμού.  
Συμπέρασμα: Όχι, δεν είναι αυτή Η ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα. Είναι μέρος και συνεπώς δεν μπορεί ως μέρος να έχει τις ιδιότητες του όλου, να εμφανίζεται ως το ό-λον και να το αντιπροσωπεύει.
Αν ο συγγραφέας του έργου ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτόν τον τίτλο, τότε όφειλε να περιλάβει πράγματι όλη την ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα, πράγμα που δεν κάνει. Αυτό που κάνει δεν δικαιούται του τίτλου του, κάποιος άλλος έπρεπε να είναι αυτός, ίσως ‘Μερικοί Ποιητές/ Μέρος της Ποίησης του 20ου αιώνα’ ή, ανάλογα με τα ‘κριτήρια’ (επιστημονικά, συναισθηματικά ή άλλα), ‘Έρευνα στην Ποίηση του 20ου Αιώνα’ ή ακόμα και ‘177 Ποιητές που μου Αρέσουν από τον 20ο Αιώνα’ κτλ. Αν μάλιστα ήθελε πράγματι να είναι αντικειμενικός και δίκαιος, έπρεπε να αναφέρει ότι στην περίοδο που εξετάζει εμφανίζονται τόσοι ποιητές (για παράδειγμα 500, που είναι οι τάδε) και αυτός ασχολείται με τους 177 για αυτούς και για αυτούς τους λόγους. Όλοι θα καταλάβαιναν περί τίνος πρόκειται στ’ αλήθεια και ο αναγνώστης θα είχε πιο σαφή ιδέα, ενώ τώρα αποκομίζει ψευδείς, στρεβλές και παραπλανητικές εντυπώσεις για το ποια πραγματικά είναι Η ποίηση του 20ου αιώνα στον τόπο μας. Ο γνώστης του θέματος δεν παραπλανάται, αντίθετα παραπλανάται το ευρύ κοινό στο οποίο και απευθύνεται το έργο. 
Αφού λοιπόν δεν είναι το όλον της ελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα, δεν συ-νιστά το ΠΑΝ, τότε δεν συνιστά και ΠΑΝόραμα, (όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας) αλλά θέαση από ένα περιορισμένο παράθυρο, ακριβώς (και αυτονόητα) αυτό μέσα από το οποίο ο παρατηρητής - συγγραφέας, θεάται την ελληνική ποίηση. 
Συμπέρασμα: Και αυτός ο ισχυρισμός, περί πανοράματος, είναι ψευδής. Πρόκειται για μερική και περιορισμένη θέα του αντικειμένου, ο παρατηρητής βλέπει ένα μέρος του πράγματος (ελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα) με τον δικό του τρόπο. 
Θα μπορούσαν να είναι αλλιώς τα πράγματα; Εξαρτάται από τις προθέσεις του συγγραφέα και τη χρήση του υλικού –αν ο συγγραφέας δηλώσει εξαρχής ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενό του, το ορίσει και το περιορίσει, τότε κανένα πρόβλημα: Ασχο-λούμαι (και αιτιολογώ γιατί) με αυτούς τους 177. Αλλά έχω επίγνωση και το διακη-ρύττω ότι αυτό κάνω, δεν ισχυρίζομαι (ψευδώς όπως δείχτηκε πιο πάνω) ότι μελετώ όλη την ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα, μελετώ ένα μέρος της, αυτούς τους 177. Γιατί; Εδώ μπορεί κάποιος να απαντήσει (αν θέλει να είναι ειλικρινής) ό,τι πραγματικά του συμβαίνει: Διότι αυτούς γνωρίζω, διότι αυτοί μου αρέσουνε, διότι αυτοί θεω-ρούνται (από ποιον και γιατί;) οι σημαντικότεροι, διότι αυτοί προβάλλονται, διότι