Εκτύπωση του άρθρου

ΙΩΣΗΦ ΒΕΝΤΟΥΡΑΣ

 

 

FIN’ AMOR
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΞΙΤΑΝΙΑΣ ΤΟΝ 12Ο ΑΙΩΝΑ

 

Η αναδρομή που επιχειρώ στη προβηγκιανή ποίηση του 12ου αιώνα δεν έχει στόχο να παρουσιάσω με εμβρίθεια τα μεσαιωνικά κείμενα, αλλά έχει περισσότερο νοσταλγικό χαρακτήρα. Τι είναι αυτό που οδηγεί τα ποιητικά βήματά μας σε μία διαδρομή που ξεκινά από τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τη Σαπφώ και καταλήγει στη μεσαιωνική Προβηγκία, για να σταθούμε εκεί με συγκίνηση αναγνωρίζοντας στον τόπον αυτόν έναν κόσμο κινούμενης ενέργειας και ονείρου που χρησιμοποιεί την επιθυμία για την ψυχική ανέλιξη του ποιητή και αποτελεί την πρώτη ύλη του Παράδεισου του Δάντη; Ίσως αναζητούμε στον πολιτισμό που αναπτύχθηκε το μεσαίωνα στις χώρες του οκ εκείνα τα ιδεώδη, εκείνα τα σκιρτήματα, που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στην αναζήτηση του δικού μας παράδεισου.

 

Η αναδρομή που επιχειρώ στη προβηγκιανή ποίηση του 12 αιώνα δεν έχει στόχο να παρουσιάσω με εμβρίθεια τα μεσαιωνικά κείμενα, αλλά έχει περισσότερο νοσταλγικό χαρακτήρα. Τι είναι αυτό που οδηγεί τα ποιητικά βήματά μας σε μία διαδρομή που ξεκινά από τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τη Σαπφώ και καταλήγει στη μεσαιωνική Προβηγκία, για να σταθούμε εκεί με συγκίνηση αναγνωρίζοντας στον τόπον αυτόν έναν κόσμο κινούμενης ενέργειας και ονείρου που χρησιμοποιεί την επιθυμία για την ψυχική ανέλιξη του ποιητή και αποτελεί την πρώτη ύλη του Παράδεισου του Δάντη; Ίσως αναζητούμε στον πολιτισμό που αναπτύχθηκε το μεσαίωνα στις χώρες του εκείνα τα ιδεώδη, εκείνα τα σκιρτήματα, που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στην αναζήτηση του δικού μας παράδεισου.

 

Η Προβηγκία ήταν ένα μόνο κομμάτι της ευρύτερης περιοχής που ονομαζόταν «Occitania» (Οξιτανία) γιατί ήδη τον 11ο αιώνα μιλιόταν εκεί η γλώσσα του οκ. Οι κυριότεροι διεκδικητές της μέχρι τη σταυροφορία του Πάπα Ινοκέντιου Γ’[1], ήταν οι δούκες της Ακουιτανίας, οι κόμητες της Τουλούζης και οι βασιλείς της Αραγωνίας -Καταλονίας. Η περιοχή της Οξιτανίας εκτεινόταν από τα Πυρηναία και τις Άλπεις, έως την Ωβέρνη και τη Λιμουζίν και είχε φυσικούς δεσμούς με τους μεσογειακούς της γείτονες και ιδιαίτερα με την Καταλονία. Η ευρύτερη αυτή περιοχή όπου αναπτύχθηκε η γλώσσα του οκ, αποτελούσε περίπου το ένα τρίτο της σημερινής Γαλλίας. Η ταυτότητα της Οξιτανίας προσδιοριζόταν περισσότερο από τη γλώσσα της και τον πνευματικό της χαρακτήρα, παρά από τα πολιτικά της σύνορα (LindaM. Paterson:2).

Μέχρι τον 11ο αιώνα, η γλώσσα των Γαλλο-Ρωμαίων ήταν γενικά η Λατινική. Οι ντόπιοι πληθυσμοί είχαν εγκαταλείψει την κελτική και τα γερμανικά γλωσσικά τους ιδιώματα. Τα λατινικά όμως που μιλούσαν, διέφεραν από τη λόγια γλώσσα, ήταν παραφθαρμένα και με διαδοχικές αλλοιώσεις, εξελίχτηκαν σε γλωσσικά ιδιώματα από τα οποία και προέκυψαν οι ρομανικές γλώσσες. Έτσι, τον 11ο αιώνα, στη Βόρεια Γαλλία και την Αγγλία, μιλούσαν τη γλώσσα του όιλ, ενώ στη Νότια Γαλλία τη γλώσσα τού οκ. Στην Ιταλία, μιλούσαν τη γλώσσα του σι[2]. Η λατινική εξακολουθούσε να είναι ζωντανή γλώσσα για μια ορισμένη κοινωνική τάξη, κυρίως για την εκκλησία, όμως οι πυργοδεσπότες δεν τη γνώριζαν και διέθεταν γραμματικούς που τους μετέφραζαν τα λατινικά κείμενα. Έτσι η λατινική λογοτεχνία και η ποίηση της παρέμενε κτήμα μόνο των κληρικών. Τον 12ο αιώνα οι τροβαδούροι[3], ανέφεραν τη γλώσσα του οκ σαν lengua romana (γλώσσα ρoμανική). Ο καταλανός Raimon Vidal de Basalu (Ραιμόν Βιντάλ ντε Μπεζαλού,1200-1252)[4] την ονόμαζε lemosi σε αντίθεση με την parladura francesca ενώ ο όρος proensal η proensales (προβηγκιανή), ήταν ο προτιμώμενοςαπό τους Ιταλούς για τους οποίους η Νότια Γαλλία ήταν ακόμη η Provincia Romana (L.M. Paterson: 3). Σε αυτές λοιπόν τις περιοχές όπου μιλιόταν η γλώσσα του oκ, γεννήθηκε και τραγουδήθηκε η ποίηση των τροβαδούρων. Η γλώσσα του oκ δεν έχει παύσει να αποτελεί μέχρι σήμερα μια ζωντανή γλώσσα σ’ αυτές τις περιοχές παρ’ ότι οαριθμός των ανθρώπων που την ομιλούν, ελαττώθηκε δραματικά με το πέρασμα του χρόνου[5].

 

Η ποίηση που αναπτύσσεται τον 12ο αιώνα στη γλώσσα του oκ και που έχει σαν κεντρικό θεματικό άξονα τον ανικανοποίητο έρωτα, θα επηρεάσει όλη τη μετέπειτα ευρωπαϊκή ποίηση. Οι τροβαδούροι επηρέασαν την ιταλική ποίηση του 13ου αιώνα και δια μέσου του Δάντη και του dolcestilnovo[6], τη δυτική ποίηση μέχρι τις μέρες μας. Η επίδραση του προβηγκιανού λυρισμού στην Ισπανία, Πορτογαλία, Βόρεια Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Αγγλία θεωρείται τόσο σημαντική, ώστε η μελέτη του να φωτίζει καλύτερα σημαντικές πτυχές της σύγχρονης ευρωπαϊκής ποίησης.

