Εκτύπωση του άρθρου

ΛΙΑΝΑ ΣΑΚΕΛΛΙΟΥ

 

ΕΘΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ JEROMΕ ROTHENBERG ΚΑΙ ΤΟ ΥΦΟΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ
ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  


Eίχα την τύχη να συναντήσω τον Jerome Rothenberg στα δύο ταξίδια του στην Ελλάδα και αμέσως ένιωσα πως ήταν ιδιαίτερος. Μικρόσωμος, με επιβλητική παρουσία, ο γενειοφόρος σαμάνος δεν ήταν καθόλου απόκρυφος ούτε απόκοσμος όπως τον είχα φανταστεί. Ο διάσημος ποιητής μ’ εντυπωσίασε με την πεζή ανοιχτοσύνη του προς όλους μας αλλά και με τη θετική στάση του—χαρακτηριστικά που θαυμάζουμε στους άλλους και που θα πρέπει να τάχε διαισθανθεί κάτω από το επίπεδο της συνειδητής απόφασης και λειτουργούσε σαν καθρέφτης για να μας ανταμείψει για την πρόσκληση. Ήταν όμως ταυτόχρονα και αυθεντικός. Ήξερα ήδη τις τεχνικές του ποιητικού δρώμενου (performance) με τη χρήση κινήσεων και ήχων από κρόταλα για να συνοδέψει την απαγγελία του, όμως δεν είχα αρχικά συνειδητοποιήσει ότι οι κινήσεις και οι ήχοι ήταν «περαιτέρω προεκτάσεις και μεταμορφώσεις της φωνής» προκειμένου να την φέρουν όλο και πιο κοντά στις «επιταγές της μουσικής» (www.ubu.com).  

Εκτός από την ομορφιά που δημιουργείται με το ρυθμό και την ευφωνία, η γλώσσα εξουσιάζει και άλλα ανθρώπινα συναισθήματα. Για τον Rothenberg αυτή η άμεση επιρροή αποτελεί βασικό κριτήριο για καλή «ειλικρινή» ποίηση. Γράφει αναφερόμενος στη μετάφραση από τον Paul Schmidt μιας αναφοράς του Velimir Khlebnikov στη zaum γλώσσα του η οποία είναι ικανή να επαναφέρει τη δύναμη της παραδοσιακής ρωσικής ποίησης. Η ενασχόληση αυτή με την άμεση επίδραση της ποίησης πέρα από το εμφανές και συνειδητό νόημα των λέξεων ερμηνεύει το ενδιαφέρον του Rothenberg για τις τεχνικές τoυ ποιητικού δρώμενου και την εθνοποιητική.

Σύμφωνα με τον Rothenberg το ενδιαφέρον του για την προφορικότητα και το ποιητικό δρώμενο αυξανόταν συνεχώς έως ότου έγινε συνειδητό και του έδωσε τον όρο εθνοποιητική. Αυτή η δύναμη του συναισθήματος πριν ή κάτω από τις έννοιες οδηγεί αυθόρμητα σ’ έναν πρωτογονισμό και σε μια ποίηση που πλησιάζει αυτή των υποανάπτυκτων κοινωνιών. O Rothenberg καθόλη τη διάρκεια της καριέρας του προσπαθούσε να βρει το αρχέγονο ή το θεμελιώδες στη μακρά παράδοση της ποίησης. Η «βαθιά εικόνα» διερευνάται στο πρώτο του ποιητικό βιβλίο Άσπρος ήλιος μαύρος ήλιος (1960).

Ένας άλλος τρόπος για να μιλήσει για την εθνοποιητική του δεν αποτελεί μόνο η έρευνα για την αρχέγονη μη δυτική ποίηση αλλά η αναζήτηση μιας ποίησης τόσο παγκόσμιας που δεν περιορίζεται στα όρια του φύλου, του λογοτεχνικού είδους, του επιστημονικού κλάδου, του έθνους, της γλωσσολογίας, του πολιτισμού. Μ’ αυτό το πνεύμα συνέλεξε κείμενα και εξέδωσε το Συμπόσιο του όλου: μια σειρά ομιλιών προς την εθνοποιητική. Επιπλέον, η αναζήτησή του για μια παγκόσμια βάση στην ποίηση πιθανώς να τον οδήγησε να ασχοληθεί με πολλές καλλιτεχνικές δραστηριότητες όπως οι μεταφράσεις, οι ραδιοφωνικές εκπομπές, τα θεατρικά έργα και οι ειδικές τεχνικές πoιητικού δρώμενου κατά την απαγγελία των ποιημάτων του με τη χρήση κινήσεων, μουσικών οργάνων και στολών.

