Εκτύπωση του άρθρου


Όταν ο συνθέτης Γιώργος Σισιλιάνος μου ζήτησε το ανέκδοτο ακόμη ποιητικό κείμενο μου «Φωτιά» να το μεταφέρει σε λιμπρέτο για όπερα, είπα βέβαια «ναι», σιωπηλά όμως αναρωτιόμουν πώς ένα ποίημα μπορεί να γίνει λιμπρέτο. Τυπικά γνωρίσματα του λιμπρέτου είναι η σκηνική δράση, οι χαρακτήρες του, οι διάλογοι, η πλοκή.  Το ποίημα μου,  αφηρημένο σε μορφή και έκφραση, πώς θα ανταποκρινόταν στην πρόκληση.  Ήταν η αρχή αυτής της εμπειρίας,  με προϊστορία  την παλιά γνωριμία μου με τον συνθέτη και δύο ποιήματα μου που   είχε συμπεριλάβει στο έργο του «Έξι τραγούδια - έργο 37» πάνω σε στίχους σύγχρονων Ελλήνων ποιητών: ένα είδος «θεατρικού Lied”  όπως το είχε ο ίδιος χαρακτηρίσει, πιστεύοντας στις εκφραστικές προεκτάσεις που μπορεί να προσδώσει η ασματική ερμηνεία τόσο στη Μουσική όσο και στην Ποίηση.

Την πρώτη εκείνη συνάντηση μας ακολούθησαν πολλαπλές άλλες μαζί με ατέλειωτες συζητήσεις  για τη «Φωτιά»-ποίημα και τη «Φωτιά»-λιμπρέτο. Εγώ είχα γράψει ένα ποίημα τριάντα σελίδων, όπου μονόλογοι αντίλογοι και χορικά  αναπτύσσονται συμβολικά σε αλληλένδετα επίπεδα και αλληλουχίες εικόνων στον ίδιο συνεχώς χώρο/ τόπο, το ζοφερό τοπίο μιας καμένης γης.

       φφφφφφφφφ
       φάεα/ φάε/ φάεα
       φαέθων / άααααα

                                                αχός ήχων/ αντίβουος
                                                         κύκλων κραυγές

        φάεα  φάε/ φάοσδε 
        φαέθων/ άααααα    

                                                                               αείποτε                                               

       φάσμα/ φαινόμενο/ ή φρεναπάτη
      πώς να το πω/ και πώς να τ’ ονομάσω                                                        

                                                                  στην ετυμολογία
                                                                   των δεδομένων
                                                                               άμαθος

                                                                  *****

        ένας ΕΦΗΒΟΣ  αυτοπυρπολείται
                                                                       σημείο
                                                                         αρχή

        οι εστιάδες δεν το αντέχουνε
        μανιάζουμε
        την παρθενιά τους
        στη φωτιά του ρίχνουν             

                                         φουντώνει η φλόγα έξω απ’ το βωμό
                                         την πόλη ανάβει                                      

                                                              εξ αμελείας εμπρησμός                           

                                                                 *****

       στον λόφο πάνω του κρατήρα/ ποιος τώρα μετρά
       την ηλικία των φεγγαριών
       τη θέση της μέρας της νύχτας/ ποιος ψάχνει

                                                  ακολουθίας απόρροια 
                                                      αλληλουχίας ειρμοί

       τον αριθμό στην πόρτα του/ ποιος νοιάζεται
       ποιος περιγράφει το σχήμα του
                                                σώμα και σχήμα/ σήμα
                                                                             σιγή
       το παλιό μας κάρο/ ακυβέρνητο
       παραδίνεται στις φλόγες