 

Από τον 11ο αιώνα, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στη νότια Γαλλία η αντίληψη του ανικανοποίητου έρωτα των ευγενών αλλά και των απλών τραγουδιστών, για τις έγγαμες αρχόντισσες των πύργων. Οι συνθήκες ζωής, οι διάφορες θρησκευτικές, φιλοσοφικές και μυστικιστικές επιρροές, βοήθησαν να κυριαρχήσει στη Νότια Γαλλία η αξία του ιδεόπλαστου έρωτα (fin’amor) ή έρωτα της αβροφροσύνης (amourcourtisan) που ανύψωνε ποιητικά τη γυναίκα και ειδικά την παντρεμένη γυναίκα. Η θεματική αυτή που πήγαζε από τις περιρρέουσες ηθικές αντιλήψεις της εποχής, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την κοινωνική και πολιτική οργάνωση της περιοχής. Η κατάσταση αναρχίας που επικρατούσε στα νότια της Γαλλίας τον 11ο αιώνα, άφηνε απροστάτευτους τους χωρικούς οι οποίοι συγκεντρώνονταν γύρω από τον πύργο του ηγεμόνα για να προστατευτούν από τους ποικίλους επιδρομείς με αντάλλαγμα μέρος της παραγωγής τους. Σταδιακά και με τέτοια οργάνωση, η φεουδαλική κοινωνία της Οξιτανίας κατόρθωσε τον 12ο αιώνα σε μία ατμόσφαιρα ελευθερίας και ανοχής για το διαφορετικό, να απολαύσει μια σχετικά ειρηνική και ασφαλή διαβίωση χωρίς την αυστηρότητα και τον καταναγκασμό της παπικής επιρροής. Η αριστοκρατία ζούσε πολυτελή ζωή με γιορτές συμπόσια και ροπή στις ηδονές που σκανδάλιζαν τις κοινωνίες του Βορρά.

 

Οι γυναίκες της Οξιτανίας περιβάλλονταν από θαυμαστές. Οι ευγενείς γυναίκες ήταν χαρούμενες και ερωτικές. Ήταν προικισμένες με ευγένεια και αρχοντιά, αρετή και δύναμη, καλοσύνη και γενναιοδωρία.. Είχαν μάθει να χαμογελούν και να μεταδίνουν τη χαρά της νιότης. Η φυσική ομορφιά τους συνδυαζόταν με εξυπνάδα και λεπτότητα Στην κυριαρχούσα αντίληψη για τον ορισμό της τέλειας γυναίκας, ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς αν η αρμονία του κορμιού της οφείλονταν στη πνευματική της χάρη ή το αντίστροφο. Η χαλαρή σε σχέση με τον βορρά ηθική της Οξιτανίας, επέτρεπε στις γυναίκες να ακούν ευγενικά και με ανοχή τους στεναγμούς των θαυμαστών τους. Στις τρυφερές σχέσεις που αναπτυσσόταν, η αρχόντισσα κυριαρχούσε και ο θαυμαστής της ήταν αφοσιωμένος υπηρέτης της, έτοιμος ακόμη και να πεθάνει για την αγαπημένη του. Σύμφωνα με τον Ρενέ Νελλί(1974: 18-19), ο ευνοημένος εραστής αμειβόταν με ένα πλατωνικό δεσμό, αφού πρώτα δοκιμαζόταν. Η αρχόντισσα τον καλούσε να κοιμηθεί μαζί της αφού πρώτα τον όρκιζε ότι θα την σεβαστεί.

 

Η δοκιμασία (asag)[7], επέτρεπε στον εραστή να τη χαϊδέψει και να τη φιλήσει τελείως γυμνή ή ντυμένη πολύ ελαφρά. Του απαγορεύονταν όμως να ολοκληρώσει σεξουαλικά την επαφή του, αλλά όφειλε να υπακούει απόλυτα στις εντολές της καλής του. Αν ο θαυμαστής περνούσε τη δοκιμασία χωρίς να προσπαθήσει να προχωρήσει περισσότερο από ότι ο ερωτικός κανόνας επέβαλε, τότε αποδείκνυε τον αληθινό του έρωτα και καταξιωνόταν στην καρδιά της αρχόντισσάς του. Βέβαια, οι γυναίκες της εποχής ήταν αρκετά συγκρατημένες και δεν έπαυαν να μετρούν τα προσόντα και την ειλικρίνεια των θαυμαστών τους πριν εκφράσουν σε κάποιον την εύνοια τους. Ωστόσο, στις γυναίκες τροβαδούρους, φαίνεται ότι επικρατούσε περισσότερο πάθος και αισθησιασμός και, όταν αγαπούσαν αληθινά, δεν δίσταζαν να το εξομολογηθούν στους αγαπημένους τους και να τους καλέσουν για τη δοκιμασία. Και το έκαναν με μια απόλυτη εμπιστοσύνη αφήνοντας την αρετή τους στα χέρια του εραστή τους μεκίνδυνο να προδοθούν και να απογοητευτούν. Αναπτυσσόταν έτσι ένα πάθος που τρεφόταν συνέχεια από τα εμπόδια που υπήρχαν για την εκπλήρωσήτου. Το σύνολο των ερωτικών κανόνων, αποτελούσε ένα τελετουργικό του ιδεόπλαστου έρωτα που ήταν ταυτόχρονα ποιητική επινόηση και κανόνας συμπεριφοράς. 

 

Υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στο πάθος που δημιουργούσε ο ιδεόπλαστος έρωτας και στο μυστικισμό. Ο Ντενί ντε Ρουζμόν (1996:174) εξετάζοντας τη σχέση αυτή σημειώνει ότι το ερωτικό πάθος αν πήγαζε μόνον από βιολογικούς παράγοντες, θα ήταν απλά σεξουαλική πείνα. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με ένα πάθος που αρνείται να θεραπευθεί. Ο ερωτευμένος εισάγεται σε μία διαδικασία αυτοτυραννίας για να οδηγηθεί στην καρτερία. Με αυτόν τον τρόπο το πάθος αποτελεί μονομανία της φαντασίας που συγκεντρώνεται σε μία μόνον εικόνα. Θα πρέπει να υπάρχει μία σχέση της ερωτικής αυτής μυστικιστικής στάσης με τις δοξασίες της αίρεσης των Καθαρών[8], στην οποία κατά τον Ντενί ντε Ρουζμόν, ανήκαν οι τροβαδούροι. Είναι βέβαιο ότι αυτή η αίρεση ασκούσε σοβαρή επιρροή σε όλη την περιοχή της Προβηγκίας[9] και επομένως και στους ποιητές που ζούσαν εκεί. Στον καθολικισμό, ο πιστός καταλήγει στον πνευματικό δια βίου γάμο Θεού και ψυχής ενώ στους Καθαρούς ο γάμος αυτός ισχύει επέκεινα του θανάτου των σωμάτων. Στον Χριστιανισμό, ο θείος έρωτας, είναι μια οδύνη που αναδημιουργεί με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην απορρίπτεται ο σαρκικός έρωτας, αλλά να καθαγιάζεται με το γάμο. Για τους Καθαρούς δεν μπορεί να επιτευχθεί άφεση στον επίγειο κόσμο, άρα ο βέβηλος έρωτας είναι η απόλυτη δυστυχία, η αδύνατη και καταδικασμένη προσήλωση στο ατελές κτίσμα. Το πάθος, ο έρωτας του έρωτα, είναι ορμή που υπερβαίνει το ένστικτο και επομένως ψεύδεται προς το ένστικτο. Σύμφωνα με τον Ντενί ντε Ρουζμόν (1996:207), o αίτιος για ένα τέτοιο ψεύδος δεν μπορεί να είναι παρά το πνεύμα. Ο ιδεόπλαστος έρωτας βασίζεται σε τρεις βασικές αντιλήψεις: Το «μέτρο» (mezura) που ρυθμίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και τα συναισθήματα, τη «νεότητα» (joven), που αναφέρεται όχι μόνον στην ηλικία αλλά κυρίως σ’ ένα σύνολο αξιών μίας κοινωνικής ομάδας, των ελεύθερων δηλαδή νέων ανθρώπων που ξοδεύουν τον χρόνο τους στα κάστρα όταν δεν αναζητούν πολεμικές περιπέτειες και τη «χαρά» (joi) που ερμηνεύεται ως ερωτική έκσταση που εξυψώνει το άτομο ηθικά και μυστικιστικά[10].