έτσι μου αρέσει κτλ. –αρκεί όλα αυτά να δηλώνονται εξαρχής. Και να δηλώνεται επίσης ότι δεν πρόκειται για μια επιστημονική έρευνα με συγκεκριμένη μεθοδολογία, θεωρητικό υπόβαθρο, κριτήρια κτλ., με αυτά τα συγκεκριμένα αποτελέσματα, αλλά για μια συ-ναισθηματική στάση (μ’ αρέσει/ δεν μ’ αρέσει). Τότε όμως πρόκειται για έργο όχι επιστημονικό, που το εκτελεί ένας πανεπιστημιακός με επιστημονικό τρόπο, αλλά για ένα έργο της ίδιας τάξης με τα τρέχοντα έργα που τα διεκπεραιώνουν εκδότες με δικούς τους ‘ανθολόγους’, που τσακώνονται αν θα βάλουν τον έναν ή τον άλλον μέσα με τα εντελώς αήθη, συνήθη ‘κριτήρια’ της παρέας που επικρατούν σε αυτό τον τόπο και καθιστούν εξαρχής ύποπτη και ανυπόληπτη κάθε τέτοια προσπάθεια. Αναμένει λοιπόν κάποιος από έναν πανεπιστημιακό μια διαφορετική ανθολογία, πραγματικά αποτέλεσμα αντικειμενικής και απροκατάληπτης έρευνας και όχι ‘μια από τα ίδια’. Διότι έτσι, τι κομίζει η παρούσα εργασία ενός πανεπιστημιακού στην επιστήμη; Τι γνωρίσαμε καλύτερα; Τι το νέο αποκάλυψε και ανέδειξε η έρευνα του;   

(2) Στις σελ. xxx – xxxi αναφέρεται αρχικά ο ‘βασικός στόχος της ανθολόγησης’ που είναι διπλός: (α) ‘συνδυασμός της αισθητικής ποιότητας των ποιημάτων’ με (β) ‘την αντιπροσωπευτικότητά τους ως προς το συνολικό έργο κάθε ποιητή’ και επιπλέον (δή-λωση) ‘αμφότερων θεωρημένων, αναπόφευκτα, από την υποκειμενική σκοπιά του αν-θολόγου’. Εδώ αναδύεται πλήθος ερωτημάτων:
Είναι αυτά τα δυο ‘στόχος’ ή μήπως κάτι άλλο; Ισχύει πράγματι το ‘αναπόφευκτα’; Είναι πράγματι η ‘υποκειμενική σκοπιά’ ο μόνος τρόπος; 
Για το πρώτο ερώτημα: Στο τέλος της σελ. xxxi αναφέρεται: ‘χωρίς να αθετηθεί το βασικό κριτήριο επιλογής (ο συνδυασμός αισθητικής ποιότητας και αντιπροσωπευτι-κότητας)’. Στην αρχή, δηλαδή, τα δυο αυτά εμφανίζονται ως βασικός στόχος και στη συνέχεια τα ίδια, μέσα στην ίδια σελίδα, ως βασικό κριτήριο. Σύγχυση; Αβλεψία; Άγνοια; Δεν γνωρίζει ο πανεπιστημιακός ανθολόγος ότι άλλο πράγμα ο στόχος και εντελώς άλλο το κριτήριο; Πώς είναι δυνατόν τα ίδια δυο πράγματα να αποτελούν συγχρόνως και στόχο και κριτήριο σε ένα έργο;
          «Μέσα σε δοσμένο πλαίσιο αναφοράς, θέλω να πετύχω αυτό (Στόχος), ακολου-θώ τους κανόνες και τις αρχές του πλαισίου, ακολουθώ αυτή τη μεθοδολογία/ στρατη-γική, έχω αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο (Θεωρία), προκύπτουν από όλα αυτά τα συ-γκεκριμένα Κριτήρια, κρίνω/ ελέγχω αν πέτυχα ή όχι τον στόχο μου». Έτσι δουλεύου-με, χοντρικά, αν θέλουμε να είμαστε επιστημονικοί και αντικειμενικοί. Εδώ υπάρχει χάος: Ούτε το πλαίσιο αναφοράς, ούτε η Θεωρία, ούτε οι αρχές (principia), ούτε η με-θοδολογία αναφέρονται. Επιπλέον, τι είναι τα δυο; Στόχος ή κριτήριο; Μήπως όλα αυτά απλώς θέλουν να δώσουν επίφαση επιστημονικότητας και