Εκτύπωση του άρθρου

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
ΕΝΑΣ ΒΟΥΛΙΜΙΚΟΣ ΘΙΑΣΩΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ         

   Ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αλλά και γενικότερα της νεοελληνικής μας ποιήσεως. Η γενιά αυτή στην οποία ανήκει ο ποιητής, βίωσε τον πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο, στοιχεία που παρατηρεί κάποιος στην ποίηση του Λειβαδίτη. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν ο ποιητής ο οποίος επιτέλεσε το σκιαγράφημα της μελαγχολίας, της ανάμνησης και της μετάνοιας μιας ολόκληρης γενιάς.

Ακολουθώντας τα βήματα του Καβάφη, υποτάσσει κι αυτός, με τον τρόπο του, τον χρόνο μέσα στην αέναα μεταβλητή ανάμνηση. Πληθώρα στίχων του απομακρύνονται αποφασιστικά από το παρόν, εμπλέκονται σε γεγονότα χαμένα κι, έτσι, ο ποιητής οδηγείται, σχεδόν νομοτελειακά μέσω της έλλειψης, στο να απογυμνώσει την στιγμή του από την κορφή ως τα νύχια.

Σε αντίθεση όμως με τον Καβάφη, ο Λειβαδίτης υπογράφει τα περισσότερα κείμενά του με μια έντονη ανάγκη συγχώρεσης, έναν ξεχωριστό λυρισμό ο οποίος ζητά από τον αναγνώστη να τον συγχωρέσει. Να συγχωρέσει τον ποιητή που δεν του έφτασε ο χρόνος, που έκανε τόσα λάθη και που, αναζητώντας το διαχρονικό, εν τέλει δεν πρόφτασε να ζήσει την ζωή του. Ο Θεός των Ορθοδόξων χριστιανών, πανταχού παρών στο ώριμο έργο του. Η ανάμνηση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το σημείο εκκίνησης της εκφραστικότητάς του: Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ο ποιητής ο οποίος δίδαξε την μεγάλη αλήθεια της εξομολόγησης με κύριο δίαυλο μεταφοράς, το συναίσθημα. Ο αναγνώστης των κειμένων μεταμορφώνεται σε εξομολογητή, εκβιάζεται σ’ αυτή την θέση προκειμένου να ακούσει το παράπονο ενός ανθρώπου με απύθμενο βάθος που, απλά, δεν του έφτασε ο χρόνος για την μετάνοια. Μια μετάνοια τόσο μεγάλη και τόσο βαθιά που την κατέγραψε, μήπως και κοροϊδέψει τον θάνατο κι η άφεση έρθει από εμάς, στο μέλλον.

«Μία νύχτα του καλοκαιριού, παιδί ακόμα, βγήκα από το σπίτι και ξάπλωσα στον κήπο // κι όπως κοίταξα τον ουρανό, Θεέ μου, τι απεραντοσύνη, πόσα άστρα, μ’ έπιασε πανικός. // Από τότε ξέρω πως δεν θα προφτάσω»

Οι στίχοι του Λειβαδίτη είναι ταπεινοί και μελαγχολικοί. Κλείνουν μέσα την ζωή που ο ποιητής δεν έζησε, ή έζησε τόσο παλιά που δεν απομένει τίποτα, πέρα από κάποιες ξεθωριασμένες εικόνες κι ένα τρύπιο πανωφόρι που μυρίζει χρόνο κι ανάμνηση. Τούτη η ανάμνηση και η σύνδεση με το παρελθόν αποτελεί κεντρικό άξονα του έργου του:

«..κι αν συνεχίζω να ζω είναι γιατί δεν θέλω να λησμονήσω», γράφει ο ποιητής στις Σάλπιγγες της Αποκαλύψεως.