       κανείς ποτέ δεν πρόβλεψε / μια έξοδο κινδύνου

                                                                   *****                               

Το ποίημα αρχίζει με τις ομηρικές λέξεις (κύκλων κραυγές): φάεα= πληθυντικός του φάος= φώς και μάτια/  φάε= έλαμψεφαέθων= μετοχή του φαέθω= φωτίζω/ φάοσδε= βοήθεια και σωτηρία.  Τα αποσπάσματα που ακολουθούν αποτελούν δείγμα γραφής και μορφής του ποιήματος, με θέμα την ανθρώπινη εμπειρία της έμπυρης πραγματικότητας, της άσβεστης μνήμης, της απόγνωσης και της επίγνωσης. Πρωταγωνιστής είναι ο σύγχρονος επί της γης άνθρωπος αντιμέτωπος με τα αποκαΐδια του κόσμου του. Ο μύθος δεν είναι καινούριος. Είναι ο παλιός ανθρώπινος μύθος, ο ίδιος πάντα, παράλογος και τραγικός. Η φωτιά που από ανθρώπινη αμέλεια φουντώνει  από μια σπίθα, μια έκρηξη ή την αυτοπυρπόληση ενός εφήβου είναι καταστροφή, τέφρα, κατάρα,  είναι ανανέωση, λίπασμα, εξιλέωση. Στη δυαδική σχέση ποιήματος και αναγνώστη, η ερμηνεία του λόγου σε κάθε περίπτωση εξαρτάται από την εσωτερική σχέση του αναγνώστη με το ποίημα. Όταν όμως το ποίημα γίνεται λιμπρέτο και όπερα,  η ερμηνεία του λόγου είναι πλέον υπόθεση πολλών.

Η όπερα είναι είδος που συνδυάζει τη μουσική με το θέατρο, το τραγούδι με τη σκηνική δράση: οι ηθοποιοί της είναι τραγουδιστές,  οι διάλογοι της άριες, η πλοκή της, συνήθως  τραγική δραματοποιημένη  επιπλέον από την ορχήστρα. Το λιμπρέτο μπορεί να έχει γραφεί πριν από τη μουσική σύνθεση ή να γραφεί εκ των υστέρων, οπότε ο λιμπρετίστας προσθέτει τον λόγο πάνω στη μουσική. Σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση ενός καλού λιμπρέτου είναι η θεατρική εμπειρία του συγγραφέα του. Στη «Φωτιά», ο συνθέτης Γιώργος Σισιλιάνος ανέλαβε και τον ρόλο του λιμπρετίστα, επιμελούμενος τη σκηνική προσαρμογή του ποιητικού κειμένου. «Αυτές οι αφηρημένες ιδέες έπρεπε να γίνουν πρόσωπα», μού  εξηγούσε όταν μου πρωτοδιάβαζε το λιμπρέτο κι εγώ βίωνα με ανάμικτα συναισθήματα τη στιγμή που το ποίημα αποσπάται από τον ποιητή και παίρνει τους δικούς του δρόμους, μέχρι να γίνει σε αυτή την περίπτωση «Μουσικό Δράμα με Πρόλογο,  Επτά Σκηνές και Πρόσωπα: Άνδρας, Γυναίκα, Σοφός, Γελωτοποιός. Ζητιάνος, Μέγας Ιερέας , Μάντης».

«Πρόθεση μου», σημείωνε ο συνθέτης στο πρόγραμμα της παράστασης, «ήταν να αξιοποιήσω μουσικά όσο μπορούσα πιο πολύ ένα ποιητικό κείμενο όπως αυτό, που με την πυκνότητα της έκφρασης, με τον πολυσήμαντο και πολυδιάστατο συμβολισμό του στην απόδοση αφηρημένων φιλοσοφικών ιδεών, με τη στατικότητα του  μύθου πέρα από συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, υποχρεώνει στην αναζήτηση τρόπων μουσικής και σκηνικής πραγμάτωσης έξω από τα καθιερωμένα πλαίσια της Όπερας, έτσι όπως τα διαμόρφωσε η παράδοση…

….Η μόνη λύση ήταν ο Λόγος να περιβληθεί μια διάσταση καθαρά οπτική και να μεταμορφωθεί όσο τον δυνατόν περισσότερο σε θέαμα. Τα μέσα που προσφέρονται για μια τέτοια «θεαματικοποίηση» είναι, από τη μια μεριά, η σύμπραξη του μπαλέτου σε συνδυασμό με μια κινησιολογική επέμβαση στη συμπεριφορά ορισμένων τραγουδιστών πάνω στη σκηνή και από την άλλη, τρόποι φωτισμού καθώς και προβολή φωτεινών εικόνων στην οθόνη, που καλύπτει  ολόκληρη την επιφάνεια του βάθους της σκηνής δίνοντας της επιπλέον και μια ψευδαίσθηση απεριόριστης έκτασης…»