αντικειμενικότητας, ενώ λανθάνει η επιθυμία για συγκεκριμένες επιλογές προσώπων με άλλα εξω-επιστημονικά και μη-αντικειμενικά κριτήρια; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, ακόμα και του επιστήμονα. Φυσικά δικαιολογίες υπάρχουν πολλές, αυτές όμως δεν νομιμο-ποιούν τις πράξεις μας. Άλλωστε οι δικαιολογίες είναι το άλλοθι για να μην κάνουμε το σωστό, το οποίο αν το επιθυμούσε ο ανθολόγος και οι συνεργάτες του δεν ήταν και τόσο δύσκολο να γίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Μετά από αυτά είναι αυτονόητη και η απάντηση στα άλλα δυο ερωτήματα: Ούτε το ‘αναπόφευκτα’, ούτε η ‘υποκειμενική σκοπιά’ ισχύουν, δεν είναι ντετερμινιστικά καθορισμένο ότι τα πράγματα είναι έτσι και δεν μπορούν να είναι αλλιώς. Τρόπος υπάρχει -αρκεί να θέλουμε βέβαια, πράγμα που δεν προκύπτει από το έργο και τη στάση του συγγραφέα. Άλλωστε, ‘κριτήριο’ και ‘υποκειμενικότητα’ είναι ασύμβατες έννοιες: Τα κριτήρια είναι κοινώς συμφωνημένα και παραδεκτά σε μια επιστημονική κοινότητα, δεν είναι υποκειμενικά. Συνεπώς, ο πανεπιστημιακός ανθολόγος να μην χρησιμοποιεί τον τίτλο και την ιδιότητα αυτή, του πανεπιστημιακού σε δημόσιο πανε-πιστήμιο, για να επιβάλλεται με το κύρος της θέσης του και να δελεάζει τους αφελείς παρουσιάζοντας μια μη επιστημονική εργασία με υποκειμενικά ‘κριτήρια’, αλλά να εμφανίζεται ως ιδιώτης  που ό,τι θέλει κάνει.  

(3) Εκτός από αυτά, υπάρχουν και άλλα ερωτήματα: Οι 177 με ποια ακριβώς κριτήρια μπήκαν στην ανθολογία; Διότι αυτά που αναφέρονται δεν είναι προφανώς κριτήρια –εμπίπτουν εκτός των άλλων στο γνωστό παράδοξο της αυτό-αναφοράς. Τι πάει να πει:
‘αισθητική ποιότητα των ποιημάτων’: Ως προς τι; Ποιος την κρίνει; Με βάση ποια αι-σθητική θεωρία; Ποιων ποιημάτων –όλων του 20ου αιώνα ή των (προ)επιλεγμένων; Υπήρξε σύγκριση; Με ποια κριτήρια; 
‘Αντιπροσωπευτικότητα ως προς το συνολικό έργο κάθε ποιητή’: όλων των ποιητών ή πάλι των (προ)επιλεγμένων; Κρίθηκαν όλοι οι ποιητές του 20ου αιώνα; Και με ποια κριτήρια επελέγησαν οι 177 και όλοι οι υπόλοιποι (που είναι σαφώς περισσότεροι) έμειναν έξω; Οι υπόλοιποι δεν έχουν αντιπροσωπευτικά ποιήματα; Δεν έχουν αισθητι-κή ποιότητα τα ποιήματά τους; 
Από λογική άποψη υπάρχει σύγχυση. Αυτές οι απόψεις είναι τουλάχιστον πα-ράδοξες: ‘Αισθητική ποιότητα’ και ‘αντιπροσωπευτικότητα’, ναι, αλλά ποιων ποιητών; Οι ποιητές πώς επιλέγονται; Αφού έχουν επιλέγει, τότε a posteriori εφαρμόζονται αυτά τα δυο, αλλά πριν; τι γίνεται πριν; πώς η επιλογή; δια της συγκριτικής μεθόδου; Δυστυχώς δεν υπάρχει αιτιολόγηση. Τα ‘κριτήρια’ ή ‘στόχοι’ είναι εμφανώς εσωτερικά (internal) ως προς τα ποιήματα, δεν δουλεύουν συνεπώς για να μας βοηθήσουν να κάνουμε σύγκριση, η οποία απαιτεί εξωτερικά (external) κριτήρια του πλαισίου ανα-φοράς. 
