Εκτύπωση του άρθρου
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ

ΕΝΑΣ ΣΚΛΗΡΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ
 
Αργά το βράδυ συμβαίνει
μια ανέκκλητη κραυγή των κυττάρων του σώματος
να σε προειδοποιεί για ό,τι δύστηνο επέρχεται
κάνοντας τη σάρκα να εκλιπαρεί
 
πόνος από τις δαγκάνες του κάβουρα
τρόμος να μην πνιγείς από τη ζωή
που αφειδώς ξεχύνεται από τα σπλάχνα
ύδωρ βαρύ ο ιδρώτας του κορμιού σου
κυλά σιωπηλά επιτείνοντας το βουβό μαρτύριο
 
Όμως, 
όπως όλα αυτά που κατ’ επανάληψη συμβαίνουν στη ζωή
και τούτο,
συνηθίζεται,
ενόσω η δυστυχία γίνεται το μέτρο
φευγαλέων ματιών που αφήσαμε πίσω
θιασώτες του σκοταδιού,
παρακολουθώντας αδιαλείπτως
την τραγωδία ενός χημικού ονείρου
και μιας βαθειάς εγκεφαλικής καταστολής
 
Ακολούθως
θρηνώντας και κραυγάζοντας
μαθαίνεις να τραγουδάς,
—τυφλός αοιδός της οικουμένης—
στίχους απ’ το κελάηδημα του σπουργιτιού,
απέριττη μονωδία δυστυχίας
ή συγκεκριμένα μονότονα και ταπεινά γκρίζα τιτιβίσματα,
τσιπ τσιπ αναπηδώντας στο χώμα των αγρών
στα περβάζια των μεγαλουπόλεων
γυρεύοντας δυο-τρία ψίχουλα αγάπης
 
κι έτσι,
μαθαίνεις να αντιστέκεσαι στο σάρωθρο της ταχύτητας
αφού είναι ο φόβος
που έχοντας σπάσει το φράγμα του ήχου
κομίζει υπερηχητικός ανατριχίλα και τρόμο
στην άλλη πλευρά του ύπνου σου
στο μεσημβρινό του στόματός σου
ερμητικά συμπίπτοντας τα μελανά και παγωμένα χείλη του
επάνω στα δικά σου
 
όμως δεν τολμάς να τον κατονομάσεις
να τον καταδόσεις κυριολεκτώντας το όνομά του
έτσι, υπονοείς αυτού του είδους την ερωτική συνεύρεση
ως μοναξιά κι απαντοχή
περιγράφοντας το αντικείμενο του πόθου σου
ως τον σκληρότερό σου εραστή.

Γιάννης Αντιόχου

Ημ/νία δημοσίευσης: 10 Σεπτεμβρίου 2007