Εκτύπωση του άρθρου

 

 

ΕΥΡΙΠΙΔΗ, ΔΥΟ ΧΟΡΙΚΑ
Απόδοση: Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου


Α. Η  ΠΑΡΟΔΟΣ ΣΤΗ «ΜΗΔΕΙΑ»


ΧΟΡΟΣ
Άκουσα τις φωνές, τους βόγγους άκουσα
της δύστυχης της ξένης. Δεν ησύχασε 
ακόμη! Τι τρέχει, γερόντισσα, ως μέσα
στο δίπυλο δώμα μου άκουσα κραυγές!
Αυτό το σπίτι το ‘χω στην καρδιά μου, 
δεν χαίρομαι με τον βαρύ του πόνο!

ΤΡΟΦΟΣ
Ποιο  σπίτι… Δεν υπάρχει πια. Πάει, χάθηκε. 
Χώθηκε ο άντρας σε βασιλικά κρεβάτια
και η κυρά μου λιώνει τη ζωή της
κλεισμένη μέσα στο δωμάτιό της.
Και δεν έχει ούτε ένα φίλο να της πει 
δυο λόγια να ζεστάνουν την ψυχή της.

ΜΗΔΕΙΑ
Ααχ! Ας σκίσει κεραυνός την κεφαλή μου!
Τη ζωή μου τι τη θέλω πια; 
 Αχ! Αχ! Ας μ’ αφανίσει ο θάνατος! 
Από τη μισητή ζωή μου να γλιτώσω!

ΧΟΡΟΣ
Ακούς; Ω, Δία, ω, Γη, ω, Φως! 
Πώς χτυπιέται και κλαίει 
η γυναίκα η δύστυχη;
Μα, ασυλλόγιστη,  γιατί τέτοιος έρωτας
για ένα κρεβάτι απρόσιτο;
Ο θάνατος θα ΄ρθει όπου να ‘ναι, 
και μη θερμοπαρακαλάς. 
Κι αν ο άντρας σου τιμά καινούριο γάμο, 
πάει , έγινε αυτό, μη σπαράζεις. 
Θα βρεις το δίκιο σου απ’ το Δία, 
μη λιώνεις κλαίγοντας γι αυτόν!

ΜΗΔΕΙΑ
Μεγάλε Δία, σεβαστή μου Θέμιδα, 
βλέπετε τα παθήματά μου, και ας είχα
με όρκους μεγάλους δέσει τον καταραμένο
τον άντρα μου; Που κι αυτόν και τη νύφη να δω 
να ρημάξουν μαζί με το σπίτι τους , 
πρώτοι αυτοί τόλμησαν να με βλάψουν! 
Αχ, πατέρα μου, πατρίδα μου, πώς ξενιτεύτηκα,
πώς σκότωσα αισχρά τον αδελφό μου!

ΤΡΟΦΟΣ
Την ακούτε τι λέει, πώς φωνάζει 
 την Ευκταία τη Θέμιδα  και το Δία 
που πιστεύουν οι άνθρωποι
 για προστάτη των όρκων; 
 Αδύνατο η κυρά μου σύντομα
να πάψει την πικρή οργή της …

ΧΟΡΟΣ
Δεν κοιτάς μήπως έλθει μπροστά μας 
να  ακούσει δυο λόγια από μας; 
 Ίσως αφήσει την οργή που την τρώει 
και του μυαλού την εμμονή,
πάντα είμαι πρόθυμη εγώ
να συμπαρασταθώ σε φίλους .
Μπες και φέρε την έξω από το σπίτι. 
Πες της θα βρει εδώ φίλες. 
 Τρέχα, μην κάνει κανένα κακό
σ’ όσους βρίσκονται μέσα. 
Γιατί ξεχείλισε πολύ αυτό το πένθος.

ΤΡΟΦΟΣ.
Σύμφωνοι, θα το κάνω. Αλλά φοβάμαι δεν θα πείσω 
την κυρά μου.  Μα πρόθυμα θα κάνω τον κόπο, 
 μ’ όλο που αν πάει κοντά να της μιλήσει δούλος
του ρίχνει ένα ταυρίσιο βλέμμα
σαν λέαινα που έχει μόλις γεννήσει.
Αχ, βρήκαν οι παλιοί τραγούδια
για τις χαρές, τις γιορτές, τα τραπέζια!
Τ’ ακούς και χαίρεται η ψυχή σου.
Τους λες κι ανόητους και δίχως κρίση!
Για τη βαριά τη θλίψη, βλέπεις,
κανείς δεν βρήκε μουσική και τραγούδι
περίτεχνο, που να μπορεί να τη γιατρέψει.
Η θλίψη φέρνει συμφορές και θάνατο
και τα διαλύει τα σπίτια των ανθρώπων. 
Τι κέρδος θα ήταν να τη θεραπεύουμε 
 τη θλίψη με τη μουσική… 
Εκεί που τρωγοπίνουν αμέριμνοι
τι να τα κάνεις τα τραγούδια; 
Αυτούς τους φτάνει το γερό το φαγοπότι.

ΧΟΡΟΣ
Την ιαχή άκουσα, τους στεναγμούς και τους γόους,
τη θλιβερή κραυγή της δύστυχης που καταριέται
 τον προδότη της κλίνης που τον γάμο τους ντρόπιασε
και τους θεούς επικαλείται, αδικημένη,
την Θέμιδα , ομότιμη του Δία,
προστάτιδα των όρκων, που την πέρασε
ως την αντικρινή Ελλάδα  
 πάνω στο μαύρο κύμα κι ανάμεσα 
απ’ τ’ αλμυρά περάσματα που φέρνουν
ως το απέραντο πέλαγος.