 

Tan ai mo cor plen de joia
Tot me desnatura;
Flor  blanca, vermelh’ e groya
Me par la freyura,
C’ ab lo ven et ab la ploya
Me creis l’ aventura,
Per que mos pretz mont’ e poya
E mos pretz melhura.
Tan ai al cor d’ amor
De joi e de doussor,
Per que-l gels  me sembla flor
Elaneusverdura.

 

(Τόσο είναι γεμάτη η καρδιά μου με χαρά / που όλα μου φαίνονται αλλαγμένα;
Λουλούδι άσπρο, ρόδινο και φωτεινό/ μου μοιάζει η παγωνιά. /Με τον άνεμο και τη βροχή / με καλεί η περιπέτεια / Το τραγούδι μου ανυψώνεται κι’ ορμά / Η αρετή μου μεγαλώνει /Τόσο έρωτα έχω στην καρδιά / Γλύκα και χαρά / που ο χειμώνας με λουλούδι μοιάζει /και με χλόη το χιόνι).

 

«Tant  ai mon cor plen de joia..» Bernard de Ventadour (1149-1170)

 

Αν στη γλώσσα του οιλ η ποίηση είναι επική[11], σατιρική[12] ή τραγική[13] στη γλώσσα του οκ είναι λυρική. Η ποίηση αυτή δεν ήταν δυνατόν να νοηθεί χωρίς μουσική[14]. Όπως φαίνεται από τη μελέτη πάνω στην ποίηση του τροβαδούρου Raimon Vidal de Besalu (…1200-1252…) με τίτλο Razosdetrobar (κανόνες της ποίησης) προκύπτει η άποψή του ότι ένα ποίημα δεν δείχνει την αξία του αν δεν είναι καλά τραγουδισμένο Το κύριο μουσικό όργανο ήταν η βιέλα ο πρόγονος της βιόλας και του βιολιού. Ο τροβαδούρος JaufreRudel(Ζωφρέ Ρυντέλ, 1125-1148) τραγουδά χαρακτηριστικά στο ποίημα του « Nosapchantarquisonondi..»

 

No sap chantar qui so non di
ni vers trobar qui motz non fa
Δεν μπορεί να τραγουδά όποιος δεν μελωδεί
Ούτε να στιχουργεί όποιος δεν ευρίσκει λέξεις). .

 

Oι βασικές ειδολογικές κατηγορίες της προβηγκιανής ποίησης, είναι τo«canso», το «planh», το «sirventes», το «tenso» (partimen ή jocparti) και η «alba» ενώ οι δευτερεύουσες λαϊκές της μορφές είναι η «pastourelle», η «ballada» και η «dansa». Με το «canso», που είναι η πιο αντιπροσωπευτική ειδολογική μορφή της προβηγκιανής ποίησης εξαίρεται ο ιδεόπλαστος έρωτας. Ο τροβαδούρος εξομολογείται τον έρωτά του και τον ανυψώνει σε επίπεδο συμβολικό επιδιώκοντας έτσι την τελείωση της ψυχής του. Το ποίημα μετουσιώνει τον έρωτα σε μία θεία σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Η στροφή (cobla) στο canso αποτελείται συνήθως από οκτώ έως εννέα στίχους χωρίς αυτό να είναι υποχρεωτικό. Συνήθως οι στίχοι είναι επτασύλλαβοι ή οκτασύλλαβοι. Ο αριθμός και η διάταξη των ομοιοκαταληξιών εναπόκεινται στη διάθεση του ποιητή. Το ποίημα τελειώνει συνήθως από ένα δίστιχο (tornada) που περιλαμβάνει τον χαιρετισμό (envoi). Το «planh» είναι θρηνητικό ποίημα που τραγουδιέται για να το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου (ενός φίλου, μιας αγαπημένης, ενός συντρόφου). Ο θρήνος μνημονεύει τις αρετές του πεθαμένου, παρακαλεί τον Θεό για τη σωτηρία της ψυχής του και περιγράφει τον πόνο που προκαλεί ο χαμός του. Το «sirventes»[15] σατιρίζει γενικότερα την πτώση των ηθών ή ειδικότερα κάποιον ισχυρό ή έναν ανταγωνιστή. Άλλοτε, πάλι, περιγράφει με ελαφρύ τόνο τα γεγονότα στο φέουδο ή τους κατακτητικούς πολέμους. O τροβαδούρος PierreD’ Auvergne(Πιέρ ντ’ Ωβέρνε ~1150) τραγουδά την ακόλουθη στροφή σε ένα «σιρβαντές», σατιρίζοντας τους κακούς ποιητές:

 

Chantarai d’ aquestz trobadors
Que chantan de manhtas colors
E-l piejer dir mout gen;
Mas a chantar lor es alhors,

Θα τραγουδήσω για τους τροβαδούρους
Που στίχους φτιάχνουν και τραγουδούν φανταχτερά
Κι’ ενώ είναι άτεχνοι πιστεύουν ότι εκφράζονται καλά;
Ας φύγουν αλλού να τραγουδήσουν ας είναι μακριά.

 

Το «tenso», είναι ποιητικό είδος στο οποίο δύο ή περισσότεροι τροβαδούροι εμφανίζονται να αντιπαραθέτουν απόψεις για ένα ζήτημα θρησκευτικό, πολιτικό, ποιητικό ή ερωτικό. Στο «tenso» η συζήτηση αναπτύσσεται ελεύθερα . Στην παραλλαγή του «tenso» το «partimen» ή «jocpartit», ένας τροβαδούρος ζητά από το συνομιλητή του να επιλέξει ανάμεσα σε δύο διαφορετικές απόψεις. Το ποίημα τελειώνει μ’ ένα συμπέρασμα. Παραθέτω τις δύο πρώτες στροφές του «jocparti» (Eramplatz, GirautdeBorneil …) του τροβαδούρου GirautdeBorneil(Ζιρώ ντε Μπορνέϊγ).. Πρόκειται για ένα διάλογο πάνω στην ποίηση του GirautdeBorneilμε τον τροβαδούρο Rainbautd’ Orange(Ρεμπώ ντ’ Οράνζ).