Αυτοί οι άνθρωποι των θεωρητικών επιστημών οφείλουν πια στην εποχή μας να κατανοήσουν ότι ο κατακερματισμός της γνώσης δεν ισχύει πλέον, ότι η διεπιστη-μονικότητα και διαθεματικότητα είναι κοινός τόπος, οφείλουν να διαβάζουν θετικές επιστήμες ή λογική. Δεν τους ενδιαφέρει να εκτίθενται έτσι ως επιστήμονες; ‘Δεν βα-ριέσαι, και τι έγινε; Οι δικοί μας δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθούν αφού είναι μέσα, οι άλλοι ποιοι είναι, δεν έχουν δύναμη, οπότε δεν έγινε και τίποτα’ –αυτή είναι η νοο-τροπία; Ελπίζω πως όχι.   
‘Αισθητική ποιότητα’ και ‘αντιπροσωπευτικότητα’ έχουν όλα τα ποιήματα και οι ποιητές αντίστοιχα. Είναι αυτονόητο. Μήπως αγνοείται ότι είναι θέμα ποιοτικής διαβάθμισης; Συνεπώς, γιατί αυτοί και όχι οι άλλοι; Οι άλλοι δεν υπάρχουν; Υπάρχουν. Δεν είναι ποιητές; Είναι, όπως φαίνεται από την αναφορά τους στις προηγούμενες αν-θολογίες. Δεν είναι ‘καλοί’ ποιητές; Μπορεί, κατά τον ανθολόγο πάντοτε, αρκεί να αναφερθούν τα κριτήρια του ‘καλού’ ποιητή. Ποια είναι, αλήθεια; Άλλωστε ο τίτλος του έργου δεν λέει πουθενά ότι πρόκειται για ανθολογία της ‘καλής’ ποίησης, αλλά σκέτα της ποίησης. Επομένως, πρέπει να περιλαμβάνει όλη την ποίηση, αλλιώς λέει ψέματα. Αλλά και αν υπονοείται η ‘καλή’ ποίηση, πρέπει ο ανθολόγος να την ορίσει για να ξέρουμε και οι υπόλοιποι αν υπάρχουμε ως ποιητές και αν είμαστε ‘καλοί’ ποιητές.     
Απορώ λοιπόν, αν έγινε κάποια έρευνα για να ανακαλυφθούν όλοι οι ποιητές της Ελλάδας του 20ου αιώνα, να κριθούν ποιοι από αυτούς είναι οι ‘καλοί’ και έτσι να βρεθούν οι 177. Φυσικά και δεν έγινε έρευνα με την επιστημονική έννοια του όρου, γιατί αλλιώς θα αναφέρονταν τα στοιχεία και η μεθοδολογία, ο πληθυσμός, το δείγμα, τα κριτήρια κτλ. Τίποτα, από όσο φαίνεται τουλάχιστον, δεν έγινε. Αν παρατηρήσει κάποιος προσεκτικά -αναφέρομαι στη σύγχρονη περίοδο από το ’60 και μετά- τους ποιητές που περιλαμβάνονται στο έργο, βλέπει ότι αυτοί είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι προ-βεβλημένοι με διάφορους τρόπους και γνωστοί: Εφημερίδες, περιοδικά, εκδότες, ευ-γενές τετράγωνο, παρέες, ‘επαγγελματίες’ της ποίησης που την χρησιμοποιούν για ίδιον όφελος, διαπλεκόμενοι και, τέλος πάντων, οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι. Οι υπόλοιποι δεν έγινε δυνατόν να ανακαλυφθούν ακόμα –ίσως τους ανακαλύψει κάποιος άλλος πανεπιστημιακός ερευνητής στον επόμενο αιώνα.
