Εκτύπωση του άρθρου

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

ΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΕΡΟΘΕΟΥ


Δεν ήταν μόνο σιωπηλός μήνας ο καιρός, ευώδης Μάιος και πολυπλούμιστος (θυμάμαι), η δεύτερη αρχή του. Και παραλλήλως Μήνη πανσέληνος, θριαμβικό ταψί ολοστρόγγυλο, σελάγιζε η ουρανοδρόμος μέσα στο Αγιασμένο Όρος (και από πάνω του), ολοκίτρινη,  λες κι ήταν Αύγουστος. Πελώρια τότε τα άστρα καντηλέρια άσπρα, αργυρά στο χάος, γαληνό, το φως τους θράσκευε υπόλευκο, απ’ τον εξώστη στο κελλίο του Ραβδούχου ιδωμένα, όταν αρχίζαν οι σκιές της νύχτας να σκοτεινιάζουν πανταχού παρόντα μονοπάτια και περάσματα, σκιάζοντας τον τόπο γενικώς. Κι έλεγες τότες, όπου να ’ναι θα πέσουν κατακεφαλής μου, ροπή μοναχική και ουράνια βέλη οι φωστήρες τ’ ουρανού.

Α, πολιτεία ζώσα της σιγής, ζωσμένη κάθε βράδυ απ’ το ζωδιακό και κύκλιο το φως των λύκων. Τότε που ο νέος καλόγηρος, λεπτός σαν μίσχος άγριου λουλουδιού και εικόνα άνθους, ανάσαινε εαρινός, εύμορφος έμπαινε μες στα νερά αδιάπτωτος βαφτιζόταν, έβγαινε αποπλυμένος οχ’ τη θάλασσα κοντανασαίνοντας, άνεμος της ψυχής του διαρκής. Κι έξυνε από πάνω του κατόπιν τόνους απαλούς, βαφές (μενεξελί κι ιώδες και βύσσο ή κιννάβαρη και φοινικούν ή βήρυλλο, όταν το άστριν της ημέρας βασίλευε εν δόξη επιτέλους) και χρώματα γαιώδη άλλα απέβαλε εκείνος με τη στλεγγίδα εντούτοις φωτεινά, απλόχερα σκορπώντας τα, σχεδόν αποξυόμενος Λυσίππειος, ο όντως γεννημένος λίγο παραπέρα από το Ίππιον Άργος ο δοκιμαζόμενος της μοναξιάς, στην κάποτε Ναυπλία και ειδικότερα το νυν Ανάπλι, όπου είχε προφτάσει σε εποχές λησμονημένες σήμερα, νευρώδης κάτω από ένα τέτοιο φεγγάρι (αιώνιο και κρύο, ετερόφωτο), ο πρόγονός του από την Ήπειρο ο μακρινός, και τον οποίο τόπο την Ήπειρο τον λέγανε και τότε (ήταν άλλωστε ανέκαθεν) δεξαμενή του Ελληνισμού παντοδαπή, με τρόπο μεγαλόπρεπο μεγαλοσχήματο μα ουσιαστικό

 Και όπως φορούσε το φεγγάρι αντερί του ο Ιερόθεος μοναχός, έμπαινε πάλι η Μήνη απ’ το δεξί μανίκι, έβγαινε ύστερα ξανά απ’ το αριστερό του, έπειτα ουρανοδρομούσε αργά αργά, για να επιστρέψει πάλι σ’ αυτόν, η αστρική του ερωμένη. Και όποτε παννύχιος εκείνος αγρυπνούσε στη στρωμνή και την ευνή του, απεκδυόμενος το φως και συν αυτό τους δαίμονες του ζόφου, τον έβλεπε από ψηλά, φως των ματιών του, υπό τα βλέφαρα, βλέφαρο του άλλου ηλίου, της νυκτός, φεγγάρι. Ω ήταν βέβαιο προ πάντων πως δεν αδίκησε κανένα των ανθρώπων ο αγαπημένος της σελήνης, ο νέος καλόγηρος και γέρων ενταυτώ, ο ραδινός ως μίσχος άνθινος, παρότι σε λίγους απ’ αυτούς ομίλησε, και τούτο αν περί μελέτης ζωής κυρίως ο λόγος, ο που εγκαταβίωσε μοναχός (πάντα μονάχος) δέκα και συν εκείνους τρεις εκτός του κόσμου χρόνους από νεότητός του.