 

«Ζιρώ ντε Μπορνεϊγ για πες μου να χαρείς,
Γιατί κατηγοράς το ύφος που είναι σκοτεινό;
Κι’ αν τόσο εσύ εκτιμάς ότι έχουμε κοινό
 Όλοι οι ποιητές,
 Τότε για πες,
Δεν έχω δίκιο όταν σου λέω πως καμιά
Ανάμεσά τους δεν θα υπήρχε διαφορά;»

Άρχοντα Λινώρε[16] λαθεύεις αν θαρρείς
Πως όποιον γράφει όπως του αρέσει δεν μπορώ
Να υποφέρω, όμως άκου αυτό που θα σου πω:
 Οι πιο σωστές 
 Κι’ αγαπητές
Στον κόσμο ιδέες ειν’ εκείνες μοναχά
Που νιώθουμε εύκολα κι’ ο νους μας τις κρατά

 

(μετάφραση Σπύρου Σκιαδαρέση)

 

Η «alba» είναι ερωτικό ποίημα το οποίο έχει πάντοτε σα θέμα το χωρισμό δύο εραστών την αυγή. Οι εραστές αφού πέρασαν τη νύχτα μαζί ειδοποιούνται από ένα φύλακα -ο οποίος τους προστατεύει από ανεπιθύμητους- ότι θα πρέπει να χωρίσουν. Οι ερωτευμένοι παραπονούνται που η αυγή (alba) έρχεται τόσο γρήγορα. Ο GirautdeBorneilαποδίδει τη θλιμμένη προτροπή στην ακόλουθη στροφή της «alba» του Reisglorios, veraislumseclartatz

Φίλε ακριβέ μου, άκουσε αυτό το κάλεσμα που τραγουδώ:
Ξύπνησε τώρα, εκεί μακριά ακούω τον κορυδαλλό,
Που μέσα από τη φυλλωσιά πρόσχαρα γλυκοκελαηδεί.
Φυλάξου, φίλε, απ’ την οργή του άγριου ζηλιάρη, μη σε ιδεί.
Σε λίγο θα προβάλει η αυγή.

 

(μετάφραση Σπύρου Σκιαδαρέση)

 

Η «pastourelle» είναι ποιητικό είδος στο οποίο αναπτύσσεται ερωτική συνομιλία ανάμεσα σε έναν ιππότη και μία βοσκοπούλα. Ο ιππότης προσπαθεί να πείσει τη βοσκοπούλα που αντιστέκεται, να συνευρεθούν ερωτικά. Η «ballade» όπως και η «dansa» είναι ποιήματα που γράφονται για να συνοδεύσουν ένα χορό.

Περί τα τέλη του 12ου αιώνα εμφανίζονται και γυναίκες τροβαδούροι. Όπως είναι κατανοητό, ο κοινωνικός περίγυρος εγγυούταν σχετική ανεξαρτησία στις γυναίκες, οι οποίες είχαν τα ίδια κληρονομικά δικαιώματα στους πατρικούς τίτλους και ιδιοκτησίες με τους αδελφούς τους. Επωμίζονταν τις ευθύνες του φεουδάρχου κατά την απουσία των ανδρών τους και παντρεμένες ή όχι, συμμετείχαν όχι μόνο στην πολιτική και τη θρησκεία, αλλά και στην ποίηση τραγουδώντας τον έρωτά τους με πάθος και νεανικότητα. Είναι γνωστές 30 γυναίκες τροβαδούροι μεταξύ των οποίων η ComtessadeDia(Κοντέσσα ντε Ντία, 1200?), η AzalaisdePorcairagues (Αζαλαίς ντε Πορκαιράγκες,… 1173…), η MariadeVentadorn(Μαρία ντε Βανταντόρν, 1180-1215) και η Clarad’ Anduza(Κλάρα ντ’ Αντούζα, 1200).[17] Η ComtessadeDiaπου είναι και η πιο γνωστή, υπήρξε κατά μία εκδοχή σύζυγος του Γουλιέλμου του Πουατιέ. Λέγεται, χωρίς να είναι επιβεβαιωμένο, ότι η κοντέσσα ήταν ερωτευμένη με τον Rainbautd’ Orange. Έχουν διασωθεί τέσσερα «cansos» και ένα «tenso» που αποδίδονται σε αυτή. Το πάθος και η ειλικρίνεια, είναι χαρακτηριστικά της ποίησής της και φαίνονται στους παρακάτω στίχους από το «canso» της … με τίτλο …Benvolriamoncavalier

 

Ben volria mon cavalier
tener un ser e mos bratz nut,
q’el s’ en tengra per ereubut
sol q’ a lui fezes cosseillier
car plus m’ en sui abellida
no fetz Floris de Blanchaflor
eu l’ autrei mon cor e m’ amor,
mon sen, mos huoills e ma vida

 

Θα ήθελα τον ιππότη μου
να κρατήσω στα μπράτσα μου γυμνό
και να τον βλέπω έτσι χαρωπό
που με έχει για μαξιλάρι
διότι είμαι πιο πολύ ερωτευμένη
από τη Φλώρα του Μπλανσφλόρ
εγώ του δίνω την καρδιά και τον έρωτά μου,
το πνεύμα μου, τα μάτια και τη ζωή μου.

 

Σύμφωνα με τους ReneNelliκαι ReneLavaud(1966, σ.19) διακρίνουμε πέντε περιόδους στην ιστορική διαδρομή της ποίησης του προβηγκιανού έρωτα. Η πρώτη ξεκινά με την εμφάνιση του GuilhemdePoitiers(Γουλιέλμου του Πουατιέ, 1071-1126). Στον ποιητή αυτό βρίσκουμε για πρώτη φορά τα ίχνη της πίστης στην ευεργετική επίδραση που ασκεί το γυναικείο σώμα στην τελείωση της ψυχής. Η δεύτερη περίοδος των μέσων του 12ου αιώνα, εκπροσωπείται από τους Cercamon(Σερκαμόν), Marcabru(Μαρκαμπρέν), και JaufreRudel(Ζωφρέ Ρυντέλ). Η ποίησή τους αποδίδει μία τάση μυστικιστική που διχάζεται ανάμεσα στον ιδεόπλαστο έρωτα ή το θείο έρωτα. Πολλές φορές, δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτό αν ένα ποίημα είναι ερωτικό ή απευθύνεται στην Παρθένο. Στην τρίτη περίοδο που ξεκινά το 1147 με τον BernartdeVentadorn(Μπερνάρ ντε Βανταντούρ) και τελειώνει το1258 με τον GuilhemdeMontanhagol(Γουλιέλμο του Μοντανχαγκόλ), η ποίηση είναι πια ξεκάθαρα προσανατολισμένη στον ιδεόπλαστο έρωτα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εμφανίζονται οι πιο πολλοί από τους μεγάλους τροβαδούρους όπως ο RaimbautdeVaquieras(Ρειμπώ ντε Βακεϊρας), ο ArnautDaniel(Αρνώ Ντανιέλ), ο BertrandeBorn(Μπερτράν ντε Μπορν), ο GuilhemdeCabestahn (Γουλιέλμος του Καμπεστάν) και ο PeireVidal(Πέιρε Βιντάλ). ORaimbautdeVaquieras[18]ανανεώνει την προβηγκιανή ποίηση, της δίνει νέα καλλιτεχνική διάσταση και την κάνει γνωστή στην Ιταλία. Tocanso» του Altasondasquevenezsuzlamar, είναι από τα πιο δημοφιλή παρότι αμφισβητείται η πατρότητά του.