Επίσης, υπάρχουν σήμερα θεωρίες για μέτρηση ποιότητας. Αν τέτοιες θεωρίες έχουν αναπτυχθεί και στον τομέα της Λογοτεχνίας, τότε ο ανθολόγος έπρεπε να τις χρησιμοποιήσει. Αν πάλι δεν υπάρχουν –ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τον πανεπι-στημιακό: Να αναπτύξει τη δικιά του θεωρία ποιότητας, να τη δημοσιεύσει σε διεθνή περιοδικά και να την εφαρμόσει μετά στην ελληνική ποίηση. Αυτό πράγματι θα ήταν επιστημονικό έργο. Διαφορετικά, όπως λέγεται στην ακαδημαϊκή κοινότητα, «γράφο-ντας για τους άλλους μπορείς να γίνεις πρύτανης, αλλά το θέμα είναι εσύ τι λες, το δικό σου έργο ποιο είναι, εσύ τι πρόσφερες στην επιστήμη».
 Να σημειώσω ακόμη ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος συγκρίσεις κάνει, διαφορές μετράει, δεν μετράει τίποτα απόλυτα, αλλά σχετικά το ένα με το άλλο. Συνεπώς, με μια ‘ποιοτική μέτρηση’ έπρεπε να καταταγούν όλοι οι ποιητές του αιώνα σε μια σειρά και να περιληφθούν στην ανθολογία οι πρώτοι στη σειρά αυτή μέχρι τον αριθμό που επιτρέπει η έκδοση, ας πούμε 100 ή 177 κτλ. Επομένως, όσοι δεν είναι μέσα στην αν-θολογία αυτόματα συγκρίνονται και βρίσκονται ελλιπείς, κατώτεροι από αυτούς που περιλαμβάνονται. Αυτό συνεπάγεται κάποιου είδους ποιητική και κοινωνική μειονεξία. Όλοι όσοι μένουν απέξω είναι κατώτεροι ποιητικά, και ό,τι αυτό συνεπάγεται, από αυτούς που συμπεριλαμβάνονται. Ίσως και να είναι έτσι, είμαι έτοιμος να το δεχτώ, αλλά πού είναι η ελάχιστη τεκμηρίωση; Δεν υφίσταται κανενός είδους τεκμηρίωση, αντίθετα αναδύεται οσμή νεοελληνικής αντίληψης τουλάχιστον ετσιθελισμού και απα-ξίωσης όσων δεν συμφωνούν.
Τέλος, φαίνεται ότι ο ανθολόγος, μη έχοντας προσωπική εμπειρία δημιουργίας στον τομέα της ποίησης, αδυνατεί να κατανοήσει ποια ποίηση είναι πράγματι τέτοια, αυθόρμητο προϊόν της φύσης που αναδύεται σύμφωνα με τους κανόνες του πνεύματος που όπου θέλει πνέει, και ποια είναι κατασκευή της εγωικής συνείδησης που γίνεται με πρόθεση αυτός που το κάνει να παραστήσει τον ποιητή. Αν μπορούσε να έχει αυτή τη διάκριση, τότε πολλοί από όσους περιλαμβάνονται στην ανθολογία του δεν θα ήσαν εκεί, γιατί απλώς κατασκευάζουν πλαστά ποιήματα ή πλασάρουν τις έτσι φτιαγμένες ποιητικές σκέψεις τους ως αληθινή ποίηση: άλλο ποίηση και άλλο ποιητική κατασκευή ή σκέψη.