Πώς το λοιπόν να διέλυε κανείς (να το μπορούσε) διαβολές δεκαετιών επισυναπτές σε μία ημέρα, έστω εκπάγλου φωτός; φιλοψυχία τίνος είδους θα τον απέτρεπε από τη φύση του, ήγουν τον λόγο της αλήθειας, που λήθη δε μολύνει καμία; 

Θα έπρεπε να αγνοεί πάλι και πάλι ο νέος καλόγηρος τ’ αυτάρεσκα κινούμενα φυτά, τα ερπετά που σούρνονταν ξοπίσω του αυτόχρημα λυσιμελή στις ατραπούς του Αγιασμένου Όρους και τ’ απόδελοιπα ατερπή. Δεν παρεισέφρεε στους ύπνους του πειράζοντος. Αρνιόταν τη μερίδα του πειραζομένου, μετρούσε και κατέτασσε τα λειριοειδή των κήπων (το λείριον φέρ’ ειπείν το κοινόν, το λείριον το αλβανικόν και το μαρτίνον ή το φλαμανδικόν, καθώς και κάποια ιδεατά των ξένων τόπων άλλα, ως ο αγάπανθος, το κολχικόν και το βεράτιον, ή τα εδώ κοινά χλωρόγαλον γνωστόν και ως σαπωναρία, το κρόμμυον, το σκόροδον και τον υάκινθο). Εξέταζε, και μελετούσε, κατέτασσε και διδασκόταν, καθόλου δεν υποχωρούσε από τότε ενώπιος πάσης αρχής και εξουσίας, μέλλοντα ταύτα, έλεγε σε όποιον δοκίμαζε να φοβερίσει την καρδιά του, και ο νους του ουδέποτε αισθανόταν βαρύς ––μα αντιθέτως.

Αλήθεια, πόσες χαίνουσες αβύσσους δεν εγκαινιάζει η κεφαλή του ελεύθερου ανθρώπου (τώρα και πάντοτε και νυν ή αεί), δημιουργός εν πορεία; ποιους ουρανούς ευρύπυλους· τοιουτοτρόπως οδός βραχεία γίνεται μακρά, και ο παροιμιαζόμενος προοιμιάζεται, άγνωστους ύμνους ψάλλοντας τα κοινά λόγια που εκφέρονται από το στόμα του απλώς κουβέντες.
 
Έτσι ο κόσμος γίνεται όλο και πιο συγγενικός στον άνθρωπο, που βλέπει αντιλήπτωρ, κατανοεί και ελεεί το χάος, ο σμικρός το άπειρο. Δεν έχει όρια δε γνωριζει ο νους αυτού του ανθρώπου, ο οποίος μονάχα την ανοησία δε συγχωρεί, παρότι κατανοεί τους ανοήτους πλήρως. Μια επιφάνεια επισυσούρμενη οριζοντίως και καθέτως, κυκλοτερώς ή κατ’ ευθείαν ο χώρος του, ανεστραμμένος, περιδινούμενος ή και περιλοιπός. Εκεί ο θείος γνόφος, εκεί ο θείος έρως, ο ανυπότακτος.

Κάποτε, έτι νεαρότερος, συνάντησε τον Γοδεφρίγο Βελαρδουίνο τον αλαφροΐσκιωτο εκεί στο Φράγκικο του Αναπλιού (σ’ ανώνυμο στενό, την τρίτη πάροδο των κάτων), παρότι ο παραλλήλως κύριος και αυθέντης της ville d’ Arduin εγκαταλείπει τη γενέτειρα του μοναχού και από το 1210 μετά Χριστού γεννηθέντος ζει μακριά της, ενώ ο Νικηφόρος Καραντινός αεί παρών την πόλη συνοδεύει επειγόμενος σε όλους τους καιρούς ως στρατηγός Ναυπλίου, ο νικητής και τροπαιούχος Σλάβων και Αβάρων. Αλήθεια, λες να καταγόταν εν μέρει (εννοώ μητρόθεν) απ’ εκείνους τους εις Ναυπλίαν καταδεδραμηκότας Κρήτας ο μικρός καλόγηρος, όταν ο Αγησίλαος ο αρχαίος (τουτέστιν ο βασιλεύς της Σπάρτης) τ’ Ανάπλι έζωσε ολοτρόγυρα, κι οι Αναπλιώτες είχαν μόνη παρηγορία τους στην καταναγκαστική ολιγοφαγία το φέγγος της σελήνης;

Φεγγάρι Μήνη και τριώνυμη Σελήνη, φεγγάρι πάντα φωτεινό, πώς συνοδεύει συνεχώς τον γέροντα Ιερόθεο τρεμουλιαστό το φως σου, σ’ όλους τους δρόμους και τις αγυιές που πάτησε περπάτησε και περιήλθε; Με τη βοήθειά του μήπως μπόρεσε και διείσδυσε στη θάλασσα η ορισμένη στερεά χερσόνησος της πόλης του, μαχαίρι στο νερό και σπάθη; Κι ωστόσο μόλις το 1540 πάτησε τη Ναυπλία ο Τούρκος, φέρνοντας τη σημαία με την ημισέληνο, δρεπανηφόρο και καρχαρόδοντη. Φεγγάρι Μήνη και τριώνυμη Σελήνη, λύσε, παρακαλώ και σήμερα, τα αινίγματα των αιωνίων ύπνων, κοίμισε Ναύπλιο και Παλαμήδη ειρηνικά τους δυο τους, να ησυχάσουν επιτέλους οι νεκροί και ν’ αλληλοταφούν εν τόπω.