 

Altas ondas que venez suz la mar
Que fai lo vent cay e lay demenar
De mon amic savez novas comtar
Qui lay passet? no lo vei retornar!
Et oy , Deu d’ amor!
Ad hora-m dona joy et ad hora dolor!
Oy, aura dolza, qui venez deves
On mon amic dorm e sejorn’ e jai
Del dolz aleyn un beure m’ aportai
La bocha obre, per gran desir qu’ en ai
Et oy, Deu d’ amor!
Ad hora-m dona joy et ad hora dolor!
Mal amar fai vassal d’ estram pais
Car en plor tornan e sos jocs e sos ris
Ja non cudey mon amic me trays
Qu’ eu li doney co que d’ amor me quis
Et oy, Deu d’ amor!
Ad hora-m dona joy et ad hora dolor!

Λευκά μου κύματα θαλασσινά,
Που σας σηκώνει άνεμος ψηλά
Τον φίλο μου που είναι μακριά
Καλέστε τον και φέρτε τον ξανά.
Αχ δώρο Θεϊκό!
Χαρά μας δίνεις κι’ έπειτα καημό!
Εσύ που αύρα φεύγεις δροσερή
Για μιαν αγάπη τόσο ζηλευτή,
Πιοτό να φέρεις την γλυκιά πνοή
Στόμα μισάνοιχτο θα τη δεχτεί.
Αχ δώρο Θεϊκό!
Χαρά μας δίνεις κι’ έπειτα καημό!

 

Αγάπη ξένη τόσο θλιμμένη,
Παιγνίδι του χθες δάκρυ ντυμένη,
Σπονδή προσφέρω, κι ονειρεμένη,
Πιστή κι αγνή πάντα θα μένει.
Αχ δώρο Θεϊκό!
Χαρά μας δίνεις κι’ έπειτα καημό!

 

 OArnautDaniel[19] εισάγει τη σκοτεινότητα στην ποίηση (trobarclus)[20]. Επινοεί τη σεστίνα που είναι ποίημα έξι εξάστιχων στροφών με μία τρίστιχη επωδό και την οποίαν αργότερα καλλιέργησαν ο Δάντης, ο Πετράρχης και στους νεώτερους χρόνους οι Κίπλινγκ, Πάουντ και Έλιοτ. Είναι ο τροβαδούρος που θεωρείται από τον Δάντη ως ο καλύτερος μάστορας (migliorfabbro) και μνημονεύει ο Πάουντ στα cantoς του. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω στροφή από το ποίημα του Αρνώ Ντανιέλ Lanquamveifueilleflorefrug.

 

Lanquamveifueill’ eflorefrug
Parer dels albres aill ramel
Et aug lo chan que faun el brug
La ran’ el riu , el bosc l’ auzel,
Doncs mi fueilla em floris em fruch’ Amors
El cor tan gen que la nueit me retsida
Quant autra gens dorm e pauz’ e sojorna

 

Ονειρεύομαι τα φύλλα, τα λουλούδια τον καρπό
νά’ ναι στου δέντρου τον κορμό σα φωτεινή σχεδία
Στον ποταμό των βατραχιών ακούω κοασμό
και τα πουλιά του δάσους που αρχίζουν νυκτωδία
Και να, έρωτας ξεχύνεται στα φύλλα, στον ανθό,
κλέβει τη νύχτα μου και αχ τότε σβήνει ο χρόνος
ενώ βαθιά στον ύπνο δοσμένος είναι ο κόσμος.

 

Ο BertrandeBorn[21] θρήνησε το θάνατο του Ερρίκου του Κοντοχίτωνα. Στο θρήνο του Situitlidolelhplorelhmarrimenπου είναι από τους πιο γνωστούς, κάθε στροφή έχει οχτώ στίχους. Στην απόδοση στα ελληνικά όπως και στο προβηγκιανό κείμενο, οι τελευταίες λέξεις στον πρώτο, πέμπτο και όγδοο στίχο παραμένουν ίδιες σε όλες τις στροφές.

 

Planh

(Si tuit li dol e’ lh plor e’ lh marrimen)

 

Αν πένθη, δάκρυα και καημοί
πόνοι, πληγές που τυραννούνε
ποτίσουνε τη λυπημένη γη
πόσο ελαφριά θα μας φανούνε
τώρα που νέο τον Άγγλο Βασιλιά
ο Θάνατος κτυπά. Για τον νεκρό
χύνει η αρετή δάκρυ πικρό.
Θρηνεί ο κόσμος τέτοια συμφορά.

Γύρω του δάκρυα και καημοί.
Ζονγκλέρ και ιππότες, τροβαδούροι
από τη θλίψη στέκουνε βουβοί.
Τον μαύρο χάρο βλέπουν νικητή
να τους αρπάζει τον Άγγλο βασιλιά
να αφήνει το σώμα του νεκρό.
Σκοτάδι, κι’ όλα δείχνουν το κενό.

Κόλαση ο αιώνας συμφορά.
Χάρε σκληρέ, πικροί οι καημοί
παίρνεις τον πιο λαμπρό απ’ όσους ζούνε
κι’ έτσι θερίζεις δόξα κι’ αρετή
Αφήνεις αυτούς που τον τιμούνε
με πένθος για τον Άγγλο βασιλιά.
αντί για κείνον θα ήταν θεϊκό
να φεύγουν από τον κόσμο αυτό
όσοι μόνο σκορπίζουν συμφορά.

Στείρος αιώνας, μόνο καημοί
Ο έρωτας ηδονές που ξεγελούνε
Χειροτερεύει ο κόσμος κι η ζωή
όλοι σε θλίψη ακροπατούνε.
Δέστε τον νιο τον Άγγλο βασιλιά
τι παλικάρι ήταν ξακουστό
με τ’ όμορφο κορμί το ερωτικό
Όλοι πονούν γι αυτή τη συμφορά.

Στον Πλάστη ικεσίες και καημοί
όπως στη γη ήλθε για να βρούνε
τη σωτηρία τους οι ζωντανοί
και δίκαιο όλοι τον τιμούνε
ας συχωρέσει τον Άγγλο βασιλιά
κι ας του δώσει θέση στο πλευρό
των φίλων του, εκεί στον ουρανό
να μην γνωρίζει πένθος συμφορά

 

Ο Guilhem de Cabestanh[22] αγάπησε και τραγούδησε την Saurimanda, γυναίκα του Raimon, άρχοντατου Roussillon. Ο Raimon de Castel Rossilhon (Ραϊμόν του Ρουσιγιόν) ήταν άρχοντας ισχυρός, αλλά κακός και άγριος. Σκότωσε τον GuilhemdeCabestanh, του έκοψε το κεφάλι, του ξερίζωσε τη καρδιά[23] και, αφού την μαγείρεψε με πιπέρι, την έδωσε στη γυναίκα του να την φάει. Όταν η Saurimanda το έμαθε, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το μπαλκόνι του πύργου[24].

