Εκτύπωση του άρθρου

Nichita Stanescu crop.jpg
NICHITA STANESCU

Εισαγωγή-Μετάφραση:  Άντζελα Μπράτσου


Ο Νικήτα Στανέσκου θεωρείται ένας από τους εθνικούς ποιητές της Ρουμανίας. Καλλιεργεί κυρίως τις κλασικές μορφές, τη διαφάνεια, την αρμονία του κόσμου και της ύπαρξης, τον ελεύθερο στίχο, μιλώντας με φυσικό τρόπο. Οι λέξεις του ποιητή είναι δύναμη και ουσία που ενώνει τον κόσμο με τη δημιουργία της ποίησης. Δημιουργεί μία «μυθολογία λέξεων». Υπήρξε μεγάλη φυσιογνωμία και πολλοί λογοτέχνες επηρεάστηκαν από τον ίδιο. Η ποίηση του διαπερνιέται από το ελληνικό πνεύμα. Το ποιητικό του έργο είναι γεμάτο ανησυχίες, ανθρωπιά, στοχασμούς, πολυδιάστατο και υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας και ομορφιάς. Ήταν εμπνευσμένος κατά ένα μεγάλο μέρος από τον Καβάφη. Μια φωνή παραγνωρισμένη μιας και η παρανοϊκή εξουσία του Τσαουσέσκου ελάχιστα ενδιαφερόταν για την προς τα έξω προβολή των πνευματικών έργων της χώρας. Προτάθηκε δυο φορές ως υποψήφιος για το NOBEL.


Dezâmblânzirea

De mult negru mă albisem
De mult soare mă-nnoptasem
De mult viu mă mult murisem
De visare mă aflasem.
Vino, tu, cu tine toată
ca să-ntruchipăm o roată
Vino, tu, fără de tine
ca să fiu cu mine mine
O răsai, răsai, răsai
pe infernul meu, un rai
O rămâi, rămâi, rămâi
Palma bate-mi-o în cui
pe crucea de carne
când lumea adoarme.


Η αποξένωση

Από πολύ μαύρο είχα γίνει άσπρο
Από πολύ ήλιο είχα γίνει νύχτα
Από πολύ ζωντάνια είχα πεθάνει
Από φαντασίωση βρήκα το εγώ μου
Έλα, εσύ, μαζί σου όλη
να γεννάμε έναν τροχό
Έλα, εσύ, δίχως εσένα
να είμαι μαζί μου εγώ
Γίνε, γίνε, γίνε
στην κόλαση μου, ένας παράδεισος
Μείνε, μείνε, μείνε
Κάρφωσε μου την παλάμη
στο σάρκινο  σταυρό
όταν κοιμάται ο κόσμος.


Înapoierea cheii - 

Mi-e dor să pot
să nu-mi mai fie
dor de tine.
Tristeţea, ea,
nu este gând
ea lucru este.
Mănânc-o, dacă ai cu cine!
Durerea vieţii
e un lucru, -
nu contemplarea ei.
Mi-e dor să pot
să nu-mi mai fie
dor de tine.


Η ΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΛΕΙΔΑΡΙΑΣ

Μου λείπει να μπορώ
να μην
μου λείπεις.

Η λήθη - αυτή
δεν είναι ενδόμυχη σκέψη,
πράμα είναι.

Φα την! αν έχεις με ποιόν.
Η λύπη της ζωής
είναι  ένα πράμα-
όχι η νοσταλγία της.

Μου λείπει να μπορώ
να μην
μου λείπεις.


Lecţia de iubire 

Nu se cade de tine să te ascunzi, 
mai ales că toamna azi, la prânz, 
în palma ta a renăscut, şi-a luat 
avânt şi a zburat ca un gând 
din cale afară de copt, ezitant. 
Totul se întorcea după paşii tăi 
în livadă, când te-ai oprit în faţa 
caisului. Frunzele-i verzi fremătau 
ca o porumbiţă stând pe o tavă 
cu seminţe, în altar, dimineaţa. 
Nu se cade să te ascunzi. Fii pur 
şi simplu tu însuţi: culege iubire 
de peste tot. Şi chiar dacă nu ai 
de unde s-o aduni de la alţii, orice 
ai primi: iubeşte. De la început ştiai 
lecţia de aur, regăsită peste tot 
în evangheliile rescrise cu sânge 
în catastifele acestui septembrie, 
renăscut din simplitate şi ceva 
prea plin, urcând din meninge 
şi făcând totul posibil în raza 
iubirii, care le învăluie pe toate 
şi le reclădeşte altfel, ca păsările 
redesenând sub arcada de aur a 
bolţii triunghiuri abia conturate. 