Β. Η ΠΑΡΟΔΟΣ ΣΤΙΣ «ΤΡΩΑΔΕΣ»

ΠΑΡΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ
Εκάβη!
Τι λες; Τι φωνάζεις;
Ποιο μήνυμα έφτασε;
Οι θλιμμένες κραυγές σου
στις καλύβες ακούστηκαν,
μέσα εκεί που θρηνούμε
τη σκλαβιά οι Τρωαδίτισσες
και το στέρνο μου το ‘σκισε 
ο φόβος!

ΕΚΑΒΗ
Αχ, παιδιά μου, οι Αργίτες…

ΧΟΡΟΣ
…μήπως πιάσαν τα κουπιά;
Μήπως φεύγουν τα πλοία;
που κι εμένα, την έρημη,
μακριά απ’ τη γη μου
θα με σύρουνε σκλάβα;
Τι να θέλουν;

ΕΚΑΒΗ
Δεν ξέρω.
Συμφορές περιμένω.

ΧΟΡΟΣ
Τρωαδίτισσες, έξω
ελάτε, κακόμοιρες,
για ν’ ακούσετε βάσανα!
Οι Αργείοι ξεκινάνε!

ΕΚΑΒΗ
Μη μου αφήσετε τώρα
την Κασσάνδρα, την ένθεη
να βγει έξω σε έκσταση
μπροστά στους Αργείους!
Πόνο κι άλλο μην πάρω
επάνω στον πόνο μου!
Τροία δύστυχη, χάθηκες
και μαζί σου χαθήκανε
κι οι νεκροί κι όσοι ζούνε…

ΧΟΡΟΣ
Έχω έρθει-αλίμονο!-
να σ’ ακούσω βασίλισσα.
Τις σκηνές του Αγαμέμνονα
τις παράτησα έντρομη.
Μην τυχόν αποφάσισαν
να με σφάξουν, την άμοιρη,
μήπως πιάσαν κουπιά,
για να φύγουν οι ναύτες;

ΕΚΑΒΗ
Αχ, παιδί μου, κουράγιο!

ΧΟΡΟΣ
Απ’ τη φρίκη τινάχτηκα
μήπως ήρθε ο κήρυκας
να μου πει, την ταλαίπωρη,
σε ποιον μ’ έδωσαν σκλάβα!

ΕΚΑΒΗ
Θα ‘βγει ο κλήρος σου σύντομα…

ΧΟΡΟΣ
Ποιος Αργίτης, τη δύστυχη,
Θεσσαλός ή νησιώτης
θα με πάρει για σκλάβα
μακριά απ’ την Τροία;

ΕΚΑΒΗ
Σε ποια γη, σε ποιον άρχοντα
θα συρθώ κι εγώ σκλάβα
μια μορφή πεθαμένου, 
ένα άγαλμα τάφου,
μια γερόντισσα άχρηστη,
να με λένε κηφήνα,
ή να μ’ έχουν πορτιέρισσα
ή παιδιά να ταΐζω,
εγώ που ήμουν της Τροίας
τιμημένη βασίλισσα…

ΧΟΡΟΣ
Με τι λόγια πικρά
τα δεινά σου αναδεύεις…
Σ’ αργαλειό καμωμένο 
απ’ της Ίδης τα ξύλα
ποτέ πια δεν θα υφάνω…
Τελευταία φορά,
πατρικό μου εσύ σπίτι,
τελευταία φορά
σ’ αντικρύζω
Αχ, τι βάσανα θα ‘χω…
Θα με ρίξουν στην κλίνη
κάποιου Έλληνα! Μαύρη
τέτοια νύχτα και τύχη!
Ή θα πάω, άθλια σκλάβα
στην πηγή της Πειρήνης
κουβαλώντας τις στάμνες.
Να ‘χα τύχη να πάω
στου Θησέα τη χώρα
ευτυχή, δοξασμένη
και ποτέ στον Ευρώτα,
ποταμό μισημένο,
της Ελένης μια δούλα
προσκυνώντας για αφέντη
τον Μενέλαο, που πήρε
την πατρίδα μου Τροία!
Όμως έχω ακούσει
κι άλλη χώρα σεβάσμια
στις κρηπίδες του Ολύμπου.
Ο Πηνειός τη διασχίζει
θαλλερή και πολύκαρπη
κι είναι πλούτη γεμάτη.
Αχ, εκεί να με πηγαίνουν,
εάν όχι στην άγια
του Θησέα τη χώρα…
Την Αιτναία του Ηφαίστου,
τη μητέρα που γέννησε
βουνά Σικελιώτικα,
στη Φοινίκη απέναντι
κι αυτή λένε περίφημη
για αγώνων στεφάνια…
Κι άλλη γη, κοντινή της,
για τους ναύτες στο Ιόνιο.
Το ποτάμι ο Κράθης
την ποτίζει στολίζοντας,
τα νερά του φωτίζουν
τα μαλλιά ξανθοκόκκινα
Πηγές τρέφουν τα χώματα
που γεννούν παληκάρια…

ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Κοίτα, ένας κήρυκας κοντοζυγώνει βιαστικός,
απ’ των Δαναών το στράτευμα. Καινούριες
θα κουβαλάει προσταγές. Ποιες να ‘ναι; Τι θα πει;
Δούλες είμαστε ήδη εμείς στη γη των Δωριέων.

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 25 Ιανουαρίου 2022