Με την έκδοση περίπου 80 συλλογών ποίησης και πολλών σημαντικών ανθολογιών, ο Rothenberg απέκτησε διεθνή αναγνώριση ως ιδρυτής της εθνοποιητικής, ως συντάκτης ανθολογιών και ως ποιητής. Επίσης επιμελήθηκε μαζί με άλλους το πρώτο περιοδικό της εθνοποιητικής το Alcheringa και οργάνωσε το πρώτο διεθνές συμπόσιο για την εθνοποιητική το 1975. Οι πιο γνωστές ανθολογίες του παγκοσμίως είναι οι Τεχνίτες του ιερού: ποικιλία ποιημάτων από την Αφρική, την Αμερική, την Ασία και την Ωκεανία το 1968, Σείοντας την κολοκύθα: παραδοσιακή ποίηση από την Ινδιάνικη Βόρεια Αμερική  το 1972 και Αμερική, μια προφητεία: μια νέα ανάγνωση της αμερικάνικης ποίησης από τα προκολομβιανά χρόνια μέχρι σήμερα το 1973. Στις ανθολογίες αυτές το καινοτόμο στοιχείο ήταν η αντίληψη ότι τα κείμενα των διαφόρων φυλών και των μη δυτικών κοινωνιών αποτελούσαν γνήσια ποίηση και όχι κάποιο πολιτισμικό προϊόν πριν αρχίσει η καθαυτή ποίηση στη δυτική παράδοση. Μ’ αυτή την έννοια εθνοποιητική δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν διαφορετικά είδη ποίησης αλλά ότι η ποίηση δημιουργεί διαφορετικά είδη ανθρώπων, εθνών και πολιτισμών.

Ο τόπος όπου η εσωτερική φωνή του Rothenberg και η δημόσια αντίληψή της συναντώνται είναι στα ποιήματα και στα ποιητικά του δρώμενα. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα του ύφους του Rothenberg όπου το εσωτερικό συναίσθημα εξωτερικεύεται, όπως οι λέξεις στη σελίδα, αποτελεί το ποίημά του «Οι πέτρες των Δελφών (ΙΙ)» από το Ένας χρησμός για τους Δελφούς που εκδόθηκε το 1995 με πολύ ενδιαφέροντα σχέδια του Δημοσθένη Αγραφιώτη στον οποίο και αφιερώνεται. Όταν διαβάζω το ποίημα αυτό που εκδόθηκε 35 χρόνια μετά από την πρώτη ποιητική του συλλογή το 1960, ανακαλώ τη γοητεία που βρίσκει ο ποιητής στη «βαθιά εικόνα», η επιρροή της οποίας στους αναγνώστες και τους ακροατές λειτουργεί κάτω από το σαφές, συνειδητό νόημα της γλώσσας—όχι σαν ενέργεια ή επίδραση στα συναισθήματα αλλά σαν συστατικό στην ίδια τη δημιουργία τους. Ουσιαστικά παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο αισθάνεται μια πέτρα, τον τρόπο με τον οποίο αισθάνονται οι εργάτες που φτιάχνουν τα μνημεία, τον τρόπο με τον οποίο αισθάνονται οι αρχαίοι στη θέα μιας μέγιστης δημιουργίας, τον τρόπο με τον οποίο αισθανόμαστε στη θέα των ερειπίων: ένα χάος που παραδόξως είναι για μας «ένας παράδεισος από πέτρες» ή το ποίημα. Ο Rothenberg χρησιμοποιεί λέξεις για να κατασκευάσει το συναίσθημά του για τους Δελφούς ακριβώς όπως οι πέτρες κατασκευάζουν το συναίσθημα ενός χώρου προορισμένου για μεγαλοπρεπείς τελετές. Οι λέξεις κάνουν άμεσα επίκληση σ’ ένα συναίσθημα-- η πέτρα μπορεί να είναι κρύα, σκληρή και κοφτερή, το ίδιο και οι λέξεις: «μια κραυγή με σκίζες που τρυπούν το κόκαλο». Αν οι λέξεις έχουν τη δύναμη των πραγμάτων έτσι και τα πράγματα έχουν τη δύναμη των λέξεων: «η φωνή στην πέτρα είναι γράμματα». Τα ερείπια γίνονται ένας ποιητικός παράδεισος από πέτρες.