Din romanul în versuri Ostrovul Învierii
 

Το μάθημα της αγάπης

Δεν κάνει από τον εαυτό σου να κρύβεσαι, 
ειδικά γιατί το φθινόπωρο σήμερα το μεσημέρι,
στην παλάμη σου αναγεννήθηκε και πήρε
φόρα και πέταξε σαν μια σκέψη
πολύ ώριμη, διστακτική.
Όλα ακολουθούσαν τα δικά σου βήματα
στον οπωρώνα, όταν σταμάτησες μπροστά
στη βερικοκιά. Θρόιζαν τα πράσινα δικά της φύλλα 
σαν μια περιστέρα που κάθεται πάνω σε ένα δίσκο
με σπόρους, τα πρωινά, στο βωμό.
Δεν κάνει να κρύβεσαι. Να είσαι απλά
ο εαυτός σου: αγάπη θέριζε 
από παντού. Και ακόμα κι αν δεν έχεις
από πού να την μαζέψεις από τους άλλους, ό, τι 
και θα λάβεις: αγάπα. Ήξερες από την αρχή 
το χρυσό μάθημα που βρίσκεται παντού
στις ευαγγέλιες γραμμένες ξανά με αίμα
στα βιβλία αυτού του Σεπτεμβρίου,
αναγεννημένου από απλότητα και κάτι
πολύ γεμάτο, ανεβαίνοντας από το μήνιγγα
και καθιστώντας τα πάντα δυνατά εντός εμβέλειας
της αγάπης η οποία τα περιβάλλει όλα
και τα ανοικοδομεί διαφορετικά, όπως τα πουλιά
επανασχεδιάζοντας κάτω από τη χρυσή αψίδα του
θόλου ολίγον σκιαγραφημένα τρίγωνα.
 
Από το Μυθιστόρημα σε στοίχους  Το νησί της Αναστάσεως (2019)


Cântec de primăvară

Desigur, primăvara mi-a ţâşnit din tâmple.
De umbre, umerii îmi şiroiesc, tăcut,
prea bine mi-e şi nu mă mai pot rumpe
de aerul rotund ce m-a-ncăput.

E-ntâia oară când rămân fără de viaţă,
de primăvară-ncercuit cu frânghii,
până miresmele îmi dau un pumn în faţă,
trezindu-mă, le-adulmec şi le mângâi.

Şi mor a doua oară, când îmi taie chipul
pala de raze atârnând de crengi
şi iar mi se roteşte-n păsări timpul,
când pasul tău răsună pe sub crengi.

Cu văzu-nchis, simt cum îmi bat peste sprâncene
imaginile tale, clinchetând.
Mor sacadat şi reînviu din vreme-n vreme,
de-otrava morţii sufletu-mi eliberând.

O, primăvara flăcări roşii-nalţă.
Pe rugul lor mi-e sufletul întins
până miresmele îmi dau un pumn în faţă,
şi mă trezesc, şi-nving şi sunt învins.
 

Ανοιξιάτικο άσμα

Φυσικά, η άνοιξη μου ξεπήδησε από τον κρόταφο. 
Από δροσιά, οι ώμοι μου στάζουν σιωπηλά,
είμαι πολύ καλά και να αποσπώμαι δεν μπορώ
αφού ενυπάρχω στην ατμόσφαιρα.

Για πρώτη φορά άψυχος έμεινα,
από την άνοιξη ζωμένος με σχοινιά, 
έως όπου οι μυρωδιές μου δίνουν μπουνιά στο πρόσωπο,
και τώρα ξύπνιος, τις μυρίζω και τις χαϊδεύω.

Και πεθαίνω για δεύτερη φορά, όταν μου χτυπάει τη φάτσα
η λωρίδα ακτίνων που κρέμεται απ’ τα κλαδιά
και ο χρόνος μου γυρίζει ξανά σε πουλιά,
όταν τα βήματά σου ηχούν κάτω απ’ τα κλαδιά.

Με τα μάτια κλειστά, νιώθω κάτω από τα φρύδια μου 
να χτυπούν κουδουνίζοντας οι εικόνες σου. 
Πεθαίνω σπασμωδικά και αναζώ που και που, 
από το δηλητήριο του θανάτου απελευθερώνοντας την ψυχή μου.

Ω, η άνοιξη κόκκινες φλόγες υψώνει.
Στη πυρά τους ξαπλωμένη η ψυχή μου είναι 
έως όπου οι μυρωδιές μου δίνουν μπουνιά στο πρόσωπο,
και τώρα ξύπνιος, και νικώ και ηττώμαι.
 