  
(4) Ας συζητήσουμε  για την ‘Αισθητική ποιότητα’ και την ‘αντιπροσωπευτικότητα’ με την ερμαφρόδιτη φύση του στόχου και του κριτηρίου. Αναρωτιέμαι, αν η σημασιο-λογική πλευρά παίζει κάποιο ρόλο. Αν ένα ποίημα, δηλαδή, έχει ‘Αισθητική ποιότητα’ (το πώς, το γιατί και το ως προς τι κρίνεται αυτή η ποιότητα είναι άλλη συζήτηση, που στο έργο αποφεύγεται επιμελώς) και συγχρόνως είναι αντιπροσωπευτικό του ποιητή, τότε ανθολογείται, έστω και αν λέει ανοησίες ή δεν έχει καθόλου νόημα; Στη σελ. 561 ανθολογείται το ποίημα του Μ. Μήτρα ‘Θαλασσογραφία’. Το ποίημα είναι μια κατα-σκευή από τη φράση ‘Η θάλασσα είναι πάντα μακριά’ και περιλαμβάνει 11 στίχους που προκύπτουν με μετάθεση των λέξεων. Θέλω να παρατηρήσω, ως μαθηματικός, ότι η αρχική φράση συνίσταται από 4 λέξεις και οι μεταθέσεις των 4 λέξεων είναι συνολικά 24 και όχι 11. (Άσκηση για τον ποιητή και τον ανθολόγο: Να βρουν όλες τις μεταθέσεις των τεσσάρων λέξεων). Το ποίημα λοιπόν δεν είναι πλήρες ούτε ως προς αυτό στο οποίο αποβλέπει, λείπουν άλλοι 13 στίχοι. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο: Το ποίημα αυτό έχει αισθητική ποιότητα; Ποια; Μια κατασκευή είναι που όλοι μας έχουμε κάνει –και εγώ την έχω κάνει και έχω δημοσιεύσει μερικά τέτοια ποιήματα, και μάλιστα είναι πιο προχωρημένα γιατί περιλαμβάνουν και συνδυαστική, γιατί λοιπόν δεν περιλαμβάνεται και ένα αντίστοιχο δικό μου στην ανθολογία; Παρακαλώ τον ανθολόγο να μην επικαλεστεί άγνοια, είναι ανεπίτρεπτο για πανεπιστημιακό ερευνητή, καλύτερα να επικαλεστεί οτιδήποτε άλλο.
Επομένως, όφειλε ο ανθολόγος να περιλάβει ένα πραγματικό κριτήριο σημασι-ολογικής τάξης και όχι μονάχα συντακτικής για να αποφύγει τις ανοησίες που φτιάχνουν καμιά φορά οι ποιητές παίζοντας. Το ερώτημα ‘ποιο είναι το νόημα’ αναφύεται ως δυικό της σύνταξης και κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται πουθενά εδώ. Αλλά, εκτός από το νόημα, μπορούν να τεθούν και άλλα κριτήρια αυτής της τάξης: Όραμα, σύνθεση κτλ.

(5) Οι περίπου πενήντα ποιητές (από το ’60 και μετά) που συνολικά αναφέρονται ως ανθολογούμενοι σε άλλες ανθολογίες, γιατί αλήθεια κατονομάζονται; Αυτοί οι συγκε-κριμένοι τουλάχιστον, διότι υπάρχουν και πολλοί άλλοι, γιατί δεν περιλαμβάνονται στο παρόν έργο; Με ποιο κριτήριο ‘κόπηκαν’; Αξιολογικό/ αξιοκρατικό ή εξω-λογοτεχνικό; Πάντως για κάποιο λόγο ‘κόπηκαν’, αφού ο συγγραφέας τους γνωρίζει, ποιος είναι αυτός ο λόγος; Πρόκειται για ‘κακούς’ ποιητές, για ποιητές β´ κατηγορίας και κάτω; Τι αλήθεια συμβαίνει εδώ; Εξήγηση δεν υπάρχει.