 

Mas eu solhs las! sostenh l’ ardor
e la pena que-m ven d’ amor
ab dous dezirs ab manhts destrics
e-m n’ espalezis ma color
pero non dic que s’ er antics
e blancs e devenguts com es nics
qu’ en re de ma domna-m clames

Το πάθος και τον πόνο μου βαστώ
και ότι ο έρωτας προσφέρει.
Σ’ οδύνες και σε πόθο δυνατό
πόσο το πρόσωπό μου ωχραίνει
Όμως κι´ αν ήταν γέρος να γενώ
και άσπρος στο χρώμα, σαν το χιόνι,
για Εκείνη θα ήταν. Δεν βογγώ.

Τα ποιήματα του Peire Vidal[25] χαρακτηρίζονται από το ερωτικό πάθος. Λέγεται ότι είχε ερωτευθεί μία αρχόντισσα την Loba (λύκαινα) και ότι γι’ αυτόν τον λόγο ονόμαζε τον εαυτόν του λύκο και παίζοντας φορούσε προβιές λύκου κι’ έτρεχε στο δάσος ώσπου τον πλήγωσαν οι κυνηγοί και τα σκυλιά τους. Η Loba του Pennautier γέλασε με το πάθημά του όμως τον περιποιήθηκε μαζί με τον σύζυγό της μέχρι να γίνει καλά. Το πάθος του για την NaLobaτραγουδά ο PeireVidalμε τους ακόλουθους στίχους:

 

E si tot lop m’ appellatz
no m’ o tenh a dezonor,
ni sim cridan li pastor
ni sim sui per lor cassatz.
et am mais bosc e boisso
no fauc palaitz ni maizo
et ab joi li er mos treus
entre vent e gel e neus 

 

 κ ι´ αν με φωνάζεις λύκο,
 δεν ντρέπομαι γι´ αυτό 
 ούτε τις κατηγόριες 
 ή το κυνήγι των βοσκών
Και προτιμώ τους θάμνους
απ´ το παλάτι η το σπίτι 
 στον άνεμο στον πάγο και το χιόνι 
 το μονοπάτι ακολουθώ 
 που οδηγεί σε Κείνη.

H τέταρτη περίοδος αρχίζει μετά την καταστολή της αίρεσης των Καθαρών. Την περίοδο αυτή οι τροβαδούροι προσπαθούσαν να υπογραμμίσουν ότι η ποίησή τους υπεστήριζε την ηθική καθαρότητα, πράγμα όμως που εξόργιζε την καθολική εκκλησία. Η πέμπτη περίοδος αρχίζει στις 7 Μαρτίου 1277, οπότε ο επίσκοπος Παρισίων καταδικάζει το δοκίμιο του AndreleChapelain(Άντρέ λε Σαπλαίν) “Deamoribus”[26] και απαγορεύει να τραγουδούν τον έρωτα για την παντρεμένη αρχόντισσα. Μπορούν μόνο να τραγουδούν τις αρετές των κοριτσιών που θα νυμφεύονταν. Το 1288, ο MatfreErmengau(Ματφρέ Ερμενγκώ), φραγκισκανός από το Μπεζιέ, ξεκινά να γράφει το έργο «Breviarid’ Amor» που είναι ένα τεράστιο διδακτικό ποίημα 34.000 στίχων. Το έργο είναι ένα είδος εγκυκλοπαίδειας που εμφορείται από ένα πνεύμα θρησκευτικό, εξάρει τη μεταφυσική ενότητα θεού και δημιουργίας μέσα και από τον έρωτα και προσπαθεί να συμβιβάσει τον ιδεόπλαστο έρωτα με τη χριστιανική πίστη.

 

Ένας από τους τελευταίους τροβαδούρους, ο Guiraut Riquier (Γκιρώ Ρικιέ) τραγουδάει έναν ουράνιο έρωτα που θα μπορούσε να αποτελεί ένα πλατωνικό άγγιγμα της καρδιάς και του πνεύματος. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του: Masera-mfaiAmorstalDon’ amar/ Quenonlapueschonrarpromitemer (Τώρα οφείλω την αγάπη μου σε μία Κυρία που ποτέ οι τιμές μου και ο φόβος μου γι’ Αυτήν δεν θ’ αρκούν) από το ποίημα του «Τραγούδι στην Παρθένο».

Ο ιταλός τροβαδούρος Sordello(Σορντέλλο) από τη Λομβαρδία, είναι ο πιο ένδοξος από τους ιταλούς τροβαδούρους και η θέση που του δίνει ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία, τράβηξε την προσοχή των μελετητών της ποίησης της Οξιτανίας. O Sordello γεννήθηκε στη Μάντοβα γύρω στο 1200. Υπήρξε γοητευτικός, καλός τραγουδιστής και εραστής. Γοητεύτηκε από την κόμισσα Cunizza(Κουνίτσα) της Βερόνας. Στον Sordello αναφέρεται και ο Εζρα Πάουντ στο CantoXXIX[27].. Ο ποίηση του Sordelloαντιπροσωπεύει το μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην ποίηση των τροβαδούρων και το “dolcestilnovo”[28]. Οι Guiraut Riquier και Sordello ξεχωρίζουν ανάμεσα στους τελευταίους τροβαδούρους. Όμως η προβηγκιανή ποίηση έχει ήδη φυτέψει το σπόρο της στην Βόρεια Ιταλία όπου ο Ιταλός Guido Guinizzelli καλλιεργεί τη λυρική ποίηση και ανοίγει το δρόμο για το “dolcestilnovo” που ακμάζει με τους Guido Cavalcanti, LapoGianni, Cinoda Pistoia και άλλους.

Οι τροβαδούροι δεν κατέγραφαν την ποίησή τους ούτε τη μουσική τους. Μόνο στο τέλος του 13ου αιώνα διασώθηκαν από γραμματικούς τα ποιήματα όσων τροβαδούρων υπήρχαν ακόμη στη μνήμη και στη ζωντανή παράδοση. Σύμφωνα με τον ArnauddelaCroix (1999:36), έχουν διασωθεί 2500 κείμενα λυρικής ποίησης των τροβαδούρων και περίπου 340 μελωδίες. Τα κείμενα αυτά, μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε το κοσμοείδωλο των ποιητών της Οξιτανίας τον 12ο αιώνα και να ανακαλύψουμε τον δρόμο που διανοίχτηκε στην προοπτική του έρωτα. Στη λυρική ποίηση των τροβαδούρων, ο έρωτας τείνει στην οριακή του κατάσταση για να συναντήσει το θάνατο. Η αγωνία του ιδεόπλαστου έρωτα που απορρέει από την πάλη του σώματος με το πνεύμα, οδηγεί στην πηγή από την οποία αντλούνται οι τρόποι για να εκφράσει η ποίηση τον πόθο της να προσεγγίσει το άβατο της ανθρώπινης ψυχής, τον τόπο δηλαδή, όπου συναντιόνται ο παράδεισος με την κόλαση, η ευδαιμονία με την οδύνη. Ο σύγχρονος ποιητής, ταγμένος να βλέπει τα πράγματα με τη λοξή ματιά του δημιουργού, καλείται να ανατρέξει στο σταυροδρόμι της μεσαιωνικής προβηγκιανής παράδοσης, γιατί από τις εκλάμψεις της, αναδεικνύονται η μυστική πλευρά του ανθρώπου και η τραγικότητά του, που έκτοτε, θα προβάλουν στις σιωπές των στίχων της ευρωπαϊκής ποίησης.