Urare

Clopotele norilor
cu ding-danguri de ninsoare
la-nceputul orelor
iată-le, bat ora mare.
Crugul anului se schimbă,
un cuvânt rămâne-n urmă,
însă prea frumoasa limbă
niciodată nu se curmă,
ci azvârle înainte
noi urări, numai de bine,
prevestite de cuvinte
ninse sus, în înălţime;

Să vă fie anul-an,
suplu ca pe râuri unda,
să nu fie bolovan
peste suflete secunda,
nori să fie doar de ploaie
peste câmpuri, jos, la vale,
niciodată să-ntretaie
raza fragedă de soare;
fie aerul curat,
plin de păsări liniştite,
niciodată sfâşiat
de lungi fumuri stalactite;

limpede vă fie apa,
verde pururea pământul,
nu vi-l tulbure cu sapa
semnul rău, înnămolindu-l;
pasul zvelt şi luna albă,
gestul mâinii prietenos,

niciodată steaua slabă
cu luci mohorât de os,
pâinea să vă stea pe masă
aburindă, aburind
gheaţa ultimă rămasă
pe ferestrele din gând.
Pură fie-vă zăpada,
încălzind la subţioară
floarea albă din livada
înflorită-n primăvară.

Publicată în revista Femeia, nr 12, decembrie 1968


- Ευχές

Των σύννεφων οι καμπάνες
με ντινγκ-ντονγκ χιονάτα
αρχιχρονιά
κοίτα που χτυπάνε την ώρα την μεγάλη.
Ο ηλιακός κύκλος του χρόνου αλλάζει,
μια λέξη πίσω μένει,
η πολύ ωραία γλώσσα όμως
ποτέ δεν σταματά,
και ρίχνει προς τα εμπρός
νέες ευχές, μόνο καλές,
προλέγουσες με λόγια 
χιονισμένα στους ουρανούς ψηλά.

Να σας είναι η χρονιά-χρονιά, 
καλοκάγαθη σαν του ποταμού το κύμα,
μην είναι βράχος
πάνω στις ψυχές η στιγμή,
σύννεφα να έχει μόνο για βροχή
στα χωράφια, κάτω στην κοιλάδα,
ποτέ μην περνούν
την λεπτή ηλιακή ακτίνα·
να ‘ναι καθαρός ο αέρας,
γεμάτος ήσυχα πουλιά,
ποτέ σκισμένος
από  καπνοί σταλακτίτες ατέλειωτοι·

να σας είναι καθαρό το νερό,
πάντα πράσινη η γη, 
ατάραχη, με τη σκαπάνη
μην σας τη λασπώσει, το κακό σημάδι·
να ‘χετε  βήμα ζωντανό, λευκό φεγγάρι,
το γνέμα φιλικό,
ποτέ αχνοφέγγοντας το αστέρι
με κοκαλένια σκοτεινή απολαμπή, 
το ψωμί σας πάνω στο τραπέζι
αχνιστό και να λιώσει
τον τελευταίο πάγο στο γυαλί 
στα νοερά παράθυρα.
Καθαρό να σας είναι το χιόνι,
που ζεσταίνει στη μασχάλη
λευκός άνθος στο περιβόλι
ανθισμένος την άνοιξη.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Femeia, αρ. 12, Δεκέμβριος 1968


Viaţa mea se iluminează

Părul tău e mai decolorat de soare,
regina mea de negru şi de sare.

Ţărmul s-a rupt de mare şi te-a urmat
ca o umbră, ca un şarpe dezarmat.

Trec fantome-ale verii în declin,
corăbiile sufletului meu marin.

Şi viaţa mea se iluminează,
sub ochiul tău verde la amiază,
cenuşiu ca pământul la amurg.
Oho, alerg şi salt şi curg.,

Mai lasă-mă un minut.
Mai lasă-mă o secundă.
Mai lasă-mă o frunză, un fir de nisip.
Mai lasă-mă o briză, o undă.

Mai lasă-mă un anotimp, un an, un timp.

 

Η ζωή μου φωτίζεται

Ο ήλιος σου άνοιξε πιο πολύ ακόμη το χρώμα στα μαλλιά,
από μαύρο και άλας δική μου βασίλισσα.

Η ακτή χωρίστηκε από τη θάλασσα και σ’ ακολούθησε
σαν μια σκιά, σαν άοπλο φίδι.

Περνούν σαν πνεύματα του προς το τέλος καλοκαιριού,
τα πλοία της θαλάσσιας ψυχής μου.

Και η ζωή μου φωτίζεται,
κάτω από το πράσινο μάτι σου το μεσημέρι,
γκρι όπως η γη το σούρουπο.
Ουάου, τρέχω και βουτώ και στάζω.

Δώσε μου ακόμα ένα λεπτό. 
Δώσε μου ένα δεύτερο δευτερόλεπτο.
Άφησε με ένα άλλο φύλλο, έναν κόκκο άμμου.
Άφησε με άλλο ένα αεράκι, ένα άλλο κύμα. 

Άφησε με άλλη μια σεζόν, ένα χρόνο, μια στιγμή.

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Απριλίου 2021