Εκτύπωση του άρθρου
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΥΑΚΟΣ
 
Ζ213: Έξοδος
 
.....................................................
Σελίδα 6
 
Οσο κραταει αναμμενο ένα σπιρτο. Ότι προλαβεις να δεις στο δωματιο που αναβει και σβηνει. Οι εικονες που κρατιουνται για λιγο υστερα πεφτουν. Μερικες σειρες προλαβαινεις, σβηνουν άλλο ένα σπιρτο, ξανα. Κομματια που λειπουν, αδειες σελιδες, σπιρτο, ξανα. Καταλαβαινεις μια αγνωστη λεξη που κολλαει στο μυαλο. Και που εστιν η σκεπη των σκηνωματων των ασεβων. Ρωτησε αυτους που πορευονται διπλα σου. Σπιρτο, καποια σβησμενα ξανα της διαθηκης, υστερα μερικα δικα του κομματια, υστερα εγω. Το φως λιγοστο που δεν προλαβαινεις να γραψεις, στο σκοταδι δε βλεπεις αν είναι η σελιδα λευκη. Γραφεις, ένα σπιρτο, οι λεξεις που πεφτουν επανω στις άλλες, άλλη σελιδα, γραφεις, ακομη ένα σπιρτο, σελιδα λευκη, συνεχιζεις, άλλη μισογραμμενη σελιδα, διαβαζεις, τα σπιρτα τελειωνουν. Ψηλαφωντας γυρνας  τις σελιδες, παιζεις. Οπου βρεις γραμμενα κομματια, προσθετεις δικα σου από κατω, γραφεις αναμεσα. Ένα σπιρτο, διαβαζεις, τα δικα σου μαζι και τα ξενα, παλι ξανα. Σα να μιλουσες με καποιον. Σπιρτο, ρουφας το τσιγαρο προσπαθεις να διαβασεις κατω απ’ τη καφτρα. Όχι. Σπιρτο, η αγωνια που τα αντικειμενα φευγουν ξανα. Όπως που εφυγα. Ατραποι πασαι εφυλαττοντο ως μηδενα διαβαινειν. Και τωρα που ριχνομαι στους δρομους που ανοιγω θα δενομαι πανω τους. Κι αλλοι δραπετευσαν πριν την αυγη. Χωρις δεσμο και οριο, πολυτιμοι μαρτυρες. Ιδιαν υποδιαιρεσιν των Peregrini απετελουν οι απολιδες. Οιτινες μολονοτι ελευθεροι εθεωρουντο. Στους δρομους
ως εις ουδεμιαν πολιτειαν ανηκοντες.
Τελευταιο σπιρτο.
Πανσεληνος
            κρεμασει στο δεντρo                              στεγνο                   
το φως στο παραθυρο                     
ξεδιαλεγει         
το δασος απ’ τα δυτικα
 
γελια μας – το καλυτερο φαρμακο
 
για να οπλισει τα στερνα χερια που                                              ηπιαν
 
 
Της πλημμυριδας                                          οι σκιες
  
 
Ξαφνου φουντωνουν τα τυμπανα/
να τα μαζεψουμε δεν ξερω για που 
 
 
κι η σιωπη                                                        με εξευτελιζει μπροστα τους
τους πρωιμους                
                          
ταφους
-μου λες πως σε στελνω γιατι                                                                     
να σκαψουμε
  
 
στις κηδειες
εδω τους θαβουν τη νυχτα
 
 
και περιμενεις να γερασω                                            σε μια μερα μεσα                       
                                              
                                                                           στα κρασπεδα της φωτιας
συναντησες πολλους
 
που βουτηξαν                                                      
 
                                                                                   το στηθος τους
                                                                                                             βρηκαμε
βουτυρο αυγα στο                  ψωμι μελι κι υστερα
 
 
 
 
παντρευαν τις κορες τους εκεινη τη μερα
Κι υστερα επεφταν με παταγο σε                                             βλασταρια της
 
τεφρας
 
 
και σε                                                          αμφιλυκης φεγγος κυκλω αυτου και πυρ εξαστραπτον
 
στοματα
  
Αesk-heyl-hopa(Η ελπιδα της σωτηριας βρισκεται στο δασος, οι δαιμονες ορμουν απ’ το δασος, η κατι τετοιο)
 
Για αυτα που λειπουν, ότι θυμαμαι από εκεινο το βραδυ.
 
.......................................................................................................................
 