Σ’ ένα άλλο ανέκδοτο ποίημα γραμμένο  τον Νοέμβρη του 2008 με τίτλο «Υδρίες και Σαρκοφάγοι», εμπνευσμένο από το δεύτερο ταξίδι του ποιητή στην Αθήνα και αφιερωμένο στον Σταύρο Δεληγιώργη, ο Rothenberg μεταμορφώνει μια επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας σε μια καλλιτεχνική συνάντηση του ποιήματος με την αρχαία ελληνική κουλτούρα μέσα από τις πέτρες που είναι τόσο τεμαχισμένες όσο και οι αισθήσεις του ποιητή. Παρόλα αυτά οι πέτρες κινούνται, μιλούν και εκφράζονται με δέκα σύντομες εισαγωγές στους δύο σύγχρονους επισκέπτες που απαντώνται στα τελευταία δύο δίστιχα. Όχι τυχαία, ο ποιητής βλέπει στη νεκρή πέτρα και στην ανάγλυφη επιφάνειά της ζωντανούς ανθρώπους. Το κείμενο «Υδρίες και Σαρκοφάγοι» είναι ένα ποίημα που αποτελείται από ποιήματα-μινιατούρες. Το πρώτο με τίτλο «Οι μοιρολογήτρες» αναφέρεται σε αρχαϊκές ταφικές υδρίες το οποίο αν και μικρό εγκλείει ενέργεια. Ο τελευταίος στίχος παρουσιάζει μια παραστατική εικόνα δύο γραμμών για να απεικονίσει τα δάκρυα που χύνονται από τα μάτια σαν τις πλευρές του γράμματος Μ, μικρογραφώντας έτσι τη δράση του πένθους και του οδυρμού. Ο «Περίλυπος ναύτης» αυτοπαρουσιάζεται μέσα σ’ ένα στίχο με τις λέξεις «εγκαταλειμμένος & έρημος» οι οποίες μέσα στην απομόνωσή τους εκπληρώνουν το νόημά τους. Στους «Ήρωες», οι ψυχές των ενδόξων και αδικοσκοτωμένων παλικαριών βρίσκονται εκεί στο μουσείο σαν νάταν τυραννικά στοιχειά που ψάχνουν να κατοικήσουν ένα νέο σώμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο σαμάνος ποιητής περιγράφει το χαρακτηριστικό της φήμης των ηρώων οι οποίοι ζουν πέρα από τις ζωές τους. Η «Πομπή από άντρες» συνοψίζει τον ρόλο τους ως ψαράδες με την τοποθέτηση της λέξης ‘ψάρι’ μόνης στον πρώτο στίχο και των λέξεων ‘κάθε χέρι’ στο δεύτερο και τελευταίο στίχο για να συμπληρώσουν τη γυμνή εικόνα. Τα ποιήματα «Η Κυρά των ζώων (1)» και  «Η Κυρά των ζώων (2)», αντί να περιγράψουν μια γυναίκα, περιγράφουν τα ζώα (στην αγγλική και ‘ψυχές’ anima-ls) τριγύρω της έτσι ώστε να ενεργοποιηθεί η φαντασία για να αισθανθεί την παρουσία της. Το ποίημα «Η Μέδουσα Μαινάδα» συλλαμβάνει το θηλυκό πλάσμα στη χαρακτηριστική έκφραση της επίθεσης σαν ένα στιγμιότυπο ή σαν την παγωμένη εικόνα σε μια ταινία. Στις «Λευκές ληκύθους» ο ποιητής καθοδηγεί τη φαντασία προς τους νεκρούς που είχαν καθαρθεί από το ύδωρ τους. Σε παρόμοιο ύφος ο «μικρόσωμος άντρας» συλλαμβάνει μια στιγμή έκφρασης: τη δυσπιστία στα μάτια του. Η «Ψυχή», το τελευταίο ποίημα με αυτόν τον τίτλο αναφέρεται στην Ψυχή, τη θεά αλλά και το άγαλμα το οποίο τοποθετημένο περίπου στο τέλος, σχολιάζει όλα τα προηγούμενα μουσειακά εκθέματα και τα σύντομα ποιήματα που συλλαμβάνονται με πολύ φευγαλέες αλλά όμορφες ματιές σαν τις σύντομες στάσεις μιας πεταλούδας πάνω στ’ άνθη.