 

Βιβλιογραφία

AndreLagarde et Laurent Michard, MoyenAge, Bordas, 1962.ArnauddelaCroix, Lerotisme au moyenage, Tallandier 1999.
Charles Camproux, Ecrits sur les troubadours, tome I,L’ institut d’ etudes occitanes, 1984.
Ezra Pound, Literary Essays, New Directions Publishing Corporation, 1968.
Francesco De Sanctis, Storia della Letteratura Italiana, RCS Rizzoli LIbri S.p.A.,1983.
Gerard Zuchetto, Terre des troubadours, Les Editions de Paris, 1996.
Linda M. Paterson, The World of the Troubadours, CambridgeUniversity Press, 1993.
OctavioPaz, Η διπλή φλόγα, Εξάντας, 1996.
Piero Cudini, Poesia italiana del duecento, Garzanti Editore s.p.a., 1978, 1984.
Pierre Bec, Anthologie des Troubadours, 1018, 1979.
Rene Nelli et Rene Lavaud, Les troubadours, Desclee De Brower, 1966.
Rene Nelli, L’ erotique des troubadours, tome II. 1018, 1974.
Rene Nelli, La Poesie Occitane, Editions Seghers, 1972
Robert Bossuat, Louis Pichard et Guy Raynaut de Lage,Dictionnaire des lettres Francaises- Le Moyen Age, Fayard, 1964.
Stuart Y. McDougal, Ezra Pound and the Troubadour Tradition,PrincetonUniversity Press, Princeton, New Jersey, 1972.
Ντενί ντε Ρουζμόν, Ο Έρως και η Δύση, Ινδικτος, 1996.
Ροζάνης Στέφανος. EZRAPOUND Επτά και ένα Cantos, Έρασμος,1976.Σπύρος Σκιαδαρέσης, Τροβαδούροι, οι Προβηγκιανοί ποιητές και τραγουδιστές του Μεσαίωνα, Πλέθρον, 1982.

 

Ιωσήφ Βεντούρας


 

 

 

[1] Τo 1209 oSimonIVdeMontfort με εντολή του πάπα Ινοκέντιου Γ´ ηγήθηκε της σταυροφορίας εναντίον των Καθαρών. Η εκστρατεία κατέληξε με ολοκληρωτική επικράτηση των σταυροφόρων το 1255.

[2] οιλ ,οκ και σι είναι οι λέξεις με τις οποίες προσδιορίζεται η κατάφαση (ναι) στις τρεις αυτές διαφορετικές γλώσσες.

[3] Η λέξη τροβαδούρος προέρχεται από τη προβηγκιανή λέξη trobar που σημαίνει «ευρίσκω», εμπνέομαι. Παρ’ ότι οι τροβαδούροι προέρχονταν απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, οι περισσότεροι ήσαν ευγενείς. Δίπλα στους τροβαδούρους υπήρχαν οι ζονγκλέρ (joglars) που ήσαν τραγουδιστές ή οργανοπαίκτες.

4]ORaimonVidal ήταν τροβαδούρος από την Καταλονία που έζησε το πρώτο ήμισυ του 13ου αιώνα.

[5] Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε το βιβλίο “La Poesie Occitane” του Rene Nelli. 

[6] Το λόγιο και θωπευτικό στυλ με το οποίο τον 13ο αιώνα οι ιταλοί ποιητές ανανέωσαν τη συμβολική γλώσσα των τροβαδούρων.

[7] Η Αζαλαίς ντε Πορκαιράγκες (AzalaisdePorcairagues) αναφέρεται στη δοκιμασία αυτή στο μοναδικό σωζόμενο canso της Belsamics:  … Με χαρά καλέ μου φίλε/ με σένα για πάντα έχω δεθεί/ με τρόπο καλό κι’ ευγενικό/ κι’ αν η υπόληψή μου προστατευθεί/ σε δοκιμασία σε καλώ/ έτσι στο έλεός σου θα βρεθώ/ όρκο μου’ δωσες ότι δεν θα εξαπατηθώ/…

[8] Η αίρεση των Καθαρών είχε δυϊστικά χαρακτηριστικά. Ήταν μία νεομανιχαϊκή αίρεση σύμφωνα με την οποία το πνευματικό βασίλειο είναι το βασίλειο του Ουρανού, το βασίλειο του Θεού. Ο επίγειος κόσμος είναι το βασίλειο του Διαβόλου. Οι Καθαροί ζούσαν σε ένδεια και με απλότητα, πίστευαν ότι η σαρκική επαφή είναι αμάρτημα και επομένως δίδασκαν την αποχή από το σεξ. Το γάμο οι Καθαροί τον θεωρούσαν ένορκη πορνεία (jurataformicatio). Οι οπαδοί της αίρεσης διακρίνονταν στους πιστούς (credentes) που ζούσαν ακόμη στον κόσμο της σάρκας και στους τέλειους (perfecti) που βρισκόταν στο δρόμο για το βασίλειο του Ουρανού. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι τροβαδούροι ήσαν πιστοί της αίρεσης.

[9] Άλλοι μελετητές δεν δέχονται την άποψη αυτή και τονίζουν την επιρροή πού άσκησε στην λυρική ποίηση της Οξιτανίας  η αραβική ποίηση της Ανδαλουσίας καθώς και η κέλτικη παράδοση. Στο βιβλίο του CreativeMythology (1968) oJosephCampbell υποστηρίζει ότι και η λέξη trobador προέρχεται από την αραβική ρίζα TRB (Ta-RaB= μουσική ,τραγούδι) και την συνήθη ισπανική κατάληξη ador. Ήδη από τον 11ο αιώνα οι άραβες ποιητές της Ισπανίας IbnHazm και IbnDawud υμνούν τον ανικανοποίητο έρωτα. Είναι χαρακτηριστική η ανταλλαγή της καρδιάς των ερωτευμένων που παραπέμπει στην αραβική παράδοση της ανταλλαγής αίματος. ( Μού πήρε την καρδιά όλα μου τα πήρε/ τον εαυτό μου και τον κόσμο ολόκληρο... τραγουδά ο BernarddeVentadourστο cansoτου Quanveilalauzetamover).   

[10] Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε το βιβλίο του ReneNelli“L’ erotiquedestroubadours

[11] Αρχίζει με το ‘τραγούδι του Ρολάνδου’ πού γράφτηκε γύρω στο 1120 από άγνωστο ποιητή.

[12] Η σατυρική ποίηση συνίσταται από μικρές ιστοριούλες (fabliaux) που τραγουδούν γελωτοποιοί ή γυρολόγοι για να διασκεδάσουν το λαό στις πλατείες και τα πανηγύρια.

[13] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Τριστάνος και η Ιζόλδη.Θά πρέπει να παρατηρηθεί εδώ ότι στον Βρετόνικο αυτό μύθο η γυναίκα στον έρωτα έχει ρόλο ηγεμόνα ακριβώς όπως και στο νότο που ο τροβαδούρος είναι ο βασσάλος της εκλεκτής του.

