Εκτύπωση του άρθρου

ΦΟΡΟΥΜ


Θέσαμε το παρακάτω ερώτημα σε ποιητές και νεοελληνιστές και θα δημοσιεύσουμε στο παρόν και τα προσεχή μας  τεύχη τις απαντήσεις τους.
 

ΕΡΩΤΗΜΑ

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι τα κυρίαρχα ρεύματα στη σύγχρονη ποίηση αφορούν δύο κυρίως κατευθύνσεις:

1)    η αποκλειστικότητα του προσωπικού εαυτού, του εμπειρικού εγώ, της «αμεσότητας του εαυτού», του «άμεσου». Εδώ το εγώ επιτυγχάνει τις περιστασιακές του αποκαλύψεις, και προβαίνει στην έκφραση των εκλάμψεών του κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και βλέποντας τον εαυτό του.

2)    η αποκλειστικότητα του υλικού, κοινωνικού και γλωσσικού πλέγματος ως ανατροπή του οποίου προκύπτει το ποίημα, που αρνείται την αμεσότητα. Πρόκειται για την ποίηση η οποία επηρεάζεται από το γαλλικό δομισμό και μεταδομισμό, όπου ένα σύστημα από αλληλοσυνδεόμενα μέρη λειτουργεί χωρίς ατομικό εαυτό ως κέντρο του ή έστω ως άκρη του. ένα σύστημα κοινωνικά γειωμένης γλώσσας που αναλύεται στα μέρη που την απαρτίζουν για να κατανοηθεί, να ανατραπεί ή να διαστραφεί καλύτερα.

Συμφωνείτε με αυτή τη διάκριση;  Αν  ναι ποια από τις δύο κατευθύνσεις σας εκφράζει ποιητικά και ποια πιστεύετε ότι είναι αυτή που θα καθορίζει το μέλλον της ποίησης; Αν όχι  ποιες είναι οι τάσεις της σύγχρονης ποίησης  και πως βλέπετε το μέλλον της. 

ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Η ποίησή μας πέρασε από την ποίηση των αποχρώσεων, των ανέκφραστων και άφατων καταστάσεων και διαθέσεων, πέρασε κι από τη λεπταισθησία, κι όλα αυτά ήταν ένα καλό μάθημα για το τι σημαίνει γεύση και αίσθηση ποιητική. Δεν ξαναγυρίζει πια στην εκλογικευμένη έκφραση των εννοιών, αλλά ούτε και στην ολοκληρωτική κατάργηση των λογικών συνειρμών, γιατί έχει περάσει κι από κει και δεν υπάρχει πιο πέρα. Κάπου αλλού θα πάει ίσως, αξιοποιώντας την ως τώρα αποκτημένη πείρα, με μιαν ανασύνθεση των εκφραστικών της τρόπων από τον συμβολισμό ως τον μοντερνισμό και τον υπερρεαλισμό, μ’ ένα νέο εκφραστικό μίγμα, που ν’ ανταποκρίνεται σε μια νέα ουσία. Αλλά αν δεν υπάρξει αυτή η νέα ποιητική ουσία, δεν θα πάει πουθενά!

Κώστας Στεργιόπουλος


Ασφαλώς το ατομικό και το συλλογικό διαπλέκονται τόσο στην κατασκευή της ποιητικής γλώσσας, όσο και στην πρόσληψη αυτού του ίδιου του ποιήματος. Είναι όμως, νομίζω, περισσότερο ενδιαφέρον να δει κάποιος τη μετατροπή του οικείου σε ανοίκειο. Όπως όλοι γνωρίζουμε, η ποιητική γλώσσα χρησιμοποιεί λέξεις που ανήκουν στην κοινή καθομιλουμένη, δηλ. στην οικεία γλώσσα. Ο τρόπος όμως με τον οποίο αυτές διατάσσονται και συναρθρώνονται δημιουργεί μια ή περισσότερες νέες σημασίες, ανοίκειες στον αναγνώστη, που γίνονται (περισσότερο ή λιγότερο) αντιληπτές ύστερα από μια λογικο-συναισθηματική διαδικασία.
Πράγματι, όπως λέτε, το ποίημα λειτουργεί ως ανατρεπτική μορφή του υλικού, κοινωνικού και γλωσσικού πλέγματος από τη στιγμή που μπαίνει στη φάση της ανοικείωσης. Εκεί, νομίζω πως κρίνονται μια σειρά από αξίες που εμπεριέχονται σ’ αυτό: κοινωνική, ατομική, αισθητική. Η συστηματική εξέτασή τους μας οδηγεί σε κατηγοριοποιήσεις και κατατάξεις ιστορικής αλλά και γνωστικής (θεωρητικής) χρησιμότητας, (π.χ. ρομαντισμός, συμβολισμός, υπερρεαλισμός).
Ειδικότερα η σύγχρονη ποίηση, πιστεύω, εξαντλεί τις σχέσεις της με την πραγματικότητα, μέσα από την οριακή χρήση της ανοικειωμένης γλώσσας. Κάνοντας αυτό, τροφοδοτείται, προφανώς, από την κοινωνική εξέλιξη, μεταβάλλοντας συνειδητά τα αισθητικά κριτήρια της πρόσληψής της. Θα ήταν, ωστόσο, δύσκολο να διακινδυνεύσω μια πρόβλεψη για το μέλλον της ποίησης, επειδή ακριβώς οι όροι με τους οποίους παράγεται και προσλαμβάνεται στις μέρες μας είναι πολύ συγκεκριμένοι, ενώ στην πραγματικότητα, στην οποία ζούμε, διαρκώς μεταβάλλεται, τόσο σε υλικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο.