Οι πρώτες χειρόγραφες σελίδες της  παρτιτούρας, σχολαστικά καθαρογραμμένες με κάθε λέξη του ποιήματος αυστηρά χωρισμένη σε συλλαβές, καθεμιά  συλλαβή κάτω από μια νότα, ήταν η εικόνα που  με τοποθέτησε αυτόματα απέναντι στην αυστηρή σημειογραφία του πενταγράμμου: το ποίημα μου αγνώριστο, μεταφρασμένο σε μια γλώσσα που δεν ήξερα να διαβάζω, κάτι οπωσδήποτε αλλόκοτο, καινούριο, ιδιόμορφο, τελικά προκλητικό.  Από το σημείο αυτό και μετά, σε κάθε νέα σελίδα, σε κάθε νέα συνάντηση μας με τον συνθέτη, στις συζητήσεις μας αργότερα με τους άλλους συντελεστές, παρακολουθούσα το ποίημα μου έξω από εμένα, να  αναπτύσσεται σε διαφορετικά επίπεδα, να εναρμονίζεται ελεύθερο με αλλότροπα εκφραστικά μέσα, φωτισμένο από άλλες γωνίες, από άλλους. «Εγώ όντως δεν πείραξα ούτε ένα στίχο» διευκρίνιζε ο Σισιλιάνος «απλώς έχω φωτίσει διαφορετικά την ερμηνεία του…  Ενσάρκωσα τον Μέγα Ιερέα, τον Μάντη και τον Σοφό, ως προεκτάσεις του Άνδρα και προσπάθησα να ερμηνεύσω θεατρικά τις λέξεις…». Πράγματι, ολόκληρο  το ποίημα μου είχε περάσει ακέραιο στο λιμπρέτο, χωρίς  να παραληφθεί ή προστεθεί καν ένα «και».

Η Ντόρα Τσάτσου-Συμεωνίδη ανέλαβε τη σκηνοθεσία και χορογραφία της παράστασης. Με την ιδιότητα της διακεκριμένης χορογράφου και την άμεση σχέση της με τη μουσική ήταν εκείνη που συνέδεσε αισθητικά πάνω στη σκηνή τα μουσικά με τα χορευτικά  και θεατρικά στοιχεία του όλου έργου: « Την παράσταση της  Φωτιάς την είδα σαν ένα δρώμενο, μια ιερουργία. Σ’ αυτό με οδήγησε η μουσική, η αφαιρετική γραφή του έργου και η μαγική γλώσσα των συμβόλων που μεταχειρίζεται ο συνθέτης και η ποιήτρια. Άξονας του δρώμενου ο Άνδρας… αντιμέτωπος με τα αρχέτυπα  σύμβολα…  η Φωτιά, το δάσος που καίγεται, ο κόσμος που χάνεται. Ο Ζητιάνος… που  σχολιάζει με φτηνή κακία το πάθος του Ανθρώπου.  Ο Μέγας Ιερέας, ο Σοφός και ο Μάντης, εσωτερικές προεκτάσεις του , ρίζες του μέσα στην Ιστορία… Ο Αυτοπυρπολούμενος Έφηβος, η θυσία πάνω στην οποία θεμελιώνεται η δημιουργία, Θάνατος-Ανάσταση. Τέλος η Γυναίκα, μάνα-Γη που γνωρίζει και ζει το θαύμα της φύσης πέρα από τη ρηχή κοινωνική φθορά. « Άλκιμη παρουσία ευαγγελίζομαι/   να γαλουχείται στον στεγνό μαστό μου». Σε αυτή τη «μυστική τελετή»… Ο Άνδρας τελικά καταλήγει «Εγώ ειμί το Νυν/ Φτάνει να βρω την τροχιά». (Ντόρα – Τσάτσου Συμεωνίδη, Πρόγραμμα ΕΛΣ, έργο «Φωτιά»)