 
(7) Πού βρίσκονται σε αυτή την ανθολογία (αναφέρω πρόχειρα) ο Γρηγοριάδης, ο Καρβέλης, ο Γεωργούσης, ο Σκαρτσής, ο Γ. Κ. Καραβασίλης, και άλλοι πολλοί βέβαια, οι οποίοι έχουν και έργο και ήθος; Ή μήπως ακριβώς γι’ αυτό δεν βρίσκονται; Όλοι αυτοί μοχθούν χρόνια, και έρχονται οι διάφοροι ‘αφέντες’ της ποίησης σε αυτό τον τόπο και αποφασίζουν, γιατί έτσι τους συμφέρει και με πλήρη ανευθυνότητα, ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν υπάρχουν, τους αγνοούν και δημιουργούν ψεύτικες εντυπώσεις και πλαστογραφούν την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Από πού παίρνουν αυτό το δικαίωμα; Και ο ανθολόγος τι κάνει; Συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία ή με το επι-στημονικό του έργο ανθίσταται και αποκαθιστά την αλήθεια; Αγνοεί πράγματι το έργο αυτών των ανθρώπων; Το γνωρίζει; Αν ναι, τότε με ποια κριτήρια το απορρίπτει; Ποι-ους άγνωστους (για διάφορους λόγους) ποιητές ανέδειξε η έρευνά του; Κανέναν –όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι. Και είναι αυτή πνευματική στάση; Και καλά, αυτοί δεν ντρέπονται, εμείς γιατί τους ανεχόμαστε; 
Γιατί κανένας από αυτούς που περιλαμβάνονται στην ανθολογία δεν διαμαρτύ-ρεται για την κατάσταση που αυτή δημιούργησε και την αδικία που έγινε στους συνα-δέλφους τους; Αντίθετα πολλοί χάρηκαν που κάποιοι δεν συμπεριλήφθησαν. Αλλά, όταν οι πνευματικοί άνθρωποι ενός λαού κοιτάζουν μονάχα τα προσωπικά τους μι-κροσυμφέροντα και φιλοδοξίες και υπηρετούν θολές σκοπιμότητες αντί για την αλή-θεια και  την αντικειμενικότητα, τότε γιατί  απορούμε με τη γενικότερη κατάντια μας; Δεν ελπίζω βέβαια πως κάποιοι θα ευαισθητοποιηθούνε με αυτή τη διαμαρτυρία, α-πλώς η σιωπή τους επιβεβαιώνει την κατάσταση και αποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν πραγματικά πνευματικοί άνθρωποι πια σε αυτό τον τόπο. 
Ελπίζω ότι οι φοιτητές της λογοτεχνίας, ως φιλομαθείς και ευαίσθητοι νέοι, δεν θα αρκεστούν στο έργο αυτό, αλλά θα αναζητήσουν στις βιβλιοθήκες και στην έρευνα γενικότερα την πραγματικότητα της περιόδου αυτής και θα αποκαταστήσουν -εν καιρώ- τους αγνοημένους και προσβεβλημένους από την, ελαφρά τη καρδία, απόρριψη του έργου τους, ‘ποιητές άδοξους που ’ναι’.
Ελπίζω ότι, αφενός, τα αρνητικά στοιχεία του έργου προέρχονται από ανθρώ-πινα λάθη, παραλήψεις και αβλεψίες και δεν πρόκειται για κακόβουλη, συνειδητή και με πρόθεση συμπεριφορά και, αφετέρου, ότι ο πανεπιστημιακός ανθολόγος θα φρο-ντίσει να αποκαταστήσει την αλήθεια και δεν θα συνεχίσει να την αποκρύπτει από το ευρύ κοινό –το οφείλει όχι μόνο στους αδικηθέντες, αλλά κυρίως στον εαυτό του και στους όρκους περί επιστημοσύνης και αντικειμενικότητας που έχει δώσει.
Ελπίζω ότι θα βρεθεί κάποιος, από τους εμπλεκόμενους στο έργο, που να τον αφορά αυτό το κείμενο και να απαντήσει και όχι να ακολουθήσει τη γνωστή τακτική της σιωπής και του ‘ποιος είναι αυτός, άσε τον να λέει και τι έγινε;’ 
Τέλος, έχω ανάγκη να τα ελπίζω όλα αυτά, γιατί διαφορετικά πρέπει να αποδε-χτώ ότι δάσκαλοι και πνευματικοί άνθρωποι σε αυτό τον τόπο ολισθαίνουν σε νοο-τροπίες και συμπεριφορές που δεν τους ταιριάζουν, δεν τους τιμούν και σπρώχνουν την ελληνική κοινωνία βαθύτερα στο τέλμα.