[14] Τον 11ο και 12ο αιώνα η Γαλλία και η Ισπανία ανέπτυξαν την πολυφωνία σε πολύπλοκη μορφή. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ανάπτυξης ήταν ότι πρόσθεταν άλλες νότες πάνω σε κάθε μία νότα του ισόρρυθμου τραγουδιού (cantusplanus) δίνοντας έτσι ένα ελεύθερο μελισματικό χαρακτήρα. Οι νότες που προστίθενταν στις νότες του ισόρρυθμου ονομάζονταν motetus. To μοτέτο είναι η επικρατούσα μουσική φόρμα του 13ου αιώνα. Η μεγαλύτερη συνεισφορά στο είδος αυτό της μουσικής έγινε από τους τροβαδούρους.

 

[15] Η λέξη sirventes προέρχεται από τη λέξη sirven που σημαίνει υπηρέτης. Στην αρχή γραφόταν από υπηρέτες ή από ζονγκλέρ.

 

 

[16] Λινώρ (Linhaure) που σημαίνει ψαράς με καθετή, ήταν παρατσούκλι δοσμένο από τον Ζιρώ ντε Μπορνεϊγ στον Ρεμπώ ντ’ Οράνζ.

 

 

[17] Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε το βιβλίο “Terredestroubadours” του GerardZuchetto.

 

 

[18] Ο Ρεϊμπώ ντε Βακεϊρας γεννήθηκε στον πύργο Βακέϊρας που βρισκόταν στη δικαιοδοσία του πρίγκιπα του Οράνζ του πρώτου προστάτη του. Αργότερα υπήρξε προστατευόμενος του μαρκησίου Μπονιφάσιου ΙΙ του Μονφερά, τον οποίον ακολούθησε στην Ιταλία και Σικελία και ο οποίος τον κατέστησε κύριο ιδιοκτησιών στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Έχουν διασωθεί 40 λυρικά ποιήματά του.

[19] Ο Αρνώ Ντανιέλ γεννήθηκε στο Ριμπεράκ (Ντορντόνη) μεταξύ 1150 και 1160. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τη ζωή του. Η ποιητική του δημιουργία εμφανίζεται ανάμεσα στο 1180 και 1200. Η ποίησή του είναι δύσκολη και πολύσημη.

[20] Κλειστή έμπνευση.

 

[21] Ο Μπερτραν ντε Μπορν γεννημένος το 1140 στο Μπορν του Σαλανιάκ και έγινε αφέντης του πύργου του Ωτφόρ που τον κατέκτησε από τον αδελφό του Κωσταντίνο. Ωθούσε σε πόλεμο τον Ερρίκο τον Κοντοχίτωνα που ονομαζόταν και «νεαρός βασιλιάς» ενάντια στον πατέρα του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Β’ και του αδελφού του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου. Ο Δάντης τον τοποθετεί στην Κόλαση …Έναν ανθρώπινο είδα κορμό, κι ακόμα φαίνεται / πως τον θωρώ που περπατούσε δίχως το κεφάλι/ και βάδιζε κι’ αυτός μέσα στο θλιβερό κοπάδι./ την κεφαλή κρατούσε απ’ τα μαλλιά με το ´να του χέρι, σα να’ τανε φανάρι…( Άσμα XXVIII 118-122 μετάφραση Ανδρέα Ριζιώτη, τυπωθήτω-ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΡΔΑΝΟΣ,2002).

[22] Ο Γουλιέλμος του Καμπεστάν έζησε στο Roussillon και έγραψε από το 1180 έως το 1215. Σήμερα γνωρίζουμε 8 «cansos» του. Ο Stendhal  μετάφρασε τη ζωή αυτού του τροβαδούρου στο δοκίμιό του «De l’ amour» το 1822.

[23] Ο μύθος της φαγωμένης καρδιάς, πιθανώς ανατολικής προέλευσης, διαδόθηκε ευρύτατα ανάμεσα στον 12ο και 14ο αιώνα.

[24] Στην ιστορία αυτή του Καμπεστάν αναφέρεται και ο Πάουντ στο cantoIV: .. Και κείνη πήγε κατά το παράθυρο και γκρεμίστηκε/ «Στο μεταξύ, χελιδόνια που φώναζαν : Ityn! / «Είναι στο πιάτο του Cabestanη καρδιά.. (Ezra Pound, Επτά και ένα Cantos, μεταγραφή Στέφανος Ροζάνη)

[25] Ο Πεϊρε Βιντάλ είναι ένας από τους ποιο φημισμένους τροβαδούρους με ταλέντο και χιούμορ. Γεννήθηκε το 1183 και ξεκίνησε την ποιητική του σταδιοδρομία όντας προστατευόμενος του κόμη της Τουλούζης. Τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από το ερωτικό πάθος. Η ζωή του ήταν περιπετειώδης και εκκεντρική. Υιός ενός γουναρά, ξεκίνησε την καριέρα του στη Τουλούζη με προστάτη τον κόμητα Ραϊμόν τον 5ο της Τουλούζης. Λίγο αργότερα επισκέφτηκε την αυλή της Αραγώνης και έγινε φίλος του βασιλιά Αλφόνσου ΙΙ κόμητα της Βαρκελώνης και της Προβηγκίας. Η Ισπανία έγινε δεύτερη πατρίδα του. Περιπλανήθηκε σε διάφορες βασιλικές αυλές στην Καστίλλη την Ναβάρρα, την Αγγλία και την Ουγγαρία. Ασπάστηκε την αίρεση των Καθαρών. Ερωτευόταν εύκολα και πολλές γυναίκες και ένας ιππότης του έκοψε κάποτε τη γλώσσα γιατί είχε αφήσει να διαδοθεί ότι είχε ερωμένη τη γυναίκα του. Γιατρεύτηκε όμως και παντρεύτηκε μια Ελληνίδα στη Κύπρο που τον άφησαν να πιστέψει ότι ήταν ανιψιά του αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Δεν είναι γνωστό πώς πέθανε. Στον έρωτα του Πέιρε Βιντάλ για την NaLoba αναφέρεται και ο Πάουντ στο cantoIV. 

[26] Ο Andre le Chapelain συγγραφέας στις αρχές του 13ου αιώνα γράφει το σύγγραμμα “DeAmoribus” που αποτελείται από 3 βιβλία: το πρώτο πραγματεύεται τη φύση του έρωτα, το δεύτερο αναπτύσσει τους τρόπους διατήρησής του και το τρίτο εξετάζει την καταδίκη του. Το σύγγραμμα είναι αντιφατικό διότι από τη μια μεριά αναπτύσσει μια τεχνική ερωτική και από την άλλη στο τρίτο βιβλίο επιχειρηματολογεί ηθικολογικά. 

[27] …Και έκτη η Λαίδη Cunizza/ Που πρώτα την εδώσανε στον RichardSt. Boniface/ Και ο Sordelloτήνε βούτηξε από κείνον τον άντρα … (EzraPound, ¨Επτά και ένα Cantos, μεταγραφή Στέφανου Ροζάνη)

[28] Βλ. StuartC. McDougal, Ezra Pound and the Troubadour Tradition σ. 71


Ημ/νία δημοσίευσης: 26 Οκτωβρίου 2012