Ο αόριστος χρόνος κυριαρχεί στα κείμενα του ποιητή, μια συνέπεια του γεγονότος ότι αυτός ζούσε διαρκώς στο παρελθόν μέσα από τα γραπτά του. Αυτός ο αόριστος προσδίδει και μια αίσθηση τελεσίδικου, μια μονιμότητα, λες και το παρελθόν είναι έρημος, ένα μαυσωλείο όσων έχασε. Ακλόνητο, επιβλητικό και σιωπηλό. Καθ’ όλη την διάρκεια του έργου του, ο ποιητής προσπαθεί να επιβιώσει του χρόνου, της απώλειας και της εγκατάλειψης. Συχνά, βαραίνουν οι αναμνήσεις, ο κόσμος γίνεται πολύ μεγάλος για τον ποιητή κι έτσι, λυγίζει, γράφοντας:

«λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δύο δισεκατομμύρια εκδοχές // για έναν μοναδικό κόσμο»

            ή, στο Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο που καταθέτει:

«..ώσπου στο τέλος ενδίδεις, είναι λιγότερο κουραστικό, πένθη που θα μας οδηγούσαν στην τρέλα ή στον θάνατο κι άξαφνα ένα πρωί είδαμε ότι τα ‘χουμε ξεχάσει. […] Και κάποτε θα σας διηγηθώ για την θεία Ρόζα που είχε μιαν άτυχη ιστορία ή μάλλον δεν είχε καμία ιστορία. Απλώς, μια νύχτα στην βεράντα έκανε να πιάσει ένα άστρο που έπεφτε –και γκρεμίστηκε από τις σκάλες. Από τότε, στηριγμένη σε δεκανίκια, προχωράει και χάνεται σε κήπους φανταστικούς».

Ο Τάσος Λειβαδίτης, όπως όλοι οι ποιητές, είχε δικαίωμα --σχεδόν υποχρέωση-- στην υπερβολή. Εκείνος, χρησιμοποίησε αυτή την υπερβολή προκειμένου να αφήσει, κληρονομιά, την μελαγχολία του και την μετάνοιά του. Να υποδείξει, σαν μεγάλος Δάσκαλος, τους κινδύνους της ζωής: πως, όσο εύκολο είναι να κλείσουμε την αιωνιότητα μέσα σ’ ένα κοχύλι, άλλο τόσο εύκολο είναι να την χάσουμε μέσα σ’ ένα όνειρο που διήρκησε ξαφνικά μιαν αιωνιότητα.

Λένε πως το ν' αφήνεις ό,τι αγαπάς να ξεθωριάζει, είναι ο δρόμος προς την ευτυχία, προς την θέωση. Πως η έλλειψη ανάγκης, ο ακρωτηριασμός του πόθου οδηγεί στην καρατόμηση της δυστυχίας (Βούδας, 4 Noble Truths). Αν όμως ο πόθος είχε σώμα, αυτό θα ήταν το δικό μας, αν ήταν χρώμα, θα 'χε των ματιών μας. Και πως ν' ακρωτηριάσει κανείς τόσο βαθιά τον εαυτό δίχως να κόψει κομμάτι από εκείνα που τον προσδιορίζουν;

Ίσως η Δυστυχία στη ζωή να είναι απλά οι πόθοι που περιμένουν να πράξουμε. Ίσως Αγάπη να 'ναι αυτό: Η ανώφελη προσπάθεια να κρατήσεις κάτι αναλλοίωτο όταν όλα γύρω αλλάζουν. Ο ArthurMiller είπε κάποτε πως «ίσως, τελικά, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στην ζωή, είναι να ευχόμαστε να καταλήξουμε με τις σωστές μετάνοιες». Ο Τάσος Λειβαδίτης, με την σειρά του, δεν δίνει απαντήσεις. Παραθέτει απλώς ερωτήματα. Κι αν έτυχε, κάποια φορά μες στους συλλογισμούς του, και βρήκε επιτέλους μια καλή απάντηση, το μόνο που μετέφερε σε μας, ήταν οι παρακάτω στίχοι:

«Ίσως να το ‘βρα. Αλλά δεν θα σας το πω. Γιατί τότε εσείς τι θα ψάχνετε;».

Γιώργος Στεργιόπουλος


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Απριλίου 2013