Ζάχος Σιαφλέκης

Ποίηση του εγώ και ποίηση της γλώσσας
 
Η απάντηση που θα έδινε κανείς σε αυτό το ερώτημα, θα είχε να κάνει με τις ιδεολογικές, στο επίπεδο της αισθητικής εκκινήσεις του. Ακόμη κι αν είναι φανερό ότι ο ερωτών δηλώνει μία προτίμηση στη δεύτερη κατεύθυνση, αποσιωπώντας τις ουσιαστικές για την πορεία της ποίησης πλευρές της πρώτης, αναρωτιέμαι τι θα αποδείκνυε η κλίση προς μία από αυτές ή η έμφαση στην αναγκαιότητα συνυπολογισμού τους. Ίσως η επιλογή της μίας από τις δύο πλευρές στόχευσης της ποιητικής δημιουργίας δηλώνει μία σαφή και εκ των προτέρων τοποθέτηση σε έναν από τους δύο χώρους (πρότυπο ρομαντικό, συμβολιστικό ή υπερρεαλιστικό με την πρώτη –χωρίς και πάλι να είναι αυτό απολύτως βέβαιο, και περισσότερο μετα-ποιητικό ή θεωρητικό ή ακόμη και κοινωνικά ρυθμιζόμενο με τη δεύτερη). Η σύνδεση (και οι όροι της) των δύο κατευθύνσεων μπορεί να υπονοεί την αναγνώριση μίας μεταμοντέρνας σύγκλισης αντιθετικών δυνάμεων ή την επίγνωση των αλλαγών που έχει επιφέρει η νεωτερική θεωρητική σκέψη (από το Βιτγκενστάιν έως τουλάχιστο τον Αντόρνο και το Λακάν) καθώς και η αποδόμηση που ακολούθησε, στον γλωσσικό καθορισμό του υποκειμένου. Αυτά καλά για έναν θεωρητικό, που θα μπορούσε ίσως να κάνει και προβλέψεις, τονίζοντας ότι το μέλλον δεν είναι γραμμικό και μονόπλευρο. Για έναν ποιητή τα πράγματα γίνονται πιο απαιτητικά από πλευράς ευθυνών, εφόσον από αυτόν πρέπει να παραχθεί έργο εκτός από λόγος –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο λόγος μπορεί ποτέ να δημιουργείται ανεύθυνα. Παρόλες τις συνειδητές επιλογές, στο ποιητικό έργο είναι κλεισμένες δυνάμεις που φέρει μέσα της η ίδια η φράση (δυνάμεις παράδοσης, γλωσσικών χρήσεων κλπ) ανεξαρτήτως της βουλήσεως του ποιητή. Αν ο ποιητής επιλέξει την πρώτη κατεύθυνση του υποκειμενισμού, οι κοινωνικές ή επαναστατικές δυνάμεις που καθορίζουν το εγώ δεν μπορούν να αποκλειστούν. Αν, από την άλλη, επιλέξει την έμφαση στο γλωσσικό υλικό, πόσο μπορεί, ακόμη κι αν προσπαθήσει πολύ, να ξεχωρίσει το εγώ του από αυτό;
Ας υποθέσουμε ότι έγραφε κανείς ένα ποίημα με τη φιλοδοξία να αποδόσει ακόμη μία φορά ας πούμε την εσωστρεφή ζωή των αγγλοσαξόνων ποιητών:
 
Με ζεστή ζακέτα ή έστω πουλόβερ
Ανάμεσα στις μυρωδιές του τσαγιού
Να πλέουν μικρές αλήθειες
Αόρατες
 
Μέσα μας είναι τα πιο σοβαρά
Δηλαδή η ίδια μας η ζωή
Που παίρνει διάφορες όψεις
Όσο μας διασχίζουν οι καθημερινές μας συνήθειες
Εκλεπτυσμένες
Μα οι μοναδικές υπαρκτές.
 
Η έλλειψη της προσοχής στην υλικότητα της γλώσσας και η έμφαση στη σημασία της ατομικής εμπειρίας καθιστά το ποίημα από αδύναμο έως και σατιρικό. Από την άλλη πλευρά η αγωνία έμφασης στην ίδια τη γλώσσα καθιστά το κομμάτι που ακολουθεί μία αμήχανη άσκηση:
 
My voice, by grief made weak, so so [
 
δασεία κοιτίς στημένη
γραφή εν μπαρ (βάρβαρη ή
ρηχή) κορυβαντιούσα έλλειψη
λειωμένα οφίκια ασμένα
Callisto μαντάτο θα δείξω
εκμαγεία δρομηλάτις σχιστή

Πρώ[τη] φορά μονάχη
μελετά τα χόρτα (διάβασε)…
 
Πάντως ούτε ο ναρκισσισμός ούτε η θεωρητική εποπτεία σώζουν την ποίηση. Εφόσον το μόνο υλικά απτό στην ποίηση είναι η γλώσσα, μέσω αυτής μπορεί να προκύψει κάθε ανατροπή σε όποια επίπεδα και αν δοκιμάζεται. Με δεδομένη την κυριαρχία της γλώσσας και όσα έχουμε μάθει για αυτή αλλά και όσα ακόμη έχει δημιουργικά να μας προσφέρει, μπορούμε να συνεχίσουμε να ελπίζουμε το καλύτερο για το μέλλον της ποίησης.
 
Ελισάβετ Αρσενίου
 


Ημ/νία δημοσίευσης: 18 Μαρτίου 2007