Στα δύο τελευταία άτιτλα δίστιχα η ζωή και το παρόν μπαίνουν ορμητικά στο μουσείο με χρώμα και γεύση: οι δύο άντρες είναι καθιστοί, πιθανόν ο ένας νάναι ο ίδιος ο Rothenberg, ο ποιητής, ο οποίος δεν μπορεί να δει το πρόσωπό του, και ο Δεληγιώργης που συνδέει τα καλλιτεχνήματα που αναφέρονται στο ποίημα. Στη διάρκεια της επίσκεψης επιτελέστηκε μια όσμωση μεταξύ θεατή και αντικειμένου. Οι δύο άντρες συνάντησαν τα αντικείμενα και αυτοί με τη σειρά τους συναντήθηκαν με τις άλλες παρουσίες στο ποίημα και ο ένας με τον άλλο. Οι αρχαϊκές πέτρες προσθέτουν εκθέματα στο μουσείο της φαντασίας με τη μορφή ποιημάτων μέσα σε ποιήματα, στιγμές έκφρασης ή μικρές κρυστάλλινες φιγούρες φτιαγμένες από λέξεις, που τις μοιράζονται εξίσου αρχαίοι και σύγχρονοι. 

Σαν τις πέτρες στον ιερό χώρο και στο Μουσείο των Δελφών ή τις μαρμάρινες υδρίες και τις πέτρινες σαρκοφάγους στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, τα πυκνά πράγματα του ποιήματος –οι απλές, ανθεκτικές, μικρές λέξεις, οι εικόνες, οι ιδέες—είναι σύμβολα μιας ενυπάρχουσας ενσφηνωμένης ή στερεοποιημένης δύναμης, μιας συναίσθησης που διατηρείται στο δικό της πεδίο, μιας υλικής ενέργειας που γίνεται μονοπάτι προς μια ανώτερη αντίληψη και οδηγεί το σαμάνο ποιητή  με τη χρήση της φωνής, των κινήσεων και των κροτάλων σε έκσταση.

Στο δοκίμιο αυτό επιχειρείται μια μικρογραφία του ύφους του ποιητή και το ενισχύω αναφέροντας τον ορισμό που δίνει ο Lyotard στα πολιτισμικά έργα από μια μεταμοντέρνα οπτική. Τα καλύτερα έργα πάντα αναπτύσσουν ένα νέο προσδιορισμό της δικής τους δραστηριότητας. Ένα ποίημα βοηθά στον επαναπροσδιορισμό της ποίησης και του ποιητή. Περισσότερο από κάθε τι άλλο ο Rothenberg πειραματίζεται. Έχει το πνεύμα της περιπέτειας, την ψυχή και την τόλμη να επαναπροσδιορίζει τη δική του οπτική αλλά και τη δική μας.  


 JEROME ROTHENBERG

ΑΘΗΝΑ 2008: «Υδρίες και σαρκοφάγοι»

                                                                                                                        Για τον Σταύρο Δεληγιώργη

Οι μοιρολογήτρες

τραβούν
τα μαλλιά τους
& κυλούν τα δάκρυα
σαν  Μ

 

Περίλυπος ναύτης

εγκαταλειμμένος & έρημος

 

Ήρωες

σαν στοιχειά
οι πρόωρα
χαμένοι

 

Πομπή από άντρες

ψάρι στο
κάθε χέρι

 

Η Κυρά των ζώων (1)

2 λύκοι
1 ταύρος
2 πουλιά
ένα φίδι
& ένα ψάρι
ανάμεσα στα πόδια της

 

 

Η Κυρά των ζώων (2)

ένα μεγάλο πουλί
μπροστά
ένας λαγός
στην πλάτη της

 

Η Μέδουσα μαινάδα

γλώσσα στραβή
& μάτια μ’ αστραπές

 

Λευκές λήκυθοι

γεμάτες
νερό
αποκαθαίρουν
τους νεκρούς

.

Μικρόσωμος άντρας

ζωσμένος
με μάτια

 

Ψυχή

ο νους μου
μια πεταλούδα

 

ένας άντρας χωρίς πρόσωπο
κρατάει ένα κύπελλο

ένας άντρας με κόκκινη μπλούζα
κάθεται εδώ κι αυτός

Οκτώβρης/Νοέμβρης 2008

Μετάφραση: ΛιάναΣακελλίου

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 31 Ιανουαρίου 2009