«Μουσικό  ορατόριο», χαρακτήρισε τη «Φωτιά» ο αρχιμουσικός Δημήτρης Αγραφιώτης, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση της ορχήστρας συντονίζοντας απόλυτα τη μουσική του ερμηνεία με τη διάρθρωση και το νόημα του κειμένου.  Τη δική της  αισθητική αντίληψη πρόσθεσε η Ρένα Γεωργιάδου που φιλοτέχνησε τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης διευρύνοντας την οπτική διάσταση της. Με την ιδιαίτερη δεινότητα της φωνής του ενσάρκωσε ο βαρύτονος Σπύρος Σακκάς τον ρόλο του πρωταγωνιστή Άνδρα. Ως κορυφαία χορού προσωποποίησε η μεσόφωνος Γιολάντα ντι Τάσσο τη μάνα-Γη, στην τελετουργική της διαδρομή από το παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον… Όσο για μένα, παρούσα σε όλες τις πρόβες και τις επακόλουθες συζητήσεις, βίωνα προοδευτικά τη διαδικασία της προετοιμασίας προσπαθώντας να συλλάβω την ανεπαίσθητη ενέργεια   που συντόνιζε τις πολλαπλές αυτές προσωπικές «αναγνώσεις» του ποιήματος μου. Κάθε συντελεστής της παράστασης, τραγουδιστής, χορευτής του μπαλέτου, μέλος τη ορχήστρας, φωνή της χορωδίας διείσδυε δημιουργικά στο θέμα με τα δικά του εκφραστικά μέσα.

Το ζήτημα ωστόσο που βασάνιζε εμένα μόνο από τις πρώτες πρόβες του έργου ήταν αν τελικά θα ακουγόταν καθαυτό το ποίημα σε αυτή την πολυδιάστατη παράσταση που προετοιμαζόταν. Στο μελόδραμα σπάνια συμβιώνουν αρμονικά μουσική και λόγος, υπερισχύει συνήθως η μουσική, κι εγώ από την πλατεία το διαπίστωνα κάθε φορά που  δεν άκουγα καθαρά όλα όσα έλεγαν οι τραγουδιστές επάνω στη σκηνή. «Η παραδοσιακή Όπερα», εξηγούσε ο Σισιλιάνος, «έλυσε κατά κάποιο τρόπο το θέμα, υποτάσσοντας τον Λόγο στη Μουσική, και τη σκηνική δράση μέσα στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου και ευκολονόητου μύθου.» Τι θα προσλάμβαναν όμως οι θεατές από τους συμβολικούς στίχους ενός μύθου χωρίς υπόθεση ενορχηστρωμένους μάλιστα στο ύφος μιας πρωτοποριακής σύνθεσης σύγχρονης μουσικής; Είχαμε  ζητήσει από τη  διεύθυνση της παραγωγής την παράλληλη προβολή του κειμένου κατά τη διάρκεια της παράστασης, αλλά  δεν ήταν  τεχνικά εφικτή.  Έπρεπε  να το ξεπεράσω.  Από τη στιγμή που ο ποιητικός λόγος προσφέρεται από τον ποιητή στον κόσμο, το ποίημα κινείται πλέον αυθύπαρκτο με διάθεση να ενωθεί με τον κόσμο και να μετουσιωθεί σε αυτόν. Και η «Φωτιά», έχοντας υπερβεί το ενδόμυχο όραμα του ποιητή, μετουσιωνόταν τώρα σε θέαμα-ακρόαμα  επιζητώντας  να συνομιλήσει με το μεγάλο κοινό.

Η «Φωτιά- Μουσικό Δράμα με Πρόλογο και Επτά Σκηνές», ανέβηκε σε Παγκόσμια Πρώτη στα «Ολύμπια» από την Ελληνική Λυρική Σκηνή, στις 20 Δεκεμβρίου του 1987.

Μάρω Παπαδημητρίου   


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Φεβρουαρίου 2017