*
Υ. Γ. Είχα τελειώσει αυτές τις σημειώσεις, όταν στον τύπο της 30-6-2008 διάβασα την εξής είδηση: Ένα οχτάχρονο αγόρι προκάλεσε δημόσια συζήτηση στο σουηδικό κοι-νοβούλιο επειδή δεν κάλεσε δυο συμμαθητές του στο πάρτι των γενεθλίων του. Το σχολείο του παιδιού ανακοίνωσε ότι ο οχτάχρονος παραβίασε τα δικαιώματα των δυο παιδιών και κατήγγειλε το γεγονός στο σουηδικό κοινοβούλιο. Το σχολείο υποστηρίζει ότι από την στιγμή που οι προσκλήσεις μοιράστηκαν εντός των εγκαταστάσεών του, δεν πρέπει να γίνονται διακρίσεις σε βάρος κανενός. Η απόφαση για το θέμα α-ναμένεται να ανακοινωθεί τον Σεπτέμβριο, αλλά είναι προφανώς λογικό να σκέφτεται κάποιος πως στο όνομα της πολιτικά ορθής προσέγγισης κατά του ρατσισμού δεν είναι δίκαιο να παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα. 
Φανταστείτε στον τόπο μας να γινόταν κάτι παρόμοιο και το ελληνικό κοινο-βούλιο να ασχολείτο σοβαρά με την εν λόγω ανθολογία (η οποία έγινε από πρόσωπο αμειβόμενο από το δημόσιο σε δημόσιο πανεπιστήμιο) κατηγορώντας τον συγγραφέα και τον εκδότη ότι διακινούν ρατσιστικά βιβλία και συμβάλλουν στον αποκλεισμό κά-ποιων ανθρώπων από την ίση μεταχείριση, την ισονομία, τα ίδια δικαιώματα, τον υγιή ανταγωνισμό κτλ. Πράγματι, όλα αυτά είναι γεγονός και οι αποκλεισμένοι νιώθουν να παραβιάζονται τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, να γίνονται διακρίσεις σε βάρος τους και άλλα πολλά.
Αλλά ευτυχώς εδώ δεν είμαστε Σουηδία. Τίποτα δεν έγινε και τίποτα δεν πρό-κειται να γίνει: Ούτε μια σοβαρή κριτική, ούτε μια διαμαρτυρία δημόσια και επώνυμη. Σε ένα σοβαρό κράτος κανένας δεν θα τολμούσε να φερθεί με αυτό τον προσβλητικό τρόπο, γιατί θα πλήρωνε σε αυτούς που θίγονται μερικά εκατομμύρια αποζημίωση. Εμείς όμως δεν είμαστε σοβαρό κράτος. Ακόμα και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι δεν τολ-μούν να διαμαρτυρηθούν είτε γιατί δεν έχουν τη διάθεση να μπλέξουν σε άγονες αντι-παραθέσεις, είτε γιατί ελπίζουν ότι την επόμενη φορά οι ‘αφέντες’ θα τους δείξουν την εύνοιά τους, ενώ διαφορετικά θα τους ‘σβήσουν’ τελείως από τη δημοσιότητα και θα τους σπρώξουν οριστικά στο περιθώριο, είτε γιατί απλούστατα δεν έχουν τη δυνατό-τητα να το κάνουν.

Δρ Δημήτρης Γαβαλάς
Μαθηματικός – Συγγραφέας
*****

Ο Δ. Γαβαλάς είναι καθηγητής στη Βαρβάκειο Σχολή και συνεργάτης του Παιδαγωγι-κού Ινστιτούτου. Σπούδασε Μαθηματικά, Κυβερνητική και Ψυχολογία σε ελεύθερες σπουδές. Έχει δημοσιεύσει: 40 επιστημονικές εργασίες και βιβλία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, 18 ποιητικές συλλογές, καθώς επίσης δοκίμια, άρθρα, μεταφράσεις.

Σημείωση του Poeticanet: Η στήλη μας "ΑΠΟΨΕΙΣ" αποτελεί ελεύθερο βήμα αντιπαράθεσης ιδεών. Τα δημοσιευόμενα κείμενα στην στήλη δεν απηχούν τις απόψεις του Poeticanet.

 

 

 

 

   


Ημ/νία δημοσίευσης: 5 Οκτωβρίου 2008