Κάποτε, πολύς ο περασμένος καιρός έκτοτε και τα χρυσά ζαμάνια ή τα τέρμενα, αργυρά, ταξίδεψε σε νόστο εθελούσιο στη Μαύρη χώρα ο ποιητικός γέρων. Και δείτε πώς τη βρήκε (πού είναι, πόθε πηγάζει) ο πολυμήχανος: ανέβηκε στον Όλυμπο, την πιο ψηλή ραχούλα του θεοτικού βουνού, και πέταξε αμόνι σιδερένιο στο κενό, δεμένο από δερμάτινο ιμάντα. Και όμως εκεί κατευθυνόμενος κανείς ποτέ δε φτάνει εύκολα (στη Μαύρη χώρα εννοώ) και το ταξίδι του τελεσφορεί μόναχα ύστερα από χρόνο ολόκληρο πορείας, τότε τα πόδια του αγγίζουνε το μέγα χάλκινο κατώφλι. Μα κι αν διαβεί πέρα απ’ τις πύλες της αυλής περνώντας, θύελλες τον αρπάζουν ατελείωτες, η μια τον παραδίδει στην επόμενη και ούτω καθεξής. Αυτού πήγε μισός και γύρισε ολόβολος αυτός ο που τον άλαλο ακούει και τον κουφό κατανοεί, ο νέος γέρων, ο ποιητικός, ο λέγων, και κωφού συνίημι και ου φωνεύντος ακούω.

Και ας το πούμε καθαρά εδώ, χωρίς προσχήματα, η Μαύρη χώρα είναι η λήθη, παντελής και ατέρμονη, ο μόνος θάνατος εντός κι εκτός του κόσμου.

Τι τόποι κρύοι και μουχλιασμένοι εκείνοι, οι δικοί της. Μέρη της ζοφερής νυχτός μεριές και πλάγια, όπου τα πέρατα του κόσμου κι οι ρίζες του ωκεανού υπάρχουνε και βρίσκονται συγκεκριμένα. Αυτού οι άκρες του αστερωμένου ουρανού και κάθε βύθου ή βυθού η σκοτεινή νεφέλη. Περνούνε  απ’ εκεί η μέρα και η νύχτα βιαστικές χωρίς να σταματούν ––μαζί δεν τις κρατά ποτέ ο ίδιος τόπος. Η μια βαστά το φως, να λάμπει μες στον κόσμο των ανθρώπων, η άλλη έχει τον ύπνο και τον θάνατο στα χέρια της, η νύχτα των καταστροφών η μαύρη. Έρχεται η πρώτη, φεύγει η δεύτερη, μόνο για λίγο ανταμώνουνε περνώντας, και λόγο δεν αλλάζουνε ποτέ κανένα. Κι έχει της νύχτας το παιδί, ο θάνατος, καρδιά από σίδερο και χάλκινη ψυχή, όπως γνωρίζουν όλοι οι νεκροί.

Έκτοτε τον επισκέπτεται καμιά φορά ο νεραϊδάρης της άλλης χώρας, ο λεγόμενος συμβολικά Νικόδημος, όπου κατανοεί τη γλώσσα, την οποία κρένουν οι νεραΐδες, και γιατρεύει  τις αρρώστιες, όσες προκαλούν οι μαγεμένες. Μελόπιτες και νεραϊδόξυλο τα μέσα του προς τούτο. Κι είναι το νεραϊδόξυλο χαμόκλαδο ο που φυτρώνει (φύτρωνε σ’ αλλοτινούς καιρούς τουλάχιστον) επάνω στα υψηλότερα έλατα, κι αυτού σκαρφάλωνε μελανοπώγων και ανίδωτος τις νύχτες τις ασέληνες του Απριλίου ο εν λόγω Νικόδημος, για να το κόψει δροσερό αμίλητος και ψαχουλεύοντας στα σκότη της νέας σελήνης κι ύστερα να το κουβαλήσει αμίλητος επίσης ως το σπίτι του, σιωπώντας πάντα. Έπειτα μες σ’ αμίλητο το έβραζε νερό κι έπινε απ’ αυτό ο νεραϊδοπαρμένος, για να γιάνει τους ανθρώπους. Κι ήταν η νέα σελήνη η μεγάλη απούσα, αυτή που τις σκιές πολλαπλασίαζε, ώστε να ψιθυρίζει εντός του στο σκοτάδι ή χαμηλόφωνα ο κάθε άλλος μοναχός κι εκείνος ...ελέησόν με τον αμαρτωλόν, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού.

Θανάσης Γεωργιάδης


Ημ/νία δημοσίευσης: 9 Μαΐου 2008