Σελιδα 8
 
με βαμβακι η χαρτι τουαλεττας που σε εχει μπουκωσει, σου πινει το σαλιο, καλα καλα δε μπορεις να αναπνευσεις. Αλλα κυριως διψας, αυτό σε ξυπναει και το ποτηρι διπλα σου αδειο. Νυχτα ακομη όμως τι ωρα, θα σηκωθεις να ζητησεις λιγο νερο, τα βαγονι νεκρο, πιο πισω, σταγονες που στο παραθυρο βρεχεις το χερι να βρεξεις το στομα, πισω πιο πισω βαγονι νεκρο, κι άλλο ενα, ριγος, σα φωνες που δυναμωνουν, ένα βαγονι φωνες. Σου δινουν νερο. Τα ζωα κοιμουνται στην ακρη, σε ρωτουν καθεσαι κατω. Ξαναπινεις νερο. Γελια, φωνες σε ρωτουν κατι θα ´λεγες αλλα σ’ επιασε ζαλη. Ενα κομματι κρεας από χερι σε χερι, πας να ξαπλωσεις στο πλαι, σου δινουν και τρως, ένα μπουκαλι από χερι σε χερι, κρασι, ένας κυκλος πιο πισω που τραγουδουν, οι αλλοι αναμεσα στα ζωα κοιμουνται. Μαυρα προσωπα, φωνες που ξεφτιζουν σε πικρο καρναβαλι, τα κεφαλια τους, κεφαλια των ζωων που αλλαζουν, το σωμα του αρνιου τελειωνει στο κεφαλι ενός αντρα με ματια κλειστα. Βαζουν έναν, χοντρο, σε δυο παραθυρα αναμεσα και σηκωνει τα χερια, απ’ τους καρπους τον δενουν στα καγκελα, αριστερα δεξια. Κεφαλι του αρνιου, του φορουν στο κεφαλι το δερμα απ το γδαρμενο κεφαλι του. Του μιλουν. Τραγουδα. Αργο, αναρθρο τραγουδι. Σκοτεινος σταυρος του ανθρωπου καθως ξημερωνει. Τον ντυνουν με ένα γαλαζιο φορεμα, διπλα σου καποιος αναβε κι εσβηνε ένα φακο απ’ τη χαρα απ´ τη συγκινηση τα ματια τους δακρυζαν. Η ξενη χαρα των παιδιων, το χαμογελο σου για λιγο μαζι τους και μετα σα να σε φιμωνε καποιος μα παλι ηρεμεις κι αναπνεεις ελευθερα. Κι εδειχναν τις πελιδνες ουλες του προσωπου τους, νικες που τον κοσμο νικησανε, η πιστη μας, ελεγαν και το σωμα μας ένα σωμα σ’ αυτόν, τους ακουγες να τραγουδουν, δεν θα αργουσε να ερθει η μερα, θα αλλαξει ο καιρος. Γυρω σου ολο ένα κοκκινο χρωμα. Κι εξω, στην οψη του ποταμου που χτυπουσε στα τζαμια, πιο αργα τωρα το τραινο στην κοχη του, κι οπου μπορουσαν, ολες μαζι, ενας κυκλος που εκλεινε, οι γυναικες τουτης της γης  που προσπαθουσαν να ανεβουν.
 
Φορτηγα που εχυναν τονους λασπη που ανεβαινε. Μυρωδια του καφε, ψημενου σε μια κατσαρολα, μου εδωσαν, στα ιδια λογια τους απαντας με τα χερια δεν ξερεις αλλιως. Απ’ το παραθυρο ο ποταμος σα να εβγαζε κι αυτος απο μεσα φως που σε τυφλωνε. Τα βλεφαρα σου με ολο το βαρος. Η γραμμη του οριζοντα σβηνει. Ενα κυμα που απλωνει ακατασχετο και δεν εχει από πού να αρπαχτει γυριζε πισω και τιναζοταν ξανα στις χιονισμενες εκτασεις. Οι εργατες ενος συνεργειου που σηκωνε ένα αναχωμα κι εχτιζε. Γεφυρες, η μια ειχε τελειωσει σχεδον. Στη ραχη του βουνου ακατασχετο και σπαρταρουσε ανεβαινοντας.
 
Κι άλλο κρασι. Καθε τοσο γεμιζανε, μια φορα ξεπλυναν τα ματια του σταυρου του αρνιου που βλεπε γυρω. Ψηλαφουσαν και τραγουδουσαν: σα να ´ν´, τρυπημενα τα χερια σου. Και τα καρφια να μη σκουριαζουν απ’ το αιμα, να τραγουδουν. Και κατι σαν: τους σταυρους, τους σταυρους τους δυσοιωνους. Με ρυθμους που σου ερχοτανε ζαλη ξανα, μες στου φωτος που δυναμωνε την αργη περιδινηση, στο βαγονι που γυριζε γυρω μαζι σου.
 
Για περισσότερα αποσπάσματα από το βιβλίο επισκεφθείτε το http://www.lyacos.net/publications.htm
 
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το συγγραφέα επισκεφθείτε το www.lyacos.net.

Ημ/νία δημοσίευσης: 26 Ιουνίου 2007